Σειρά: Κείμενα-Κειμήλια
Αριθμός στη σειρά: 31
Τίτλος: Μιλτιάδη Μαλακάση Ποιήματα
Πρόλογος και επιμέλεια: Σωτήρης Κακίσης
Επιλογή ποιημάτων: Φοίβος Δεληβοριάς
Εκδόσεις Αιγαίον, Λευκωσία
ΤΑ ΧΡΥΣά ΛόΓΙΑ ΤΟΥ ΜΑΛΑΚάΣΗ
(στον Δημήτρη Παπαθέου)
Υπερέβαλε κι ο Καρυωτάκης: «Α, κύριε, κύριε Μαλακάση, ποιος θα βρεθεί να μας δικάσει, μικρόν εμέ και σας μεγάλο, ίδια τον ένα και τον άλλο;». Υπερβάλλουν κι όσοι σήμερα κάνουν συνέδρια στο Μεσολόγγι, και τα επιγράφουν, «Α, κύριε Μαλακάση, ποιος θα βρεθεί να τους δικάσει;».
Έχω κι εγώ πάντως μιαν ιστορία να πω, ανάλογη: ζούσε ο Μάριος Βαγιάνος, αυτός που πρωτοπαρούσιασε, λέγεται, τον Καβάφη στη μητέρα Ελλάδα. Εκεί, στο Πρακτορείον της Πνευματικής του Συνεργασίας, στην οδό Δημοκρίτου στην Αθήνα, ανήγγειλε κάποτε έκθεση χειρογράφων Καβάφη. Είπε ένας φίλος μου, που έμενε ακριβώς από πάνω, να κατεβούμε, μήπως και κατάφερνε να του ‘κλεβε κανένα…
Κατεβήκαμε. Με σύστησε: «Ο κύριος Κακίσης. Ποιητής». «Γράφετε, γράφετε;», με ρώτησε κι ο Βαγιάνος, όπως ρωτούσε κι ο Μηνάς Δημάκης. Πιάσαμε την κουβέντα. Φτάσαμε, δεν ξέρω πώς, στον Καρυωτάκη και στον Μαλακάση. «Εγώ τα ξέρω από μέσα, κύριε Κακίση», μου είπε. «Συναντήθηκαν μετά οι δυο τους. Κι ο Μαλακάσης τον μάλωσε τον Καρυωτάκη: -Εσείς είστε; Κρίμα, αγαπητέ μου. Έτρεφα καλά αισθήματα για σας. Κι ο Καρυωτάκης του απάντησε: -Μη χαλάμε τις καρδιές μας. Η Ιστορία, άλλωστε, θα μας κρίνει». «Όπως και τους έκρινε», είπα εγώ, ο νεαρός τότε λάτρης του Καρυωτάκη. «Ακριβώς!», ενθουσιάστηκε ο Μάριος Βαγιάνος: «τον Καρυωτάκη ποιος τον θυμάται πια; Σ’ όλα τα σαλόνια Μαλακάση δεν απαγγέλλουμε πάντα;».
Ήθελα να την πω αυτή την ιστορία. Τώρα που και του Μαλακάση η ψυχή ήρεμα πια μέσα μου υπάρχει. Που το ευγενικό του έργο Μεσολόγγι πάλι εξαίσιο για μένα. Που τα ποιήματά του από το παρελθόν εδώ στο μέλλον τρυφερά, ιδιαίτερα, ηρωικά και πένθιμα, καθαρά πάντα, ολοκάθαρα. Και μια και στον πρόλογό μου εδώ πάλι στον Βάσο για τον Παπαδιαμάντη, του Μαλακάση τα χρυσά λόγια αντέγραψα, τώρα το αντίστροφο: κάτι θα ‘ξερε κι ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, που τον Μιλτιάδη Μαλακάση είχε ξεχωρίσει για φίλο του.
Ὁ Μπαταριᾶς
Μιὰ Κυριακὴ πρωί...
Ὁ Μπουκουβάλας ὁ μικρὸς κι ὁ Κλὴς τοῦ Τσαγκαράκη
Κι ὁ Νίκος τοῦ Βρανᾶ,
Σάββατο βράδυ, κάποτε, τὸ ῾ρίχναν στὸ μεράκι,
Στοῦ Βλάχου κουτσοπίνοντας κρυφά.
Κι ὡς ἤσανε ἀρχοντόπουλα κ᾿ οἱ τρεῖς, στὸ κέφι ἀπάνω,
Στέλναν γιὰ τὰ βιολιά,
Καὶ μὲς σὲ λίγο βλέπανε τὸν Κατσαρὸ τὸν Πάνο,
Καὶ πίσω τὸ Θανάση Μπαταριᾶ.
Κι ἀμέσως μὲ τὸ βιολιτζὴ καὶ μὲ τὸ λαουτέρη,
Καὶ μ᾿ ἕναν πιφιρτζῆ,
Γιὰ τὸ βιλούχι κίναγαν τοῦ Κώστα Καλιαντέρη,
Ποὺ σίγουρα τὸν εὕρισκαν ἐκεῖ.
Κι ὁ Κώστας, λαγοκοίμητος, πάντα μὲ τὴν ποδιά του,
Τοὺς δέχονταν ὀρθός,
Καὶ τὸ τραπέζι ἑτοίμαζε πρὸς τὰ᾿ ἁρμυρίκια κάτου,
Στῆς ἅπλας λιμνοθάλασσας τὸ φῶς.
Κι ὡς νὰ στρωθῇ καὶ νὰ σιαχτῇ, καὶ νὰ συγκαιριστοῦνε
Τά ῾ργανα, σιγαλὰ
Τὰ λιανοτράγουδα ἄρχιζνα, τὰ γιαρεδάκια, ὁποῦ ῾ναι
Καθὼς τὰ προσανάμματα στὴ στιά.
Μὰ στὸ τραπέζι ὡς κάθουνταν, κι ἄνοιγεν ἡ φωνή σου,
Μεγάλε Μπαταριᾶ!
Στὸ τρίτο κρασοπότηρο, πουλιὰ τοῦ Παραδείσου
Ξυπνούσανε κι ἀηδόνια στὰ κλαδιά.
Καὶ λίγο λίγο ὡς γύριζες μὲς στὸ τραγούδι, ὢ θάμα!
Παλληκαριές, καϋμούς,
Τ᾿ ἀρματολίκι ἀνέβαζες καὶ τὴν ἀγάπη ἀντάμα,
Στ᾿ ἀστέρια, στὸ φεγγάρι, στοὺς Θεούς.
Κ᾿ ἐκεῖθε, ποὺ δὲν ἔφτανε κανένας, κ᾿ ἡ ἀνάσα
Πιάνονταν ὡς κι αὐτή,
Κ᾿ ἐκεῖθε ἀλέγρα, παίζοντας, σκαλὶ σκαλὶ τὰ μπάσα,
Κατέβαινε ἡ γαλιάντρα σου ἡ φωνή.
Κι ὅπως ἐτύχαινε συχνά, σὲ τέτοια γλέντια νά ῾ναι
Καλοκαιριοῦ χαρά,
Καὶ ὁ κόσμος ἔξω, τὰ νερὰ καὶ οἱ κάμποι νὰ εὐωδᾶνε
Κι ὅλα μαζὺ νὰ σπρώχνουν δυνατά,
Καὶ τὴν πιὸ λίγο ἀνάθαρρῃ, παρέκει νὰ πατήσει,
Ν᾿ ἀκούσει καὶ νὰ δεῖ, -
Δὲν ἔμενε εἰκοσόχρονη ποὺ νὰ μὴν ξεπορτίσει,
Καὶ χήρα νιὰ στὸ δρόμο νὰ μὴ βγεῖ.
Κι ὅσες ἀκόμα, οἱ ἄπλερες, δὲ βόλιε νὰ φτερίσουν,
Σὲ μάντρες καὶ σὲ αὐλές,
Τὰ κοχυλάκια αὐτάκια τους στυλῶναν νὰ γροικήσουν,
Τὰ μάτια τους νὰ ρίξουν σαϊτιές.
Καὶ τὰ τραγούδια, ἀέρηδες δροσιᾶς μαζὺ καὶ λαύρας,
- ὁ δόλιος ὁ σεβντᾶς!
Πότε τὶς φλόγες ἔφερναν, καὶ πότε μιᾶς ἀνάβρας
Τὸ ράντισμα στὰ φύλλα τῆς καρδιᾶς.
Μὰ ἐκεῖ ποὺ πέλαγο ἡ φωνὴ σάλευε πιὰ τὰ φρένα,
Κι ὁ πλανταγμένος νοῦς,
Ποῦ πήγαινε, δὲν ἤξερε, μὲ τὰ φτερὰ χαμένα,
Σ᾿ ἀναθυμιὲς καὶ πόθους ὠκεανούς,
Καθὼς ἡ νύχτα ἐθάμπιζε, καὶ τῆς αὐγῆς ἡ χάρη
Σπίθιζ᾿ ἀντικρινά,
Ξάμωνε ὁ Μπαταριᾶς μὲ μιᾶς καὶ πέταε τὸ δοξάρι,
Μὲ τὸ στερνό του βόγκο, στὰ νερά.
Καὶ ἀσηκωμένος, γνεύοντας νὰ ἑτοιμαστοῦν καὶ οἱ ἄλλοι
Καὶ σκύβοντας στοὺς τρεῖς
Νιόβγαλτους καλεστάδες του, πού ῾χανε τὸ κεφάλι
Γεμάτο ἀπὸ καπνοὺς ἀποβραδίς,
Τοὺς ἔλεγε, ξενέρωτους, πὼς δὲν ἦταν ἡ τάξη,
Πρωὶ καὶ Κυριακή,
Νὰ δοῦν παιδιὰ ποὺ τά ῾χανε μὴ βρέξει καὶ μὴ στάξει,
Μπλεγμένα στὰ βιολιὰ καὶ στὸ κρασί.
Κ᾿ ἐνῷ τοὺς ἔλεγαν αὐτά, κ᾿ οἱ γύρω παρωρίτες,
Σὰ σ᾿ ὑπνοφαντασιά,
Παίρναν τὸ δρόμο τοῦ γιαλοῦ, οἱ ἀπανωπαζαρίτες,
Κι οἱ κάτω, τὰ ντερσέκια τὰ στενά,
Μέσα στ᾿ ἀνάφλογο τὸ φῶς, ἄρχιζαν κ᾿ οἱ καμπάνες,
Ποὺ φάνταζαν χρυσές,
Καὶ τὰ κορίτσια ἐμπαίνανε νὰ κοιμηθοῦν, κ᾿ οἱ μάνες
Ξαλλάζανε νὰ πᾶν στὶς ἐκκλησιές…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου