Συνέντευξη του Θανάση Μωραΐτη στον «Μετρονόμο»
του Ηλία Βολιώτη-Καπετανάκη*
(Δημοσιεύτηκε στο «Μετρονόμο», τ. 3, Οκτώβριος 2001)
Ευτυχώς υπάρχουν ακόμα ευχάριστες εκπλήξεις στο λαϊκό μας τραγούδι. Πάντα θα υπάρχουν, όσο μεγαλώνει ο σκουπιδότοπος της υποκουλτούρας και ο βάλτος του σκυλάδικου ορυμαγδού. Κάποιοι μοναχικοί τροβαδούροι με τις παρέες τους θα περπατούν διαχρονικούς δρόμους πρωτίστως για να νιώθουν όμορφα και να εκφράζουν τα μεράκια τους. Αρκετό καιρό έχει να δισκογραφήσει ο Θανάσης Μωραΐτης, φέτος όμως «κορομήλιασε», για να χρησιμοποιήσουμε μια προσφιλή του λέξη, η νέα του δουλειά. Από το Μίκη Θεοδωράκη, το Δημήτρη Ατραΐδη, τα Αρβανίτικα τραγούδια, στο Μάνο Χατζιδάκι. Μέσα απ' των άστρων τα κλαδιά ο δίσκος, σε μουσική επεξεργασία του Δημήτρη Λέκκα. Γνωρίζοντας την καθημερινή σπουδαία του δουλειά στο Μουσικό Λαογραφικό Αρχείο «Μέλπως Μερλιέ», κοντά στο Μάρκο Δραγούμη, αλλά και τις ανέκδοτες για την ώρα συνθετικές του αναζητήσεις, συμφωνήσαμε να μιλήσουμε μόνο για το δίσκο με τα τραγούδια του Μάνου Χατζιδάκι. Όταν θα διαβάζετε αυτήν τη συνέντευξη θα είναι στο στούντιο ετοιμάζοντας το δεύτερο ψηφιακό δίσκο με έργα τού μεγάλου μας συνθέτη, τον Ματωμένο Γάμο και άλλα σκόρπια τραγούδια σε στίχους του Νίκου Γκάτσου. Η. Β.-Κ.
-----
Ο λόγος στον τραγουδιστή:
Θανάσης Μωραΐτης: Είπες στην αρχή ότι έχω καιρό να κάνω δίσκο, τρία χρόνια έχω να κάνω δίσκο, αλλά σκεφτόμουν την Αμοργό του Νίκου Γκάτσου, το μοναδικό ποίημα που έγραψε. Και γιατί πρέπει κανείς να γράψει και δεύτερο αν κάτι είναι τόσο πολύ καλό και δυνατό; Νομίζω ότι αυτό ισχύει και για τους δίσκους. Αυτό το άγχος, κυρίως των τραγουδιστών, όσον αφορά το καλλιτεχνικό μέρος και των δισκογραφικών εταιρειών για το κέρδος, να βγάζουν οπωσδήποτε ένα δίσκο το χρόνο, είναι τις περισσότερες φορές εις βάρος της ποιότητας.
Ναι, αλλά πέρασε πλέον η εποχή που το λαϊκό κέντρο είχε μια άλλη μαγεία και το τραγούδι προβάρονταν πρώτα στο πάλκο και αν είχε επιτυχία γινόταν και δίσκος. Επομένως στη σημερινή γρήγορη εμπορική εποχή μας τρία χρόνια μακριά από τη δισκογραφία είναι μάλλον πολλά.
Θ. Μ.: Ναι, είναι πολλά για τους περισσότερους τραγουδιστές, αλλά υπάρχει και μια κατηγορία, ανάμεσά τους θέλω να συγκαταλέγομαι, οι οποίοι δεν τα μετράνε έτσι τα πράγματα. Τα κρίνουν με τη μεγάλη τους επιθυμία να κάνουν κάτι, κι όταν έρθει αυτό, είτε έχουν περάσει 2 χρόνια είτε 10, να το κάνουν μόνο τότε. Σκέφτομαι ότι με το δεύτερο ψηφιακό δίσκο που θα κυκλοφορήσει το Νοέμβριο με έργα του Μάνου Χατζιδάκι, δεν ξέρω αν θέλω να τραγουδήσω τίποτα άλλο. Συνεργάσθηκα και με το Μίκη Θεοδωράκη. Νομίζω ότι χόρτασα. Έτσι σκέφτομαι τώρα. Αν δεν είναι κάτι που θα με ποτίσει, δεν υπάρχει λόγος να το κάνω. Εκτός αυτού δεν είμαι τραγουδιστής που πάω στα κέντρα, οπότε πρέπει να έχω ρεπερτόριο. Κάνω αυτό που γουστάρω και χαίρομαι πάρα πολύ όταν αρέσει στον κόσμο αυτό που αρέσει σε μένα.
“Μέσα απ' των άστρων τα κλαδιά”, ας αρχίσουμε από τον τίτλο του δίσκου...
Θ. Μ.: Είναι, ως γνωστό, από τραγούδι του Μάνου Χατζιδάκι σε στίχους του Νίκου Γκάτσου το «Κάνε τον πόνο σου χαρά», το οποίο θα υπάρχει στο δεύτερο cd που θα έχει τίτλο Φεγγάρια μου παλιά, καινούρια μου πουλιά, κι αυτό στίχος του Γκάτσου.
Πώς γεννήθηκε η ιδέα;
Θ. Μ.: Μεταφυσικά, όπως όλα τα πράγματα συμβαίνουν στη ζωή μου. Πρέπει να σου πω ότι ανήκω στο κλαμπ των... μεταφυσικώς ανησυχούντων, γίνονται όλα έτσι, εντελώς τυχαία.
Ανήκεις και στο κλαμπ των εξεζητημένων ορισμών μου φαίνεται.
Θ. Μ.: Ε... δεν είναι και εξεζητημένη φράση, αλλά δεν ξέρω, από τότε που έχω καταλάβει τον εαυτό μου, βλέπω ότι τα πράγματα γίνονται εντελώς μόνα τους. Όχι φυσικά ότι η δική μου συμμετοχή είναι αμελητέα. Πολλές φορές νιώθω πιόνι στις βουλές εκείνου που με κατοικεί ή εκείνου που μ' έχει πλάσει. Δεν ξέρω αν λέγεται θεός ή άνεμος... Βλέπω ότι πράγματα που διακαώς επιθυμώ δε γίνονται ποτέ. Αντιθέτως αυτά που δεν κυνηγώ έρχονται και θηλυκώνουνε μεταξύ τους και γίνονται πράγματα που δεν τα φαντάζεσαι. Στο προκείμενο τώρα: Μια μέρα δυο φίλες μου με φώναξαν να πω δύο τραγούδια του Χατζιδάκι στην παρουσίαση ενός βιβλίου για τον Ματωμένο γάμο του Λόρκα. Καθώς ετοιμαζόμουνα με το συγκρότημα που είχαμε φτιάξει, «Μπουκουράνα», σκέφτηκα: δε λέω του Δημήτρη Λέκκα να κάνει μια απλή ενορχήστρωση; Έγινε αυτό και μετά κάποιοι φίλοι μάς πίεζαν: Ωραία είναι, γιατί δεν κάνετε και άλλους κύκλους του Χατζιδάκι; Έτσι επιλέξαμε το Παραμύθι χωρίς όνομα σε στίχους του Ιάκωβου Καμπανέλλη, στην ολοκληρωμένη του μορφή -το οποίο παρουσιάσαμε έτσι όπως υπάρχει στο cd, στο Πανεπιστήμιο Αθηνών κατά την βράβευση του Καμπανέλλη- και σκόρπια τραγούδια σε στίχους του Νίκου Γκάτσου. Αποτελούσε το υλικό για μια δίωρη συναυλία. Αφού κάναμε πρόβες, κορομήλιαζαν σιγά- σιγά τα τραγούδια και βλέπαμε ότι κάτι είχαμε να πούμε. Η θερμή υποστήριξη του Νίκου Κυπουργού και η ευγενική βοήθεια του Γιώργου Χατζιδάκι-Θεοφανόπουλου μας έδωσαν την δυνατότητα να βγάλουμε την δουλειά μας στον ήλιο.
Μου έκανε εντύπωση ο τρόπος δουλειάς. Είναι παρεΐστικος, μια συντροφιά που ο καθένας προσθέτει το δικό του μεράκι.
Θ. Μ.: Είναι παρεΐστικος γιατί δεν διακατεχόμεθα από το άγχος να βγει τώρα οπωσδήποτε δίσκος και όπως - όπως. Δουλεύουμε τρία χρόνια και οι μουσικοί όλοι παρακαλούσαν να κάνουμε και άλλες πρόβες, συνεχώς μέχρι να ακούσουν αυτό που ήθελε ο καθένας. Αυτό που ήθελε ο καθένας έγινε το όλο και για αυτό βγήκε αυτός ο δίσκος έτσι όπως λες.
Ο δίσκος έχει, και ενορχηστρωτικά και φωνητικά, μια παράξενη ατμόσφαιρα που είναι πολύ όμορφη, θα ήθελα να μιλήσεις για την ενορχήστρωση του Λέκκα αλλά και την δική σου ερμηνεία.
Θ. Μ.: Πολλοί, όταν έμαθαν ότι θα ηχογραφήσουμε τα έργα του Χατζιδάκι, με ρωτούσαν αν μου ταιριάζουνε, ακριβώς γιατί είχανε στα αυτιά τους την φωνή μου στα έργα του Μίκη Θεοδωράκη.
Είχαν στα αυτιά τους και τη φωνή του Λάκη Παππά και των άλλων που είπαν τα τραγούδια στις πρώτες εκτελέσεις.
Θ. Μ.: Αυτό το στίγμα έτσι και αλλιώς υπάρχει όταν πρόκειται για επανεκτελέσεις. Εμένα, με ήξεραν από τα τραγούδια του Θεοδωράκη, που είναι γνωστό πώς τα λέω: Επικό ύφος, ψηλά η φωνή, δυνατά. Το θέμα δεν είναι αν μου ταιριάζουν γενικά κάποια τραγούδια αλλά αν εγώ ταιριάζω σ' αυτά. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, νομίζω, ότι έχει να κάνει περισσότερο με ιδεολογία παρά με φωνή. Γιατί; Αυτά τα τραγούδια του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι δεν είναι θέμα φωνής αλλά είναι ιδεολογικό το ζήτημα και φυσικά δεν εννοώ πολιτική ιδεολογία.
Μάλλον είναι θέμα φωνής αλλά αυτή είναι προϋπόθεση...
Θ. Μ.: Όχι! Η φωνή έπεται. Νομίζω ότι εκείνο που προηγείται είναι η ιδεολογική ταύτιση με τον «κόσμο» που σέρνουν αυτά τα τραγούδια. Δηλαδή η υψηλή αισθητική τους αμέσως δείχνει αν σε ξεράσει το πράγμα ή αν θα σε δεχτεί. Από εκεί και πέρα όποιος έχει καλή φωνή μπορεί να τα τραγουδήσει. Νομίζω ότι αυτόν τον κόσμο που φέρουν τα τραγούδια του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη θέλω να τον περιέχω. Θέλω να ανήκω στην ευρύτερη οικογένεια των καλλιτεχνών που μέλημά τους είναι η... παρέα με την υψηλή αισθητική. Άρα εκείνο που απέμενε ήταν απλά να ανοίξω το στόμα μου αφού προηγουμένως αυτές οι μελωδίες δέχτηκαν να ποτίσουν το κορμί μου. Αν το πάρουμε αυτό και το μεταθέσουμε στον έρωτα, θα δούμε ότι αν δεν ποτισθεί το κορμί σου από την επιθυμία για τον ερωτικό σου σύντροφο δεν μπορείς να νιώσεις αυτό το κάτι, το αχ!
Ήρθε η σειρά της ενορχήστρωσης τώρα.
Θ. Μ.: Γνωρίζοντας πόσο βαθιά ξέρει τα τραγούδια ο Δημήτρης Λέκκας -δεν εννοώ την μουσική... Πολλοί καλλιτέχνες τη γνωρίζουν- ξέρει στην παραμικρή λεπτομέρεια από τα ακόρντα μέχρι τις συνηχήσεις που ήθελε να βγάλει ο Χατζιδάκις. Η μεγάλη του επιτυχία έγκειται στο εξής: είχε περιορισμένο αριθμό οργάνων, του ανατέθηκε η μουσική επεξεργασία λέγοντάς του ότι τα όργανα είναι 5 και είναι αυτά. Γιατί όταν κάνεις ενορχήστρωση σου έρχεται η ιδέα: εδώ είναι καλό να παίξει κόρνο, εκεί να παίξει άρπα. Πώς θα γίνει όταν δεν τα έχεις; Πώς θα βγει ο ήχος του κόρνου; Ο Δημήτρης έχει πάρα πολύ δουλέψει με τις ακραίες εκτάσεις των οργάνων. Συνήθως τα όργανα παίζουν στη μεσαία περιοχή τους, όπου ηχούν και καλύτερα... Όταν όμως χρησιμοποιείς την πάνω έκταση του αγγλικού κέρατος και την κάτω περιοχή του φλάουτου μπορεί να δημιουργηθεί ένας ήχος ο οποίος θα πλησιάζει το κόρνο. Αυτή κατά την γνώμη μου είναι η μεγάλη επιτυχία του Δημήτρη Λέκκα..
Λοιπόν, Θεοδωράκης και Χατζιδάκις, έχεις θητεύσει και στους δυο. Πώς εσύ νιώθεις τον καθένα; Αυθόρμητα!
Θ. Μ.: Τώρα δα μου ήρθε μια παρομοίωση για αυτά τα δυο πρόσωπα. Ο Χατζιδάκις είναι ο ουρανός και ο Θεοδωράκης η γη. Όταν πρωτοξεκίνησα με το Μίκη Θεοδωράκη ένιωσα το αγριολούλουδο που είναι στην άκρη του ποταμού να παρακαλάει το νερό να το παρασύρει. Από τη στιγμή που σήκωνε τα χέρια του να διευθύνει ένα τραγούδι του άλλαζε ο κόσμος, άλλαζε η αίθουσα, άλλαζε η διάθεσή μας. Δεν υπήρχε περίπτωση να μην τραγουδήσουμε όπως ήθελε ο Μίκης εκείνη την στιγμή! Κάποια στιγμή που ένιωθα ότι δεν ήμουν και τόσο μέσα στο κλίμα, άνοιγε ο Μίκης τα μάτια του, γιατί διευθύνει πάντα με κλειστά τα μάτια, και με κοίταζε. Ήταν αρκετό για να επανέλθω στην κατάσταση που έπρεπε. Αργότερα έγιναν οι συναυλίες Θεοδωράκη- Χατζιδάκι στην Ελλάδα και στην Κύπρο, θυμάμαι πάρα πολύ έντονα την απλότητα, την σεμνότητά τους, την μουσική τους παιδεία, δεν το λέω μόνο ως προς τις γνώσεις αλλά για όλο αυτό που αναβλύζει από μέσα τους. Θυμάμαι τα μαθήματα που έπαιρνα χωρίς ποτέ να μου κάνουν μαθήματα. Είναι ό,τι πιο σημαντικό μπορεί να σου συμβεί αρκεί βέβαια να έχεις και εσύ δεκτικότητα...»
Νομίζω ότι έχεις αφήσει μια «ουρά» για τον Μάνο Χατζιδάκι...
Θ. Μ.: Ναι. Με τον Χατζιδάκι δεν ήταν τόσο κοντινή η σχέση μου όσο με τον Θεοδωράκη, παρόλο που ο πρώτος δίσκος μου με τον Θεοδωράκη ήταν η πρώτη παραγωγή του «Σείριου», ήταν παρών ο Χατζιδάκις στο στούντιο, όπως και στην πρώτη παρουσίαση. Μου είχε προτείνει να συνεργασθούμε αλλά δεν το έφερε η τύχη. Δεν μπορώ να μιλήσω για το Χατζιδάκι όπως μιλάω για τo Θεοδωράκη, τόσα χρόνια κοντά του στις συναυλίες σε όλο τον κόσμο. Εκείνο που μου έχει μείνει από το Χατζιδάκι είναι η χειραψία του, είναι ο τρόπος που είχε να χαϊδεύει έναν άνθρωπο που του άρεσε πάρα πολύ, που τον ενέκρινε, χωρίς να τον ακουμπάει.
Τι μαγικό έχουν αυτά τα τραγούδια, αυτά τα έργα και μετά από 30-40 χρόνια τα λατρεύει ο κόσμος;
Θ. Μ.: Έχουν αυτό ακριβώς που υπάρχει και στα δημοτικά και τα λαϊκά μας τραγούδια. Ξέρουμε ότι όλα αυτά τα αριστουργήματα γράφτηκαν πριν από παρά πολλά χρόνια. Περνά ο καιρός, έρχονται νέοι μουσικοί που με αγάπη και με γνώση ασχολούνται με αυτά και ξαφνικά τα βαφτίζουν στην κολυμβήθρα της εποχής τους και μας τα παραδίδουν πάλι όμορφα και πάλι συγκλονιστικά. Νομίζω ότι σ' αυτή την κατηγορία εντάσσονται και τα τραγούδια του Θεοδωράκη και του Χατζιδάκι και άλλων δημιουργών. Δεν πρόκειται να παλιώσουν ποτέ γιατί η ομορφιά μιλάει πάντα στους ανθρώπους το ίδιο.
Μιλάει το ίδιο, αλλά τι είναι αυτό που κάνει αυτά τα τραγούδια διαχρονικά, να ανθίζουν σε οποιεσδήποτε συνθήκες;
Θ. Μ.: Είναι απλό γιατί γίνεται, επειδή είναι πάνω από τους ανθρώπους.
Πρέπει Θανάση να είναι μέσα στους ανθρώπους για να «πιάνει» κάτι...
Θ. Μ.: Λέει κάπου ο Γκαίτε ότι «όσο πιο μεγάλο είναι ένα έργο τέχνης, τόσο πιο μεγάλος είναι ο οίκτος μας για τους δημιουργούς, γιατί ένα σπουδαίο έργο τέχνης δημιουργείται μόνο κάτω από σπαραγμό ψυχής.» Επίσης λέει και το εξής: «Το χρώμα της δημιουργίας είναι το μαύρο, όλοι φέρουν ένα μαύρο και για αυτό οι γυναίκες που είναι έγκυες φέρουν δυο μαύρα.» Θέλω να πω ότι είναι πάνω από τους ανθρώπους, όχι μέσα στους ανθρώπους. Πάνω από τα γήινα, είναι σε μια άλλη σφαίρα όλα αυτά, δεν την ενδιαφέρει την τέχνη η συγκεκριμένη χρονική στιγμή που δημιουργούνται. Η 9η του Μπετόβεν θα μπορούσε να είχε φτιαχτεί και χθες, όπως και το Παραμύθι χωρίς όνομα. Αδιαφορεί παντελώς η τέχνη για τις χρονολογίες.
Δε συμφωνώ φυσικά. Η τέχνη πατάει στη συγκεκριμένη χρονική στιγμή, αλέθει τις εκάστοτε συνθήκες.
Θ. Μ.: Ε! βέβαια, γιατί περιέχει τη μόνη και αποκλειστική ουσία που πρέπει να διέπει το ανθρώπινο γένος: την ομορφιά.
Οι επανεκτελέσεις μεγάλων τραγουδιών και έργων δεν είναι μειονέκτημα για τους σημερινούς τραγουδιστές;
Θ. Μ.: Ναι, αν τα χρησιμοποιούν σαν βιομηχανική παραγωγή - να κάνω αυτό ή εκείνο για να κερδίσω ρεπερτόριο και χρήματα- είναι αποτυχία. Αν γίνει όμως με το μεταφυσικό τρόπο που περιέγραψα, αυτό το πράγμα περιέχει την ομορφιά διότι δεν το προκαλείς, έρχεται μόνο του».
Ναι, αλλά οι επανεκτελέσεις έχουν ένα κατά το μάλλον ή ήττον ανυπέρβλητο πρότυπο.
Θ. Μ.: Καθόλου. Τα γνωρίζω πολύ καλά αυτά τα τραγούδια με τους πρώτους εκτελεστές και τα έχουν πει συγκλονιστικά. Το παιδί μοιάζει στη μάνα αλλά έχει και κάτι δικό του. Αυτό κάνω κι εγώ όταν τραγουδάω ήδη γνωστά τραγούδια. Μοιάζω, αλλά είμαι άλλος. Βασικό συστατικό είναι το ξεκίνημα της σκέψης. Γιατί το κάνω; Για να πετύχω το ένα ή το άλλο, ή το κάνω επειδή ήρθε και η δύναμη που βγαίνει μέσα από το σώμα μου έχει τα χαρακτηριστικά του σιντριβανιού; Που όσο πιο μεγάλη πίεση έχει το νερό, τόσο πιο ψηλά πετάγεται; Στη δεύτερη περίπτωση δεν έχεις τίποτα να φοβηθείς, ούτε καν τη σύγκριση.
Σε ποιο βαθμό αυτές οι επανεκτελέσεις είναι διαβατήριο, το ασανσέρ να κάνεις εύκολα επιτυχία;
Θ. Μ.: Λειτουργούν, κατά τη γνώμη μου δυο παράγοντες: Η δύναμη του συγκεκριμένου τραγουδιού που θέλει να τραγουδήσει ο τραγουδιστής και αμέσως μετά η δύναμη του ίδιου του τραγουδιστή, η δική του εμβέλεια, η δική του αλήθεια. Έχουμε παραδείγματα τραγουδιών που είναι πασίγνωστα αλλά κανείς δεν ξέρει τον τραγουδιστή, όπως και τραγούδια κάπως μέτρια που έρχεται ένας τραγουδιστής και βάζοντας την δική του αλήθεια ξαφνικά τους δίνει άλλη διάσταση. Εδώ έχουμε να κάνουμε με την μεγαλειώδη μορφή τέχνης του Μ. Χατζιδάκι. Αρκεί λοιπόν ο τραγουδιστής να παρακολουθήσει την αλήθεια που συμβαίνει μέσα του, την ώρα που πρέπει να πει αυτές τις μελωδίες, και τα πράγματα θα γίνουν μόνα τους.
Είναι και λιγάκι μόδα οι επανεκτελέσεις σήμερα.
Θ. Μ.: Δεν το πιστεύω, αλλά κι αν είναι μ' αρέσει πολύ. Έχουμε ανάγκη να πηγαίνουμε στο Μοναστηράκι να βλέπουμε πώς ήταν για παράδειγμα τα έπιπλα πριν 50 χρόνια. Γιατί τα παραμύθια της γιαγιάς είναι άκρως γοητευτικά;
Μουσειακή αναπόληση μαζί με εκμετάλλευση του παλιού που «πουλάει»;
Θ. Μ.: Ακριβώς το αντίθετο. Δεν πάω στο Μοναστηράκι να αγοράσω έπιπλα, τη ζωή που φέρουν θέλω ν' αγοράσω, τη μνήμη τους γιατί είμαι συνέχειά τους. Ακριβώς το ίδιο συμβαίνει με τις επανεκτελέσεις τραγουδιών. Δεν αγοράζουμε τραγούδια, τη μνήμη τους επικαλούμεθα, θέλοντας να κάνουμε ξανά θυσία στο θεό της μουσικής και της ομορφιάς.
Πώς δένεται η παράδοση με την ανάγκη να πάμε τη μουσική και το τραγούδι 2 - 5 - 10 βήματα πιο κάτω;
Θ. Μ.: Παράδοση για μένα δεν είναι ένα ρούχο με ναφθαλίνη σε σκονισμένη ντουλάπα για να μην το φάει ο σκώρος. Παράδοση είναι αυτό που κάνουμε τώρα. Η στιγμή η τωρινή θα αποτελεί μετά από 50 χρόνια παράδοση, αν καταδεχτεί να την σημειώσει η ιστορία. Αυτό είναι παράδοση: Η συνεχής εξέλιξη αυτού που προϋπήρξε.
Παράδοση με επανεκτέλεση παλιού, έστω και αείζωου, έργου, ή απόπειρα προσέγγισης της παράδοσης με νέο δημιούργημα;
Θ. Μ.: Τα πάντα μπορεί να γίνουν, όλα είναι σεβαστά αρκεί να περιέχουν αλήθεια. Αν αυτό συμβαίνει, θα μιλάμε μελλοντικά για ένα έργο τέχνης το οποίο αποκλείεται να μην έχει πατήσει σ' αυτό που προϋπήρξε. Δεν μπορώ να φανταστώ ένα δένδρο όλο ξεραμένο και στην κορυφή να έχει ένα πράσινο φύλλο. Δεν μπορεί, από κάπου έχει πάρει νερό, προφανώς από τις ρίζες του. Αν υποθέσουμε ότι οι ρίζες της μουσικής δε γνωρίζουμε πού φθάνουν, οφείλει το «φύλλο» να παρακολουθήσει αυτήν την πορεία ώστε να μας δημιουργήσει κάτι άλλο, το οποίο θα είναι επίσης «φύλλο», επίσης δροσερό, επίσης όμορφο αλλά της εποχής του. Στο «Μέσα απ' των άστρων τα κλαδιά» παίρνουμε τραγούδια του Χατζιδάκι από όλους αγαπημένα και τα ντύνουμε με τα ωραία ρούχα της εποχή μας.
* Βάση της συνέντευξης αποτέλεσε εκπομπή που έγινε στο "Μουσικό Σεργιάνι" της ΕΡΑ-5
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου