Παρασκευή 27 Ιουλίου 2012

Ο Γιώργος Πανουσόπουλος για τον Άκη Πάνου



Ο Πρόλογος του Γιώργου Πανουσόπουλου:

Οἱ νεότεροι φιλέλληνες διαπιστώνουν ὅτι τὰ τελευταῖα 180 χρόνια τῆς ἐπανόδου μας στὴν Ἱστορία, ὡς ἐλεύθερου ἔθνους, τρία ἐπιτεύγματα εἴχαμε ἰσάξια μὲ ἐκεῖνα τῶν προγόνων μας. Τρία θαύματα, τρεῖς ἀποδείξεις, ἂς ποῦμε. Τὴ ναυτιλία, τὸ ἔπος τοῦ ’40 καὶ τὸ ρεμπέτικο τραγούδι. Κα τ τρία σ πευθείας σύνδεση μ τ νδοξο παρελθόν. Τ ρεμπέτικο τραγούδι, τ τελευταα κατ χρόνια, πιασε παφ μ τ λυρικ ποίηση το 6ου αώνα π.Χ., κα φτασε, ν δν ξεπέρασε, τ πίπεδο κείνης.

Κι ν μς εναι γνωστες ο μελωδίες, πέζησαν μως ο ρυθμοί. Τ 9/8 παραμένουν στ DNA μας (ταν γι τ πλοϊκά, λλ εσαχθέντα, 4/4 μς χρειάζεται κόμη τ «σκόρδο-κρεμμύδι»!). Τέλος πάντων, συνεισφορά μας ατν τν αἰῶνα στν ερωπαϊκ πολιτισμ σηματοδοτεται, νομίζω, π τ ρεμπέτικο… Κα τν Κάλλας! (Γι τν πόμενο αἰῶνα δν ξέρω).

Γι τ ποκείμενό μου τώρα, ν π τι θεωρ μεγάλη τύχη ν χω στ’ ατιά μου τόσο πέροχα τραγούδια, κα κόμη μεγαλύτερη ν μ χει φίλο του νας π τος δημιουργούς τους. (Μ τν κη Πάνου θά… μπλέξουμε παρακάτω).

Γι τν προσωπική μου σχέση γενικ μ τ μουσική, μπορ ν χω δύο προσεγγίσεις. μία φορ τν ψυχούλα μου, πομα τν φήσω φύλακτη– μπορε να τραγούδι ν τν σμπαραλιάσει (ετε τ κούω στ ραδιόφωνο, ετε τ παίζω στ μπουζούκι μου μ κάποιον φίλο).

λλη φορ τν κινηματογράφο, τ δουλειά μου. δ μουσική μου μ κάνει ν π τ δικά μου. μουσικ σ μι ταινία (μου) εναι νεμος. Φτιάχνω τ καράβι, τ ρματώνω, σηκώνω κα λα τ πανι κα περιμένω τ μουσικ ν φυσήξει, γι ν ξεκινήσει τ ταξίδι! Τ χρειάζομαι, γι ν διασχίσουμε μαζ τ πέλαγος, ν πιάσουμε πάλι στεριά.

μουν τυχερός, στς πέντε μου ταινίες, ν μο… φυσήξουν τ πανι Μνος Χατζιδάκις, Σταρος Λογα­ρίδης, Νκος Ξυδάκης, ο Χειμερινο Κολυμβητς κα Νκος Κυπουργός, μ μελωδίες πάλι το Μάνου (μι πο τελευταία μας, δυστυχς, κουβέντα γινε λίγο πρν ρχίσει τ γύρισμα τς «λεύθερης Κατάδυσης»).

Στς δύο τελευταες ταινίες κούγονται κα τραγούδια το κη Πάνου. να κόμη, πο μπορ ν προσθέσω, εναι τι σχέση τς εκόνας μ τ μουσικ παραμένει γι μένα κάτι μαγικ κα ρκετ νεξέλεγκτο κ τν προτέρων. Τ πς «παντρεύονται», πο λένε, πς κοντράρουν. Μυστήρια δουλειά! (Ὅπως οἱ γυναῖκες).

Γιώργος Πανουσόπουλος
Άκης Πάνου - Κέρασμα στον Χάρο
Λευκωσία, Εκδόσεις Αιγαίον
2012

Τετάρτη 25 Ιουλίου 2012

ΜΟΝΑΔΙΚΗ ΠΡΟΣΦΟΡΑ ΚΑΡΤΟΚΙΝΗΤΗΣ ΤΗΛΕΦΩΝΙΑΣ: ΗΛΙΑΣΗ ΚΑΙ ΔΕΡΜΑΤΟΠΑΘΕΙΑ TO ALL

Μεσημεριανό πέρασμα από τρεις διαδοχικούς σταθμούς του μετρό στην Αθήνα. Στην έξοδο, ανά δυάδες κορίτσια με μπλε μπλουζάκια προσφέρουν κάρτες κινητής τηλεφωνίας γνωστής εταιρείας τηλεπικοινωνιών. Ο ήλιος να τσουρουφλίζει από πάνω, οι επιβάτες του μετρό να ανεβοκατεβαίνουν αναψοκοκκινισμένοι τις σκάλες, και τα κορίτσια εκεί, εκτεθειμένα στη λάβα του μεσημεριού δίχως ομπρέλα, μόνο με κάτι καπελάκια με το λογότυπο του εργοδότη τους. Τους πιάνω κουβέντα: "Τελευταία μέρα που δουλεύω σήμερα, δεν αντέχεται αυτό το πράγμα", και "Δεν επιτρέπεται η ομπρέλα γιατί θέλεις άδεια από το Δήμο", και "Πέντε ώρες δουλεύουμε έτσι, από το πρωί", και "Τους το έχουμε πει αλλά δεν γίνεται τίποτα".

Αν έχουν λίγη τσίπα οι κύριοι εργοδότες, ας βάλουν από αύριο σταντς και ομπρέλες για τις εργαζόμενές τους. Τις εκμεταλλεύονται που τις εκμεταλλεύονται, ε, ας μην τις έχουν και στο barbeque. Και οι συνδικαλιστές της γνωστής εν λόγω εταιρείας, ας βάλουν κι αυτοί ένα χεράκι. Και η Επιθεώρηση Εργασίας ας τσεκάρει κατά πόσο συνάδει με τους κανόνες ασφάλειας και υγείας στο χώρο εργασίας να βρίσκεσαι όρθιος και ακάλυπτος στον ήλιο πέντε συναπτες ώρες. Δεν χρωστάνε τίποτα οι κοπέλες να παθαίνουν ηλίαση επειδή κάποιοι "ανώτεροι" έχουν μεταβληθεί σε χρηματομηχανές. Αν γουστάρουν, να πάνε τα διευθυντικά στελέχη να μοιράζουν καρτοκινητή τηλεφωνία με 40 βαθμούς κελσίου μεσημεριάτικα, εκτεθειμένοι στον ήλιο δίχως ομπρέλα, να δουν τη γλύκα. Θα κάνουν και τζάμπα χρωματάκι, να είναι έτοιμοι για Μύκονο.
ηρ.οικ.

Τρίτη 24 Ιουλίου 2012

Νέος δίσκος από τον Δημήτρη Λάμπο



Δελτίο Τύπου

 ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΛΑΜΠΟΣ

Lampoons, songs and laments for the 21st century


Ο Δημήτρης Λάμπος, μετά τον πρώτο του δίσκο, «Μη σε φοβίσει η αγέλη» (LYRA, 2010), επανεμφανίζεται με το δεύτερο, αυτή τη φορά αγγλόφωνο άλμπουμ του, «Lampoons, songs and laments for the 21st century» (Λίβελοι, τραγούδια και θρήνοι για τον 21ο αιώνα) που κυκλοφορεί από τον ΜΕΤΡΟΝΟΜΟ.

Ηχογραφημένο στη Μοντάνα και στην Αθήνα, με τη συμμετοχή ελλήνων και αμερικανών μουσικών και τις φωνές της αμερικανίδας folk τραγουδοποιού Jessica Kilroy και της γερμανίδας blues τραγουδίστριας Jennifer Beecher να πλαισιώνουν τη φωνή του Δημήτρη Λάμπου, αποτελεί τη συγκομιδή ενός ταξιδιού που ξεκίνησε από την Αθήνα, πέρασε στη Νέα Υόρκη, έπειτα στη Μοντάνα, για να καταλήξει και πάλι στην Αθήνα όπου και ολοκληρώθηκε με τη συμπαραγωγή του Νίκου Χαλβατζή.

Στα 15 τραγούδια (συν ένα μικρό ορχηστρικό), ο Λάμπος πατώντας γερά στις folk rock καταβολές του που ήταν εμφανείς και στον πρώτο του δίσκο, περνάει μέσα από blues, country, funk αλλά ακόμα και hard rock μονοπάτια.

«Πέρα από τάσεις και μόδες, τραγούδια με ήχο ανεπιτήδευτο και λόγο κατ ουσίαν πολιτικό, γεφυρώνουν το σήμερα με τις απαρχές της folk, των blues, της funk και μιας μυστικής συνομιλίας με την ευθύτητα και την αμεσότητα. Ο Δημήτρης Λάμπος ποντάρει και προτείνει ένα άκουσμα -και ταυτόχρονα έναν ακροατή- ελεύθερο από τα κλισέ και τις αγκυλώσεις, κλείνοντας το μάτι στο τέλος της ιστορίας».
Νίκος Χαλβατζής
-----

 
Bιογραφικό

Ο Δημήτρης Λάμπος γεννήθηκε στο Βερολίνο και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη και στην Αθήνα. Από πολύ νεαρή ηλικία άρχισε να γράφει στίχους και πεζά και ακολούθησε και η ενασχόλησή του με τη μουσική. Σπούδασε Διεθνή Οικονομικά (BSc, MSc)  στην Αγγλία και την ίδια περίοδο εξέδιδε το λογοτεχνικό περιοδικό «O Καθρέφτης» μαζί με ομάδα συνεργατών, ενώ ταυτόχρονα συμμετείχε σε διαφορετικές μπάντες ως κιθαρίστας και τραγουδιστής. Γυρνώντας στην Ελλάδα εργάστηκε ως δημοσιογράφος και στη συνέχεια ως οικονομολόγος ενώ πολλά άρθρα του γύρω από τη φτώχια και την ανισότητα σε μεταβατικές οικονομίες, εκδίδονται σε επιστημονικά περιοδικά όπως MONTHLY REVIEW, ΠΟΛΙΤΕΣ, ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ  κ.ά. Το 2008 εκδίδεται από το ΠΑΡΑΣΚΗΝΙΟ το πρώτο του βιβλίο, «Η ιστορία ενός μισάνθρωπου», ένα ποίημα 2400 στίχων που προκάλεσε αίσθηση με την πρωτοτυπία του αλλά και την έντονα κοινωνικοπολιτική θεματολογία. Αρχές του 2009 και έπειτα από τα γεγονότα του Δεκέμβρη, κυκλοφορεί στο διαδίκτυο το τραγούδι του «Η εξέγερση του Δεκέμβρη», το οποίο γρήγορα εξαπλώνεται σε διάφορες ιστοσελίδες και μπλοκ. Το 2010 κυκλοφορεί από τη Lyra το πρώτο του cd, «Μη σε φοβίσει η αγέλη» με τη συμμετοχή γνωστών ελλήνων και ξένων καλλιτεχνών. Από το 2010 παρουσιάζει σε ιντερνετικά ραδιόφωνα την εκπομπή Brainessance. Το 2011 πηγαίνει στη Μοντάνα των ΗΠΑ, μετά από πρόσκληση της αμερικανίδας τραγουδίστριας Jessica Kilroy και ξεκινάει τις ηχογραφήσεις του 2ου, αυτή τη φορά αγγλόφωνου άλμπουμ του, το οποίο και ολοκληρώνει στην Ελλάδα σε συνεργασία με τον Νίκο Χαλβατζή. Στο άλμπουμ αυτό, το οποίο κυκλοφόρησε από τον ΜΕΤΡΟΝΟΜΟ τον Ιούλιο 2012, συμμετέχει η Jessica Kilroy, η γερμανίδα τραγουδίστρια Jennifer Beecher καθώς και πολλοί αμερικανοί και έλληνες μουσικοί. Το Δεκέμβριο του 2011 συμμετέχει σαν καλεσμένος ομιλητής στη συνάντηση που οργάνωσε στο Αμβούργο το ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ, σχετικά με την κρίση στην Ελλάδα και τα σύγχρονα Ευρωπαϊκά κινήματα. Έχει εμφανιστεί ζωντανά σε Ελλάδα και Αμερική και έχει συμπράξει επί σκηνής σε πολλές συναυλίες με τους Νένα Βενετσάνου, Jessica Kilroy, Δημήτρη Παναγόπουλο, Γιώργο Δημητριάδη, Νίκο Χαλβατζή, Δανάη Παναγιωτοπούλου, Δημήτρη Αρναούτη, Γιάννη Σταθόπουλο κ.ά.

Δευτέρα 23 Ιουλίου 2012

Γίνε κι εσύ απεργοσπάστης - μπορείς!

Αλληλεγγύη στους απεργούς της Χαλυβουργίας Ελλάδος

Εννιά μήνες τώρα, εργοδοτικοί και κρατικοί μηχανισμοί χρησιμοποιούν όλα τα όπλα που έχουν στη διάθεσή τους για να διαλύσουν την απεργία των εργατών της Χαλυβουργίας Ελλάδος. Μια απεργία η οποία αποφασίστηκε από τη γενική συνέλευση των εργαζομένων ως απάντηση στη μετατροπή του 8ώρου σε 5ωρο με παράλληλη μείωση των αποδοχών και στην απόλυση δεκάδων χαλυβουργών. Και ενώ όλοι διαρρηγνύουν τα ιμάτιά τους για την κρίση που μας βρήκε –την οποία κερδοφόρες επιχειρήσεις χρησιμοποιούν ως πρόσχημα για να αυξάνουν τα κέρδη τους σε βάρος των εργαζομένων–, οι εργάτες της Χαλυβουργίας Ελλάδος στον Ασπρόπυργο δεν επηρεάστηκαν από το μαζικό χάπι του τηλεοπτικού καναπέ και της εκλογικής «λύσης». Δεν λογάριασαν τη λάσπη συγκεκριμένων μέσων ενημέρωσης, ούτε λύγισαν από τις υποχωρήσεις των απεργοσπαστών, τις εκδικητικές απολύσεις κατά τη διάρκεια της απεργίας, τις ταξικά αλλήθωρες αποφάσεις των δικαστηρίων, τις εργοδοτικές απειλές, τα ΜΑΤ, τη συμπαιγνία κυβέρνησης και ΣΕΒ.

Οι μάσκες έπεσαν. Την Παρασκευή 20 Ιουλίου παρατάχθηκαν τα ΜΑΤ μπροστά στο εργοστάσιο, επιτέθηκαν με κλομπ και δακρυγόνα στους απεργούς και συνέλαβαν έξι απ’ αυτούς, και όλα αυτά κατόπιν πρωθυπουργικής επιθυμίας και εισαγγελικής εντολής (!). Οι δυνάμεις καταστολής δεν υποστήριξαν κάποιο «δικαίωμα στην εργασία» −όπως παπαγαλίζουν οι καθεστωτικοί δημοσιογράφοι−, αλλά το δικαίωμα των εργοδοτών να απολύουν, να εξαθλιώνουν και να τρομοκρατούν. Όμως, όσα ΜΑΤ και να μισθώσει στον Μάνεση η κυβέρνηση «εθνικής ευθύνης» για να προστατεύσει τα πειθήνια στελέχη της απεργοσπασίας, χωρίς εργάτες στο εργοστάσιο γρανάζι δεν γυρνά. Ο Σύλλογος Μεταφραστών Επιμελητών Διορθωτών στέκεται δίπλα στους απεργούς χαλυβουργούς και είναι αλληλέγγυος στον αγώνα τους, ο οποίος είναι αγώνας όλων των εργαζομένων. Στέκεται επίσης απέναντι σε όποιον εργοδότη εκμεταλλεύεται τη συγκυρία για να απολύει και να «φεσώνει» εργαζόμενους, να περικόπτει μισθούς και επιδόματα, να καταστρατηγεί δικαιώματα και κατακτήσεις, να μετατρέπει τους εργαζόμενους σε σκλάβους και να αντιμετωπίζει τις εργατικές διεκδικήσεις με τις παλιές καλές μεθόδους τρομοκρατίας και τις δυνάμεις καταστολής.

Παρά τις δυσκολίες, οι εργάτες της Χαλυβουργίας Ελλάδος συνεχίζουν την απεργία και τον αγώνα τους για την ικανοποίηση των αιτημάτων τους. Στο πλευρό τους βρίσκονται όσοι έχουν σταθεί αλληλέγγυοι στην παραδειγματική τους στάση απέναντι στην αδηφάγα εργοδοσία. Στο πλευρό τους βρίσκεται και ο ΣΜΕΔ. Καλούμε τα μέλη μας και όλους τους συναδέλφους να συμμετάσχουν στη συγκέντρωση των εργατών της Χαλυβουργίας Ελλάδος τη Δευτέρα 23 Ιουλίου στις 7.30 μ.μ. στην Ομόνοια, με το πανό του Συλλόγου.

Ο αγώνας των χαλυβουργών είναι αγώνας όλων των εργαζομένων.

ΣΥΛΛΟΓΟΣ ΜΕΤΑΦΡΑΣΤΩΝ-ΕΠΙΜΕΛΗΤΩΝ-ΔΙΟΡΘΩΤΩΝ

Τρίτη 17 Ιουλίου 2012

Μιχάλης Γρηγορίου: "Βίος Παράλληλος" (14)


ΒΙΟΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΟΣ
Ανέκδοτες ημερολογιακές σημειώσεις του συνθέτη Μιχάλη Γρηγορίου
Ενότητα: "Εσυ, ο χρονος, ο θανατος κι’ εγω"
Επεισόδιο 14ο

Κυριακη 18/7/2010

Σε επτα χρονια, αν ζω, θα ειμαι 70 χρονων !  Μια περιεργη συνειδητοποιηση, η οποια, χωρις ακριβως να με τρομαζει, δεν παυει να ειναι και καπως παγερη, αλλα και καπως παραδοξη, γιατι με ενα κομματι του μυαλου μου ειναι, λες και δεν αφορα εμενα αλλα καποιον αλλον στον οποιο εγω απλως αναφερομαι. Προκειται βεβαια γι’ αυτη την αυθορμητη ψευδιασθησιακη προδιαθεση να αντιμετωπιζει κανεις το εγω του ως κατι το αχρονικο. Κι’ ομως, το οτι σε 7 χρονια θα ειμαι 70 χρονων αποτελει ενα αναμφισβητητο γεγονος, οπως το οτι πριν απο 7 χρονια, το 2005 δηλαδη, ειμουνα 58 χρονων.

Κι’ ας μη με ξεγελαει η εμφυτη “νεανικοτητα” που μπορει να εχω σε ορισμενα ζητηματα, το οτι δεν εχουν ασπρισει τα μαλλια μου, το οτι εχω μια ερωτικη σχεση, το οτι συνεχιζω ως ενα βαθμο να κινουμαι με τους τροπους με τους οποιους κινιωμουνα και παληα, να πηγαινω σε μπαρακια, να πινω και να αγορευω στις παρεες, κλπ. Το γεγονος της πραγματικης ηλικιας μου παραμενει. Σκεφτομαι μαλιστα πως αυτη ακριβως η διαιωνιση καποιων “νεανικων” στασεων και συμπεριφορων εχει ενα υψηλο βαθμο επικινδυνοτητας, γιατι θετει διαρκως σε αντιπαραθεση καποια εξωτερικα φαινομενα με μια αντικειμενικη πραγματικοτητα, η οποια μπορει ανα πασα στιγμη να τα διαψευσει. Απο παληα λοιπον ειχα συνειδητοποιησει πως η πιο σωστη αντιμετωπιση αυτου του προβληματος –που δεν ειναι στ’ αληθεια προβλημα το οτι γερναω- ειναι μια απομακρυνση απο τους χωρους και τις δραστηριοτητες που απαιτουν να εισαι πραγματικα κι’ οχι φαντασιωσικα νεος, δηλαδη η απομακρυνση απο τους ρυθμους της πολης. Οσο κι’ αν εχω παψει εδω και χρονια να εμπλεκομαι στις ανταγωνιστικες συνθηκες που καιροφυλακτουν πισω απο την ιδιοτητα μου ως “καλλιτεχνη”, ως “διανοουμενου”, ως “πολιτικοποιημενου” ατομου, το ιδιο το πλαισιο της επικοινωνιας και αλληλεπιδρασης που στηνει η πολη με παρασυρει εμμεσα στο να ζυγιαζομαι μαζι τους. Μα θελεις η, χαλαρη εστω, διεκδικηση της συναυλιας του μεγαρου που εκκρεμει, θελεις η επιμονη μου για να εκδοθει το θεωρητικο μου βιβλιο, θελεις το οτι εδωσα σε λιγους ανθρωπους να διαβασουν το υλικο ενος επομενου βιβλιου με αποσπασματα απο τις σημειωσεις μου κι’ ακομα, η αυθορμητη οργη μου με τα ξεφτιλισμενα καθαρματακια του ΠΑΣΟΚ, με τα αλλα ανεγκεφαλα οντα του ΚΚΕ, η αισθηση της αφορητης πληξης και της γελοιοτητας που μου προξενουν οι διαφοροι χρεωκοπημενοι “αριστεροι” του ΣΥΝ και του ΣΥΡΙΖΑ, οι διαφοροι ξεθυμασμενοι “καλλιτεχνες” και “διανοουμενοι”, με τους οποιους ειμαι, υποτιθεται, συναδελφος, αλλα κι’ οι διαφοροι συμβατικοι μεσηλικες μεσοαστοι, προς τους οποιους εχω την ταση να αντιπαρατιθεμαι με προκλητικους τροπους, κατηγορωντας τους κατα βαθος και για το οτι ειναι μεσηλικες –λες και δεν ειμαι κι’ εγω ! ....   Ολα αυτα με εμπλεκουν αθελα μου σε ενα συστημα στασεων, προσδοκιων και διεκδικησεων και διαψευσεων, που ειναι ολες τους ματαιες μπροστα στο γεγονος του χρονου που περναει.

Ετσι λοιπον, η απομακρυνση απο την πολη κι’ η ημιμονιμη εγκατασταση στα Βατερα θα ηταν ο μονος τροπος να αποκτησω αυτη την αισθηση –ή την ψευδαισθηση- της αχρονικοτητας που ταιριαζει με την βαθυτερη φυση του εγω ή, εστω, του δικου μου εγω.

Κυριακή 15 Ιουλίου 2012

Στέκι αντίστασης - Για το βιβλιοπωλείο Ζαχαρόπουλος




Η ιστορία ενός ιστορικού βιβλιοπωλείου

Στέκι αντίστασης

Του ΒΑΣΙΛΗ Κ. ΚΑΛΑΜΑΡΑ

Ενα από τα τελευταία λογοτεχνικά στέκια στο κέντρο της Αθήνας, «χωμένο», αλλά όχι εξαφανισμένο, στη στοά της οδού Σταδίου 5, το εκδοτικό βιβλιοπωλείο «Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος» αντιστέκεται στις σχεδόν καθημερινές πορείες προς τη Βουλή των Ελλήνων. Τις περισσότερες μέρες «πάσχει» από τη ρίψη δακρυγόνων και άλλων χημικών και ουκ ολίγες φορές έχει γίνει καταφύγιο νεαρών από τις επιθέσεις των ΜΑΤ. Ευτυχώς ώς σήμερα η βιτρίνα παραμένει ακέραια, αφού δεν βρέθηκε χέρι να σπάσει τα τζάμια.

Πίσω από τον πάγκο του βιβλιοπωλείου, βρίσκονται πάντα όρθιοι, έτοιμοι να σε εξυπηρετήσουν, ο Σταύρος και ο Λουκάς Ζαχαρόπουλος, ο μεγαλύτερος και ο μικρότερος από τα τέσσερα αδέλφια μιας οικογένειας που έχει αφοσιωθεί στις βιβλιοπωλικές και εκδοτικές επιχειρήσεις. Ο Γιώργος, από το 1979 μέχρι φέτος, κρατούσε το βιβλιοπωλείο «Σ.Ι. Ζαχαρόπουλος» επί της οδού Πραξιτέλους στον Πειραιά. Ο Στέφανος είναι υπεύθυνος του τυπογραφείου, που βρίσκεται στον Αγιο Στέφανο.

Από την πρώτη ημέρα, το 1976, που άνοιξε το βιβλιοπωλείο της οδού Σταδίου 5 γνώρισε δόξες. Ιδίως το πατάρι του, όπως όλα τα πατάρια των βιβλιοπωλείων και καφενείων που μετατρέπονται σε αγκαλιές, όπου μέσα τους ταξιδεύουν προφυλαγμένες οι ιδέες. Σ' αυτό το πατάρι-αγκαλιά βρήκαν καταφύγιο οι ποιητές Νίκος Καρούζος, Μιχάλης Κατσαρός, Δημήτρης Χριστοδούλου και Νικηφόρος Βρεττάκος. Ο πολυρυθμικός διανοούμενος Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος, ο γερμανομαθής ποιητής και μεταφραστής Αρης Δικταίος, ο εκρηκτικός Ρένος Αποστολίδης, ο πεζογράφος Γιάννης Μαγκλής, ο ιστορικός Δημήτρης Φωτιάδης, ο γραμματολόγος Μιχαήλ Περάνθης, ο διηγηματογράφος Γεράσιμος Γρηγόρης, ο πανεπιστημιακός Μιχάλης Μερακλής.

Ολα είχαν αρχή το 1966, χρονιά ίδρυσης του εκδοτικού οίκου (προηγήθηκε του βιβλιοπωλείου). Εχουν περάσει από τότε σαράντα πέντε ολόκληρα χρόνια. Ενας εικοσιτριάχρονος υπάλληλος του «Δημητράκου» και του «Μπίρη» αρνήθηκε να αγοράσει τους τίτλους του οίκου Δημητράκου και των εκδόσεων «Γαλαξίας» της Ελένης Βλάχου, γιατί πίστευε ότι είχαν ολοκληρώσει τον κύκλο τους. Προτίμησε να ιδρύσει τον δικό του εκδοτικό οίκο.

Ο 68χρονος Σταύρος Ι. Ζαχαρόπουλος θυμάται: «Εκείνη ήταν εποχή αναβρασμού, σαν τη σημερινή. Και ο κόσμος του βιβλίου, συγγραφείς και αναγνώστες, αν εξαιρέσουμε εκείνους που ήταν ταγμένοι στο τότε σύστημα είτε από ιδεολογία είτε από συμφέρον, διψούσε για ανατροπές και αληθινή δημοκρατία. Γι' αυτό αναγκαστήκαμε εξαιτίας της λογοκρισίας να υπολειτουργούμε. Επανήλθαμε όμως δυναμικά μετά τη μεταπολίτευση». Οι πρώτοι τίτλοι που κυκλοφόρησαν είχαν τη σφραγίδα συγγραφέων - μεταφραστών, οι οποίοι ξανάγραψαν τα ξένα αριστουργήματα: ο Θ.Δ. Φραγκόπουλος τον «Τομ Σόγερ» του Μαρκ Τουέιν, ο Ανδρέας Σαραντόπουλος τον «Τάρας Μπούλμπα» του Νικολάι Γκόγκολ και ο Αρης Δικταίος το «Κουαρτέτο» του Σόμερσετ Μομ.

Οι εκδόσεις «Σ.Ι.Ζαχαρόπουλος» όμως δεν έμειναν στο παρελθόν των μεγάλων συγγραφέων, αλλά αναζήτησαν κλασικοποιημένους συγγραφείς της εποχής μας. Η σειρά «Σύγχρονη Λογοτεχνία» ξεκίνησε με την «Πλήξη» του Αλμπέρτο Μοράβια, σε μετάφραση Κωστούλας Μητροπούλου, και ακολούθησε το «Εγώ κι αυτός» του Ιταλού συγγραφέα, σε μετάφραση Ερης Κανδρή. Το τρίτο βιβλίο της σειράς ήταν το πρωτοποριακό για την εποχή του και για τις επόμενες «Εν ψυχρώ» του Τρούμαν Καπότε, με τη μεταφραστική υπογραφή της Λ. Δουκίδου. Από τότε ο κατάλογος των εκδόσεων έχει φτάσει τους χίλιους πεντακόσιους τίτλους ελληνικής και ξένης λογοτεχνίας.

Ποιο είναι το μέλλον του ιστορικού κέντρου, όταν βλέπουμε κάθε ημέρα να κλείνει το ένα μαγαζί μετά το άλλο, τον ρωτάμε. «Ολοι ελπίζουμε στην αλλαγή του κλίματος. Να αισθανθούν οι πολίτες ότι υπάρχει προοπτική, ότι μπορεί να γίνει ένας αγώνας που θα φέρει όντως καρπούς», είναι η πρώτη αντίδραση του Σταύρου Ι. Ζαχαρόπουλου. «Οι πληγές μερικές φορές μοιάζουν αγιάτρευτες. Τα Εξάρχεια δεν έχουν συνέλθει ακόμα από τα "Δεκεμβριανά" του 2008. Υπάρχουν μαγαζιά που ποτέ δεν ξανάνοιξαν και η μυρωδιά του καμένου σού τρυπάει τη μύτη», λέει, αναζητώντας την απαρχή της απαξίωσης του ιστορικού κέντρου.

Θεωρεί ότι οι ιδιοκτήτες άργησαν να ρίξουν τα ενοίκια, αλλά είναι ανάγκη να στηριχτεί το αθηναϊκό κέντρο: «Γιατί δεν είναι μόνο μαγαζιά και μπίζνες. Είναι το καμάρι των Ελλήνων και των ξένων που μας επισκέπτονται. Είναι η καρδιά της Αθήνας και της Ελλάδας ολόκληρης, που έχει πάθει έμφραγμα. Πολιτεία και πολίτες πρέπει να το καταλάβουν αυτό, αλλιώς "καλά σαράντα"!».

Και πώς μπορεί να βοηθήσει τους αναγνώστες, που πολλοί από αυτούς δηλώνουν αδυναμία να αγοράσουν τα βιβλία στην αρχική τους τιμή; «Οταν ξεκίνησε η οικονομική κρίση, πήραμε αμέσως την πρωτοβουλία να κάνουμε μεγάλες εκπτώσεις σε ανέργους και πολύτεκνους. Και αυτό είναι γενικά το πνεύμα μας, τόσο στη λιανική πώληση όσο και στη χονδρική. Σήμερα αυτό είναι επιτακτική ανάγκη για όλους τους επιχειρηματίες», επισημαίνει ο Σταύρος Ζαχαρόπουλος.

Αν ξετύλιγε το φιλμ της ζωής του από την αρχή, θα επέλεγε άραγε ξανά το ρίσκο του εκδότη-βιβλιοπώλη; «Δεν θα μπορούσα να αλλάξω ταυτότητα. Το βιβλίο για μένα και τα αδέλφιά μου ταυτίστηκε με τη ζωή μας. Γι' αυτό συνεχίζουμε, όπως πορευτήκαμε, εδώ και σαράντα πέντε χρόνια, παρά την τρικυμία της πατρίδας μας. Γιατί, όπως λέει ο Θωμάς εκ Κέμπης: "Εψαξα να βρω τη γαλήνη και τη βρήκα σε μια γωνιά μ' ένα βιβλίο"».

Ελευθεροτυπία, 5 Νοεμβρίου 2011

Σάββατο 14 Ιουλίου 2012

Latin party στο Μαρούσι




Η Παναγιώτα μας έστειλε την πρόσκληση, και όσοι είστε λάτρεις της λάτιν χορευτικής μουσικής φροντίστε να πάτε. Έμπειροι καθηγητές-χορευτές, καλοί και κακοί μαθητές αλλά και οι παντελώς άσχετοι, όλοι μαζί, θα φτιάξουν ένα μοναδικό κουβάρι χορού και διασκέδασης. Απόψε, μετά τις 22:00, στο Μαρούσι (Λεωφόρος Κηφησίας 46). Στην είσοδο περιλαμβάνεται και ποτό.

Παρασκευή 13 Ιουλίου 2012

Ο Στράτος Διονυσίου και το μπικίνι απ' τα καλάθια



Απορώ πώς στο καλό έδωσε ο Χατζηνάσιος την άδειά του γι’ αυτό το τζαμπο-σκουπίδι.

Τι να πρωτοσχολιάσει κανείς σε αυτή τη «διασκευή»; Ένα μαύρο χάλι δίχως αρχή και τέλος, που προσπαθεί μάλιστα να μιμηθεί τον τιτάνα Διονυσίου ως και στην εκφορά του λόγου. Θα μπορούσαν να είναι και οι τίτλοι τέλους όλης της ξεφτίλας που ζήσαμε τα τελευταία είκοσι χρόνια. Τι πιο συμβολικό της κακομοιριάς μας; Πήραμε από τους προηγούμενους τον έρωτα και το παράπονο και το φιλότιμο, και το κάναμε σάουντρακ για μπικίνι και κουβαδάκια. Και μάλιστα, διαφημίζοντας μία εταιρεία που απευθύνεται πρωτίστως στα παιδιά... ώστε από μικρά να μπαίνουν στο κόλπο της αποβλάκωσης και της κακογουστιάς.

Το πιο αστείο; Έκοψαν λέει οι αρμόδιες αρχές τη διαφημιστική εκστρατεία της συγκεκριμένης εταιρείας διότι θίγει συγκεκριμένους εμπορικούς κλάδους και προτρέπει σε χρήση βίας, καθώς ακούγεται ήχος χτυπήματος στο τέλος και υπάρχει παράφραση της φράσης «ξύλο που σας χρειάζεται» στους στίχους! Το ότι κάποιος διαφημιστής πήρε το καημένο το αρχικό τραγουδάκι και του άλλαξε τα φώτα δεν θεωρείται προφανώς πράξη βίας από κανέναν!

Ευτυχώς, όμως, τα τραγούδια παίρνουν παντού και πάντα την εκδίκησή τους. Κι όταν κάποτε οι μετοχές σας θα έχουν γίνει ραβασάκια και λαδόκολλες, τα τραγούδια μας θα ζούνε και θα είναι ακόμη εδώ!
ηρ.οικ.

Πέμπτη 12 Ιουλίου 2012

LITTLE POPULAR WALTZ


Για την κυρία Α. που αγαπάει τον Μαυρουδή, την κιθάρα και τα μελαγχολικά πρόσωπα, ένα "λαϊκό βαλσάκι" για χρόνια πολλά.

Τρίτη 10 Ιουλίου 2012

Δύο κουβανέζικα τραγούδια (Buena Vista Social Club...)





Επιλογή - Μετάφραση: Ειρήνη Φιλιππίδου




¿Qué te importa que te ame?
¿Qué te importa que te ame,
si tú no me quieres ya?
El amor que ya ha pasado
no se debe recordar

Fui la ilusión de tu vida
un día lejano ya,
Hoy represento al pasado,
no me puedo conformar.

Si las cosas que uno quiere
se pudieran alcanzar,
tú me quisieras lo mismo
que veinte años atrás.

Con qué tristeza miramos
un amor que se nos va
Es un pedazo del alma
que se arranca sin piedad


***



Τι σε νοιάζει αν σ' αγαπάω;

Τι σε νοιάζει αν σ’ αγαπάω
αφού δεν με θέλεις πια;
Σ’ έναν έρωτα που πέρασε
δεν πρέπει να στέκεσαι

Ήμουν η επιθυμία της ζωής σου
μια μέρα μακρινή πια,
Σήμερα είμαι παρελθόν,
δεν μπορώ να το αντέξω

Αν τα όνειρα που έχει κανείς
μπορούσαν να γίνουν
να με θέλεις το ίδιο
όπως είκοσι χρόνια πριν…

με πόση θλίψη κοιτάμε
μια αγάπη που μας φεύγει
ένα κομμάτι ψυχής
που φεύγει χωρίς έλεος






Dos gardenias para 

Dos gardenias para tí 
Con ellas quiero decir:
 
te quiero, te adoro, mi vida
 

Ponle
s toda tu atención 
porque son tu corazón y el mío.
 
Dos gardenias para tí
 
que tendrán todo el calor
 
de un beso de esos besos que te dí
 
y que jamás encontrarás
 
en el calor de otro querer.
 

A tu lado vivirán
 
y se hablarán
 
como cuando estás conmigo
 
Y hasta creerás que te dirán:
 
"Te quiero".
 

Pero sí un atardecer
las gardenias de mi amor
 se mueren
es porque han adivinado
que tu amor me ha traicionado
porque existe otro querer


***


Δυο γαρδένιες για σένα

Δυο γαρδένιες για σένα
θέλω μ΄ αυτές να σου  πω:
σε θέλω, σε λατρεύω, ζωή μου

Δωσ’ τους όλη σου την προσοχή
γιατί είναι η καρδιά σου κι η δικιά μου
Δυο γαρδένιες για σένα
που θα έχουν όλη τη θέρμη ενός φιλιού
απ΄ τα φιλιά που σου ‘δωσα
και που ποτέ δεν θα συναντήσεις
στη ζεστασιά κάποιου άλλου

Δίπλα σου θα σου ζουν
και θα σου μιλάνε
όπως όταν είσαι μαζί μου
και θα πιστεύεις πως θα σου λένε
«σε θέλω»

αλλά αν ένα δειλινό
οι γαρδένιες του έρωτά μου μαραθούν
θα είναι γιατί θα ‘χουν μαντέψει
πως η αγάπη σου με πρόδωσε
γιατί υπάρχει άλλη αγάπη για σένα

Σάββατο 7 Ιουλίου 2012

Αγαθόν το εξομολογείσθαι: Γιώργος Σταθόπουλος

ΑΓΑΘΟΝ ΤΟ ΕΞΟΜΟΛΟΓΕΙΣΘΑΙ (2):
ΓΙΩΡΓΟΣ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΣ


Τα blogs «Άρωμα του τραγουδιού» και «Μουσικά προάστια» συνεχίζουν το κοινό τους ταξίδι με τη στήλη «Αγαθόν το εξομολογείσθαι», φιλοξενώντας έναν από τους μεγαλύτερους εν ζωή έλληνες ζωγράφους: τον Γιώργο Σταθόπουλο. Ύστερα από μία τρίωρη κουβέντα μαζί του, η προσωπική μας εμμονή με το έργο του φαίνεται ότι τιθασεύτηκε - προσωρινά, έστω. Φύγαμε από το ατελιέ του σοφότεροι, πλήρεις εικόνων και ιδεών. Τον ευχαριστούμε γι’ αυτό.
Μάκης Γκαρτζόπουλος - Ηρακλής Οικονόμου







ΣΤΗΝ ΚΑΛΩΝ ΤΕΧΝΩΝ
Στην Αθήνα ήρθα πολύ μικρός, γύρω στα 14 μου χρόνια, κι από τότε ζω εδώ. Ποτέ δε μπήκα σε συγκοινωνίες, είχα στην αρχή ποδήλατο, μετά είχα μηχανάκι, μετά μοτοσυκλέτα. H πρώτη μοτοσυκλέτα που πήρα ήταν μια Honda 175· τότε θεωρείτο μεγάλη μηχανή και σπουδαία.

Στη Αθήνα τελείωσα το Γυμνάσιο. Έβγαλα νυχτερινό σχολείο γιατί την ημέρα ήμουν εργαζόμενος και το βράδυ πήγαινα στο σχολείο. Δούλευα σε διαφημιστικές εταιρείες. Τότε οι διαφημιστικές εταιρείες δεν ήταν όπως είναι τώρα με computers και γραφεία, ήταν συνεργεία που έκαναν ρεκλάμες. Τα διαφημιστικά τότε γίνονταν όλα στο χέρι. Δούλευα στα γήπεδα, ζωγραφίζαμε τα λογότυπα των εταιρειών, λάστιχα αυτοκινήτων. Έχω κάνει λάστιχα Pirelli με το πινέλο, με αερογράφους. Είχα μια ευχέρεια βέβαια, και αυτό με βοήθησε να βρίσκω δουλειές εύκολα και με καλό μεροκάματο.

Στην Καλών Τεχνών μπήκα όταν ήμουν ήδη στρατιώτης. Πήρα άδεια για έξι μέρες, έδωσα εξετάσεις και έτσι μπήκα στη Σχολή. Δεν ήμουν σε κάποιο εργαστήρι, δεν ήμουν πουθενά… έκανα φροντιστήριο μια βδομάδα και μπήκα στους τρεις πρώτους. Πήγα στον Σαραφιανό, με έστειλε ένας γνωστός μου καλλιτέχνης που είναι πατριώτης, ο Πανουργιάς ο γλύπτης. Εκεί, σε μια βδομάδα κατάλαβα, είδα τι έκαναν οι άλλοι, το ’κανα κι εγώ, είδα πως αντιλαμβάνεσαι το σχέδιο, και έδωσα στη Σχολή. Ήμουν τόσο σίγουρος ότι θα πετύχω που δεν πήγα να δω ούτε καν τον κατάλογο με τα αποτελέσματα. Βρήκα ένα σημείωμα κάποια στιγμή ότι μπήκα στη Σχολή Καλών Τεχνών και δεν μου έκανε καμία εντύπωση.

Τυχαία έγιναν όλα, και η ζωγραφική, και τα χρώματα, και το σχέδιο. Εκεί που δούλευα στη διαφημιστική εταιρεία, πέρασε κάποιος καλλιτέχνης, ο οποίος ήταν φίλος με το αφεντικό. Είδε τις ζωγραφιές τις δικιές μου και μου λέει: «να πας στη Σχολή Καλλών Τεχνών να σπουδάσεις». Δεν ήξερα καν ότι υπάρχει Σχολή Καλών Τεχνών, δεν με ενδιέφερε. Εγώ ζούσα το παρόν, ήμουν ευτυχισμένος. Δούλευα σε μια εταιρεία, άλλαζα, πήγαινα σε άλλη αν μού ’διναν κάτι παραπάνω και ήμουν ευτυχισμένος. Και στην Καλών Τεχνών όταν σπούδαζα, πάλι έτσι ήταν η ζωή μου. Δούλευα και ήμουν ευτυχισμένος και ως φτωχός – υποτίθεται – σπουδαστής. Πάντα, σε όλες τις εποχές ήμουν ευχαριστημένος. Δεν ήθελα ποτέ να βελτιωθεί η ζωή μου, γιατί την έβλεπα πάντα βελτιωμένη… δεν είχα ποτέ τέτοια προβλήματα.

Έρχονταν συνδικαλιστές στη Σχολή και έλεγαν να κάνουμε απεργία για να μας δίνουν δωρεάν εισιτήριο. Εγώ είχα το ποδήλατό μου. Όποιος ήθελε μπορούσε να λύσει το πρόβλημά του. Δε χρειάζεται να ζητιανεύεις μια ζωή· αυτό είναι η Ελλάδα. Και οι σπουδαστές όλοι είναι με το χέρι απλωμένο, ζητιάνοι, που όλο ζητάνε απ’ τον άλλον να τους λύσει το πρόβλημα. Εγώ δε ζήτησα ποτέ τίποτα, και δυο-τρεις φορές που δεν είχα λεφτά ούτε εισιτήριο, πήγαινα εκεί που έμενα με τα πόδια. Αλλά μιλάμε, ορισμένες φορές έμενα και πολύ μακριά: στην Πεντέλη, στα Εξάρχεια, εδώ στο Παγκράτι. Έχω αλλάξει 100 σπίτια. Και όταν δεν είχα να βγάλω εισιτήριο πήγαινα με τα πόδια, δε ζητούσα δανεικά από φίλο. Δεν το καταδεχόμουνα ποτέ ούτε αυτό.

Στην Καλών Τεχνών του ’60 βίωσα έναν παράδεισο. Είχαμε σεβασμό ακόμα και στους μεγαλύτερους σπουδαστές. Όταν, δηλαδή, ήμουν πρωτοετής και ο άλλος τελείωνε τη σχολή, τον βλέπαμε ήδη ως μεγάλο καλλιτέχνη. Ακόμα και κάποιον που ήταν στο δεύτερο έτος τον θεωρούσαμε προχωρημένο καλλιτέχνη. Και είχαμε και σεβασμό μεταξύ μας. Δεν υπήρχαν «ρεύματα» και τέτοια. Τώρα τα συζητάνε αυτά, τότε μοναχά δουλεύαμε. Είχαμε το μοντέλο εκεί, από το πρωί μέχρι το μεσημέρι δουλεύαμε πάνω σε αυτό, και το πρόβλημά μας ήταν να το κάνουμε καλά. Μετά είχαμε τα θεωρητικά μαθήματα, και το βράδυ το γυμνό νυκτός· συγκεκριμένα πράγματα. Τώρα μπορεί ένα σπουδαστής να έχει μπροστά του το μοντέλο και να ζωγραφίσει ένα αεροπλανάκι ή να πετάξει ένα χρώμα. «Γιατί έτσι το νιώθω», σου λέει. Και ο καθηγητής το δέχεται: «αφού έτσι το νιώθεις, τι να σου πω εγώ;». Τότε τρέμαμε να το κάνουμε σωστό το σχέδιο, να μη μας φύγει καμία φόρμα, να είναι όλα οργανωμένα, και πάλι μας διόρθωνε ο καθηγητής.






ΜΙΑ ΖΩΗ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΤΑΞΗ
Δεν τους ρώτησα τους γονείς μου, ούτε τους είπα ποτέ ότι στην Αθήνα εγώ σπουδάζω στην Σχολή Καλών Τεχνών. Να τους έλεγα ότι σπουδάζω ζωγραφική; Θα έλεγαν: «πάει στην Αθήνα αυτός και κάνει ζωγραφιές;». Θα γελάγανε κιόλας. Όταν ήρθα στην Αθήνα, πέρασα δυο –τρεις μήνες σε μια αδερφή της μάνα μου και μετά την κοπάνησα, ήθελα να είμαι ανεξάρτητος και ελεύθερος. Μέχρι και υπάλληλος έγινα μετά τη Σχολή για 12 μέρες. Έπιασα δουλειά στο Αρχαιολογικό Μουσείο. Έπαιρναν τότε απόφοιτους της Σχολής, και το πρώτο 15ήμερο που πληρώθηκα είπα «δεν ξαναγίνομαι υπάλληλος».

Τελικά το είπα και στους γονείς μου, δεν έμεινε κρυφό. Αν τους έλεγα ότι σπουδάζω δικηγόρος ή γιατρός θα ήταν περήφανοι. Αλλά πού! Ξέρετε γιατί έφυγα απ’ το χωριό; Ήμουνα μαθητής στο Θέρμο, κοντά στο χωριό μου, την Προστοβά της ορεινής Τριχωνίδας Αιτωλοακαρνανίας. Με τα πόδια πηγαίναμε σχολείο. Εκεί, ήμουν ο χειρότερος μαθητής. Πώς όλοι δείχνουν με το δάχτυλο τον καλύτερο; Ε, αν ήθελαν να δείξουν τον χειρότερο, έδειχναν εμένα. Δεν είχα κανένα μέλλον, ούτε ως σπουδαστής να συνεχίσω, ούτε ως μαθητής. Αλλά και πάλι, ήμουν ευχαριστημένος από τη ζωή μου εκεί.

Έκανα ό,τι ήθελα· αυτά που κάνουν όλοι οι μαθητές. Ήμουν σ’ όλα τα γούστα μέσα: στα τσιγάρα, στα σφαιριστήρια, στα μπιλιάρδα, στα χαρτοπαίγνια, σε όλ’ αυτά ήμουν ο πρώτος. Έπαιρνα κι αποβολές. Μα ο πατέρας μου δε με μάλωνε ποτέ. Πήγαινε στο σχολείο και μάλωνε εκείνος τους καθηγητές. «Μα τι θέλετε να κάνει το παιδί αν δεν παίξει χαρτιά, μπιλιάρδο και τέτοια, τι θα κάνουν τα παιδιά;»  Κι ο πατέρα μου ήξερε γράμματα, ήταν του Σχολαρχείου, μιλούσε καθαρεύουσα. Εγώ δεν έχω φάει απ’ τον πατέρα μου ούτε μία μπάτσα ποτέ στη ζωή μου, ούτε βέβαια απ’ τη μητέρα μου. Έτσι ήταν η οικογένειά μου. Αφού όταν έμενα στην ίδια τάξη συνέχεια, το πρόβλημά τους ήταν να μην στεναχωρηθώ εγώ.






ΔΑΣΚΑΛΟΙ, ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ ΚΑΙ ΦΙΛΟΙ
Για μένα, δάσκαλοι υπήρξαν πάρα πολλοί. Όποιος έλεγε το σωστό και άκουγα κάτι πολύ σημαντικό και έβαζε το μυαλό μου σε μια σκέψη σημαντική, σε μια διαδικασία να σκέφτομαι, ήταν για μένα δάσκαλος. Δεν είχε σημασία αν ήταν ο καθηγητής στην Καλών Τεχνών ή ο φίλος ή ο μπακάλης της γειτονιάς. Έχω ακούσει πολλά σημαντικά πράγματα που διαμορφώσανε την δική μου φυσιογνωμία και από πολύ σημαντικούς ανθρώπους, από τον Γκάτσο, τον Χατζιδάκι, από πρόσωπα με τα οποία έτυχε να δημιουργηθεί μία φιλία. Μπορεί να μην είναι σωστός ο όρος φιλία. Γιατί δεν μπορώ να πω εγώ ξαφνικά «είχα φίλο τον Γκάτσο» επειδή τον είδα καμιά δεκαριά φορές που λέει ο λόγος - αν δεν ήταν δέκα μπορεί να ήταν εκατό, δεν έχει σημασία. Αλλά ήταν σε άλλη κλίμακα· πρέπει να κρατάμε τις αναλογίες. Και χθες είχαν ένα αφιέρωμα για τον Γκάτσο και με πήραν τηλέφωνο και μίλησα ένα τέταρτο. Και είπαν «ήσασταν φίλοι με τον Γκάτσο»… δεν ήμουν ούτε φίλος ούτε μαθητής του. Είναι μεγάλη ευθύνη να πω ότι ήταν φίλος μου ο Γκάτσος και εγώ μαθητής του. Απλώς, είχα τη σεμνότητα να ακούω, και να μη μιλάω πολύ. Και αυτά που άκουγα τα σκεφτόμουνα. Δεν αρνούμαι τον τίτλο, γιατί δε μου ανήκει ο τίτλος αυτός· είναι μεγάλος. Είναι σαν κάποιους άλλους που λέγανε «είμαι μαθητής του Πικάσο» επειδή πήγαν και είδαν πέντε έργα του στο Παρίσι, και βαφτίστηκαν μαθητές του.

Δε σε καθορίζει τελικά ούτε μία λέξη του πατέρα ή της μάνας, ούτε τίποτα. Αυτό που σε καθορίζει στη ζωή σου είναι η ατμόσφαιρα του σπιτιού, αυτή η διάχυτη κατάσταση που βρίσκεται σε όλα τα πράγματα. Όταν το περιβάλλον σου έχει μία άξια γυναίκα, τη μάνα, που ήταν ένα εργοστάσιο το οποίο δούλευε με μεράκι και έκανε απ’ το φαγητό μέχρι το ψωμί και έφερνε βόλτα όλο το σπίτι, όταν παράλληλα δούλευε στα χωράφια και ήταν όλα τέλεια και ωραία, δε μπορούσες εσύ να είσαι αγνώμων σ’ αυτό το πράγμα που ζούσες. Το ίδιο ίσχυε και για τον πατέρα μου. Όταν έχεις αυτό το περιβάλλον, δεν περιμένεις να σου πει κάτι ο γονιός που να σε καθορίσει· η πράξη είναι το μάθημα το μεγάλο. Όχι να κάνουμε όπως κάνουν οι πιο πολλές μανάδες που δίνουν συμβουλές στο παιδί, «πρόσεχε εκείνο», «κάνε εκείνο», «μην καπνίζεις», «μην πίνεις»… Οι γονείς μου ήταν απλά νορμάλ άνθρωποι.

Άραγε είχαμε ειδικά κριτήρια να κρίνουμε όταν ήμασταν μαθητές στο Γυμνάσιο τι θα πει φίλος; Όχι βέβαια. Με όλους όσους έκανα παρέα, φίλοι ήτανε. Αυτές οι έννοιες εισάγονται μετά, όταν μπαίνεις στη διαδικασία της φιλολογίας. Όταν κάνεις παρέα με έναν άνθρωπο δε σκέφτεσαι τίποτα, απλά κάνεις παρέα επειδή ταιριάζεις. Και τι  θα πει ταιριάζεις; Είναι μία αφηρημένη έννοια. Μήπως ταιριάζεις επειδή ψηφίζετε το ίδιο κόμμα; Όχι. Μήπως επειδή υποστηρίζετε την ίδια ομάδα; Δεν είναι λόγοι αυτοί. Αυτές οι διαδικασίες της φιλίας και των επαφών έρχονται εκ των υστέρων, δεν υπάρχουν στην αρχή.

Έχω φιλίες που κρατάνε δεκαετίες, φίλους που τους βλέπω καθημερινά εδώ και 30, 40, 50 χρόνια. Κάνω παρέα πολλά χρόνια με πολλούς, δεν έχει νόημα να λέω ονόματα. Και με τους ζωγράφους τους συναδέλφους μου έχω φιλία, αλλά και με ανθρώπους που είναι έξω απ’ το επάγγελμα, με τους οποίους μπορούμε να δούμε ένα πράγμα όχι έτσι όπως το παρουσιάζει ας πούμε η τηλεόραση. Σου δείχνουν μία άλλη όψη του νομίσματος που δεν την έχεις αντιληφθεί. Αυτό είναι οι φιλίες, όχι μόνο να χαϊδεύει ο ένας τον άλλον. Άκουσα μια φορά τον Γκάτσο που είπε στον Χατζιδάκι όταν εκδόθηκε ο δίσκος «Ο Οδοιπόρος, το μεθυσμένο κορίτσι και ο Αλκιβιάδης» και δεν είχε την αναμενόμενη ανταπόκριση σε πωλήσεις: «άλλον έναν Οδοιπόρο να γράψεις, θα πηγαίνεις με τα πόδια στο σπίτι σου». Ο φίλος δεν είναι αυτός που θα εκτιμήσει αυτό που κάνεις κι εσύ θα τον λατρέψεις επειδή σου το είπε αυτό. Ο φίλος είναι αυτός που θα σε κάνει καλύτερο.

Και πώς φτάνεις εκεί; Το να γίνεις καλύτερος είναι ένας προσωπικός παιδεμός. Και κυρίως: επιλέγεις. Αν δεν μπορείς να δεις τα πράγματα, δεν γίνεται τίποτα. «Στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα» που λέει κι η παροιμία. Όποιος έχει αυτιά, ακούει, κι αν δεν έχεις αυτιά, δεν ακούς. Και σ’ αυτό το χάλι που έχουμε φτάσει σήμερα και καλλιτεχνικά, και οικονομικά, και κοινωνικά, είναι επειδή δεν ακούμε. Δεν ακούει ο Έλληνας.






ΔΟΥΛΕΙΑ, ΔΟΥΛΕΙΑ, ΔΟΥΛΕΙΑ…
Η τέχνη τυχαία έγινε, και δε χρωστάω σε κανέναν τίποτα. Την ψυχική μου υγεία, την οποία πιστεύω ότι την έχω, την χρωστάω στην οικογένειά μου, στους γονείς μου. Η ζωγραφική είναι άλλη ιστορία. Δεν υπάρχει κανείς που θα σου χαρίσει την ελευθερία σου. Μόνος σου θα τα κάνεις όλα. Μόνος σου θα δουλέψεις, μόνος σου θα πειθαρχήσεις, μόνος θα σκεφτείς. Εγώ δούλευα και δουλεύω τώρα όλη την ημέρα. Μόνο το βράδυ δε δουλεύω ποτέ, δε μ’ αρέσει. Από το πρωί μέχρι τις 7-8 το βράδυ δουλεύω συνέχεια. Μπορεί να δουλέψω κι ένα βράδυ αν έχω κάτι να τελειώσω, που είναι επιτακτική ανάγκη να το τελειώσω, αλλά αυτή θα είναι η εξαίρεση. Πιστεύω μόνο στην εργασία. Αυτή γεννάει ιδέες, αυτή γεννάει ασκήσεις στο επάγγελμά σου, μ’ αυτήν γίνεσαι καλλίτερος κάθε μέρα. Δεν πιστεύω σε τίποτε άλλο, όπως και δεν πιστεύω να περιμένεις απ’ τους άλλους. Αν μιλήσεις με ζωγράφους, με σπουδαστές, τους φταίει κάποιος άλλος. Εγώ ένα παιδί απ’ το χωριό ήμουνα, δεν είχα τίποτε, ούτε γνωριμίες ούτε τίποτε. Και με αυτό που έκανα, με τη δουλειά μου, είχα τη συμπάθεια πολλών ανθρώπων που παρακολουθούσαν τα πράγματα. Τυχαίνουν πράγματα καλά στη ζωή μας· μη νομίζεις, μπορεί να τύχουν στον καθέναν.

Όποιος δουλεύει δεν έχει ανάγκη, μόνο φοβάται μην του χαλάσεις τη δουλειά. Ένα παλικάρι είχε κάποια στρέμματα και έβαλε σαλιγκάρια και πάει εξαιρετικά. Υπάρχουν άνθρωποι που δουλεύουνε, κι αυτοί δεν έχουν πρόβλημα, δεν θα πεινάσουνε. Θα πεινάσει ο τεμπέλης, αυτός που περιμένει από αλλού τη λύση του προβλήματος. Δε θα πεινάσει αυτός που παράγει έργο, αυτός που είναι άξιος και όχι τεμπέλης.

Όταν ο Πικάσο συμβούλευε τους νέους καλλιτέχνες, τους έλεγε: «δουλειά, δουλειά, δουλειά». Το ίδιο έλεγε και ο Χατζιδάκις στους μουσικούς του: «να δουλεύετε, δεν υπάρχει άλλη λύση». Δεν υπάρχει τίποτε άλλο, μόνο δουλειά. Κι αυτοί οι άνθρωποι δούλεψαν πάρα πολύ· δεν έκαναν δέκα τραγούδια, έκαναν χίλια. Ο Χατζιδάκις έχει κάνει δεκάδες μουσικά έργα για τον κινηματογράφο και το θέατρο, χώρια τα υπόλοιπα τραγούδια. Αυτοί οι άνθρωποι ήταν εργοστάσια, δεν ήταν τεμπέληδες.






ΓΙΑ ΤΗΝ ΤΕΧΝΗ
Εγώ έδωσα εξετάσεις στη γλυπτική γιατί με συγκινούσε ιδιαίτερα. Όμως, αυτό δε μου απαγόρευσε να ασχοληθώ με τη ζωγραφική, γιατί έτσι κι αλλιώς στο προκαταρκτικό κάναμε και χρώμα και ζωγραφική. Μετά, στα εργαστήρια κάναμε γλυπτική, από το πρωί μέχρι το μεσημέρι, όμως στράφηκα στη ζωγραφική για πρακτικούς λόγους.

Δεν με ενδιαφέρει η δημιουργία που δεν αμείβεται, αλλά η δημιουργία που αμείβεται. Δεν είμαι τρελός να κάνω του κεφαλιού μου, «κάνω αυτό κι αν σ’ αρέσει». Με ρώτησε τις προάλλες ένας: «πονάτε όταν πουλάτε κι αποχωρίζεστε τα έργα σας;». «Όχι», λέω, «πονάω άμα δεν τα πουλάω»! Όταν τα πουλάω δεν πονάω καθόλου. Αυτή είναι η ευτυχία μου και η χαρά μου. Γιατί όταν φτιάξω ένα έργο και αρέσει και ο άλλος βγάζει λεφτά απ’ την τσέπη του να στα δώσει, αυτό είναι η μαρτυρία ότι αρέσει αυτό. Το θέλει να το κάνει δικό του, κι εγώ ικανοποιούμαι. Είναι σαν τη γυναίκα. Όταν στολίζεται και βγαίνει στο δρόμο και δεν την κοιτάει κανείς, θα πάθει κατάθλιψη. Άμα βγει στο δρόμο και την φλερτάρουν δέκα άνθρωποι, αμέσως θα νιώσει ότι υπάρχει, ότι είναι γυναίκα. Έτσι είναι και ο καλλιτέχνης. Φαντάσου να κάνεις ένα τραγούδι και να μην το τραγουδάει κανείς, να μην αρέσει σε κανέναν. Άμα το έργο σου δεν έχει απήχηση στο κοινό και δεν αρέσει, βέβαια, μαραζώνει. Και γι’ αυτό βλέπουμε τα παράπονα μετά που ξεχειλίζουν από τους καλλιτέχνες, οι οποίοι αποδίδουν τα πάντα στα κυκλώματα. Δηλαδή, πάντα κάποιος άλλο φταίει, αυτοί δεν φταίνε ποτέ.

Όλοι είμαστε υπό αμφισβήτηση. Ο χρόνος θα δείξει ποιος αξίζει, και ο χρόνος αργεί. Εγώ δε θα το δω αυτό, μπορεί ούτε κι εσείς να το δείτε. Όχι για μένα, για όλους. Τα έργα που δεν έχουν να πούνε τίποτε στον κόσμο, στο λαό, στον πολίτη, χλομιάζουν. Η τέχνη ζει μόνο όταν περάσει στη συνείδηση του κόσμου· αν δεν περάσει, είναι νεκρή. Από κει και πέρα, αυτό που λένε ότι εγκλωβίζεσαι μέσα σε μια μανιέρα στη οποία επαναλαμβάνεσαι, αυτό είναι μια σαχλαμάρα. Μπορεί κανείς να αλλάξει τη γραφή του ή να αλλάξει τον ήχο της φωνής του, σήμερα να μιλά ή να τραγουδά σαν τον Μπιθικώτση, αύριο σαν τον Μητσιά; Ο καθένας έχει τη δική του γραφή. Αυτή η φυσιογνωμία του χτίζεται με τον χρόνο. Αποκτάς κάποια φυσιογνωμία και λες αυτά που έχεις να πεις. Δεν υπάρχει πείραμα στην τέχνη, μόνο στην επιστήμη. Η τέχνη λέει τα ίδια πράγματα, ο καθένας τα λέει με τη γλώσσα του, με τον δικό του τρόπο. Αν διαβάσεις τον Καβάφη σου λέει τα ίδια πράγματα που έχει πει κι ο Σικελιανός, κάπως αλλιώς, αλλά τα ίδια πράγματα.

Κατά κάποιο τρόπο, ισχύει ότι ζωγραφίζεις σ’ όλη σου τη ζωή τον ίδιο πίνακα. Αλλάζω θεματολογία πολλές φορές, αλλά η γραφή παραμένει η ίδια, δε μπορεί να είναι άλλη. Όταν κάποιος γράφει, δεν έχει ένα στιλ στο γράψιμο; Δεν έχει την υπογραφή του; Δεν το αλλάζεις αυτό. Σήμερα μπορεί να ζωγραφίσω ένα πουλί, αλλά με την ίδια γραφή θα το κάνω. Κι έτσι, ένας άσχετος που δεν ξέρει θα πει: «αυτός επαναλαμβάνεται». Δεν επαναλαμβάνεται, αυτό είναι! Αυτή είναι η μορφή του. Αν θες κάτι άλλο, να το αναζητήσεις σε άλλη γραφή, σε άλλον ζωγράφο. Δεν υπάρχει «να το πας πιο πέρα» στην τέχνη. Η τέχνη δεν έχει πρόοδο όπως η επιστήμη. Η τέχνη είναι η αληθινή έκφραση αυτών που ζούμε κάθε μέρα. Είναι μια αισθητική που περιέχει κι άλλα πράγματα μέσα, ίσως πιο εσωτερικά.

Και τι είναι τέχνη; Να ένα παράδειγμα. Ακούει κανείς ένα τραγούδι το οποίο είναι από την άλλη άκρη του κόσμου. Δεν καταλαβαίνει τι λέει. Αν του αρέσει, γιατί του αρέσει; Γιατί αυτό το περιέχει, είναι αληθινό, κρύβει μια αλήθεια η οποία είναι και δική του. Και βρίσκει χώρο στη δική του αλήθεια. Αν είναι μια σαχλαμάρα πειραματική, εγκεφαλική, δεν αρέσει σε κανέναν, δεν έχει να σου πει τίποτα. Το έχεις ακούσει και το ξέχασες κιόλας. Ο καλλιτέχνης τι κάνει; Έρχεται να σου αποκαλύψει κάτι που το έχεις κι εσύ μέσα σου. Δεν είναι δικό μου, είναι και δικό σου. Εγώ απλώς βρήκα το κόλπο για να μπορώ να στο δείξω, να στο αποκαλύψω. Δε σου ρίχνω μια μουτζούρα για να σου πω ότι είναι τέχνη. Αυτό δε σου λέει τίποτα, δεν το ταυτίζεις με την τέχνη.

Η τέχνη είναι μια ψυχαγωγία· την ψυχή την πάει κάπου αλλού. Δεν είναι η τέχνη μόνο για να σε σοκάρει, ούτε για να σε τρομάξει, ούτε για να σε προβληματίσει, ούτε να για σε φοβίσει. Αν κοιτάξουμε στην αρχαία Ελλάδα, στους μεγάλους πολιτισμούς, τα πράγματα ήταν πολύ καθαρά. Υπάρχει κάτι που μπορεί να σε ενοχλήσει; Ακόμα και την τραγωδία, που είναι η πιο σκληρή μορφή τέχνης, τη βλέπεις και δεν απελπίζεσαι. Δεν είναι ένα θέαμα νοσηρό, έχει μια δύναμη, και φεύγει. Φεύγεις κι εσύ μετά, βλέπεις την παράσταση και μετά επιστρέφεις στα δικά σου. Φαντάσου να έχεις ένα έργο εφιαλτικό στο σπίτι σου και να ζεις μ’ αυτό. Γι’ αυτό η τέχνη, η ζωγραφική, ήταν πάντα αισιόδοξη και σ’ όλους τους μεγάλους πολιτισμούς μετέφερε την ομορφιά της ζωής. Και στην Κίνα, και στην Ιαπωνία, και την Περσία, και στην Ελλάδα· μόνο η Ευρώπη τα μπουρδούκλωσε τα πράγματα.

Υπήρξε και μία πιο σκοτεινή, χρωματικά, περίοδος στη δουλειά μου. Αλλά κι εκείνα τα έργα αν τα δει κανείς, δεν είναι εφιαλτικά. Ακόμα και τώρα κάνω έργα με σκοτεινά χρώματα, μαύρα. Είναι απλά ένα υλικό αυτό· το θέμα είναι να είναι ωραίο, να σ’ αρέσει, να μη σε απωθεί. Όταν είσαι επαγγελματίες πρέπει να τα κάνεις όλα. Τα σημαντικότερα έργα στην ανθρωπότητα, από την αρχαία Ελλάδα μέχρι σήμερα, έγινα από παραγγελίες.

Η ζωγραφική δεν είναι για να μιμηθούμε τη φύση. Αν πάω να μιμηθώ το λουλούδι, θα κάνω μία σαχλαμάρα, θα είναι ένα ψέμα, θα προσπαθήσω να σε ξεγελάσω. Το φυτό είναι ένα ζωντανό πράγμα, το έχει φτιάξει η φύση. Θα πας να μιμηθείς το ρυθμό, το φως του;. Η φύση σου δείχνει ένα αριστούργημα. Εγώ όμως θα φτιάξω το δικό μου δέντρο, με τη δική μου αίσθηση. Το ίδιο ισχύει και για τα σώματα. Οι Έλληνες δεν έκαναν ανατομία, παρά μετέφεραν τα γεωμετρικά σχήματα στα αγάλματα και έπαιζαν με τους ρυθμούς. Δεν θα δεις στα αρχαία αγάλματα πλευρά και φλέβες στα χέρια. Η Ευρώπη δεν τα κατάλαβε αυτά τα πράγματα, δεν είδε το ελληνικό μεγαλείο ούτε στο λόγο, ούτε στη φιλοσοφία, ούτε στις θεωρίες. Δεν είδε τίποτα.






ΖΩΓΡΑΦΙΖΟΝΤΑΣ ΜΟΥΣΙΚΕΣ – ΜΑΝΟΣ ΧΑΤΖΙΔΑΚΙΣ
Το πρώτο μου εξώφυλλο για δίσκο ήταν ο «Οδοιπόρος, το Μεθυσμένο Κορίτσι και ο Αλκιβιάδης». Όταν έπεφτε η δικτατορία, ήρθε ο Χατζιδάκις απ’ την Αμερική και έκανε το Πολύτροπο. Μιλάμε για το ’73-’74. Το Πολύτροπο του Μάνου ήταν ένα μαγαζί στην Πλάκα, μία μπουάτ, με την ορχήστρα του Χατζιδάκι που αυτός είχε επιλέξει για να παρουσιάσει τα τραγούδια του. Εγώ ήμουν ο εικαστικός του χώρου, όλο το μαγαζί είχε έργα μου, και γι’ αυτό πήρα την παραγγελία από το Χατζιδάκι να κάνω το εξώφυλλο για το συγκεκριμένο δίσκο. Στην Κολούμπια τότε ήταν ο Λαμπρόπουλος. Ούτε αυτός, ούτε ο Πατσιφάς ήταν τυχαίοι· και οι δύο ήταν διανοούμενοι. Παρουσίασαν δίσκους ποιότητας, προώθησαν τους μεγάλους συνθέτες, το ξένο ρεπερτόριο, ήταν άλλη η ατμόσφαιρα της δισκογραφίας εκείνα τα χρόνια. Έκανα πολλά εξώφυλλα για συνθέτες όπως ο Καλδάρας, ο Κουγιουμτζής, ο Ξαρχάκος, ο Θεοδωράκης… Μόνο πέρυσι έκανα 30-40 εξώφυλλα για μία σειρά μελοποιημένης ποίησης.

Η επαφή μου με τον Χατζιδάκι έγινε τυχαία. Είχα ένα συμμαθητή στο νυχτερινό σχολείο, ο οποίος δε μιλούσε πολύ, ερχόταν καλοντυμένος, και οδηγούσε Σιτροέν – κάτι σπάνιο για την εποχή. Ένα βράδυ που περίμενα στη στάση του λεωφορείου και έβρεχε, προθυμοποιήθηκε να με πάρει για να μην βραχώ. Αυτός ήταν ο Δημήτρης Βερνίκος, ο σκηνοθέτης και φίλος του Χατζιδάκι. Έτσι γνωριστήκαμε, και μία φορά πήγαμε στο Μαγεμένο Αυλό. Μπαίνοντας εκεί, είδαμε τον Μάνο Χατζιδάκι με τον Δήμο Μούτση, ο οποίος τότε δεν είχε δηλώσει παρουσία ως συνθέτης. Ήταν ένας ταλαντούχος βιολιστής με σπουδές στο Παρίσι, κι έπαιζε και φυσαρμόνικα στην ορχήστρα του Μάνου. Ως νεολαία, είχαμε μεγάλη λατρεία γι’ αυτά τα πρόσωπα, και λαχτάρα να πάμε να δούμε στη βιτρίνα κάθε καινούργιο δίσκο του Θεοδωράκη, του Χατζιδάκι. Βλέποντας το δίσκο, ήταν αρκετό για να εισπράξουμε και το περιεχόμενο. Τώρα δεν ενδιαφέρεται κανείς τι θα βγάλει ο ένας μουσικός ή ο άλλος.

Πιστεύω πολύ στο τυχαίο. Όλα τυχαία είναι. Ακόμα κι οι επιστήμονες όταν ερμηνεύουν το σύμπαν και τη ζωή, αναφέρονται στο τυχαίο, και είναι φυσικό αυτό. Πώς αναπτύσσεται ένα κύτταρο; Πώς προσπαθεί να επιβιώσει εκεί που γεννήθηκε και φτιάχτηκε μέσα σε κάποιες συνθήκες;  Τυχαία. Και η γνωριμία με τον Χατζιδάκι έγινε τυχαία. Αν το βράδυ εκείνο δεν με έπαιρνε ο Βερνίκος με το αμάξι του, δεν θα είχα γνωρίσει και τον Χατζιδάκι.

Μια μέρα, ήρθε στο ατελιέ μου ο Μάνος με ταξί. Κατεβαίνει από το ταξί, μπαίνει μέσα σα σίφουνας, αρπάζει έναν πίνακα και φεύγει.
- «Πού το πας το έργο;», του λέω.
- «Μου ανήκει!», μου απαντά.
- «Γιατί σου ανήκει;»
- «Γιατί μου αρέσει!»
Ο πίνακας απεικόνιζε ένα παλιό σπίτι με καμινάδα. Από τα παράθυρα του σπιτιού φαινόταν ο ουρανός.

Ο τρόπος με τον οποίο δούλευα τα έργα για τα εξώφυλλα των δίσκων ποικίλει. Πολλές φορές άκουγα ένα «δοκίμιο» από το μουσικό έργο προτού εκδοθεί, άλλες φορές δεν άκουγα. Το ένα δεν έχει σχέση με το άλλο. Η εικόνα του εξωφύλλου δίσκου ή βιβλίου είναι αυτό που θα ελκύσει το μάτι του περαστικού που το βλέπει στη βιτρίνα. Πρέπει να βρεις ένα τρόπο να είναι ελκυστικό το εξώφυλλο, αυτή είναι η συνταγή. Δεν κάνεις έναν Επιτάφιο στο εξώφυλλο επειδή μέσα ο δίσκος έχει τραγούδια της Μεγάλης Παρασκευής. Έχω κάνει εικονογράφηση και εξώφυλλα για πάνω από εκατό βιβλία· δεν έχω διαβάσει κανένα.

Μ’ αρέσει πάρα πολύ η μουσική του Χατζιδάκι. Μου αρέσουν οι έλληνες μουσικοί. Και ο Θεοδωράκης μου αρέσει, και ο Ξαρχάκος, κι ο Σαββόπουλος, και ο Λεοντής, και ο Λοΐζος, και ο Κουγιουμτζής, κι ο Μαμαγκάκης. Όλοι αυτοί είναι σημαντικοί καλλιτέχνες. Ακούω 90% ελληνική μουσική, κι έχω κι ένα 10% ξένης μουσικής. Μου αρέσουν πολύ τα μπλουζ τ’ αμερικάνικα, τα ηλεκτρικά μπλουζ αλλά και τα μπλουζ της Νέας Ορλεάνης και του Μισισιπή. Επίσης, μου αρέσουν τα τραγούδια της Νότιας Ιταλίας, οι ταραντέλες. Ένας φίλος μου πρόσφατα μου είπε ότι όλα αυτά είναι ελληνικά, κι ότι ξεκινούν από την αρχαιότητα και τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας. Μου αρέσουν τα τραγούδια των Εβραίων της Ισπανίας. Μου αρέσουν τα τούρκικα τραγούδια. Μπορεί να έχω και είκοσι δίσκους τούρκων τραγουδιστών· τρομερές φωνές. Μου αρέσουν και τα τραγούδια του Σούμπερτ, η «Ωραία Μυλωνού», καθώς και του Μάλερ.






ΤΑ ΑΡΧΕΓΟΝΑ ΕΝΣΤΙΚΤΑ
Με τον ερχομό μιας νέας ζωής δεν μπορείς να κρυφτείς, δεν μπορείς να πεις ευφυολογήματα. Πρώτα απ’ όλα, το να έχεις έναν άνθρωπο δικό σου είναι μια μεγάλη, μία βαθιά χαρά. Αμέσως όμως ξυπνάει κι ένα ένστικτο που πριν είναι κοιμισμένο: το ένστικτο της φροντίδας. Γι’ αυτό λένε ότι ολοκληρώνεσαι σαν άνθρωπος αν κάνεις οικογένεια· γιατί ενεργοποιούνται κι άλλα ένστικτα που πιο πριν βρίσκονται εν υπνώσει. Αυτά είναι αρχέγονα ένστικτα, όπως το ερωτικό ένστικτο. Αν δεν τα εισπράξεις αυτά στη ζωή σου, μένεις λίγο στην άκρη, είσαι ελλιπής. Δεν σημαίνει ότι γίνεσαι και σπουδαίος άνθρωπος· μπορεί να μείνεις και ζώο. Απλά, βιώνεις ένα ένστικτο που ξυπνάει μέσα σου, και γίνεσαι πιο πλήρης. Δεν μπορούμε ούτε να τα ειρωνευθούμε αυτά, ούτε να τα προσπεράσουμε· είναι ο κύκλος της ζωής.

Στον έρωτα δεν έχει κανένας το προνόμιο να είναι πιο σπουδαίος. Για όλους, ίδιος είναι ο έρωτας, και δεν είναι ο καλλιτέχνης κάτι διαφορετικό. Τίποτε το ξεχωριστό δεν είναι· ένας άνθρωπος όπως όλοι. Εμείς ως κοινωνία, κάποια στιγμή, θελήσαμε να αποδώσουμε ιδιαίτερη σημασία στους καλλιτέχνες. Γιατί έγινε αυτό; Δεν έχω ιδέα. Στις μεγάλες εποχές δεν υπήρχαν επώνυμοι καλλιτέχνες, υπήρχαν μόνο μαστόροι. Όπως έκανε ένα κρεβάτι ή μια καρέκλα, ο μάστορας έκανε και το άγαλμα. Ένας έκανε αγάλματα, άλλος έκανε ψηφιδωτά, άλλος έκανε αγγεία. Η τέχνη δεν πρέπει να συμβολίζει κάτι· είναι ύποπτα πράγματα τα σύμβολα. Το έργο τέχνης πρέπει από μόνο του να σε παίρνει και να σου λέει κάτι, μόνο με το υλικό του.

Δεν μπήκα ποτέ στον πειρασμό να διδάξω την τέχνη μου. Δεν θεωρώ ότι είμαι σε θέση να διδάξω, ούτε θεωρώ ότι οι απόψεις που πρεσβεύω είναι τελεσίδικες. Δεν μπορώ να πάρω στο λαιμό μου άλλους ανθρώπους. Μπορεί να κάνω και λάθος, δεν είμαι τόσο σίγουρος ότι κατέχω την αλήθεια. Και ποτέ δεν ένιωσα ότι άγγιξα την επιτυχία. Ελλιπή είναι όλα· δεν έχω την αίσθηση ότι έκανα και τίποτα σπουδαίο.






ΧΛΟΜΙΑΖΟΥΝ ΤΑ ΠΡΑΓΜΑΤΑ
Όταν ζούμε σε μία παρακμή, τα πράγματα χλομιάζουν, χαμηλώνουν λίγο. Όταν υπάρχει μία γενική κοινωνική άνοδος, ανεβαίνουν όλα, καθώς ο ένας σπρώχνει το άλλο. Η περιρρέουσα κατάσταση αγκαλιάζει όλη την κοινωνία. Και η Ελλάδα έζησε τόσα πράγματα και τόση παρακμή. Μόνο μετά τα Δεκεμβριανά και τον Εμφύλιο άρχισε η Ελλάδα να προχωράει και είδαμε μεγάλους καλλιτέχνες που έφτιαξαν τη φυσιογνωμία του τόπου μας. Υπάρχει σε όλα η άνοδος και η πτώση, και στον άνθρωπο και στον πολιτισμό. Τα πιο σημαντικά πράγματα στην Ελλάδα έγιναν μέχρι τη δεκαετία του ’70. Ακόμα και μέσα στη δικτατορία έγιναν σημαντικά πράγματα στην τέχνη. Υπήρχαν βέβαια πράγματα που ήταν απαγορευμένα, υπήρχε λογοκρισία, προσβλήθηκε η δημοσιογραφία, ο σατιρικός λόγος, το θέατρο, το τραγούδι.

Μετά, τη δεκαετία του ’80 ήρθε η εποχή της ευμάρειας. Μπήκε στη ζωή μας το χυδαίο, το lifestyle, όλοι πετυχημένοι, όλοι ξεχωριστοί. Μας έδιναν τα πακέτα από την Ευρώπη για να αναπτύξουμε βιομηχανίες και καλλιέργειες, και εμείς τα φάγαμε. Και παίρναμε και δάνεια από πάνω! Στη μεταπολίτευση δεν ήμασταν χρεωμένοι και ήταν εύκολος ο δανεισμός, και όλοι μας δανείζανε για να πάρουν τους τόκους. Θα μπορούσαμε ακόμα να έχουμε ανοδική πορεία, αλλά δεν ήμασταν σε θέση να εισπράξουμε ό,τι μας έδιναν οι Ευρωπαίοι. Δεν το σεβάστηκε ο πολίτης, δεν το σεβάστηκε κι ο πολιτικός. Ο πολίτης φταίει πάνω απ’ όλα. Όταν ο μπάρμπας μου στο χωριό είχε 80 ελιές και δήλωνε 380 και έπαιρνε επιδότηση για 380, δεν έφταιγε ο πολιτικός. Την επιδότηση δεν στην έδινε για να μην αρμέγεις τα πρόβατα, στην έδινε για να εξελίξεις την παραγωγή σου. Σου έδινε λεφτά για να κάνεις τα 10 πρόβατα 20. Όχι για να δηλώσεις 300 πρόβατα και να αγοράσεις μία BMW. Οι πολίτες είναι το πρόβλημα, και όχι οι πολιτικοί. Και οι πολιτικοί, δικοί μας άνθρωποι είναι· εμείς τους βγάζουμε.


 

ΤΑΞΙΔΕΥΟΝΤΑΣ
Εγώ ζω σ’ αυτόν τον τόπο εδώ, στην Ελλάδα. Τα έργα μου κι εγώ προέρχονται από το φως αυτό, αναγκαστικά. Έχω φτιάξει τη φυσιογνωμία μου σύμφωνα με αυτά που ζω. Αν ακούσεις ένα έργο του Ξαρχάκου ή του Σαββόπουλου, έχεις την εντύπωση ότι ακούς ένα γερμανό μουσικό; Όχι βέβαια. Το φως δεν είναι μόνο ο ήλιος που λάμπει. Το φως αυτό περνάει και στην ψυχή μας και στη συνείδησή μας. Θέλουμε να βλέπουμε και να διατυπώνουμε τα πράγματα καθαρά. Και γι’ αυτό όσο πάμε προς το Βορρά, τα πράγματα είναι πιο συγκεχυμένα, πιο χλωμά, πιο σκοτεινά. Δεν μπορούσαμε εμείς στην Ελλάδα να έχουμε μύθους με βρικόλακες που βγαίνουν τη νύχτα και πίνουν το αίμα. Μες στα χιόνια, όταν πέφτει το σκοτάδι περιμένεις να έρθει ο λύκος να σε φάει, ενώ εδώ στη γειτονιά μου, ακόμα και σήμερα, μυρίζει ο δρόμος από τις λεμονιές και το γιασεμί. Εντάξει, έγινε μεγαλούπολη η Αθήνα. Εγώ όμως στο ίδιο ατελιέ είμαι από φοιτητής. Μια χαρά είμαι εδώ, έχω το τραπέζι μου, τα έργα μου· αυτό το μπουντρούμι είναι το οικόπεδό μου. Με ρωτάνε: «δεν θες να πας ένα ταξίδι, να δεις ένα βουνό;» Δεν μ’ ενδιαφέρουν τα βουνά κι ο Όλυμπος· φτιάχνω τον δικό μου!

Ο θάνατος με τρομάζει, και με τρομάζει και το γήρας, ο εξευτελισμός. Απ’ αυτό δεν γλιτώνει κανείς, εκτός κι αν φύγεις από κανέναν πυροβολισμό ή τρακάρισμα. Όσο είσαι υγιής, είσαι αποδέκτης και των υλικών και των πνευματικών αγαθών. Όταν ασθενείς, δεν σ’ ενδιαφέρει τίποτα· κοιτάς το χάρο που έρχεται. Ξέρεις τι είναι να μην μπορείς να σηκωθείς να πας στην τουαλέτα; Δεν περνάνε από το μυαλό σου αυτά, από μένα όμως περνάνε που είμαι 68 ετών.

Έχω πάει στην Αμερική τρεις φορές, κι από τότε που πήγα έγινα αμερικανόφιλος. Έκανα δύο εκθέσεις, στη Φιλαδέλφεια και στη Νέα Υόρκη. Εκεί χτυπάει ο παλμός. Πώς ήταν η Ελλάδα πριν από 2.500 χρόνια; Έπρεπε να ξέρεις ελληνικά, να ξέρεις την ελληνική φιλοσοφία. Μετά το επίκεντρο πήγε στη Ρώμη, μετά πήγε Αγγλία, Γαλλία, Αμερική. Ευτυχώς ή δυστυχώς, στην Αμερική συντελούνται κάποια σημαντικά καλλιτεχνικά και επιστημονικά δρώμενα. Έχεις την εντύπωση ότι είσαι στον ομφαλό της γης, σε άλλον πλανήτη. Όλο αυτό είναι ένα εντυπωσιακό και δυνατό πράγμα που πάλλεται συνέχεια. Ο λόγος των ανθρώπων εκεί είναι συμβόλαιο. Κι αν είσαι άξιος, πάει τελείωσε, θα προκόψεις. Πήγα τρεις φορές και κάθε φορά έκατσα από ένα μήνα. Αν δεν είχα την οικογένειά μου, το γιο μου, τον τόπο μου, αν δεν είχα τις ρίζες δηλαδή, δεν θα γύριζα πίσω.