(Cafe Bleibtreu, Βερολίνο)
«…στο κέντρο και τις συνοικίες»
Η διαλεκτική χώρου-ατόμου στους αδερφούς Κατσιμίχα
του Ηρακλή Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)
Στις γραμμές που ακολουθούν θα υποστηρίξουμε ότι ένα βασικό, συστατικό στοιχείο της τέχνης του Χάρη και του Πάνου Κατσιμίχα είναι η ενότητα χώρου και ανθρώπου. Αυτό το στοιχείο σημαδεύει το περιεχόμενο των τραγουδιών τους, μετατρέποντάς τα σε αφηγήματα συγκεκριμένα. Και είναι η έλλειψη αυτής ακριβώς της ενότητας που καθιστά ένα μέρος της σημερινής τραγουδοποιίας ασφυκτικά μονότονο και κοινότοπο.
Εισαγωγή
Οι Κατσιμίχα είναι εξέχοντες εκπρόσωποι ενός τραγουδιού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ανθρωπογεωγραφικό τραγούδι-ιστορία» και που εννοιολογικά αντιπαραβάλλεται στο «διδακτικό τραγούδι-απόφθεγμα». Το πρώτο διηγείται μία ιστορία με το υποκείμενό της σαφώς τοποθετημένο μέσα στον κοινωνικό και γεωγραφικό χώρο. Το δεύτερο συνίσταται σε μία σειρά από φιλοσοφικές παραδοχές, οι οποίες συνήθως απευθύνονται από το υποκείμενο στον εαυτό του, στην ψυχή του, στη ζωή, κλπ. Το πρώτο αφηγείται, το δεύτερο προστάζει. Ο ίδιος ο Πάνος Κατσιμίχας σημειώνει σε συνέντευξή του (Καθημερινή, 27/1/2008): «Το τραγούδι που έχει τη μορφή μικρής ιστορίας μου αρέσει γιατί, ακόμα κι όταν λες κάτι περίπλοκο, μπορείς να προσεγγίσεις τον άλλον εύκολα και αβίαστα».
«Ε, και;», θα αναρωτηθείτε. H διαλεκτική ενότητα περιβάλλοντος, ανθρώπου και κοινωνίας δεν είναι θεωρητική κατασκευή για να γεμίζουμε άσκοπα τις σελίδες του φιλόξενου «Μετρονόμου». Εμπεριέχει κρίσιμες φιλοσοφικές και πολιτικές προεκτάσεις. Ο άνθρωπος των Κατσιμίχα αλληλεπιδρά με το φυσικό και τεχνητό περιβάλλον, ενίοτε συγκρούεται με αυτό, αντιλαμβάνεται την υλικότητά του και προσπαθεί - στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό - να τη μεταπλάσει. Ευρύτερα, η διαλεκτική χώρου - ατόμου αντανακλά μία υλιστική αντίληψη για την ανθρώπινη φύση ως βιο-κοινωνικό προϊόν, καθώς και μία παρεμφερή αντίληψη για την πραγματικότητα ως παράγωγο της ατομικής και συλλογικής πράξης. Τα τραγούδια τους είναι γειωμένα μέσα στο χώρο και το χρόνο, σε αντίθεση με κάποια ιδεαλιστικά παραληρήματα που σε κάθε δεύτερο στίχο περιέχουν τις λέξεις «ψυχή», «καρδιά» και «νους». Η πραγματικότητα εδώ είναι υλική, μεταβάλλεται και μεταβάλλει, και δε γεννιέται μόνο μέσα στο μυαλό και στο ναρκισσιστικό καθρέφτη. Αντίστοιχα, το άτομο για τους Κατσιμίχα δεν είναι αυτιστικό ζόμπι που συνομιλεί μόνο με τα μέσα του, με τα εσώψυχά του· κινητοποιεί τις αισθήσεις του, βλέπει, ακούει, ρωτάει, ακουμπάει σε μια ελιά, περπατάει στην παραλία, υπάρχει μέσω της δράσης του.
Οι Κατσιμίχα είναι εξέχοντες εκπρόσωποι ενός τραγουδιού που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «ανθρωπογεωγραφικό τραγούδι-ιστορία» και που εννοιολογικά αντιπαραβάλλεται στο «διδακτικό τραγούδι-απόφθεγμα». Το πρώτο διηγείται μία ιστορία με το υποκείμενό της σαφώς τοποθετημένο μέσα στον κοινωνικό και γεωγραφικό χώρο. Το δεύτερο συνίσταται σε μία σειρά από φιλοσοφικές παραδοχές, οι οποίες συνήθως απευθύνονται από το υποκείμενο στον εαυτό του, στην ψυχή του, στη ζωή, κλπ. Το πρώτο αφηγείται, το δεύτερο προστάζει. Ο ίδιος ο Πάνος Κατσιμίχας σημειώνει σε συνέντευξή του (Καθημερινή, 27/1/2008): «Το τραγούδι που έχει τη μορφή μικρής ιστορίας μου αρέσει γιατί, ακόμα κι όταν λες κάτι περίπλοκο, μπορείς να προσεγγίσεις τον άλλον εύκολα και αβίαστα».
«Ε, και;», θα αναρωτηθείτε. H διαλεκτική ενότητα περιβάλλοντος, ανθρώπου και κοινωνίας δεν είναι θεωρητική κατασκευή για να γεμίζουμε άσκοπα τις σελίδες του φιλόξενου «Μετρονόμου». Εμπεριέχει κρίσιμες φιλοσοφικές και πολιτικές προεκτάσεις. Ο άνθρωπος των Κατσιμίχα αλληλεπιδρά με το φυσικό και τεχνητό περιβάλλον, ενίοτε συγκρούεται με αυτό, αντιλαμβάνεται την υλικότητά του και προσπαθεί - στο βαθμό που κάτι τέτοιο είναι δυνατό - να τη μεταπλάσει. Ευρύτερα, η διαλεκτική χώρου - ατόμου αντανακλά μία υλιστική αντίληψη για την ανθρώπινη φύση ως βιο-κοινωνικό προϊόν, καθώς και μία παρεμφερή αντίληψη για την πραγματικότητα ως παράγωγο της ατομικής και συλλογικής πράξης. Τα τραγούδια τους είναι γειωμένα μέσα στο χώρο και το χρόνο, σε αντίθεση με κάποια ιδεαλιστικά παραληρήματα που σε κάθε δεύτερο στίχο περιέχουν τις λέξεις «ψυχή», «καρδιά» και «νους». Η πραγματικότητα εδώ είναι υλική, μεταβάλλεται και μεταβάλλει, και δε γεννιέται μόνο μέσα στο μυαλό και στο ναρκισσιστικό καθρέφτη. Αντίστοιχα, το άτομο για τους Κατσιμίχα δεν είναι αυτιστικό ζόμπι που συνομιλεί μόνο με τα μέσα του, με τα εσώψυχά του· κινητοποιεί τις αισθήσεις του, βλέπει, ακούει, ρωτάει, ακουμπάει σε μια ελιά, περπατάει στην παραλία, υπάρχει μέσω της δράσης του.
Αθήνα, Κερύνεια, ή Βερολίνο
Ενδεικτικό της εμμονής των αδερφών Κατσιμίχα με το χώρο είναι το γεγονός ότι, συγκριτικά με το ποσοτικά περιορισμένο μέγεθος του έργου τους, συναντάμε αρκετά τραγούδια αφιερωμένα σε μία μόνο γεωγραφική περιοχή. Ο δίσκος «Απρίλη ψεύτη» περιέχει τη «Σαντορίνη» και την «Αθήνα». Το όμορφο νησί του Αιγαίου παρουσιάζεται μέσα σε ένα ονειρικό αφηγηματικό πλαίσιο ως προορισμός του ταξιδιού και ως πεδίο τέλεσης του θαύματος. Ο άνθρωπος μετέχει ενεργά σε αυτό το θαύμα· πρωτίστως, η Σαντορίνη υπάρχει μέσα από τα μάτια του υποκειμένου: «Τα μάτια του Σεβάχ σε κοίταξαν για πάντα / καθώς τραβούσε σκεφτικός να πάει στο πουθενά».
Όσο για την Αθήνα του ομώνυμου τραγουδιού, αυτή είναι εφιαλτική τόσο μελωδικά όσο και στιχουργικά. Παρά τις σκοτεινές εικόνες όμως, η πρωτεύουσα των Κατσιμίχα ορίζεται ανθρωποκεντρικά: «Αθήνα δολοφόνων αθωωμένων / Αθήνα των ξεπουλημένων» και «Αθήνα της καψούρας και των πιάτων / Αθήνα των μοναχικών θανάτων». Ο δολοφόνος, ο ξεπουλημένος, ο καψουρεμένος, ακόμα και ο νεκρός, είναι ανθρώπινες οντότητες που δεν υπάρχουν παρά μόνο σε συνάρτηση με την πόλη τους, ενώ και η πόλη υπάρχει μόνο σε συνάρτηση με αυτούς. Την Αθήνα οι Κατσιμίχα την είχαν ήδη «επισκεφθεί» στα «Σήματα μορς» από το δίσκο «Όταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις». Εκεί τραγουδούν τις μνήμες από τη συνοικία τους, το «Μπραχάμι χρώμα μελανί». Δεν λείπει ο άνθρωπος από εκεί, όσο θλιμμένη κι αν είναι η ανάμνηση: «Έξω στο δρόμο πέρναγε βουβά η λιτανεία».
Στο δίσκο «Της αγάπης μαχαιριά» συναντάμε το πιο εμφατικά χωρο-κεντρικό τραγούδι τους: «Μπλάιμπτρόι Καφέ». Στο ένθετο του δίσκου, τα αδέρφια θυμούνται:
«Το Μπλάιμπτρόι Καφέ ήταν ένας τρυφερός χώρος σ’ ένα πλακόστρωτο στενάκι στο κέντρο του πρώην Δυτικού Βερολίνου. Εκεί συναντιόμασταν επί χρόνια καμιά δεκαριά φίλοι και φίλες και περνούσαμε παρέα τα απογεύματα μας. Παίζαμε μπιλιάρδο (μία στις δύο Βερολινέζες παίζει φοβερό μπιλιάρδο), πίναμε τσάι φρούτων, τρώγαμε μηλόπιτες, καπνίζαμε (…) Βασικά πίναμε τσάι και παρατηρούσαμε την κίνηση του δρόμου. Αγαπιόμασταν αφάνταστα. Κάναμε παρέα και το εννοούσαμε, αλλά ταυτόχρονα, ο καθένας ήταν στον κόσμο του».
Το βερολινέζικο καφέ μεταμορφώνεται σε κινηματογραφικό πλατό, με την κάμερα να εναλλάσσεται ανάμεσα στα πρόσωπα και στο χώρο. Οι θαμώνες και οι ξανθιές γερμανίδες από τη μία, το απογευματινό χιόνι και η θαλπωρή του ζεστού καφενείου από την άλλη. Προσοχή όμως, το χωροταξικό περιβάλλον δεν «περιβάλλει» απλώς, αλλά είναι εκεί για να κινητοποιήσει τις αισθήσεις και να επιτρέψει ένα βασικό αίτημα της τέχνης των Κατσιμίχα: την υπέρβαση της ατομικότητας, τη συνάντηση, το «μαζί». Το χιόνι του Δεκέμβρη δεν είναι ψευτο-ρομαντικό ντεκόρ· είναι η αφορμή της συνάντησης, είναι η ίδια η συνάντηση. Τα κομμάτια του πάζλ, πρόσωπα και χώρος, μπαίνουν στη θέση τους: «Έρικα, Μαρία, Μόνικα, Σαμπίνε / θα δούμε άραγε ξανά μαζί ποτέ / το χιόνι του Δεκέμβρη απόγευμα να πέφτει / έξω από τη τζαμαρία του Μπλάιμπτρόι καφέ».
Στο δίσκο «Τρύπιες σημαίες», ένα τραγούδι είναι αφιερωμένο στην πολύπαθη Κερύνεια, την πόλη-σύμβολο του κατοχικού δράματος της Κύπρου. Στο ομώνυμο τραγούδι, η πόλη παρουσιάζεται ως άνθρωπος: «θυμάμαι πως με κοίταξαν τα φωτεινά σου μάτια / που έφευγα αμίλητος με την καρδιά κομμάτια». Ο ανθρωπομορφισμός είναι φυσική απόληξη της έντασης με την οποία προσεγγίζεται ο τόπος γενικά από τους Κατσιμίχα. Και βέβαια, αμέσως μετά την περιγραφή του τόπου, ακολουθεί η περιγραφή του υποκειμένου και της αντίδρασής του έναντι του τόπου.
Τέλος, στο ίδιο πλαίσιο ανάδειξης του γεωγραφικού χώρου εντάσσεται και η επιλογή του παραδοσιακού «Αμοργιανό μου πέραμα» στο δίσκο «Της αγάπης μαχαιριά». Μέσα από την επανάληψη του τοπωνυμικού επιθέτου τονίζεται η διασύνδεση περιοχής και ανθρώπου: «Αμοργιανό είναι το νερό / αμοργιανή κι η βρύση / αμοργιανή κι η κοπελιά / που πάει να γιομίσει». Στο «Παράθυρο στο φως», η Αμοργός γίνεται Σέριφος: «Ξύπνα μ' εκείνο τον αέρα / που φύσαγε στη Σέριφο τον Αύγουστο». Αντίστοιχα, αναδεικνύεται η Θεσσαλονίκη («Αχ Σαλονίκη μου γυρίζω πάλι») στα «Χίλια γράμματα», τραγούδι σε στίχους Γιώργου Σαρρή και μουσική Δημήτρη Ζμπέκου που συμπεριλήφθηκε στη «Μοναξιά του σχοινοβάτη».
Χώρος όμως δεν είναι μόνο η επώνυμη γεωγραφική τοποθεσία· χώρος είναι και το φυσικό ή τεχνητό περιβάλλον εντός του οποίου ζει και δρα ο άνθρωπος, και σ’ αυτόν το χώρο στρεφόμαστε αμέσως τώρα.
Ενδεικτικό της εμμονής των αδερφών Κατσιμίχα με το χώρο είναι το γεγονός ότι, συγκριτικά με το ποσοτικά περιορισμένο μέγεθος του έργου τους, συναντάμε αρκετά τραγούδια αφιερωμένα σε μία μόνο γεωγραφική περιοχή. Ο δίσκος «Απρίλη ψεύτη» περιέχει τη «Σαντορίνη» και την «Αθήνα». Το όμορφο νησί του Αιγαίου παρουσιάζεται μέσα σε ένα ονειρικό αφηγηματικό πλαίσιο ως προορισμός του ταξιδιού και ως πεδίο τέλεσης του θαύματος. Ο άνθρωπος μετέχει ενεργά σε αυτό το θαύμα· πρωτίστως, η Σαντορίνη υπάρχει μέσα από τα μάτια του υποκειμένου: «Τα μάτια του Σεβάχ σε κοίταξαν για πάντα / καθώς τραβούσε σκεφτικός να πάει στο πουθενά».
Όσο για την Αθήνα του ομώνυμου τραγουδιού, αυτή είναι εφιαλτική τόσο μελωδικά όσο και στιχουργικά. Παρά τις σκοτεινές εικόνες όμως, η πρωτεύουσα των Κατσιμίχα ορίζεται ανθρωποκεντρικά: «Αθήνα δολοφόνων αθωωμένων / Αθήνα των ξεπουλημένων» και «Αθήνα της καψούρας και των πιάτων / Αθήνα των μοναχικών θανάτων». Ο δολοφόνος, ο ξεπουλημένος, ο καψουρεμένος, ακόμα και ο νεκρός, είναι ανθρώπινες οντότητες που δεν υπάρχουν παρά μόνο σε συνάρτηση με την πόλη τους, ενώ και η πόλη υπάρχει μόνο σε συνάρτηση με αυτούς. Την Αθήνα οι Κατσιμίχα την είχαν ήδη «επισκεφθεί» στα «Σήματα μορς» από το δίσκο «Όταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις». Εκεί τραγουδούν τις μνήμες από τη συνοικία τους, το «Μπραχάμι χρώμα μελανί». Δεν λείπει ο άνθρωπος από εκεί, όσο θλιμμένη κι αν είναι η ανάμνηση: «Έξω στο δρόμο πέρναγε βουβά η λιτανεία».
Στο δίσκο «Της αγάπης μαχαιριά» συναντάμε το πιο εμφατικά χωρο-κεντρικό τραγούδι τους: «Μπλάιμπτρόι Καφέ». Στο ένθετο του δίσκου, τα αδέρφια θυμούνται:
«Το Μπλάιμπτρόι Καφέ ήταν ένας τρυφερός χώρος σ’ ένα πλακόστρωτο στενάκι στο κέντρο του πρώην Δυτικού Βερολίνου. Εκεί συναντιόμασταν επί χρόνια καμιά δεκαριά φίλοι και φίλες και περνούσαμε παρέα τα απογεύματα μας. Παίζαμε μπιλιάρδο (μία στις δύο Βερολινέζες παίζει φοβερό μπιλιάρδο), πίναμε τσάι φρούτων, τρώγαμε μηλόπιτες, καπνίζαμε (…) Βασικά πίναμε τσάι και παρατηρούσαμε την κίνηση του δρόμου. Αγαπιόμασταν αφάνταστα. Κάναμε παρέα και το εννοούσαμε, αλλά ταυτόχρονα, ο καθένας ήταν στον κόσμο του».
Το βερολινέζικο καφέ μεταμορφώνεται σε κινηματογραφικό πλατό, με την κάμερα να εναλλάσσεται ανάμεσα στα πρόσωπα και στο χώρο. Οι θαμώνες και οι ξανθιές γερμανίδες από τη μία, το απογευματινό χιόνι και η θαλπωρή του ζεστού καφενείου από την άλλη. Προσοχή όμως, το χωροταξικό περιβάλλον δεν «περιβάλλει» απλώς, αλλά είναι εκεί για να κινητοποιήσει τις αισθήσεις και να επιτρέψει ένα βασικό αίτημα της τέχνης των Κατσιμίχα: την υπέρβαση της ατομικότητας, τη συνάντηση, το «μαζί». Το χιόνι του Δεκέμβρη δεν είναι ψευτο-ρομαντικό ντεκόρ· είναι η αφορμή της συνάντησης, είναι η ίδια η συνάντηση. Τα κομμάτια του πάζλ, πρόσωπα και χώρος, μπαίνουν στη θέση τους: «Έρικα, Μαρία, Μόνικα, Σαμπίνε / θα δούμε άραγε ξανά μαζί ποτέ / το χιόνι του Δεκέμβρη απόγευμα να πέφτει / έξω από τη τζαμαρία του Μπλάιμπτρόι καφέ».
Στο δίσκο «Τρύπιες σημαίες», ένα τραγούδι είναι αφιερωμένο στην πολύπαθη Κερύνεια, την πόλη-σύμβολο του κατοχικού δράματος της Κύπρου. Στο ομώνυμο τραγούδι, η πόλη παρουσιάζεται ως άνθρωπος: «θυμάμαι πως με κοίταξαν τα φωτεινά σου μάτια / που έφευγα αμίλητος με την καρδιά κομμάτια». Ο ανθρωπομορφισμός είναι φυσική απόληξη της έντασης με την οποία προσεγγίζεται ο τόπος γενικά από τους Κατσιμίχα. Και βέβαια, αμέσως μετά την περιγραφή του τόπου, ακολουθεί η περιγραφή του υποκειμένου και της αντίδρασής του έναντι του τόπου.
Τέλος, στο ίδιο πλαίσιο ανάδειξης του γεωγραφικού χώρου εντάσσεται και η επιλογή του παραδοσιακού «Αμοργιανό μου πέραμα» στο δίσκο «Της αγάπης μαχαιριά». Μέσα από την επανάληψη του τοπωνυμικού επιθέτου τονίζεται η διασύνδεση περιοχής και ανθρώπου: «Αμοργιανό είναι το νερό / αμοργιανή κι η βρύση / αμοργιανή κι η κοπελιά / που πάει να γιομίσει». Στο «Παράθυρο στο φως», η Αμοργός γίνεται Σέριφος: «Ξύπνα μ' εκείνο τον αέρα / που φύσαγε στη Σέριφο τον Αύγουστο». Αντίστοιχα, αναδεικνύεται η Θεσσαλονίκη («Αχ Σαλονίκη μου γυρίζω πάλι») στα «Χίλια γράμματα», τραγούδι σε στίχους Γιώργου Σαρρή και μουσική Δημήτρη Ζμπέκου που συμπεριλήφθηκε στη «Μοναξιά του σχοινοβάτη».
Χώρος όμως δεν είναι μόνο η επώνυμη γεωγραφική τοποθεσία· χώρος είναι και το φυσικό ή τεχνητό περιβάλλον εντός του οποίου ζει και δρα ο άνθρωπος, και σ’ αυτόν το χώρο στρεφόμαστε αμέσως τώρα.
Από το «Υπόγειο» στο «Δωμάτιο»
Ο πρώτος δίσκος τους, τα «Ζεστά Ποτά», σημαδεύτηκε από το κλασικό πλέον εξώφυλλο στο βενζινάδικο. Στο ένθετο του δίσκου, οι ίδιοι εξηγούν την επιλογή: «Έξω από κάποιο βενζινάδικο της γειτονιάς μας, υπάρχει ένα αυτόματο μηχάνημα με αναψυκτικά και καφέδες. Είναι το στέκι μας, κάτι σαν υπαίθριο καφενείο για δύο, εκεί που καταλήγουν πάντα οι μεταμεσονύχτιες βόλτες και συζητήσεις μας εδώ και χρόνια». Με το «καλημέρα», το δίδυμο αποκαλύπτει την προσκόλλησή του σε ένα κοινότοπο κομμάτι του αστικού χώρου, το βενζινάδικο, που στα μάτια τους μεταμορφώνεται σε στέγη αναζητήσεων και μνήμης.
Αυτό το βίωμα της ζωντανής, παλλόμενης διασύνδεσης με το χώρο εκφράζεται και στα τραγούδια του πρώτου δίσκου. Στις «Προσωπικές οπτασίες» υπενθυμίζεται πως «Ζούμε τις μικρές μας ιστορίες / στο κέντρο και τις συνοικίες». Γιατί η ταυτόχρονη αναφορά στις ιστορίες και στις συνοικίες; Είναι απλώς και μόνο θέμα ομοιοκαταληξίας; Προφανώς και όχι. Ο στίχος υπονοεί ότι οι μικρές μας ιστορίες δεν θα ήταν οι ίδιες μακριά από τις συνοικίες, έξω και πέρα απ’ αυτές. Μπορείτε, αν δεν με πιστεύετε, να ρωτήσετε τον Μάρκο και την Άννα· αυτοί ξέρουν. Το ομώνυμο τραγούδι από το δίσκο «Απρίλη ψεύτη» διηγείται αρχικά τις περιπέτειες των δύο νέων στης «συνοικίας το αστέρι», στους δρόμους της πόλης, στο μπαρ και στο χορευτάδικο. Η κατάληξη είναι μαγικά αντιφατική: «Η Άννα θέλει να πεθάνει / ο Μάρκος ονειρεύεται άλλα μέρη / Κάποιος τους είδε να γυρίζουν χέρι με χέρι». Τα όρια της πορείας τους είναι τα όρια της ίδιας της συνοικίας, όμως ταυτόχρονα αυτά τα όρια υπερβαίνονται μέσα από τη συνάντησή τους.
Επιστροφή στα «Ζεστά Ποτά». Τα «Κορίτσια της συγνώμης» δεν υπάρχουν αφηρημένα· συνδέονται με το χώρο, υπάρχουν ως τέτοια μέσα σε «ξενοδοχεία της αγάπης νυχτωμένα / που περιμένεις να περάσει η μπόρα…». Και βέβαια υπάρχει και το «Υπόγειο» σε ποίηση Ρίτας Μπούμη Παππά. Εδώ ο χώρος φαντάζει σαν απειλή και σαν τίμημα («ψάξε και βρες το πριν σε κλείσει η νύχτα / σε ένα υπόγειο…»). Εδώ, μία ανθρώπινη κατάσταση μεταφέρεται ποιητικά ως υπόγειος χώρος. Στον «Φάνη», από την άλλη, το κελί είναι απολύτως υλικό· ο ήρωας του τραγουδιού δεν νοείται χωρίς τη φυλακή και το τρελάδικο, ούτε καν χωρίς το καφενείο όπου τον συναντάμε να κερνάει ούζα και κονιάκ. Ο Φάνης συνομιλεί με το κελί και με τους τοίχους, προσπαθεί να τους δαμάσει: «Καλόπιανες τη μοναξιά / και τον ασβέστη που ’πεφτε / σαν χιόνι απ' το ταβάνι».
Στα κελιά και τις φυλακές θα επιστρέψουν οι Κατσιμίχα το 1992 στο δίσκο «Η μοναξιά του Σχοινοβάτη» με την «Εξέγερση»: «στις κρύες ταράτσες ανάβουν οι φωτιές / καίνε τα στρώματα, καίνε τις φυλακές». Και στο δωμάτιο, όχι υπόγειο αυτή τη φορά αλλά κλειστό, θα επανέλθουν δύο χρόνια μετά. Στο «Δωμάτιο» της Λένας Παππά, οι δύο τραγουδοποιοί παίζουν εντός έδρας. Το άτομο καλείται να ενταχθεί στο χώρο, να κινητοποιήσει τις αισθήσεις του, να αλληλεπιδράσει με το περιβάλλον, ακόμα κι αν αυτό περιορίζεται σε ένα κλειστό δωμάτιο. «Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα / αν έχεις μάτια να τα δεις / αν έχεις χέρια να τ' αγγίξεις». Ίδιο λυτρωτικό ρόλο επιτελεί το δωμάτιο και στο «Κορίτσι με τα σπίρτα» του 1987. Η ηρωίδα του παραμυθιού ανάβει ένα σπίρτο και μπαίνει σε ένα δωμάτιο με μία σόμπα και με μια ζεστή αγκαλιά, σε αντίθεση με τον παγωμένο δρόμο. Και στο «Όταν σου λέω πορτοκάλι να βγαίνεις» από τον ομώνυμο δίσκο, το δωμάτιο γίνεται αφορμή για ένα ταξίδι στα παιδικά χρόνια των τραγουδοποιών. Από το σαλόνι ως το συρτάρι και τη ντουλάπα της κάμαρας παραμονεύει αμείλικτη αλλά και λυτρωτική η μνήμη.
Εκτός από το αστικό περιβάλλον υπάρχει και το φυσικό περιβάλλον όπου και πάλι το άτομο είναι παρόν, σε μία διαρκή κίνηση, σε ένα διαρκή διάλογο μαζί του. Το πιο αντιπροσωπευτικό τραγούδι της τάσης σύζευξης του υποκειμένου με το φυσικό περιβάλλον είναι αναμφισβήτητα το αριστουργηματικό «Ωραίο καλοκαίρι», σε ποίηση του πρόσφατα χαμένου Αργύρη Χιόνη. Κάθε στροφή είναι και μία μικρή περιπτωσιολογική μελέτη για την αλληλεπίδραση του τόπου και του τοπίου με τον άνθρωπο. Πρώτα, ένας παππούς ξεχνιέται θαμμένος στην άμμο και απορροφάται από αυτήν· «σηκώσαν το καπέλο του / δεν ήταν από κάτω». Στη συνέχεια, μία τουρίστρια από το βορρά συνδέεται ερωτικά με τον ήλιο, σκουραίνει, και εν τέλει «αφομοιώθηκε απ’ το τοπίο». Δεν είναι όμως γραμμική και συνεχής αυτή η αφομοίωση· υπάρχει και αντίσταση, και άμυνα. Ένα παιδί μεταμορφώνεται σε αχινό για να φυλαχθεί από το δικό του περιβάλλον, από τον μπαμπά και τη μαμά. Και ένα καράβι μένει ακίνητο ένα ολόκληρο καλοκαίρι, αντιστέκεται στους ανέμους, «δεν έλεγε να φύγει».
Το παρόν σημείωμα περιορίστηκε στο έργο που εξέδωσαν οι αδερφοί Κατσιμίχα ως δημιουργικό δίδυμο και δεν συμπεριέλαβε την μετέπειτα αυτόνομη πορεία του Πάνου Κατσιμίχα. Και μόνο όμως ο τίτλος του πρώτου σόλο δίσκου του, «Οι μπαλάντες των πολυκατοικιών», αρκεί για να δειχθεί η έμφαση στον πυρήνα της πόλης (πολυκατοικίες) και στην επίδρασή του στον άνθρωπο. Δεν θα επεκταθούμε όμως, για λόγους οικονομίας του χώρου.
Συμπέρασμα
Ο ρόλος του χώρου στο τραγούδι των Κατσιμίχα είναι διττός: αφενός επιδρά στον άνθρωπο και αποτελεί συνιστώσα της πράξης του. Το άτομο πραγματώνει την ουσία του, εκπληρώνεται, σε συνάρτηση με το χώρο. Αφετέρου, ο χώρος θέτει όρια που ο άνθρωπος καλείται να υπερβεί. Με άλλα λόγια, τόσο τα βάσανα όσο και η χειραφέτηση από αυτά ορίζονται και κοινωνικά και χωρικά. Ο Φάνης επιβιώνει αναμετρώμενος με το κελί, οι εξεγερμένοι καίγοντας τις φυλακές, ο Μάρκος και η Άννα υπερβαίνοντας τα όρια της συνοικιακής καθημερινότητας, οι δημιουργοί ζώντας τον μικρόκοσμο του βερολινέζικου καφέ. Εν τέλει, όλοι εμείς οι εν δυνάμει ήρωες των Κατσιμίχα τείνουμε προς τη χειραφέτηση πραγματώνοντας τις - και χωρικά καθορισμένες - προσωπικές οπτασίες μας.
Συμπερασματικά, η διαλεκτική ενότητα του ανθρώπου με το χώρο είναι ένα από τα κομβικά στοιχεία της αισθητικής και ιδεολογικής ταυτότητα των Κατσιμίχα. Το έργο τους, βασισμένο σε νεωτερικές μουσικές φόρμες και μία ριζοσπαστική, έντονα ανθρωποκεντρική στιχουργική, δικαιολογημένα κατέκτησε μία δεσπόζουσα θέση στο νέο ελληνικό τραγούδι. Και, ίσως σ’ αυτήν την εμμονή με το αφηγηματικά, ιστορικά και ανθρωπογεωγραφικά συγκεκριμένο, να κρύβεται το κλειδί για την υπέρβαση της αοριστολογικής θολούρας στην εγχώρια μουσική σκηνή σήμερα.
1 σχόλιο:
«Πέφτει το βράδυ, στα άδεια οικόπεδα σκορπάνε οι συμμορίες, Μπραχάμι χρώμα μελανί, ασπρόμαυρες σκληρές φωτογραφίες». Ακουγα έφηβος αυτούς τους στίχους των Κατσιμιχαίων και ήταν σαν να είχα δει ολόκληρη τη συνοικία του Αγίου Δημητρίου. Δεν την είχα δει στην πραγματικότητα, αλλά την είχα ήδη «χτίσει» στο μυαλό μου με τις δικές τους λέξεις. Είναι από τις φορές που η τραγουδοποιία αγγίζει τα ύψη των εικαστικών τεχνών και τα βάθη της ανθρώπινης ύπαρξης. Είναι σπουδαίοι αυτοί οι δίδυμοι. κ.μαργιόλης
Δημοσίευση σχολίου