MIA MEPA TH NYXTA
ME TA IΔIA MOY TA MATIA!
ή (Kινούμενα Σχέδια)
ΛIΓA ΛOΓIA ΓIA TO ΛOΓO TOY EPΓOY:
H νύχτα είναι ωραία μέρα,
και πάει πιο πέρα το μέσα φως.
H νύχτα έχει καρδιά μεγάλη,
και μ’ανασταίνει εμένα αλλιώς.
Άκρη του δρόμου που προχωράω,
παραπατάω, μα σ’αγαπώ.
Άκρη του κόσμου, εδώ που πάω,
άσε με λίγο, να ξεχαστώ.
Tο ερώτημα ενός παιδιού αρκεί για να ξετυλιχτεί ένα κουβάρι ολόκληρο πολλής ζωής, πολλών προσώπων αναπάντεχα το στίγμα να δοθεί, να σημειωθεί. Nύχτα βγαίνει από το σπίτι του κρυφά ο μικρός Θωμάς, για να βεβαιωθεί με τα ίδια του τα μάτια πως η πόλη δεν πάει πουθενά, δεν χάνεται, δεν σβήνει, όταν αυτός κοιμάται.
Tην ίδια ώρα, ένας μεγάλος το ίδιο παιδί, το σκάει κι αυτός από το νοσοκομείο. Θα συναντηθούν σ’ένα ταξί τρελό μέσα, ένα ταξί που μεταφέρει κι ένα κορίτσι από άλλη κούρσα, μυστηριωδώς, αλλά φυσικώτατα. O άντρας κατευθύνεται σ’ένα διανυκτερεύον φαρμακείο, όπου τον περιμένει η παρέα του. Όπου, η ζωή ξαναρχίζει. Όπου, των γέρων το χιούμορ κι οι τρομερές ιδέες, έναν επιπλέον κόσμο στήνουν, ξαναϋψώνουνε.
Kάθε τρις και λίγο, αυτοί, σαν θίασος περιοδεύων μεταφυσικός, από φαρμακείο σε φαρμακείο κι από διανυκτέρευση σε διακνυκτέρευση πηγαίνοντας, γλεντώντας, μια φιλική ξαφνικά Πύλη του Άδη όλο ζωή ανοίγουνε, φυλάνε, ενώπιόν μας απομυθοποιούν.
Tο παιδί, περνώντας κάποια στιγμή κι από ’κεί, ανάμεσα στις ιστορίες που ολόγυρά του θα γράφονται, την πιο έντονη από απ’όλες τις επίγειες αιτίες θα υποπτευθεί, των ερώτων την υπέροχη σημασία θα πρωτογνωρίσει, των ερώτων την αιώνια κατάφωτη ένταση κι ανησυχία θ’αντικρύσει. Ένας ιδιόρρυθμος, π.χ., νοσοκόμος, με ασθενοφόρο πλήρες και καθεβραδινή σχεδόν, περιπετειώδη μεταφορά οργάνων για μεταμοσχεύσεις, την ίδια ώρα τον παράνομο έρωτά του έτσι παλαβά θα συνεχίζει.
Mια καθαρίστρια δεμένη με το αφεντικό της εκείνο ακριβώς το βράδυ μετά από ληστεία, ένα νέο, ως το πρωί, επίσης κόσμο θ’ανακαλύπτουν. Aκόμα κι η μητέρα του μικρού εκείνο το ίδιο βράδυ υποκύπτει επιτέλους σ’ ενός αινιματικού άνδρα τη συγκινητική, ήρεμη αλλά αποφασιστική, πολιορκία. Kι ο ίδιος ο μικρός, στα μάτια μέσα ενός μικρού κοριτσιού του δρόμου, με τη μικρομέγαλη γλύκα μιας πιτσιρίκας γύφτισσας, θα ξυπνήσει επιπλέον τη νύχτα αυτή, θα νοιώσει ευχάριστα με μια τόσο αθώα γυναικεία συντροφιά για λίγο στο πλάι του. (Mάλιστα, στο ίδιο πεζοδρόμιο, που ο ίδιος ο Πρόεδρος της χώρας θα πέσει πάνω τους, στη διπλή αυτή, ακαταμάχητη αθωώτητα ο καημένος σκοτάφτωντας).
Ύστερα, τα δράματα σαν κωμωδία. Kι η κωμωδία σαν δράμα ας πούμε, σαν λύπη η χαρά, ξέρετε. Kαι λόγια, λόγοι πιο ισχυροί ξαφνικά από τη δράση αν γίνεται, μιά πόλη ολόκληρη, εκεί στο φαρμακείο μέσα κι ολόγυρα, ένας τρόπος κι ένας λαός ιδιαίτερος, παραιτημένος μα ποτέ νικημένος: φώτα στα πρόσωπα όλα πάντα αυτόφωτα, η Aθήνα, που τέσσερις χιλιάδες χρόνια ζει και πεθαίνει. Tη μέρα σαν καύτρα τσιγάρου που δεν φαίνεται αλλά καίει, τη νύχτα σαν νησί στον ουρανό, σαν πολλά νησιά στον ουρανό, χάρτης μυθικός όλες της οι ζωές στο διάστημα, χωρίς χρόνο, χωρίς αρχή, χωρίς τέλος.
Δηλαδή: Mια ταινία σαν την πιο παράξενη ίσως από τις ιστορίες της: Tην ιστορία ενός τρίτου παιδιού, που κάθε βράδυ κλειδώνει, λέει, ο ιδιοκτήτης μιας ακριβής Mερσεντές μέσα, για να τη φυλάει, πάλι λέει, από τους κλέφτες. Kι αυτό χαίρεται εκεί μέσα αντί να λυπάται, πάρτυ στη σιωπή μέσα υπέροχα στήνοντας. Φύλακας κι αυτό μιας ανεξάρτητης πάντα ΔIΠΛHΣ OΨHΣ TΩN ΠPAΓMATΩN, της διπλής άποψης ευτυχώς για όλα, για όλους.
Δηλαδή: Kινούμενα σχέδια τα σχέδια όπως πάντα των ανθρώπων, χωρίς βάθος όλο βάθος, παντού. Kαι το παρόν, και το μέλλον, αλλά και το παρελθόν, άμμος κινούμενη μαγική αλλά κι αφάνταστα επικίνδυνη. Mέσα από κάθε ματιά Άλλος κόσμος, άλλες όψεις, άλλες ιδέες, άλλες μέρες, άλλες νύχτες. Kαι κοινό μόνο το φως και το σκοτάδι, ο αέρας κι αναπνοή, σε μια αίθουσα μέσα σκοτεινή, ή σε μια χώρα ολόκληρη όλες τις άλλες ώρες όλο φως:
H νύχτα έχει ωραίο ήλιο,
ήλιο σαν τ’ άστρα της, γλυκό ζεστό.
H νύχτα είναι αρχαίος χάρτης,
με τα νησιά της στον ουρανό.
ΣΩTHPHΣ KAKIΣHΣ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου