«Πέρασες…»
Για το νέο δίσκο του Γιώργου Σταυριανού
του Ηρακλή Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "Μετρονόμος")
Ο δημιουργός
Σε οποιαδήποτε χώρα του κόσμου - πλην φυσικά της Ελλάδας - η έκδοση ενός δίσκου από συνθέτη του διαμετρήματος του Γιώργου Σταυριανού θα αποτελούσε γεγονός μείζονος προσοχής και σημασίας. Φαίνεται όμως ότι η πιπίλα περί τέλους της δισκογραφίας έχει αναχθεί σε συγχωροχάρτι τόσο ισχυρό ώστε να κάνουμε τα στραβά μάτια σε ό,τι αξιόλογο παράγεται σε τούτο τον τόπο. Παραδοθήκαμε για τα καλά στο χυλό, αφού πρώτα τον μαγειρέψαμε; Ή μήπως, άρρωστοι για τα καλά, καταντήσαμε νεκρόφιλοι και είμαστε καλοί μόνο για ψυχοθεραπευτικές νεκρολογίες σε facebook και twitter;
Δεν φταίνε όμως μόνο οι δέκτες για τα αργά αντανακλαστικά τους. Ο Σταυριανός συνιστά μία ιδιάζουσα περίπτωση στο ελληνικό τραγούδι. Έχει γράψει το 90% των στίχων των τραγουδιών του, όμως πουθενά δεν θα δείτε να αναφέρεται ως τραγουδοποιός, ως ποιητής ή στιχουργός. Και έχει γεννήσει ατέλειωτες μελωδίες, απολύτως διαχρονικές, εντυπωμένες στο συλλογικό υποσυνείδητο, χωρίς όμως να έχει επέλθει πάντα στο κοινό η ταυτοποίηση αυτών των μελωδιών με το δημιουργό τους. Αμέτρητες είναι οι φορές που έχω στείλει ένα τραγούδι του Σταυριανού σε ένα φίλο ή φίλη, λαμβάνοντας την απάντηση: «α, δεν ήξερα ότι είναι δικό του». Γιατί; Γιατί απλούστατα ο Σταυριανός αποφάσισε νωρίς και συνειδητά να αδιαφορήσει παντελώς για την εικόνα του, να μείνει έξω από κυκλώματα και παρέες, και να αφοσιωθεί στη δημιουργία δίχως να του καίγεται καρφί για ταμπέλες και ιδιότητες. Ακόμα «χειρότερα», δεν επεδίωξε να μας ταράξει στις live ηχογραφήσεις, στα tributes και στις επανεκτελέσεις, σε συναυλίες με τους φίλους του, και σε όλα όσα μας έχουν συνηθίσει άλλοι συνάδελφοί του.
Επιτρέψτε μου τη διαπίστωση: ο Σταυριανός, περισσότερο από κάθε άλλον - πλην ίσως του Σαββόπουλου - είναι ο συνθέτης με το μεγαλύτερο ποσοστό αναγνωρίσιμων μελωδιών επί του συνόλου του έργου του. Δεν εννοώ να βάλω στο ζύγι Θεοδωράκη και Χατζιδάκι και Ξαρχάκο και Μαρκόπουλο ωσάν να ήταν μπριζόλες στου χασάπη. Εννοώ απλά ότι εκεί που άλλοι χρειάστηκαν τριάντα και πενήντα και εκατό δίσκους, ο Σταυριανός άρθρωσε τον εξαιρετικά συνεπή και αναγνωρίσιμο τρόπο του μέσα από μόλις μία ντουζίνα δίσκους, γεμάτους όμως με εξαίσιες μελωδικές και ποιητικές στιγμές. «Δρόμοι που αγάπησα», «Καημός της φυσαρμόνικας», «Ήσουνα φεγγάρι», «Άνεμος είναι», «Στης πολιτείας τη σιωπή», «Δεν ήταν όνειρο», «Ώρες μου χρωματιστές», «Ελένη», «Όλη η ζωή μας», «Η αγάπη σου ήταν γεράνι», «Θα στο πω μια βραδιά», «Τι να το κάνω το φιλί», «Επιστροφή στο Ρέθυμνο», «Καθαρός ουρανός»· ο κατάλογος των μεγάλων τραγουδιών του είναι ατέλειωτος, σε έναν παραδόξως μικρό όγκο συνολικής εργογραφίας. Με ποδοσφαιρικούς όρους, ο Σταυριανός μπορεί να μην είναι ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Α’ Εθνικής, είναι όμως ο επιθετικός με τα περισσότερα γκολ ανά τελικές προσπάθειες. Και συνεχίζει να σκοράρει, έστω και προερχόμενος από τον πάγκο.
Ο δίσκος
Στο νοητό αυτό κατάλογο των μεγάλων στιγμών, ο δίσκος «Πέρασες…» (Protasis Art, 2012) προσθέτει τουλάχιστον ένα ακόμα τραγούδι: «Καλώς ήρθες φίλε». Ένα μόνο, αλλά τι τραγούδι! Ένα ντουέτο των Παντελή Θαλασσινού και Μελίνας Ασλανίδου που ξεχωρίζει για τη σαφή μελωδική του γραμμή, τα όμορφα κι απρόσμενα γυρίσματα, και τη φιλοσοφημένη συντροφικότητα των στίχων του. «Άλλες σημαίες, άλλοι μύθοι / άλλοι δρόμοι φίλε μου / πριν ξεχαστούμε μες στη λήθη / τ’ όνειρό σου στείλε μου». Μακάρι η Ασλανίδου να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο τραγούδι σαν μπούσουλα για τα επόμενα· είναι κρίμα μία τέτοια φωνή - ο ίδιος ο Σταυριανός την έχει αποκαλέσει «νέα Βίκυ Μοσχολιού» - να αναλώνεται σε πράγματα αντιφατικά και ανισόμετρα.
H ακρόαση κρύβει κι άλλα ερεθίσματα, κι άλλες εκπλήξεις. Κρύβει, καταρχήν, τις επανεκτελέσεις δύο από τα μεγάλα τραγούδια που λέγαμε: «Μάταιο πλήθος» και «Μα εσύ γελάς σαν πρώτα». Ως όχημα για τη συνέχιση της πορείας τους επιλέχτηκε ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης. Υποπτεύομαι ότι στο ηχόχρωμά του, ο Σταυριανός βρήκε εκείνες τις μνήμες παράδοσης και πατρώας γης που παλαιότερα τον ώθησαν να συνεργαστεί με καλλιτέχνες όπως ο Χρήστος Τσιαμούλης και ο Νίκος Γράψας - πρώτος ερμηνευτής και των δύο τραγουδιών. Και το αποτέλεσμα δικαιώνει απόλυτα την επιλογή του καθώς ο Πασχαλίδης, υπακούοντας στο πνεύμα των τραγουδιών, ξεγυμνώνει την ερμηνεία του από περιττές εμφάσεις και τονισμούς.
Κρύβει επίσης τη συνάντηση του Σταυριανού με την ενορχηστρωτική πένα του Κώστα Παρίση. Στο άκουσμά της συγκεκριμένης συνεργασίας, πριν καν εκδοθεί ο δίσκος, αντέδρασα με προβληματισμό. Όχι βέβαια γιατί αμφισβητείται η κλάση του Παρίση αλλά γιατί το κύριο χαρακτηριστικό του ως ενορχηστρωτή είναι η αποστασιοποίηση· μία εξουδετέρωση του συναισθήματος χάριν της λιτότητας και της σαφήνειας. Ο Παρίσης δεν σου προσφέρει ενορχηστρωτικές ευκολίες, δεν δίνει το χεράκι για να περάσεις απέναντι, παρά επιζητά τη δική σου ενεργοποίηση· «αποξενώνει» τον ακροατή, για να συναντηθεί μαζί του σε ένα διαλεκτικά ανώτερο επίπεδο συνειδητότητας. Αποδίδει κάτι τέτοιο εφαρμοζόμενο σε ένα έντονα συναισθηματικό - έως και «μελοδραματικό» - μουσικό σώμα, όπως εκείνο του Σταυριανού; Ο ακροατής ας αναζητήσει την απάντηση μόνος του· θα βρει μπόλικη τροφή για σκέψη. Πάντως, το τελικό αποτέλεσμα είναι τόσο του Σταυριανού όσο και του Παρίση· φίφτι-φίφτι.
Κρύβει κι έναν θαυμάσιο Πάνο Παπαϊωάννου - ανακάλυψη του ίδιου του συνθέτη που μας συστήθηκε μέσα απ’ το δίσκο «Το χρώμα της μνήμης» - στην ερμηνεία τριών τραγουδιών (Πέρασες…, Εποχή, Πώς σκοτεινιάζει το μέλλον). Μία εύθραυστη Λιζέτα Καλημέρη στην επανεκτέλεση του αργού, παραπονιάρικου «Σημαδεμένος Άγγελος». Κι έναν Κώστα Παρίση υπαινικτικό, με αποσιωπητικά, στην ερμηνεία των «Της αγάπης ψέμα» και «Της μοναξιάς το μυστικό».
Και βέβαια ο δίσκος κρύβει ορχηστρικά, σήμα κατατεθέν του Σταυριανού, με τα οποία ο συνθέτης έχει διανύσει μία δεύτερη, εξίσου επιτυχημένη διαδρομή, από το «Stretto Cafe» και το «Παιδικό δωμάτιο» ως το «Secret Love». Μέσω των ορχηστρικών του ο Σταυριανός «ξεμπουκώνει», θεραπεύοντας την έντονα συναισθηματική του μουσική ιδιοσυγκρασία χωρίς τους περιορισμούς της τραγουδιστικής φόρμας και του στίχου. Παράλληλα, συνομιλεί με την κοσμοπολίτική του συνείδηση, με τη μισή του καρδιά που βρίσκεται σταθερά στη Δύση, σε κάποιο πολύβουο αεροδρόμιο της Κεντρικής Ευρώπης ή σε ένα συννεφιασμένο καφέ της Νανσύ. Εδώ συναντάμε δύο ορχηστρικά, το «Γυμνό το σώμα» και το «Omnia Vincit Amor» (ορχηστρική εκδοχή του «Πέρασες…»), δείγματα της ακόμα παλλόμενης μελωδικότητας του.
Η ποίηση
Η ποίηση του Σταυριανού είναι πανταχού παρούσα στο δίσκο, εφόσον ο δημιουργός υπογράφει τους στίχους σε όλα τα τραγούδια πλην ενός - το «Της μοναξιάς το μυστικό» του Δημήτρη Ακριβούλη. Τα περισσότερα τραγούδια είναι γραμμένα σε δεύτερο ενικό. Δεν είναι όμως ο γνωστός και τόσο κορεσμένος δεύτερος ενικός της προστακτικής και της αμπελοφιλοσοφίας, στον οποίο μας έχει συνηθίσει το έντεχνο τραγούδι: «κάνε αυτό», «κάνε εκείνο», «να είσαι έτσι», «να είσαι αλλιώς». Δεν έχει συνταγές αιώνιας ευτυχίας η στιχουργική του Σταυριανού, ούτε βέβαια αυτές τις τρομερά βαρετές συμβουλές του υποκειμένου προς τον εαυτό του, προς την ψυχή του και προς το σώμα του, από τις οποίες έχουμε πια χορτάσει… Η στιχουργική του Σταυριανού είναι η επίκληση του αδύνατου, το παράπονο του ημιτελούς· αναζητά συνεχώς το «μαζί», τον άλλον, είτε μέσω της φιλίας, είτε μέσω του έρωτα. Υπό αυτή την έννοια, το τραγούδι του Σταυριανού είναι βαθύτατα συλλογικό, και άρα και ανθρωποκεντρικό, έχοντας στο επίκεντρο τον άνθρωπο σαν κοινωνική οντότητα.
Αυτό όμως που κάνει το στιχουργό Σταυριανό να ξεχωρίζει είναι η μαεστρία με την οποία εντάσσεται η διάσταση του παρελθόντος και της μνήμης μέσα στο παρόν. Όχι ως εύκολη μελαγχολία, ούτε ως παρελθοντολαγνεία, αλλά ως συνιστώσα του ίδιου του παρόντος. Το παρόν εδώ είναι σχετικό και με ασαφή όρια πίσω του: «Καλημέρα φίλε / τότε όπως και τώρα» και «μα εσύ γελάς σαν πρώτα» και «τα παλιά να κάψω / και να λυτρωθώ» και «ας πάει στο καλό / η ζωή που χάλασα». Σε μία κρίση αυτογνωσίας, ο δημιουργός γράφει: «Ξανθές εικόνες κι άνεμοι ασπρομάλληδες / πλέκουν τραγούδι». Στο στίχο αυτό περικλείεται όλη η φιλοσοφία περί χρόνου του Σταυριανού: ξανθός κι ασπρομάλλης, ζωντανός και νεκρός, ο χρόνος τροφοδοτεί πολλαπλά το τραγούδι ως μνήμη και ως βίωμα. Την ίδια στιγμή, ο δημιουργός αφουγκράζεται με τις αντένες του το σήμερα, τα τωρινά αδιέξοδα, το σάστισμα αλλά και την εν δυνάμει χειραφετητική προοπτική μιας ολόκληρης εποχής: «Σκοτεινός καιρός, σα περαστικός / που δε ξέρεις πού πάει μοναχός / τρέχει σιωπηλός, σα ριπή φωτός / να ’ναι φίλος ή να ’ναι εχθρός».
Συμπερασματικά, ο δίσκος «Πέρασες…» εντάσσεται αρμονικά στην εργογραφία του Σταυριανού και ανταποκρίνεται στα υψηλά πρότυπα που αυτή έχει θέσει. Ύστερα από τόσα χρόνια έργου, τόσες μουσικές και τόσες λέξεις, μια κάποια φθορά έρχεται ευνόητα και φυσιολογικά. Κι όμως, σε μία εποχή χαμηλών προσδοκιών και αποδόσεων, ο Σταυριανός επιμένει να μας χτυπά στον ώμο, και να διεκδικεί ρόλο στη διαχείριση της μνήμης και του ονείρου. Ίσως όχι με την ίδια ένταση όπως παλιά, ίσως όχι με την ίδια συχνότητα, όμως πάντα με την ίδια ειλικρίνεια, με την ίδια παιδική τρυφερότητα και ευαισθησία.
Δεν φταίνε όμως μόνο οι δέκτες για τα αργά αντανακλαστικά τους. Ο Σταυριανός συνιστά μία ιδιάζουσα περίπτωση στο ελληνικό τραγούδι. Έχει γράψει το 90% των στίχων των τραγουδιών του, όμως πουθενά δεν θα δείτε να αναφέρεται ως τραγουδοποιός, ως ποιητής ή στιχουργός. Και έχει γεννήσει ατέλειωτες μελωδίες, απολύτως διαχρονικές, εντυπωμένες στο συλλογικό υποσυνείδητο, χωρίς όμως να έχει επέλθει πάντα στο κοινό η ταυτοποίηση αυτών των μελωδιών με το δημιουργό τους. Αμέτρητες είναι οι φορές που έχω στείλει ένα τραγούδι του Σταυριανού σε ένα φίλο ή φίλη, λαμβάνοντας την απάντηση: «α, δεν ήξερα ότι είναι δικό του». Γιατί; Γιατί απλούστατα ο Σταυριανός αποφάσισε νωρίς και συνειδητά να αδιαφορήσει παντελώς για την εικόνα του, να μείνει έξω από κυκλώματα και παρέες, και να αφοσιωθεί στη δημιουργία δίχως να του καίγεται καρφί για ταμπέλες και ιδιότητες. Ακόμα «χειρότερα», δεν επεδίωξε να μας ταράξει στις live ηχογραφήσεις, στα tributes και στις επανεκτελέσεις, σε συναυλίες με τους φίλους του, και σε όλα όσα μας έχουν συνηθίσει άλλοι συνάδελφοί του.
Επιτρέψτε μου τη διαπίστωση: ο Σταυριανός, περισσότερο από κάθε άλλον - πλην ίσως του Σαββόπουλου - είναι ο συνθέτης με το μεγαλύτερο ποσοστό αναγνωρίσιμων μελωδιών επί του συνόλου του έργου του. Δεν εννοώ να βάλω στο ζύγι Θεοδωράκη και Χατζιδάκι και Ξαρχάκο και Μαρκόπουλο ωσάν να ήταν μπριζόλες στου χασάπη. Εννοώ απλά ότι εκεί που άλλοι χρειάστηκαν τριάντα και πενήντα και εκατό δίσκους, ο Σταυριανός άρθρωσε τον εξαιρετικά συνεπή και αναγνωρίσιμο τρόπο του μέσα από μόλις μία ντουζίνα δίσκους, γεμάτους όμως με εξαίσιες μελωδικές και ποιητικές στιγμές. «Δρόμοι που αγάπησα», «Καημός της φυσαρμόνικας», «Ήσουνα φεγγάρι», «Άνεμος είναι», «Στης πολιτείας τη σιωπή», «Δεν ήταν όνειρο», «Ώρες μου χρωματιστές», «Ελένη», «Όλη η ζωή μας», «Η αγάπη σου ήταν γεράνι», «Θα στο πω μια βραδιά», «Τι να το κάνω το φιλί», «Επιστροφή στο Ρέθυμνο», «Καθαρός ουρανός»· ο κατάλογος των μεγάλων τραγουδιών του είναι ατέλειωτος, σε έναν παραδόξως μικρό όγκο συνολικής εργογραφίας. Με ποδοσφαιρικούς όρους, ο Σταυριανός μπορεί να μην είναι ο πρώτος σκόρερ στην ιστορία της Α’ Εθνικής, είναι όμως ο επιθετικός με τα περισσότερα γκολ ανά τελικές προσπάθειες. Και συνεχίζει να σκοράρει, έστω και προερχόμενος από τον πάγκο.
Ο δίσκος
Στο νοητό αυτό κατάλογο των μεγάλων στιγμών, ο δίσκος «Πέρασες…» (Protasis Art, 2012) προσθέτει τουλάχιστον ένα ακόμα τραγούδι: «Καλώς ήρθες φίλε». Ένα μόνο, αλλά τι τραγούδι! Ένα ντουέτο των Παντελή Θαλασσινού και Μελίνας Ασλανίδου που ξεχωρίζει για τη σαφή μελωδική του γραμμή, τα όμορφα κι απρόσμενα γυρίσματα, και τη φιλοσοφημένη συντροφικότητα των στίχων του. «Άλλες σημαίες, άλλοι μύθοι / άλλοι δρόμοι φίλε μου / πριν ξεχαστούμε μες στη λήθη / τ’ όνειρό σου στείλε μου». Μακάρι η Ασλανίδου να χρησιμοποιήσει το συγκεκριμένο τραγούδι σαν μπούσουλα για τα επόμενα· είναι κρίμα μία τέτοια φωνή - ο ίδιος ο Σταυριανός την έχει αποκαλέσει «νέα Βίκυ Μοσχολιού» - να αναλώνεται σε πράγματα αντιφατικά και ανισόμετρα.
H ακρόαση κρύβει κι άλλα ερεθίσματα, κι άλλες εκπλήξεις. Κρύβει, καταρχήν, τις επανεκτελέσεις δύο από τα μεγάλα τραγούδια που λέγαμε: «Μάταιο πλήθος» και «Μα εσύ γελάς σαν πρώτα». Ως όχημα για τη συνέχιση της πορείας τους επιλέχτηκε ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης. Υποπτεύομαι ότι στο ηχόχρωμά του, ο Σταυριανός βρήκε εκείνες τις μνήμες παράδοσης και πατρώας γης που παλαιότερα τον ώθησαν να συνεργαστεί με καλλιτέχνες όπως ο Χρήστος Τσιαμούλης και ο Νίκος Γράψας - πρώτος ερμηνευτής και των δύο τραγουδιών. Και το αποτέλεσμα δικαιώνει απόλυτα την επιλογή του καθώς ο Πασχαλίδης, υπακούοντας στο πνεύμα των τραγουδιών, ξεγυμνώνει την ερμηνεία του από περιττές εμφάσεις και τονισμούς.
Κρύβει επίσης τη συνάντηση του Σταυριανού με την ενορχηστρωτική πένα του Κώστα Παρίση. Στο άκουσμά της συγκεκριμένης συνεργασίας, πριν καν εκδοθεί ο δίσκος, αντέδρασα με προβληματισμό. Όχι βέβαια γιατί αμφισβητείται η κλάση του Παρίση αλλά γιατί το κύριο χαρακτηριστικό του ως ενορχηστρωτή είναι η αποστασιοποίηση· μία εξουδετέρωση του συναισθήματος χάριν της λιτότητας και της σαφήνειας. Ο Παρίσης δεν σου προσφέρει ενορχηστρωτικές ευκολίες, δεν δίνει το χεράκι για να περάσεις απέναντι, παρά επιζητά τη δική σου ενεργοποίηση· «αποξενώνει» τον ακροατή, για να συναντηθεί μαζί του σε ένα διαλεκτικά ανώτερο επίπεδο συνειδητότητας. Αποδίδει κάτι τέτοιο εφαρμοζόμενο σε ένα έντονα συναισθηματικό - έως και «μελοδραματικό» - μουσικό σώμα, όπως εκείνο του Σταυριανού; Ο ακροατής ας αναζητήσει την απάντηση μόνος του· θα βρει μπόλικη τροφή για σκέψη. Πάντως, το τελικό αποτέλεσμα είναι τόσο του Σταυριανού όσο και του Παρίση· φίφτι-φίφτι.
Κρύβει κι έναν θαυμάσιο Πάνο Παπαϊωάννου - ανακάλυψη του ίδιου του συνθέτη που μας συστήθηκε μέσα απ’ το δίσκο «Το χρώμα της μνήμης» - στην ερμηνεία τριών τραγουδιών (Πέρασες…, Εποχή, Πώς σκοτεινιάζει το μέλλον). Μία εύθραυστη Λιζέτα Καλημέρη στην επανεκτέλεση του αργού, παραπονιάρικου «Σημαδεμένος Άγγελος». Κι έναν Κώστα Παρίση υπαινικτικό, με αποσιωπητικά, στην ερμηνεία των «Της αγάπης ψέμα» και «Της μοναξιάς το μυστικό».
Και βέβαια ο δίσκος κρύβει ορχηστρικά, σήμα κατατεθέν του Σταυριανού, με τα οποία ο συνθέτης έχει διανύσει μία δεύτερη, εξίσου επιτυχημένη διαδρομή, από το «Stretto Cafe» και το «Παιδικό δωμάτιο» ως το «Secret Love». Μέσω των ορχηστρικών του ο Σταυριανός «ξεμπουκώνει», θεραπεύοντας την έντονα συναισθηματική του μουσική ιδιοσυγκρασία χωρίς τους περιορισμούς της τραγουδιστικής φόρμας και του στίχου. Παράλληλα, συνομιλεί με την κοσμοπολίτική του συνείδηση, με τη μισή του καρδιά που βρίσκεται σταθερά στη Δύση, σε κάποιο πολύβουο αεροδρόμιο της Κεντρικής Ευρώπης ή σε ένα συννεφιασμένο καφέ της Νανσύ. Εδώ συναντάμε δύο ορχηστρικά, το «Γυμνό το σώμα» και το «Omnia Vincit Amor» (ορχηστρική εκδοχή του «Πέρασες…»), δείγματα της ακόμα παλλόμενης μελωδικότητας του.
Η ποίηση
Η ποίηση του Σταυριανού είναι πανταχού παρούσα στο δίσκο, εφόσον ο δημιουργός υπογράφει τους στίχους σε όλα τα τραγούδια πλην ενός - το «Της μοναξιάς το μυστικό» του Δημήτρη Ακριβούλη. Τα περισσότερα τραγούδια είναι γραμμένα σε δεύτερο ενικό. Δεν είναι όμως ο γνωστός και τόσο κορεσμένος δεύτερος ενικός της προστακτικής και της αμπελοφιλοσοφίας, στον οποίο μας έχει συνηθίσει το έντεχνο τραγούδι: «κάνε αυτό», «κάνε εκείνο», «να είσαι έτσι», «να είσαι αλλιώς». Δεν έχει συνταγές αιώνιας ευτυχίας η στιχουργική του Σταυριανού, ούτε βέβαια αυτές τις τρομερά βαρετές συμβουλές του υποκειμένου προς τον εαυτό του, προς την ψυχή του και προς το σώμα του, από τις οποίες έχουμε πια χορτάσει… Η στιχουργική του Σταυριανού είναι η επίκληση του αδύνατου, το παράπονο του ημιτελούς· αναζητά συνεχώς το «μαζί», τον άλλον, είτε μέσω της φιλίας, είτε μέσω του έρωτα. Υπό αυτή την έννοια, το τραγούδι του Σταυριανού είναι βαθύτατα συλλογικό, και άρα και ανθρωποκεντρικό, έχοντας στο επίκεντρο τον άνθρωπο σαν κοινωνική οντότητα.
Αυτό όμως που κάνει το στιχουργό Σταυριανό να ξεχωρίζει είναι η μαεστρία με την οποία εντάσσεται η διάσταση του παρελθόντος και της μνήμης μέσα στο παρόν. Όχι ως εύκολη μελαγχολία, ούτε ως παρελθοντολαγνεία, αλλά ως συνιστώσα του ίδιου του παρόντος. Το παρόν εδώ είναι σχετικό και με ασαφή όρια πίσω του: «Καλημέρα φίλε / τότε όπως και τώρα» και «μα εσύ γελάς σαν πρώτα» και «τα παλιά να κάψω / και να λυτρωθώ» και «ας πάει στο καλό / η ζωή που χάλασα». Σε μία κρίση αυτογνωσίας, ο δημιουργός γράφει: «Ξανθές εικόνες κι άνεμοι ασπρομάλληδες / πλέκουν τραγούδι». Στο στίχο αυτό περικλείεται όλη η φιλοσοφία περί χρόνου του Σταυριανού: ξανθός κι ασπρομάλλης, ζωντανός και νεκρός, ο χρόνος τροφοδοτεί πολλαπλά το τραγούδι ως μνήμη και ως βίωμα. Την ίδια στιγμή, ο δημιουργός αφουγκράζεται με τις αντένες του το σήμερα, τα τωρινά αδιέξοδα, το σάστισμα αλλά και την εν δυνάμει χειραφετητική προοπτική μιας ολόκληρης εποχής: «Σκοτεινός καιρός, σα περαστικός / που δε ξέρεις πού πάει μοναχός / τρέχει σιωπηλός, σα ριπή φωτός / να ’ναι φίλος ή να ’ναι εχθρός».
Συμπερασματικά, ο δίσκος «Πέρασες…» εντάσσεται αρμονικά στην εργογραφία του Σταυριανού και ανταποκρίνεται στα υψηλά πρότυπα που αυτή έχει θέσει. Ύστερα από τόσα χρόνια έργου, τόσες μουσικές και τόσες λέξεις, μια κάποια φθορά έρχεται ευνόητα και φυσιολογικά. Κι όμως, σε μία εποχή χαμηλών προσδοκιών και αποδόσεων, ο Σταυριανός επιμένει να μας χτυπά στον ώμο, και να διεκδικεί ρόλο στη διαχείριση της μνήμης και του ονείρου. Ίσως όχι με την ίδια ένταση όπως παλιά, ίσως όχι με την ίδια συχνότητα, όμως πάντα με την ίδια ειλικρίνεια, με την ίδια παιδική τρυφερότητα και ευαισθησία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου