Γιατί ο Ζήλος; Γιατί έδειξε το δρόμο στους επόμενους ως προς το πώς γράφεται η μουσική με λέξεις, πώς κρίνεται και πώς αναλύεται. Και γιατί τώρα ο Ζήλος; Γιατί έχουμε ανάγκη τις λέξεις και τις ιδέες σε μία εποχή που ελάχιστα ακούμε, κι ακόμα λιγότερο διαβάζουμε. Όταν δεξιά κι αριστερά κυριαρχούν οι συνεντεύξεις των τριών ερωτήσεων και οι αναλύσεις τύπου twitter, το να επιστρέψει κάποιος στα κείμενα του Ζήλου, στη διαλεκτική και κριτική ματιά τους, είναι μία υγιής πράξη αντίδρασης. Ευχαριστούμε θερμά τον Αργύρη Ζήλο για την άδεια αναδημοσίευσης μεγάλων στιγμών της κειμενογραφίας του. Μ.Π.
Ίσως ν' αναρωτιούνται μερικοί, καμιά φορά, πώς στην
ευχή έγινε και έφτασε μια χώρα σαν τη δική μας, με μια πολιτιστική παράδοση
τόσο παλιά, τόσο πλούσια και, το κυριότερο, τόσο σοβαρά ουσιαστική - γιατί και
οι Αμερικάνοι έχουν παράδοση: τον Μπιλ Χίκοκ και τον Τζέσι Τζέιμς - να ακούει
σε τέτοια έκταση και να δέχεται αδιαμαρτύρητα και με απάθεια (αν όχι με
ικανοποίηση) μια μουσική πού θεωρείται κατά γενική ομολογία ξένη.
Κατ" αρχάς, τί εννοούμε όταν λέμε «ξένο»; Ξένο
είναι κάτι πού δεν γνωρίζουμε, πού δεν μάς είναι οικείο, πού συναντάμε πρώτη
φορά στο δρόμο μας. Ξένο είναι αυτό πού δεν ταιριάζει με τις συνήθειές μας, τις
πεποιθήσεις μας, τις αντιλήψεις μας περί ηθικής, την ψυχοσύνθεσή μας, την παιδεία
μας. Ξένος είναι εκείνος που πρωτοδιαβαίνει το κατώφλι τού σπιτιού μας και πού
φεύγει χωρίς ν' αφήσει ίχνη της παρουσίας του στην καρδιά μας. Όμως, τι γίνεται
όταν κάποιος ξένος επιστρέφει, δεύτερη, τρίτη, τέταρτη φορά, κι εμείς παρατάμε
σιγά-σιγά τον πληθυντικό, ξεχνάμε τις επιφυλάξεις μας και τού προσφέρουμε μια
θέση στο τραπέζι μας και στον προσωπικό μας μικρόκοσμο; Άραγε, εξακολουθεί και
τότε να είναι ξένος;
Το παραπάνω δεν αποτελεί ούτε επιχείρημα, ούτε
ευφυολόγημα. Γνωρίζουμε πολύ καλά ότι η ανθρώπινη επαφή δεν έχει παρά ελάχιστα
κοινά με την πολιτιστική επαφή, καθώς και ότι, όσο απαραίτητη είναι η πρώτη για
τη συναισθηματική ισορροπία των ατόμων, τόσο αρνητική ή και καταστροφική μπορεί
να αποδειχτεί η δεύτερη για την ατομικότητά τους και για τη συνείδηση της
ιδιαίτερης κοινωνικής τους ταυτότητας; Όμως, προς το παρόν δεν είναι εκεί το
θέμα…
Το θέμα είναι αν μπορούμε να εντοπίσουμε ιστορικά και
να απομονώσουμε το χρονικό σημείο κατά το οποίο το ξένο χάνει αυτή του την
ιδιότητα και γίνεται κομμάτι απ’ τη δική μας ζωή. Αν προσπαθήσουμε να κάνουμε
κάτι τέτοιο, θα διαπιστώσουμε ότι είναι κυριολεκτικά ανέφικτο. Γιατί, κάθε τί
το πρωτόφαντο, το αλλόκοτο, το καινούριο, περνάει πάντα μια μακριά, ασταθή περίοδο
περιορισμένης αποδοχής - σαν νεωτερισμός ή σαν εκκεντρικότητα - από
περιορισμένη μερίδα ατόμων, πριν διαδοθεί ευρύτερα και μεταβληθεί σε συνήθεια,
σε καθεστώς - και, με τη σειρά του, σε Παράδοση. Και, ναι, οι λαοί γνωρίζουν
υποσυνείδητα να απορρίπτουν αυτό πού δεν ταιριάζει στην ιδιοσυγκρασία τους -
μήπως όμως η αναστροφή αυτής ακριβώς της διαπίστωσης, δίνει από μόνη της την
απάντηση;
Πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι δεν είμαστε όλοι
ίδιοι, ακόμη και αν ζούμε μέσα στην ίδια πόλη. Ή μάλλον, πάει πολύς, πάρα πολύς
καιρός πού δεν είμαστε πια όλοι ίδιοι... Ας μην πηγαίνουμε πολύ μακριά: το
ρεμπέτικο. Καθαρά ελληνικό, μορφικά και ιστορικά και διανοητικά και ψυχολογικά.
Όμως, πριν το φέρουν οι μικρασιάτες πρόσφυγες μαζί με τον καημό τους, δεν
υπήρχε σαν έκφραση στα αστικά κέντρα της Ηπειρωτικής Ελλάδας. Τυχαίο; Μάλλον
όχι. Ιδιομορφία δύο διαφορετικών κοινωνικών και αισθητικών πραγματικοτήτων;
Σίγουρα ναι. Το ότι το ρεμπέτικο εναρμονίστηκε ταχύτατα και ενσωματώθηκε στην
καθημερινότητα των πόλεων, σημαίνει ότι ταίριαξε σαν άκουσμα, αλλά πολύ
περισσότερο, ότι ταίριαξε σαν βίωμα. Και αυτό συνέβη επειδή συνέπεσε με - ή
και προκάλεσε - μια νέα κοινωνική πραγματικότητα, πού περιλάμβανε πλέον και
αυτό στις εκφραστικές της ανάγκες. Πλέον.
Βλέπετε, για όλα υπάρχει ένα «πριν» και ένα «μετά». Και δεν μπορούμε ποτέ να
είμαστε σίγουροι για το πότε ακριβώς συντελέστηκε η αλληλοδιαδοχή τους - παρά
μόνο, ίσως, για το «πώς».
Θέλουμε με όλα αυτά να δείξουμε ότι η ιστορία επαναλαμβάνεται
ακολουθώντας τα ίδια πάνω-κάτω μονοπάτια «εξέλιξης» και «ανανέωσης»; Το μόνο
πού αλλάζει είναι ο ρυθμός της. Αλλά και εδώ
υπάρχει ένας αμετακίνητος κανόνας: Ποτέ ο ρυθμός αυτός δεν επιβραδύνεται και
ποτέ δε σταθεροποιείται, αλλά προχωρεί με διαρκώς αυξανόμενη ταχύτητα. Κάτι πού
πριν 500 χρόνια
συντελείτο μέσα σε ένα διάστημα ας πούμε έξι μηνών, -
λ.χ. ένα ταξίδι - σήμερα δεν θέλει παραπάνω από τέσσερεις ώρες.
Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τις πολιτιστικές
ανταλλαγές. Παλιά, έπρεπε να περάσουν χρόνια, αν όχι δεκαετίες, για να δεχτεί
ένας λαός την επίδραση της πολιτιστικής ιδιομορφίας ενός άλλου λαού και να
κάνει κτήμα του ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο κομμάτι της. Δεν είμαστε σε θέση να
γνωρίζουμε τί ακριβώς διατηρήθηκε ακέραιο μέσα στα διόμισυ χιλιάδες χρόνια τού
πολιτισμού μας και τι, αντίθετα, ενσωματώθηκε σιγά-σιγά στην πραγματικότητά
μας, μέσα από τις εμπορικές συνδιαλλαγές ή μέσα από τις πολεμικές συγκρούσεις
και τις διαδοχικές αλληλοκατοχές. Το μόνο πού ξέρουμε είναι ότι πολύ λίγα στο
Βυζάντιο θυμίζουν την Αρχαία Ελλάδα, αρχίζοντας από τις αμφιέσεις και φτάνοντας
μέχρι το πολίτευμα - και, σε τελευταία ανάλυση ούτε και η Χριστιανική θρησκεία
ανάγεται στην αυστηρά εθνική μας παράδοση, αλλά ποιοι, ή μάλλον πόσοι είναι
αυτοί πού θα τολμούσαν να την πουν «ξενόφερτη»;
Τελικά, τα πάντα είναι υπόθεση σταδιακής
αναπροσαρμογής των κοινωνικών δεδομένων, υπαγορευμένης από τις αλλαγές στον
πολιτισμό, στην τεχνολογία, στις αντιλήψεις περί ηθικής, στην ίδια τη ζωή. Και
εμείς, στεκόμαστε σε τούτο το απόμακρο και αβέβαιο σημείο τού χρόνου,
ατενίζοντας ένα συμπαγές και απέραντο σώμα ιστορίας και βγάζοντας ταχύτατες
καταδικαστικές αποφάσεις για την πολιτιστική μας αστάθεια, ξεχνώντας ότι ο
χρόνος δεν κυλάει πια με την ίδια νωχελική δυσκαμψία και ότι οι πληροφορίες
ξεχύνονται προς κάθε κατεύθυνση με μια διαβολική μανία και καλύπτουν ακαριαία
ιλιγγιώδεις αποστάσεις, αδιαφορώντας παντελώς για τα ανθρώπινα και τα φυσικά
σύνορα, τα βουνά, τις θάλασσες, τούς ωκεανούς.
Να πούμε μια παραδοξολογία Διανοηθήκατε ποτέ τι μπορεί
να είχε συμβεί, αν κάποιο καπρίτσιο της ιστορίας φύτευε μια τηλεόραση (έστω και
μαυρόασπρη) μες στη μέση της Αθηναϊκής Αγοράς, τον καιρό τού Περικλή; Άραγε θα
είχε μείνει τίποτα ανέγγιχτο στον αρχαίο πολιτισμό μας, μετά την απ' ευθείας ενημέρωση
των Αθηναίων γύρω από το τί φορούσαν, πώς έχτιζαν, πώς διασκέδαζαν, πώς
τραγουδούσαν και πώς σκέπτονταν οι σύγχρονοί τους Αιγύπτιοι, για παράδειγμα;
Πόσο θα άντεχε στη συνείδησή τους το δόγμα «Πάς Μη Έλλην Βάρβαρος»; Και ποιός
μάς εγγυάται ότι μια τέτοια πολιτιστική «εισβολή», ανάλογη βέβαια με τις
δυνατότητες αμοιβαίας επικοινωνίας και ανταλλαγής πληροφοριών που υπήρχαν σ’ εκείνους
τούς χρόνους, δεν συντελέστηκε τελικά; Και μάλιστα στο χώρο της μουσικής; Πώς
μπορούμε να είμαστε σίγουροι ότι οι μουσικοί μας τρόποι δεν έχουν επηρεαστεί
από τις έστω και πενιχρές μορφικά λαϊκές εκφράσεις των γειτονικών μας λαών; Τόσο
υπερήφανοι υπήρξαμε λοιπόν;
Ναι, τόσο υπερήφανοι υπήρξαμε... Ίσως επειδή δεν
μπορούσαμε να ξέρουμε, ίσως επειδή δεν θέλαμε να ξέρουμε... Ο κορμός και οι
ρίζες της μουσικής μας, έχουν διατηρηθεί, μουσικολογικά, ανέπαφα, όλες αυτές τις
εκατοντάδες χρόνια - σημάδι ηθικής και ψυχολογικής σύμπνοιας και ισχύος. Αλλά -
όχι τώρα πια. Τώρα πια, δεν μπορούμε να μην ξέρουμε. Θα προσπαθήσουμε να δούμε
το γιατί, σε μια από τις επόμενες συναντήσεις μας.
Για την ώρα, θάπρεπε ίσως να νιώσουμε πόσο έδαφος
χάνουμε στη βαθύτερη εκτίμηση και αντιμετώπιση της σύγχρονης πολιτιστικής μας
κατάστασης με το να αναζητούμε αυτό πού δεν είμαστε, τελικά και πού θάπρεπε,
ίσως, να είμαστε, αδιαφορώντας γι αυτό πού είμαστε και πού θα μπορούσε, ίσως, να
γίνει κάπως πιο ανθρώπινο και ανεκτό.
Αργύρης
Ζήλος
Ήχος & Hi-Fi, Μάρτιος 1983.
5 σχόλια:
Γεια σου Ηρακλή με τις "μεταγραφές" σου! Την καλησπέρα μου!
Καλησπέρα Μιχάλη, σ' ευχαριστώ. Μιλάμε βέβαια για ήδη δημοσιευμένα κείμενα, τα οποία όμως διατηρούν τη διαχρονικότητά τους και πρέπει να έχουν δικαιωματικά θέση στο διαδίκτυο!
οι αλλοι ηταν ψιλικατζηδες μροστα του
Μπορώ να βρω κάπου τις κριτικές του Ζήλου για το «Αθηνόραμα;»
υποθετω δυσκολα,,
Δημοσίευση σχολίου