ΜΕΣ ΣΤΟ ΠΛΗΘΟΣ
Στίχοι: Μανώλης Ρασούλης
Μουσική: Μάνος Λοΐζος
Ερμηνεία: Χαρούλα Αλεξίου - Δημήτρης Κοντογιάννης
Δίσκος: Τα τραγούδια της Χαρούλας (1979)
Μες στο πλήθος σ’ είχα δει το ’62
στη διαδήλωση που βάφτηκε στο αίμα,
κι η μορφή σου μου ’χε μείνει στο μυαλό
κι ούτε τ’ όνομα δεν ήξερα από σένα.
Και στης λήθης το σεντόνι το λευκό
σε τυλίξαν τα πιο δύσκολά μου χρόνια,
μα μια μέρα κάπου το ’68
σε ξανάδα μες στο τρένο στην Oμόνοια.
Κάνε διάλειμμα, Χαρούλα,
πες μας τον καρσιλαμά
να γλυκάνεις τις καρδιές μας
και τα βρίσκουμε μετά.
Κάνε διάλειμμα να σβήσει
της καρδιάς μας η φωτιά,
ο χορός να μας μεθύσει
και τα βρίσκουμε μετά.
Άλλη μια φορά σε είδα ξαφνικά
σαν αφίσα που τη σκίζει κάποιο χέρι,
ήταν Μάης πια του ’77,
μόλις πρόλαβα και σ’ άγγιξα στο χέρι.
Μήπως είσαι σαν κι εμένανε κι εσύ
στο σκοινί της ιστορίας ακροβάτης,
μες στο ίδιο σου το στήθος φυλακή,
μες στην ίδια σου τη χώρα μετανάστης.
Κάνε διάλειμμα, Χαρούλα,
πες μας τον καρσιλαμά
να γλυκάνεις τις καρδιές μας
και τα βρίσκουμε μετά.
Κάνε διάλειμμα να σβήσει
της καρδιάς μας η φωτιά,
ο χορός να μας μεθύσει
και τα βρίσκουμε μετά.
Αυτό το τραγούδι έχει καταγραφεί ως ένα από τα λιγότερο γνωστά, από τα «κρυμμένα» του Λοΐζου. Κι όμως, μιλάμε για μία αριστουργηματική σύλληψη. Σε τρεισήμισι λεπτά περικλείονται οι δύο πόλοι του νέου ελληνικού τραγουδιού, μαζί, μέσα στην αντίθεση και στην ενότητά τους. Αφενός, η πολιτική μπαλάντα με τη φωνή της Χαρούλας Αλεξίου. Αφετέρου, ο λαϊκός τρόπος με τη φωνή του Δημήτρη Κοντογιάννη.
Μήπως είσαι σαν κι εμένανε κι εσύ
στο σκοινί της ιστορίας ακροβάτης,
μες στο ίδιο σου το στήθος φυλακή,
μες στην ίδια σου τη χώρα μετανάστης.
Κάνε διάλειμμα, Χαρούλα,
πες μας τον καρσιλαμά
να γλυκάνεις τις καρδιές μας
και τα βρίσκουμε μετά.
Κάνε διάλειμμα να σβήσει
της καρδιάς μας η φωτιά,
ο χορός να μας μεθύσει
και τα βρίσκουμε μετά.
-----
Αυτό το τραγούδι έχει καταγραφεί ως ένα από τα λιγότερο γνωστά, από τα «κρυμμένα» του Λοΐζου. Κι όμως, μιλάμε για μία αριστουργηματική σύλληψη. Σε τρεισήμισι λεπτά περικλείονται οι δύο πόλοι του νέου ελληνικού τραγουδιού, μαζί, μέσα στην αντίθεση και στην ενότητά τους. Αφενός, η πολιτική μπαλάντα με τη φωνή της Χαρούλας Αλεξίου. Αφετέρου, ο λαϊκός τρόπος με τη φωνή του Δημήτρη Κοντογιάννη.
Ο ακροατής καλείται να υποκλιθεί στην ποιητική ιδιοφυΐα του Μανώλη Ρασούλη και τη μουσική ιδιοφυΐα του Μάνου Λοΐζου. Ο ένας, ο άγιος Ρασούλης, «πιάνει» με τις κεραίες του τη διττή φύση του τραγουδιού αλλά και τη δική μας! Παίρνει αυτή τη φύση, την αφουγκράζεται: πότε σκέψη και πότε διονυσιασμός, πότε διαδήλωση και πότε χορός, πότε πίκρα και πότε γλύκα. Και βγάζει το σωστό συμπέρασμα: αυτοί οι δύο κόσμοι δεν είναι δύο αλλά ένας! Ένας είναι ο κόσμος του αρχαιοελληνικού συμποσίου, ενιαία η φιλοσοφία και η ηδονή, ένας ο Επίκουρος. Και βάζει λέξεις σ’ αυτή τη φύση την ανθρώπινη: «μες στην ίδια σου τη χώρα μετανάστης» μεν, «πες μας τον καρσιλαμά» δε. Αυτό ειν’ η πατρίδα μας τελικά, ούτε τα βουνά, ούτε οι κάμποι, παρά μόνο το τραγούδι της. Σε βάζει κάτω, σε πατάει, σε ξεσκίζει με τα νύχια της, μόνο και μόνο για να σε σηκώσει ξανά με ένα τραγούδι.
Ο άλλος, ο άγιος Λοΐζος, φτιάχνει ένα απίστευτο πάζλ αντιθέσεων, ένα τρελό μείγμα χαρμολύπης που καταλήγει στο συγκλονιστικότερο «ρεφραίν» με τον Κοντογιάννη και τη χορωδία: «κάνε διάλειμμα να σβήσει / της καρδιάς μας η φωτιά / ο χορός να μας μεθύσει / και τα βρίσκουμε μετά». Δεν είναι τυχαίο ότι διαλέγει τον απτάλικο ρυθμό για το ρεφραίν, ούτε οφείλεται αυτό μόνο στην αναφορά στον καρσιλαμά που βάζει ο Ρασούλης. Ο απτάλικος έχει αυτή τη σατανική επαναληπτικότητα των αντιθέτων, τρία αργά - τρία γρήγορα, τρία αργά - τρία γρήγορα. Αν υπήρχε τρόπος, θα απομόνωνα το ρεφραίν και θα το έβαζα να παίζει εκατό, διακόσιες φορές, ξανά και ξανά. Έκσταση!
Το μεγαλείο του τραγουδιού δεν έγκειται όμως μόνο στην περιγραφή μιας αμετάβλητης πραγματικότητας. Έγκειται καταρχάς και εκεί, εφόσον αμετάβλητος παραμένει ο προσανατολισμός κάθε τραγουδιού προς τα κοινωνικά και προς τον έρωτα, όπως αμετάβλητη παραμένει και η ροπή του ανθρώπου προς τα μέσα και τα έξω, προς τη μνήμη και τη λήθη, τη σκέψη και το αίσθημα. Εδώ όμως οι δύο δημιουργοί κάνουν κάτι πολύ δυσκολότερο από το να περιγράψουν μία αιώνια αλήθεια: πιάνουν τις υπόγειες μεταβολές της εποχής τους, εκφράζουν την ιστορική συγκυρία! Διότι εκείνη ακριβώς την εποχή επέρχεται η κούραση της μεταπολίτευσης και η στροφή πολύ κόσμου μακριά από την πολιτικοποίηση του τέλους των 1970s, σε πιο λαϊκά και πιο ανάλαφρα μονοπάτια. Γι’ αυτό δεν έφταιξε βεβαίως μόνο η πορεία του πολιτικού τραγουδιού που είχε αρχίσει να οδηγεί σε τετριμμένες καταστάσεις, επαναλήψεις και κιτς. Έφταιξε πρωτίστως η θολούρα της Αλλαγής, η σταδιακή ενσωμάτωση «από το παράθυρο» μεγάλων στρωμάτων της κοινωνίας που είχαν μείνει ως τότε στην απ’ έξω, η επίφαση του εκδημοκρατισμού (που δεν μένει μόνο επίφαση, βλ. νομιμοποίηση ΚΚΕ, αναγνώριση εθνικής αντίστασης) και η πραγματική άμβλυνση των ταξικών αντιθέσεων, το τίμημα που το καθεστώς ήταν διατεθειμένο να πληρώσει για να εξασφαλίσει την πολιτική του ηγεμονία. Ο Ρασούλης και ο Λοΐζος όχι απλώς το πιάνουν όλο αυτό μέσα στην πολυπλοκότητά του, μα και το προφητεύουν (!), εφόσον το φαινόμενο έμελλε να ολοκληρωθεί χρόνια μετά με την έλευση και παγίωση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία. Το προφητεύουν, και με την διαβολεμένη τους απλότητα το μετασχηματίζουν σε τρεις λέξεις και δυο μελωδίες.
Σήμερα, λέει τίποτα όλο αυτό; Βρε λέει και ξαναλέει. Υπενθυμίζει πως δεν είμαστε φτιαγμένοι μόνο από αφίσες και ιδέες, μα και από ψυχή, από διασκέδαση, από παρέα, από μαζί. Και σε μια εποχή κατά την οποία δειλά-δειλά βγαίνουμε από το τούνελ της από-πολιτικοποίησης, της παθητικότητας και του απόλυτου μπερδέματος, μπορούμε να αντιστρέψουμε το δίδαγμα: όχι μόνο καρσιλαμάς, μα και σκέψη. Αυτό διεκδικούμε, αυτό προτείνουμε, γι’ αυτό παλεύουμε, αυτό έχουμε να κερδίσουμε. Και μυαλό και ψυχή, και αντίληψη και πάθος. Γι’ αυτό δούλεψαν ο Λοΐζος κι ο Ρασούλης, κι αυτό υπήρξαν: διανοούμενοι και λαϊκοί ταυτόχρονα. Τώρα λοιπόν που βγήκε ο νέος δίσκος της Χαρούλας Αλεξίου σε στίχους του Ρασούλη, και τώρα που βγήκε και το βιβλίο του Θανάση Συλιβού για τον Λοΐζο, ας κάνουμε μια βόλτα και στα κοινά τους δώρα. Το «μες στο πλήθος» είναι ένα απ’ αυτά, τα τόσο περασμένα και τόσο ζωντανά, για να γλυκαίνουμε τις καρδιές μας και να τα βρίσκουμε μετά.
ηρ.οικ.
2 σχόλια:
το τραγούδι δεν ξέρω ακόμα αν λέει, αν και δεν έχω καμία αμφιβολία γι'αυτό.
αυτό που λέει και παραλέει είναι το κείμενό σου Ηρακλή. γιατί τα λέει πολύ ωραία και επειδή λίγα κείμενα μπορείς να διαβάσεις σήμερα που «να λένε» πραγματικά.
πάω ν'ακούσω αυτό το τραγούδι που αγνοούσα τόσα χρόνια..
κ.μ.
Κωνσταντίνε χρόνια πολλά, σ' ευχαριστώ για τα καλά σου λόγια!
Δημοσίευση σχολίου