Η
οριστικά χαμένη φωνή του Δημήτρη Μητροπάνου
του Δημήτρη Κατσιάνου
(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)
Τα κείμενα που γράφονται για καλλιτέχνες, για ιστορικούς
και αποχαιρετιστήριους λόγους ενέχουν στοιχεία και τάσεις υπερβολής,
δραματικότητας, καθαγιασμού ή πένθους.
Δεν έχω καμία τέτοια διάθεση, ούτε όμως απωθώ πηγαία
συναισθήματα. Στην περίπτωση του Δημήτρη Μητροπάνου είχαμε να κάνουμε με έναν
λαϊκό τραγουδιστή, έναν λαϊκό άνθρωπο. Δεν είχα την τύχη να τον γνωρίσω, μπορώ
μόνο να περιγράψω την προσωπική αίσθηση κι εμπειρία που αποκόμισα μέσα από το
έργο του, από τον τρόπο που διαχειρίστηκε το ταλέντο, τον εαυτό του, τις ευχές
κι ανάγκες του, στο δημόσιο χώρο.
Παρακάμπτοντας τη βιασύνη να περιγραφεί η φωνή του
Δημήτρη Μητροπάνου πριν ακόμα η ταλάντωσή της αποδυναμωθεί, και χωρίς αναφορές
στην κάθοδο των Δωριέων, η καλλιτεχνική φυσιογνωμία του καταγράφεται στη μνήμη
μου κυρίως από τις εποχές που τραγουδούσε αμιγώς λαϊκά τραγούδια. Είναι η
εικόνα ενός σεμνού λαϊκού τραγουδιστή, ενός ανθρώπου του μέτρου.
Η αρτιότητα του χαρακτήρα του, η αγωγή του, του επέτρεψαν
να δικαιώσει με τα δικά του προσωπικά χαρακτηριστικά το έργο των δημιουργών που
τον εμπιστεύτηκαν. Δεν ερμήνευε, πρώτιστα, ο Δημήτρης Μητροπάνος, σεβόταν, κι ο
σεβασμός του ήταν προς όλους, τους δημιουργούς, τους μουσικούς, τους ακροατές. Στον
τρόπο προσέγγισης και εκφοράς των τραγουδιών του δεν διακρινόταν τραχύτητα ή
κάποια ανεξέλεγκτη ενόρμηση, παρά ξεκάθαρες έννοιες και μια διακριτή καθαρόαιμη
και μετρημένη λαϊκή ρίζα. Απέδιδε κάθε τραγούδι με ρεαλισμό και κουράγιο, χωρίς
να επιτρέπει κάποια υπερβολή. Το γεγονός ότι τραγουδούσε ανθρώπινους καημούς,
χωρίς κατατονικά ή υπέρμετρα στοιχεία, ήταν πολύ σημαντικό και έντιμο και
αξιοπρεπές. Αξιοσημείωτο είναι ότι δεν επιβάρυνε την καριέρα του με φλυαρία ή
ματαιοδοξία· άφησε χώρο σε άλλους συναδέλφους. Ήταν ο τραγουδιστής Δημήτρης
Μητροπάνος, τραγουδιστής λαϊκών τραγουδιών, χωρίς αυταπάτες, χωρίς
τυχοδιωκτισμούς, χωρίς να εκβιάζει το κοινό για συναισθήματα και αναγνώριση.
Επεδίωκε την αξιολόγηση, σεβόμενος το δικαίωμα και το κριτήριο του κόσμου.
Στην πρώτη του περίοδο, τραγούδησε τα Πικροσάββατα, τα
Συναξάρια, τα Νυχτέρια, τους προβληματισμούς πολλών ανθρώπων. Και είναι πολύ
ρομαντική η εικόνα του από τότε, πολύ ρομαντική η ευθύτητά με την οποία αντιμετώπιζε τη ζωή μέσα από την ερμηνεία του.
Συχνά όταν τραγουδούσε πάσχιζε να χωρέσει τη βία μιας ψυχής στην κατάληξη ενός
στίχου, να αποδώσει τα δύσκολα χρώματα μιας απογοήτευσης, να διηγηθεί ένα
παράπονο. Στα τραγούδια αυτής της περιόδου υπήρχαν πληγές και ατέλειωτες
νύχτες, πίκρα χωρίς όμως εναντίωση, απορία χωρίς γιατί, υπομονή χωρίς
εξηγήσεις. Η sui generis
ερμηνεία του έφτανε στις παρυφές της γης και τα κύματα της θάλασσας αναζητώντας εκεί απαντήσεις για τη ζωή, παρά
στις ανθρώπινες αδυναμίες. Μας είπε ότι δεν υπάρχουν τρόποι να εξηγήσεις τη
μοίρα, δεν αγνόησε όμως την αληθινή λύπη ενός ανθρώπου που αφήνει τα όνειρά του
στο δρόμο για τα Κήθυρα.
Ο Δημήτρης Μητροπάνος
ήταν ένας γνήσιος τραγουδιστής του πραγματικά ανεκπλήρωτου. Ήταν ο
τραγουδιστής όχι ενός ακόμα χαμένου έρωτα, αλλά του μεγάλου χαμένου έρωτα στη
ζωή ενός ανθρώπου. Η μοίρα δεν αγνόησε τη διακριτικά λυπημένη στωική έκφραση
του. Τον αξίωσε να είναι ο τραγουδιστής στο σπουδαιότερο ίσως μουσικό έργο της
νεότερης γενιάς, αυτό που μέσα από την παράδοση, την καταστροφή, την ξενιτειά,
την αστικοποίηση, περνώντας μέσα από αμέτρητα παλιά και νέα κύματα, μεταφέρει
την ομορφιά και την τραγωδία της Ελλάδας σε ένα σύγχρονο πολιτισμικό και
γεωγραφικό χώρο. Το έργο αυτό είναι ο Άγιος Φεβρουάριος, σε μουσική του Δήμου
Μούτση και ποίηση του Μάνου Ελευθερίου, ένα έργο, όπως ο ποιητής του σημειώνει,
για κάτι οριστικά χαμένο. Ο Μητροπάνος και η Πετρή Σαλπέα ερμηνεύουν και
καταγράφουν την αξιοπρέπεια του κάθε διαβάτη και ανώνυμου ήρωα, την αγωνία να
διασωθούν οι αναμνήσεις της νεότητας, τη λάμψη του μονόδρομου ταξιδιώτη, τη
διασπορά, τη συγχώρεση, τη ντροπή, τη
βασανισμένη αγάπη. Ο Μητροπάνος είχε την ευλάβεια να αντιληφθεί τη
σπουδαιότητα των νοημάτων αυτών, ώστε να μας τα μεταφέρει με ακρίβεια, χωρίς να
καλλιεργεί φρούδες ελπίδες, χωρίς να εκφράζει εκδικητικότητα ή θυμό.
Στις πρόσφατες συνεργασίες και δουλειές του δεν υπήρξε
ίσως η ομογένεια που συναντάμε στις παλαιότερες· άλλωστε το ελληνικό τραγούδι
σήμερα κατηγοριοποιείται περισσότερο με βάση παραγωγούς ή καλλιτέχνες παρά
περιόδους ή συνθέτες. Χαρακτηρίστηκαν όμως αυτές οι συνεργασίες από πολλές
ποιοτικές στιγμές κι επιτυχίες. Σε πολλά μάλιστα από αυτά τα τραγούδια, παρόλο
που δημιουργήθηκαν από διαφορετικούς και σχετικά ετερόκλητους συνθέτες, υπάρχει
μια ίδια αγωνία για το μέλλον, ενώ στα παλαιότερα τραγούδια ήταν ευκρινής η
αγωνία και η αμφιβολία για το εκάστοτε παρόν. Αυτό, άλλωστε, είναι και μια
ευρύτερη διαπίστωση για το ελληνικό τραγούδι του σήμερα, πως εκφράζει μια
αγωνία για το μέλλον, αν δηλαδή θα πορευτούμε πλέον μόνοι, και με ποιό τρόπο θα
επιστρέψουμε.
Είναι μοναχικές οι πορείες όλων μας σήμερα, όσο και των
τραγουδιών μας. Απαξιώνουμε τη λειτουργία της μουσικής ως επικοινωνίας, χάνουμε
μια ευκαιρία να ενώσουμε τις εσωτερικές μας αναζητήσεις. Χορεύουμε μοναχικά ή
καθόλου, χορεύουμε τα ίδια τραγούδια, με τη χειρότερη πιθανή ηλεκτρική χροιά
και με αδιευκρίνιστα εφέ στην κονσόλα, περιμένουμε να ακούσουμε τα ίδια γνωστά
λόγια και τις μελωδίες για να έρθουμε στο κέφι και να θεωρήσουμε ότι
διασκεδάσαμε το Σαββατόβραδο.
Τραγούδησε κι εκεί, στη σύγχρονη νυχτερινή Αθήνα, χωρίς
να προσπαθεί να μας πείσει για κάτι. Οι τραγουδιστές είναι άνθρωποι και
βιοπορίζονται και αυτό είναι τίμιο. Στην ασαφή κατάσταση της νυχτερινής διασκέδασης,
ο Μητροπάνος είχε τις δυνάμεις να παρουσιάσει ένα ρεπερτόριο ιστορικό και νέο,
με διάθεση αναζήτησης στο ελληνικό τραγούδι· είχε έναν τέτοιο χαρακτήρα, ώστε
να ξέρει πού να κρατηθεί, πού να σταθεί. Η σύγχρονη ενορχήστρωση της παλαιότερης μουσικής του
ταυτότητας σίγουρα δεν θα μπορούσε να είναι η ίδια, όμως τα νεότερα τραγούδια
του είχαν μεγάλη απήχηση στον κόσμο, ο οποίος πίστεψε στην ειλικρίνεια και την
καθαρότητα των προθέσεων του.
Δεν πέρασε μόνο η ώρα αλλά και η εποχή κι ο σπάνιος εκπρόσωπος
μια λαϊκής ευθύτητας που δεν φωνάζει αλλά, καλύτερα, ήρεμα συζητά, πέρασε στο
ιστορικό παρελθόν του ελληνικού τραγουδιού. Ας προσπαθήσουμε λοιπόν να βρεθούμε
αμίλητοι γύρω από το τραπέζι και από το παράπονο που εκείνος μας είπε:
«Θα ρίξουν πάλι το
Σταυρό στην Παραλία
Πώς
με πληγώνουν τούτες οι γιορτές
Μη
με κοιτάζεις με μάτια κρύα
Ειν’
τα τραγούδια μου πιο μόνα από χτες»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου