Αυτή εδώ είναι μία δύσκολη ανάρτηση, όχι μόνο γιατί αναφέρεται στην ευαισθησία του Χρήστου Βακαλόπουλου, αλλά γιατί προέρχεται κι από την ευαισθησία του Φώτη Μπατσίλα, που έφυγε τόσο πρόωρα από κοντά μας. Το παιχνίδι της ζωής όρισε το φευγιό του Μπατσίλα να συμπέσει με τα γενέθλια του Βακαλόπουλου, το έργο του οποίου τόσο βαθιά γνώριζε και αγαπούσε. Το κείμενο προέρχεται από το συλλογικό τόμο "Ο Χρήστος Βακαλόπουλος", που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Αιγαίον (Λευκωσία, 2012) σε επιμέλεια του Φώτη. Ευχαριστώ τον Σωτήρη Κακίση για την εύρεση και παραχώρηση του κειμένου. ηρ.οικ.
Το «κατά δύναμιν» του Χρήστου
Βακαλόπουλου
Όταν οι γονείς
του Χρήστου Βακαλόπουλου τον ρώτησαν πώς τα πήγε στα Μαθηματικά, τότε που έδινε
εξετάσεις για το πανεπιστήμιο, εκείνος απάντησε με το ατάραχο ύφος του: «το
κατά δύναμιν!». Η φράση αυτή παρέμεινε μνημειώδης και θυμούνταν όσα
χρόνια κι αν πέρασαν τόσο ο μεταποβιώσας πατέρας του όσο κι η μητέρα του, η
γλυκύτατη κυρία Ξένη, μέχρι και σήμερα. Σήμερα, λοιπόν, είκοσι χρόνια μετά τον
θάνατο του Χρήστου, όλοι ασχολούμαστε ακόμα με αυτό το «κατά δύναμιν» του
Βακαλόπουλου, με την δύναμη των λόγων και των έργων του, με την δύναμη της
ανάμνησης της ίδιας της ζωής, της καταλυτικής παρουσίας του. Με την δύναμη των
γραπτών του, των κριτικών κειμένων του πρώτα-πρώτα, όπως αυτά συγκεντρώθηκαν σε
τρεις τόμους, στην «Δεύτερη Προβολή», κυρίως, που εκδόθηκε όσο ακόμη ο Χρήστος
ζούσε, και που συγκέντρωσε τις πιο σημαντικές, ίσως, κινηματογραφικές κριτικές
του, κείμενα για τις ταινίες του Βέντερς,
του Αντονιόνι, του Δαμιανού και άλλων πολλών και
σημαντικών κινηματογραφιστών, κείμενα για τον κινηματογράφο ως μέσο, ως εικόνα,
ως βλέμμα, σε γλώσσα ιδιότυπη, κάτι σαν ένα ντοκυμαντέρ του λόγου, κι ύστερα
στο «Από
το Χάος στο Χαρτί» και στην «Ονειρική Υφή της Πραγματικότητας»,
σε επιμέλειες των Ν.Δ.
Τριανταφυλλόπουλου και Κώστα
Λιβιεράτου αντίστοιχα. Αλλά και με τη δύναμη των λογοτεχνικών κειμένων του,
της νεανικής «Υπόθεσης Μπεστ-Σέλλερ», ενός μυθιστορήματος γραμμένου κατά
παραγγελίαν, μια σπουδή στην νεότητα την στιγμή ακριβώς που αυτή βιώνεται, ένας
στοχασμός στη φιλία μεταξύ των ανδρών, στις σχέσεις αγοριών και κοριτσιών, στον
τρόπο που χτίζονται τα όνειρα, στο άγχος της κουλτούρας, στην τάση να είσαι τα
πάντα και, φεύ, να μην κάνεις τίποτα, και, κατόπιν, των «Πτυχιούχων», ενός
μυθιστορήματος που αποτέλεσε, κατά κάποιο τρόπο, την συνέχεια του πρώτου, μια
ιστορία με πλήθος αυτοβιογραφικά στοιχεία, για το τέλος των χρόνων της
αθωότητας, για τον φόβο της μετάβασης στην παραγωγή, για την ωρίμανση της
νεανικής σκέψης. Κι έπειτα, με την δύναμη των πιο ώριμων λογοτεχνικών κειμένων
του, αυτών που δεν έχουν κομπάρσους τους Kinks, τους Beatles, τους Stones, ή ήρωες της
λογοτεχνίας ή του σινεμά, όπως τα δύο προηγούμενα, αρχικά των «Νέων Αθηναϊκών Ιστοριών» του, ενός
βιβλίου-δίσκου, με δέκα κείμενα σαν δέκα τραγούδια, δυο πλευρές, δυο όψεις, που
μπορείς να τα διαβάσεις-ακούσεις στη σειρά ή/και ατάκτως, και που όσο τα
διαβάζεις το «σουξέ» αλλάζει, τη μια σ’ αρέσει περισσότερο το ένα και την άλλη
το άλλο, κι ύστερα όλα μαζί, όπως ήταν κάποτε οι δίσκοι, όπως όλοι μας
θυμόμαστε τους δίσκους, και, τέλος, φυσικά, της εξαιρετικής «Γραμμής
του Ορίζοντος», ενός βιβλίου-υποδείγματος ύφους, ενός μυθιστορήματος
παρακολούθησης σκέψεων, διακριτικά και διακριτώς, μιας αναμέτρησης με τη
ματαιότητα της ύπαρξης, μιας αναθεώρηση των συμβάντων της παιδικής ηλικίας,
μιας «γλυκειάς καταστροφής», όπως θα
έλεγε κι ο ίδιος ο Χρήστος. Και συνεχίζουμε, βεβαίως, να ασχολούμαστε με την
δύναμη των εικόνων του Χρήστου, των κινηματογραφικών εικόνων του, πρώτα των
ταινιών μικρού μήκους, του «Θεάτρου» και των «Βεράντων»,
αυτών που μας αποκαλύπτουν ευθύς εξ αρχής πού το πήγαινε το πράγμα ο
Βακαλόπουλος, την οπτική γωνία της πόλης από ψηλά, σε στιγμές ιδιαιτέρες, σε
στιγμές καθημερινές κι ασήμαντες, που μπορούν, αν τις δεις, αν τις ζήσεις
αλλιώς, να γίνουν όχι απλώς σημαντικές, αλλά καθοριστικές, και στην συνέχεια με
την δύναμη των εικόνων της «Όλγας Ρόμπαρντς», μιας ταινίας που
θυμίζει χολυγουντιανό μελόδραμα, αλλά δεν είναι, που θυμίζει, επίσης, γαλλικό
φιλμ-νουάρ, αλλά πάλι δεν είναι, που θυμίζει, τέλος, κωμωδία του παλιού
ελληνικού κινηματογράφου, αλλά δεν είναι ούτ’ αυτό, κι είναι ίσως όλα αυτά μαζί
και άλλα τόσα, μιας ταινίας σχεδόν «χειροποίητης», με τους φίλους του Χρήστου
πρωταγωνιστές, καρατερίστες και κομπάρσους, να περιφέρονται στην Αθήνα και να
προσπαθούν ν’ ανακαλύψουν το μυστήριο του θανάτου, ο καθένας από την δική του
σκοπιά, το ίδιο το μυστήριο της ύπαρξής τους, δηλαδή, μιας ταινίας που
«απαξιώθηκε» στα πρώτα χρόνια του «βίου» της αλλά, συν τω χρόνω, αρχίζει και
παίρνει σιγά-σιγά κι αυτή εξέχουσα θέση στο ελληνικό κινηματογραφικό στερέωμα,
μια θέση που ασφαλώς της αξίζει. Κυρίως, όμως, με την δύναμη των εικόνων της τελευταίας
δημιουργίας του Βακαλόπουλου, της ταινίας «Παρακαλώ,
γυναίκες, μην κλαίτε», που έγραψε και σκηνοθέτησε μαζί με τον εξαιρετικό Σταύρο Τσιώλη, μιας ταινίας για την
αέναη αθωότητα, για την σχετικότητα και τον σκεπτικισμό, κι ακόμα για το «δύνασθαι άλλως», για το «ονειρεύεσθαι άλλως», για τη συνύπαρξη
φαινομενικά αντίθετων πραγμάτων, όπως η Επιστήμη και η Ορθοδοξία, για το χθες
και το σήμερα και, μαζί μ’ αυτά, για το αύριο, για το «πάμε γι’ άλλα», για την δύναμη του «ανύπαρκτου» κύριου
Χαραλαμπόπουλου, για την σύγκρουση των δικαιωμάτων, και, τέλος, για το βάσανο
της ενοχής και τη γλύκα της αμαρτίας.
Η δύναμη,
λοιπόν, του Χρήστου Βακαλόπουλου, είκοσι χρόνια μετά, παραμένει αμείωτη. Όλοι
εμείς που είτε τον γνωρίσαμε είτε μάθαμε γι’ αυτόν από τρίτους ή από τα έργα
του, τον θυμόμαστε, τον μνημονεύουμε, ανατρέχουμε σ’ αυτόν με κάθε ευκαιρία, με
κάθε αφορμή. Γράφτηκαν πολλά κι από πολλούς για τον Βακαλόπουλο όλ’ αυτά τα
είκοσι χρόνια: από το «Γεια σου, Ασημάκη» του Κωστή Παπαγιώργη έως το βιβλίο-αφιέρωμα
του φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κι από τα αφιερώματα στο «αντί» και στο «Μανιφέστο» έως τη σωρεία των σκόρπιων κειμένων στα μπλογκς του
διαδικτύου. Τούτο όμως το βιβλίο έχει κάτι που το κάνει ιδιαίτερο: περιέχει ένα
κείμενο με τον τίτλο «Τα Βιογραφικά του
Χρήστου», ένα κείμενο που συνέγραψε ο πατέρας του Χρήστου, ο Γιώργος Βακαλόπουλος σε ύφος
αφηγηματικό-λογοτεχνικό, λογοτέχνης κι ο ίδιος στα νεανικά του χρόνια (με το
ψευδώνυμο Άλκης Μύρας, με το οποίο
δημοσίευσε πολλά ποιήματα και πεζά σε διάφορα περιοδικά, από την Διάπλαση των Παίδων έως και την Νέα Εστία), κείμενο που γράφτηκε κατά
προτροπή-παραγγελία του Κωστή Παπαγιώργη και δημοσιεύθηκε μερικώς και υπό την
μορφήν υποσημειώσεων στο «Γεια σου,
Ασημάκη», ένα κείμενο που μας παραχώρησε ευγενώς η κυρία Ξένη και που, αφού
το διανθίσαμε με άλλα νέα και παλιά κείμενα (νέων και παλιών) γνωστών και φίλων
του Χρήστου, αποφασίσαμε με τον Σωτήρη Κακίση και τον Βάσο Πτωχόπουλλο να το
κάνουμε βιβλίο και να σας το παρουσιάσουμε. Το εξώφυλλο και τον τίτλο του
βιβλίου εμπνεύστηκε ο Σωτήρης Κακίσης (και σας το εξηγεί στην προμετωπίδα και
στον επίλογο), το οπισθόφυλλο είναι μια ιδιόγραφη αφιέρωση του Χρήστου στον
Σωτήρη, πάνω στη «Γραμμή του Ορίζοντος», ενώ τις φωτογραφίες στις οποίες δεν αναφέρονται
οι φωτογράφοι μας τις παραχώρησε και πάλι η κυρία Ξένη, από τα προσωπικά
άλμπουμ του Χρήστου. Ευχαριστώ θερμώς όλους όσοι μας παραχώρησαν τα κείμενα που
περιλαμβάνονται στο βιβλίο αυτό και ιδίως τους Σταύρο Τσιώλη και Ευγένιο
Αρανίτση, οι οποίοι έγραψαν ειδικώς για το παρόν βιβλίο. Τέλος, ευχαριστώ
τον εκδότη Βάσο Πτωχόπουλλο, δίχως την ανιδιοτελή διάθεση του οποίου ίσως το
βιβλίο τούτο να μην έπαιρνε τον δρόμο προς το τυπογραφείο.
Το «κατά
δύναμιν» του Χρήστου Βακαλόπουλου είναι αδιαμφισβήτητα μεγάλο, σπουδαίο και
σημαντικό, η δε μνήμη του διαρκής και άσβεστη. Το ότι πέρασαν είκοσι χρόνια και
κανείς δεν τον ξέχασε, αλλ’, αντιθέτως, αποκτά συνεχώς νέους θαυμαστές είναι
στοιχείο αδιάσειστο. Για όλους όσοι τον γνωρίζουν μές απ’ το έργο του θα
παραμένει πάντα ιδιαιτέρως σημαντικός, θα είναι για όλους αυτούς ό,τι είναι και
για όλους εμάς που τον γνωρίσαμε: Ο Χρήστος
Βακαλόπουλος!
Φώτης Μπατσίλας
(Ίσως η τελευταία φωτογραφία του Φώτη Μπατσίλα,
από τον Σωτήρη Κακίση)
από τον Σωτήρη Κακίση)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου