Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

Ο Βασίλης Τσιτσάνης στο νέο ελληνικό στίχο




«Τσιτσάνη σου μιλώ…»
Ο Βασίλης Τσιτσάνης στο νέο ελληνικό στίχο


του Ηρακλή Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)

Εισαγωγή
Μία αξιοσημείωτη και διόλου φωτισμένη πτυχή της περίπτωσης Βασίλη Τσιτσάνη είναι και η παρουσία του στο ελληνικό τραγούδι ως ονομαστική αναφορά σε στίχους άλλων. Ο Τσιτσάνης ως στίχος έχει μία μακρά πορεία που περιλαμβάνει μία πληθώρα διαφορετικών στιχουργών, τραγουδοποιών και, εν τέλει, ρευμάτων. Όσο κι αν ψάξετε, δεν θα βρείτε άλλον μουσικό καλλιτέχνη που να εμφανίζεται τόσο συχνά στα τραγούδια των επιγόνων του· μιλάμε για κανονική ομοβροντία που σίγουρα δεν μπορεί να εξηγηθεί μόνο με επίκληση του μεγέθους του. Γιατί υπάρχουν κι άλλοι δημιουργοί, είτε του ρεμπέτικου (Βαμβακάρης, Παπαϊωάννου), είτε άλλων ρευμάτων (Σκαλκώτας, Ξενάκης, Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Παπαθανασίου) που κατέκτησαν πανεθνική και διεθνή αποδοχή χωρίς όμως να γίνουν εργαλείο στα χέρια των στιχουργών, με εξαίρεση τον Βαμβακάρη σε εξαιρετικά μικρότερη όμως κλίμακα. Η - κυριολεκτική, όχι μεταφορική -παρουσία του Τσιτσάνη στο νέο ελληνικό στίχο είναι μοναδική σε πυκνότητα και δικαιολογεί την ακόλουθη απόπειρα καταγραφής και ερμηνείας της.

Μία απόπειρα καταγραφής

Κανένας καλλιτέχνης δεν συμπεριέλαβε στιχουργικά τον Τσιτσάνη τόσο, όσο ο Διονύσης Σαββόπουλος. Την αιτία αυτού του γεγονότος μας την εξηγεί ο ίδιος ο Σαββόπουλος, καθώς τοποθετεί τον λαϊκό δημιουργό στο σύμπαν της παιδικής ηλικίας του τραγουδοποιού, πίσω στη Θεσσαλονίκη: «Από τα χώματα και με το αεράκι / βλέπει το τραμ να έρχεται γραμμή / είναι κατάφωτο και στο σκαλοπατάκι / στέκει ο Τσιτσάνης μ' ένα μικρό βιολί» («Γεννήθηκα στη Σαλονίκη»). Στη «Θανάσιμη μοναξιά του Αλέξη Ασλάνη», τραγούδι αφιερωμένο στον εκ Θεσσαλονίκης ποιητή Αλέξη Ασλάνογλου, «το δωμάτιο είναι κρύο και στενό / κι ο Τσιτσάνης μ' ένα «γιάλα» με προγκάρει / αυτή τη νύχτα η καρδιά μου είναι βαριά» Και αργότερα, ο Νιόνιος θα απεικονίσει τον Τσιτσάνη ως πάτημα για την εξύψωση της τέχνης του: «Γιατί όλο αυτό μα όλο / θέλει αυτό το σόλο / στα σκαλιά του Τσιτσάνη / να ανεβεί να γιάνει» («Της γιατρειάς το ρίσκο»).

Ο Τσιτσάνης στο τραγούδι συνδέθηκε με μία σειρά γεωγραφικών περιοχών και χώρων. Το δρομολόγιο του Κώστα Βίρβου περιλαμβάνει «Βόλο, Λάρισα, Καρδίτσα / θα γυρίσουμε που λες / και το βράδυ στην Αθήνα / στου Τσιτσάνη για γλυκιές πενιές» («Η τσάρκα»). Η ανθρωπογεωγραφική χρήση του Τσιτσάνη κορυφώνεται στη Θεσσαλονίκη, πόλη στην οποία ο ίδιος έζησε και δημιούργησε, και την οποία ύμνησε βεβαίως σε πολλά του τραγούδια. Στη Θεσσαλονίκη του Ηλία Κατσούλη, δεν μπορεί να λείπει ο μεγάλος έλληνας συνθέτης: «στα ‘Κούτσουρα’ χορεύει η Ντολόρες / λιμάρει ο Τσιτσάνης τη ‘Δροσούλα’» [«Μεγάλη πλατεία (Θεσσαλονίκη)»]. Και με όχημα τη Γλυκερία, ο Λευτέρης Χαψιάδης συνδέει το βαρύ όνομα του δημιουργού με την Καισαριανή: «χαράματα στο Χάραμα / η νύχτα αργοκυλάει / και του Τσιτσάνη η ψυχή / κάπου εδώ γυρνάει» («Χαράματα στο Χάραμα»). 

Η «Συννεφιασμένη Κυριακή» αποτελεί βέβαια το γνωστότερο τραγούδι του συνθέτη, και η στιχουργική των επόμενων φρόντισε το όνομα του Τσιτσάνη να γίνει ένα με την Κυριακή σαν αφηρημένη έννοια και σαν σύμβολο· η Κυριακή γίνεται η Κυριακή του Τσιτσάνη. Ο Σταύρος Κουγιουμτζής γράφει: «Σ’ αυτό τον κόσμο είμαστε ξένοι / το κάθε σπίτι μια φυλακή / και η ζωή μας συννεφιασμένη / σαν του Τσιτσάνη την Κυριακή» («Αυτός ο κόσμος»). Στον «Σαμάνο», ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου φτιάχνει ένα ζεϊμπέκικο για την Κυριακή και περιλαμβάνει τον «ηθικό αυτουργό» της: «Ζεϊμπέκικο της Κυριακής / σαν τη βροχή στο τζάμι / βήματα, φτερουγίσματα / από παλιό Τσιτσάνη» («Ζεϊμπέκικο της Κυριακής»). Και ο Αντώνης Μιτζέλος οραματίζεται τη μέρα να πλέει στη θάλασσα: «Μέσα στη θάλασσα του Καββαδία / θα πλέει του Τσιτσάνη η Κυριακή / θα μοιάζει με βουβή ταινία / που δεν έχει πρωταγωνιστή» («Δίχως πρωταγωνιστή»). 

Το αίτημα μιας ανοιχτής, προοδευτικής ελληνικότητας βρίσκει στον Τσιτσάνη έναν ιδιαίτερο εκφραστή. Χαρακτηριστική είναι η άποψη του Φοίβου Δεληβοριά, ο οποίος διασκεύασε το τραγούδι «Την αντάμωσα ένα βράδυ» ως «Τσιτσάνης 1983». Σε παλαιότερη συνέντευξή του («Μουσικά Προάστια», 2008) ο Δεληβοριάς μνημονεύει: «Ο Τσιτσάνης εξακολουθεί να μένει ένα ζωντανό παράδειγμα για το τι είναι ελληνικό και παγκόσμιο ταυτόχρονα. Πάνω σε αυτόν έκαναν τη δουλειά τους και ο Χατζιδάκις, και ο Θεοδωράκης, και ο Σαββόπουλος, και όλοι. Όταν μπαινόβγαινα στις ανθολογίες του, πάντα έβρισκα κάτι για το οποίο έλεγα ‘ωχ, πάνω εδώ έχω πατήσει κι εγώ χωρίς να το ξέρω’». 

Δεν προκαλεί, συνεπώς, εντύπωση που για τη Χαρούλα Αλεξίου ο Τσιτσάνης αποτελεί τεκμήριο ιστορικής συνέχειας και ελληνικότητας: «Αφού ακόμα / ακούς Τσιτσάνη και ραγίζεις / αυτό σημαίνει ότι ακόμα / εσύ δεν αλλάζεις» («Έλα να κάνουμε έναν Έλληνα ακόμα»). Και για την Αφροδίτη Μάνου, η απώλεια του Τσιτσάνη παραπέμπει σε μία άλλη μεγάλη εθνική καταστροφή: «Ό,τι κι αν βρεις, το χάνεις / σάλπαρε κι ο Τσιτσάνης / κι από τη Μικρασία / σε κόβει μια υγρασία» («Ο αλαφροΐσκιωτος»). Στον Λευτέρη Παπαδόπουλο, ο Τσιτσάνης μαζί με τον έτερο μεγάλο ρεμπέτη συναντά τον Μακρυγιάννη, το σύμβολο ενός ανόθευτου ελληνικού στοιχείου: «Και το βράδυ-βράδυ ήρθαν με τα μας / Μάρκος Βαμβακάρης με Τσιτσάνη / σμίξαν τα μπουζούκια και ο μπαγλαμάς / με τον ταμπουρά του Μακρυγιάννη» («Δέκα παλληκάρια»). Η ίδια τριάδα, διασκορπισμένη, εμφανίζεται και στο «Φασπίντερ και ξερό ψωμί» του Τζίμη Πανούση. Πρώτα αναφέρεται ο Μακρυγιάννης, και μετά ο Τζιμάκος αναρωτιέται: «Πόσο θ’ αντέξουνε ο Μάρκος κι ο Τσιτσάνης / δεν έχουν κάνει ούτε ένα βίντεο-κλιπ». 

Ο Τσιτσάνης χρησιμοποιείται για να φωτίσει άλλες προσωπικότητες ή αφηρημένες μορφές  Στην περίπτωση του Νίκου Καλογερόπουλου, πλάι στο δίδυμο Τσιτσάνη-Βαμβακάρη εμφανίζεται και ο Γιώργος Ζαμπέτας: «Είχα καλεσμένο τον Τσιτσάνη / και του Βαμβακάρη, του Ζαμπέτα είχα πει» («Το χορτάρι»). Το ίδιο και με τον Θόδωρο Ποάλα: «Ο Τσιτσάνης στα πανιά / και ο Ζαμπέτας στην πενιά / Βαμβακάρης στο κουπί / κι η ευτυχία στην ψυχή» («Ο Ζαμπέτας στην πενιά»). Στην περίπτωση της Τασούλας Θωμαΐδου, παρέα του είναι ο Χιώτης: «κι ο Τσιτσάνης με το Χιώτη νοσταλγούσανε τη νιότη» («Στου Παράδεισου τα ωραία». Ο Άκος Δασκαλόπουλος συνδέει τη μορφή μιας λαϊκής τραγουδίστριας με τον μεγάλο δημιουργό: «Τη ζεϊμπεκιά γουστάριζαν / απ’ τον καιρό του Αδάμη / κι η Εύα τραγουδίστρια / σεκόντο στον Τσιτσάνη» («Το ρεμπέτικο»). Πιο αφηρημένα, ο Σταμάτης Μεσημέρης βάζει τον Τσιτσάνη στο στόμα των κοινών γυναικών: «Σεργιάνι στο άδικο του δρόμου οι αγάπες / ανάβουν τα αίματα με τρόπο μαγικό / σφυρίζουν μόρτικα Τσιτσάνη στους πελάτες» («Του δρόμου οι αγάπες»). 

Είναι προφανές ότι η αναφορά στον Τσιτσάνη φωτίζει συναισθήματα και παράγει φόρτιση, είτε χαρμόσυνη, είτε θρηνητική. Ο Κώστας Τριπολίτης στρέφεται στον Τσιτσάνη για να εκφράσει ένα βαθύ αίσθημα λύπης: «Νιώθω τη θλίψη του Τσιτσάνη / βαρύ παλιομοδίτικο νταλκά» («Του Τσιτσάνη η συννεφιά»). Ο Τάσος Λειβαδίτης συνδέει το κλάμα του τραγουδιού του Τσιτσάνη με τη βραδινή χαρμολύπη: «Σάββατο βράδυ έμορφο / ίδιο Χριστός Ανέστη / κι ένα τραγούδι του Τσιτσάνη / κλαίει κάπου μακριά» («Σαββατόβραδο»). Ο Κώστας Βίρβος προσκαλεί «να ξανακούσουμε τραγούδια του Τσιτσάνη / φωτιά και δάκρυ στο ποτήρι μου να πιω» («Στην Πράγα και στην Μπρατισλάβα»). Και ο Λάκης Τεάζης επικαλείται τον Τσιτσάνη ως μέτρο πόνου: «Κι αν χειρότερα μου κάνεις / μ' ένα δάκρυ θα στο πω / όπως κλαίει ο Τσιτσάνης / σε γραμμόφωνο παλιό» («Οι άντρες που αγαπάνε»). 

Εκτός όμως από αυθεντικό πόνο και δάκρυ, ο Τσιτσάνης επιφυλάσσει και παρηγοριά. Με τη φωνή του Νίκου Ανδρουλάκη, ο Γιάννης Τζουανόπουλος στρέφεται στο συνθέτη για να βρει ελπίδα: «Είσαι μια νότα του Τσιτσάνη / από χασάπικο παλιό / μες στης καρδιάς μου το λιμάνι / το πλοίο που θα καρτερώ» («Είσαι μια νότα του Τσιτσάνη»). Στον Άγγελο Αξιώτη, το γλέντι του απέναντι διαμερίσματος συνυπάρχει με τη δική του μελαγχολία: «Στο ρετιρέ γλεντάνε με Τσιτσάνη / κι η μοναξιά αδέρφι μου πιστό» («Στο ρετιρέ»). Στις μεγάλες πίστες, ο Μιχάλης Γκανάς βλέπει επίσης Τσιτσάνη: «Βάζει κόκκινο φουστάνι / δυο τραγούδια του Τσιτσάνη / και στις πίστες του Σαββάτου / γδύνεται τα μυστικά του» («Το κορμί σου το αλάνι»). Και η Λίνα Νικολακοπούλου απευθύνεται στον Τσιτσάνη για να βρει την αίσθηση της επιθυμίας: «Και λέω, θέλω να ’χω κι εγώ λίγα μεράκια / Τσιτσάνη σου μιλώ» («Βράχος»). Το κύριο εργαλείο του λαϊκού συνθέτη για να ενθαρρύνει την ψυχική ανύψωση είναι το μπουζούκι. Ο Δημήτρης Χριστοδούλου παροτρύνει: «Παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι / ρίξε μου μια γλυκιά πενιά / παίξε Τσιτσάνη μου το μπουζουκάκι / να θυμηθούμε τα παλιά» («Το φεγγάρι κάνει βόλτα»). Και ο Σταμάτης Κόκοτας υπενθυμίζει: «Κι ο Τσιτσάνης στο τραπέζι / το μπουζούκι του θα παίζει / ως τα ξημερώματα» («Μπράβο που σε λένε Νίκη»). 

Γενικότερα, ο Τσιτσάνης αντιπροσωπεύει το αυθεντικό· αποτελεί μια σταθερά ήθους και αισθητικής σε έναν κόσμο που αλλάζει. Ο Λευτέρης Χαψιάδης παραθέτει τον συνθέτη ως τεκμήριο μνήμης: «Ξεκίνησα πριν χρόνια από σένα / πρόλαβα κι είδα τον Τσιτσάνη ζωντανό» («Η ζωή μου τραγούδι»). Στον «φιλιππικό» του ενάντια στον Μίκη Θεοδωράκη, ο Παύλος Σιδηρόπουλος υπενθυμίζει την ταπεινότητα του Τσιτσάνη: «κι ενώ ο Τσιτσάνης παίζει καθιστός / εσύ το παίζεις μουσουργός» («Μίκυ Μάους»). Για τον Μιχάλη Μπουρμπούλη, η απουσία του Τσιτσάνη αποτελεί σημάδι κοινωνικής παθογένειας: «Μετά θα ψάξω να σε βρω / σ’ αυτό το δύσκολο καιρό / τώρα που δεν ακούγεται / τραγούδι του Τσιτσάνη» («Είχες θάλασσες στα μάτια»). Ο δημιουργός γίνεται πυξίδα όλης της κοινωνίας με τα ατομικά του χαρακτηριστικά και τα συλλογικά προτάγματα που ασυνείδητα εξέφρασε. 

Πάνω απ’ όλα όμως, ο Τσιτσάνης γίνεται συνώνυμος της ελευθερίας· δίπλα του, μπορούν να σταθούν και να αναμιχθούν τα πιο αλλόκοτα ρεύματα, και να γεννηθούν έτσι οι πιο πρωτότυπες και αντιφατικές, υβριδικές καταστάσεις. Ας θυμηθούμε τον Τάσο Σαμαρτζή και το στίχο «Τσιτσάνη και ροκ γωνία / που κάνει πιάτσα η ιστορία» («Τσιτσάνη και ροκ γωνία»). Ή τον Λουκιανό Κηλαηδόνη και την πρόσκλησή που απευθύνει προς τον λαϊκό δημιουργό στο πάρτυ του: «Να ’ρθει ο Τσιτσάνης / και να ’ρθει κι ο Μπαχ» («Το πάρτυ»). Ή, ακόμα, τον Σάκη Μπουλά που συνδέει ρεμπέτικο με ρέγκε! «Όταν βρίσκομαι μπροστά σε juke box / παίζει ο Marley με τον Τσιτσάνη μποξ» («Ρέγκε και σαρδέλε»).






Μία απόπειρα ερμηνείας

Στο σημείο αυτό, το ερώτημα γεννιέται αναπόφευκτα: γιατί, και ως τι ο Τσιτσάνης; Ποια η λειτουργία του μέσα στο στίχο του νεότερου ελληνικού τραγουδιού;

Αφενός, το όνομα του Τσιτσάνη γίνεται μία εγγύηση σταθερότητας, μία νησίδα αξιών και αυθεντικότητας εν μέσω αισθητικής και ηθικής νόθευσης. Η εξιδανίκευση του Τσιτσάνη ως αισθητικό φορτίο και ως ιστορική αποσκευή είναι ουσιαστικά ένας τρόπος συλλογικής διαμαρτυρίας των ελλήνων στιχουργών εναντίον της επέλασης του επιφανειακού, του προκατασκευασμένου. Αναφέροντας το όνομά του, μνημονεύουν ένα υπόδειγμα ήθους και ευαισθησίας που ως πρόσωπο ενσαρκώνει όλα όσα θέλουν να εκφράσουν. Ο Τσιτσάνης ως στίχος είναι το παρελθόν αλλά και το μέτρο του παρόντος, είναι η λύπη και η συννεφιά αλλά και το γλέντι και η έξω καρδιά, είναι ο μάγκας αλλά και ο τρυφερός, ο Έλληνας και ο άπατρις. Παραπέμπει σε μία Ελλάδα που έφυγε για πάντα, για την περιγραφή της οποίας θα χρειάζονταν σελίδες επί σελίδων· αποτελεσματικότερες και ποιητικότερες οι τρεις συλλαβές και τα εννιά γράμματα του επιθέτου του. Παράλληλα, συμπυκνώνει ένα συναισθηματικό πλούτο που είναι χωνευμένος ως βίωμα στη συλλογική μας συνείδηση. Στο άκουσμα του ονόματός του δεν σκεφτόμαστε, παρά νοιώθουμε και θυμόμαστε κάτι έντονο, κάτι που είναι ήδη κτήμα της εμπειρίας. 

Αφετέρου, η παραπομπή στον Τσιτσάνη συνιστά και μία ευκολία. Η επίκλησή του γεννά εξαρτημένα αντανακλαστικά. Δεν χρειάζεται να εξηγήσουμε, δεν απαιτείται επιχειρηματολογία, αρκεί η επίκληση. Ο Τσιτσάνης ως στίχος λειτουργεί σαν τις τελίτσες των αποσιωπητικών, …μπαίνει και τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Ένας κάποιος λαϊκισμός αυτής της ευκολίας παραμονεύει· «εμείς», οι καλοί, με τον Τσιτσάνη και το άσπιλο παρελθόν μας, και «αυτοί», οι κακοί, οι νοθευμένοι και ξεπουλημένοι. Η επίκληση του Τσιτσάνη, δηλαδή, ίσως προσέβλεπε και σε μία παβλωφική αντίδραση άμεσης και αναμφισβήτητης αποδοχής του εκάστοτε τραγουδιού από το κοινό. Ο Τσιτσάνης και η επίκληση στο «αυθεντικό» βόλευαν, ιδιαίτερα μετά την μεταπολίτευση, μέσα σε μία πλημμυρίδα νέο-ρεμπέτικων και νέο-λαϊκών ασμάτων. Ίσως, δηλαδή, η παρουσία του Τρικαλινού συνθέτη στο νεότερο στίχο να αποτελεί και ένδειξη ένδειας, ένα αναμάσημα των ήδη έτοιμων, και όχι - ή όχι μόνο - ένδειξη πλούτου και πρωτοπορίας. 

Σε κάθε περίπτωση, η δεύτερη ζωή του Τσιτσάνη ως στίχου αντανακλά την πρώτη του ζωή ως δημιουργού που σημάδεψε όσο λίγοι την πορεία του ελληνικού τραγουδιού. Φαίνεται ότι το έργο και η εν γένει παρουσία του άγγιξαν ευαίσθητες χορδές των ομότεχνών του, οι οποίοι τον τίμησαν δεόντως, μνημονεύοντάς τον επανειλημμένα στα τραγούδια τους. Είτε ως ανεπανόρθωτη απώλεια, είτε ως στέρεα βάση για τα επόμενα, ο νέος από τα Τρίκαλα συνεχίζει βασανιστικά να μας αφορά - όχι μόνο ως συνθέτης, όχι μόνο ως στιχουργός, αλλά και ως στίχος!



 

1 σχόλιο:

NIKOS είπε...

Πραγματικά, είναι τρομερό! Πόσοι άνθρωποι αναφέρουν στα τραγούδια τους τον Τσιτσάνη!!! Δεν το είχα σκεφτεί "συγκεντρωτικά" το θέμα...
Με αφορμή αυτό το δημοσίευμα συνειδητοποίησα ότι κι εγώ αναφέρω τον Τσιτσάνη σε τραγούδια που έχω γράψει (άσχετα αν δεν τα έχει ακούσει κανείς). Με την πρώτη σκέψη θυμήθηκα δύο, αλλά νομίζω ότι είναι δυο τρία ακόμη...