Γιώργος Π. Τσάμπρας:
«Ήταν εμμονή μου να μην έχω προσωπικές σχέσεις με κρινόμενους»
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)
Ξεκίνησα να γράφω δισκοκριτικές στα 18 μου χρόνια, το 1982. Έτσι κι αλλιώς, μ’ άρεσε από μικρός το τραγούδι. Όπως επίσης και το να λέω τη δική μου αλήθεια, έστω και με τον κίνδυνο να χαρακτηριστώ «ο τρελός του χωριού». Στην αρχή, μ’ άρεσε πολύ να βλέπω δημοσιευμένα αυτά που έγραφα. Μετά από καιρό απέκτησα την ωριμότητα να σκέφτομαι αν η δική μου αλήθεια, υπάρχει κάποιος λόγος να απασχολεί έναν αναγνώστη. Πολύ περισσότερο, όταν πάντα διατηρούσα το δικαίωμα να αλλάζω τη δική μου αλήθεια. Θυμάμαι, όταν είχε βγει η «Νυχτερινή εκπομπή» της Αφροδίτης Μάνου, μένοντας μόνο στο εξωτερικό ηχητικό περίβλημα, την είχα κατακεραυνώσει για τη σύμπλευσή της με τον ποπ ήχο της εποχής εκείνης. Πολύ σύντομα, αγάπησα πολύ τον τρόπο της Μάνου, αλλά τα γραπτά μένουν. Θα ‘χω κάνει κι άλλα τέτοια, δεν μπορεί. Από την άλλη μεριά, και σήμερα ακόμα όταν διαβάζω παλιές μου σκέψεις βρίσκω ζητήματα ή απόψεις για δίσκους που με απασχολούν πάντα, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. Δεν υπάρχει κανόνας τελικά.
Ό,τι θυμάμαι πιο άσχημα από τα χρόνια που άσκησα επαγγελματικά το άθλημα είναι ότι έπρεπε να γράψω κάτι για δίσκους που δεν ήθελα να πω τίποτα ή μόλις προλάβαινα να ακούσω. Ήθελα πάντα να υπάρχει μια πιο χαλαρή σχέση ανάμεσα στην ακρόαση και στο χρόνο. Αλλά εκείνο που μ’ έδιωξε οριστικά, ήταν η γνώση που απέκτησα με τα χρόνια ότι δεν μπορούσα να πείσω κανέναν για τις καλές μου προθέσεις. Ήταν, ας πούμε, μια εμμονή μου για χρόνια, να μην έχω προσωπικές σχέσεις με κρινόμενους. Την ίδια στιγμή, έβλεπα συχνά δίπλα μου - ακόμα και στα ίδια έντυπα - να γράφονται «κριτικές» σε καλλιτέχνες ακόμα κι από παραγωγούς των δραστηριοτήτων τους, από ανθρώπους που σαφώς χρησιμοποιούσαν αυτό το βήμα για να αποκτήσουν εξουσία ως παράγοντες, από ανθρώπους με δεδομένες εμμονές και εμπάθειες.
Δε θέλω να πω ότι όλος ο χώρος είναι έτσι. Αλλά μ’ ενοχλούσε πάντα πολύ η διαδικασία να αποδείξω ότι δεν είμαι ελέφαντας. Πολύ περισσότερο που έβλεπα ότι μ’ αυτές τις παρασπονδίες, γενικότερα ο χώρος της δισκοκριτικής, σπάνια κέρδιζε την εγκυρότητα που του αναλογούσε. Δοκίμασα για ένα διάστημα να οργανώσω κάποιες συζητήσεις γύρω από την τρέχουσα δισκογραφία (οι «Συνακροάσεις» στο «Δίφωνο»). Μ’ άρεσε, ήταν όμως πολύ κουραστικό και επιπλέον μη φανταστείτε ότι είχε και την απόλυτη αποδοχή των «παραγόντων» που ήθελαν «στήλες» πιο ελεγχόμενες ή ακόμα και πιο ανυπόληπτες - άρα και εύκολα βαλλόμενες. Αλλά εδώ και 20 χρόνια σχεδόν, έχω αρνηθεί πολλές φορές να υπογράψω «δισκοκριτική» με την κλασσική έννοια. Προτιμώ να συζητάω με τους φίλους μου ή με ραδιοφωνικούς ακροατές. Και - όσο μού δίνεται επαγγελματικά η δυνατότητα - να ψάχνω στοιχεία χρήσιμα σε επίπεδο έρευνας για το ελληνικό τραγούδι.
Τώρα με το διαδίκτυο, ο χώρος έχει γίνει πολύ περισσότερος, τα κείμενα πολύ μεγαλύτερα και οι άνθρωποι που ασχολούνται κάνουν κυρίως το «χόμπυ» τους. Όλα αυτά σαφώς και έχουν τις παρενέργειές τους. Δεν έχω βέβαια άμεση σχέση - δε μου το έχει ζητήσει κανείς με συνθήκες στοιχειωδώς επαγγελματικές - και δεν ξέρω πως λειτουργούν «εσωτερικά». Έχω ξεχωρίσει, ωστόσο, υπογραφές (π.χ. Αρναουτάκης, Γιώγλου) και αναφορές που δείχνουν σοβαρή ενασχόληση και σημαντικό υπόβαθρο σε επίπεδο έρευνας. Σε επίπεδο «κριτικής» άποψης όμως, νοιώθω και πάλι ότι τα πράγματα κινούνται πάντα περισσότερο με γνώμονα τις «δημόσιες σχέσεις» του «μέσου» ή του γράφοντα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου