ΣΩΤΗΡΙΑ ΛΕΟΝΑΡΔΟΥ ΚΑΙ Η ΓΟΗΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΝΤΙΦΑΣΗΣ
του Γιώργου Σταυριανού
Σωτηρία Λεονάρδου
και η γοητεία της αντίφασης, Σωτηρία Λεονάρδου και η κουλτούρα της ανυπακοής…
Διατρέχοντας στην
αρχή, διαβάζοντας στην συνέχεια την αποσπασματική και σε αρκετά σημεία
ηθελημένα αινιγματική της κατάθεση, επιβεβαιώνω άθελά μου την αλήθεια της
πρώτης εντύπωσης.
Το μυστήριο της
Δημιουργίας και το Salto Mortale μιας διαδρομής που δεν υιοθέτησε την ευχή αλλά την κατάρα, η ανάδειξη
της ασυνείδητης επιμονής στην αναζήτηση της ουσίας που αν δεν υπάρχει θα πρέπει
να εφευρεθεί, ενστικτώδης απαίτηση για Αλήθεια, βάναυση μεταχείριση της
μετριότητας και της αδικίας από μια ύπαρξη που γεννήθηκε για να αφοπλίζει την
λύτρωση και κάθε είδους παράδεισο.
Από τον Rimbaud στον Ginsberg, από τον Αισχύλο στον Michel Houellebecq και τον Brad Watson, ο λογοτέχνης δεν έπαψε να διηγείται ( αφηγείται ) τον κόσμο στην
απελπισμένη του προσπάθεια να τον κατανοήσει. Η ελπίδα για λύση έχει πια
εναποτεθεί στην αποκρυπτογράφηση της αρμονίας του Χάους που πρέπει να
αντιμετωπιστεί χωρίς τρόμο. Γιατί απλά αποτελούμε μέρος του προβλήματος, γιατί
πρέπει να ζούμε με τον Τρόμο.
Μια περιφραγμένη
περιοχή που αμφισβητεί τους παρείσακτους…Με είχε αμφισβητήσει και ‘μένα και
μόνο ίσως γιατί, χωρίς Έρωτα την αναζήτησα.
Αργότερα κατάλαβα πόσο έκθετη, πόσο ευάλωτη είναι πάνω σε μια σκηνή. Δεν
απευθύνεται τόσο στις παρουσίες όσο στις απουσίες. Η ερμητικά κλεισμένη περιοχή
γίνεται κραυγή, η ερωμένη ξεπερνά την θεατρίνα, θέλει να φτάσει εκεί όπου ότι
πλησιάζει καίγεται, στ’αφτιά μου το τραγούδι της μεταμορφώνεται σε ουρλιαχτό,
έμβρυο που καταβροχθίζει την μητέρα…
Όχι όχι, η Σωτηρία
δεν αποτελεί μέρος του περιθωρίου. Το περιθώριο αποτελεί μέρος του πεδίου της πνευματικής της άσκησης και
αναζήτησης. Περιγράφοντας τον θυμό της εξαγνίζει το παράλογο της ζωής και του
θανάτου. Το πιο περίεργο όμως είναι πως θυμό δεν έχει. Έτσι θέλουν οι άλλοι να
την βλέπουνε, είναι η εικόνα που η ίδια εισπράττει και που σε τελική ανάλυση
υιοθετεί.
Αξίες και πρακτικές
σήμερα που συνδέονται με το Νέο καπιταλισμό ή νεοφιλελευθερισμό, χωρίζουν τους
ανθρώπους και τους απομονώνουν, διαφθείρουν τα σημεία αναφοράς που εξασφαλίζουν
την αίσθηση της συνέχειας στην ζωή τους. Και εδώ ακριβώς εντοπίζεται και το
πολιτισμικό πρόβλημα του σύγχρονου καπιταλισμού. Η αδυναμία κατασκευής μιας
αφήγησης μέσα σ’ ένα πλαίσιο σε διαρκή ανασυγκρότηση και με βραχυπρόθεσμους
στόχους.
Το ρήγμα είναι πια
τραυματικά ορατό μέσα σ’ έναν κόσμο όπου όλοι μοιραζόμαστε τους ίδιους
κινδύνους, κι όπου λίγο πολύ υιοθετούμε τις ίδιες πρακτικές. Αυτό σε πρώτο
επίπεδο. Κι’ αυτό γιατί, αν και ακόμα στα σπάργανα, η αντίστροφη μέτρηση έχει
αρχίσει. Η απομαγευμένη εδώ και τρεις αιώνες ανθρωπότητα, αναζητά πια μια
καθαρτήρια αναφορά. Το φανταστικό επιστρέφει και αποκαθίσταται. Οι μοριακοί βιολόγοι
μιλούν πια ανοικτά για την πιθανή ύπαρξη του γονιδίου της πίστης. Οι ειδικοί
μελετητές του μικρόκοσμου και των στοιχειωδών σωματιδίων, κινούνται σε μια ζώνη
μη προσδιορήσημη, σύμφωνα πάντα με τις μέχρι σήμερα ισχύουσες επιστημονικές
νόρμες. Οι εσχατιές της ύλης, επαναπροσδιορίζουν τα δεδομένα. Η ίδια η
πραγματικότητα, ή τουλάχιστον ότι μάθαμε να αποκαλούμε πραγματικότητα,
αποδεικνύεται ανεπαρκής και απροσάρμοστη. Η καινούρια γνώση δυναμιτίζει την
κοινωνία της παντοδύναμης Λογικής που επέβαλε η Δύση. Η φιλοσοφία εγκαλείται από την αστροφυσική και
τη νανοεπιστήμη, την γονιδιακή έρευνα, την υπεραγωγιμότητα και το πνεύμα της
Ανατολής που εισβάλλει στις δυτικές Μητροπόλεις επιβάλλοντας έναν καινούριο
τρόπο πνευματικής άσκησης και αντιμετώπισης του κόσμου και της ζωής. Η
μυστικιστική αναζήτηση επανακάμπτει στους ίδιους αυτούς τόπους από του οποίους
είχε εκδιωχθεί.
Τα διάφορα πεδία που συγκροτούν την αφήγηση της Σωτηρίας Λεονάρδου,
επιβεβαιώνουν την σύγχρονη συγγραφική τάση και αντίληψη. Η κατάρρευση κοσμοθεωριών και συνόρων, η εξέλιξη
της υψηλής τεχνολογίας και η επικράτηση μιας όλο και πιο ευαίσθητης αλλά και
απατηλής ισορροπίας, η συνειδητοποίηση του κοσμικού χρόνου και των συμπαντικών
αποστάσεων, το πνεύμα μιας επιστήμης που βρίσκεται ένα βήμα πριν την μεγάλη
Ανατροπή, πριν την Μεγάλη δική της Έκρηξη, επιβάλλουν αναπροσαρμογή ή κανονική
αλλαγή πλεύσης. Η τέχνη για άλλη μια φορά, αν και παροπλισμένη, και έχοντας
εγκλωβιστεί στις δαγκάνες της κοινωνίας της υπερκατανάλωσης και της ανυπόληπτης
μαζικής κουλτούρας, σε μιαν ύστατη προσπάθεια προσπαθεί να οδηγήσει-
αφηγούμενη- την ανθρώπινη περιπέτεια.
Κι έτσι το έργο, το κάθε έργο, δεν μπορεί να αποσπαστεί ούτε από το
χωροχρονικό του πλαίσιο, ούτε από το σταθερό του σημείο αναφοράς που παραμένει
ο άνθρωπος και η αγωνιώδης αναζήτηση της καταγωγής του.
Κάθε έργο όμως είναι και ένταξη, είναι και στράτευση. Μόνο που σήμερα,
ανάμεσα στα δύο στρατόπεδα που, από την εποχή ακόμα του Πλάτωνα και του
Αριστοτέλη μονοπωλούσαν την δυνατότητα επιλογής- το υλιστικού τύπου από τη μια,
ιδεαλιστικού τύπου από την άλλη- παρενεβλήθη και ένα τρίτο. Στερείται
δογματικού χαρακτήρα, υιοθετεί τον ολιστικό τρόπο θεώρησης, και εισάγει μια νέα
παράμετρο κυρίαρχη. Την ενορατική διαίσθηση. Η πόρτα που χώριζε το πραγματικό
και το φανταστικό έχει πια ανοίξει. Οι εσχατιές της ύλης το επιβεβαιώνουν
άλλωστε και εργαστηριακά, το πέρασμα από την ύπαρξη στην ανυπαρξία εναπόκειται
στην διακριτική ευχέρεια άγνωστων και ακατανόητων ακόμα προγραμματικών και
επιχειρησιακών κέντρων. Και δεν
βρισκόμαστε ακόμα παρά στην αρχή.
Συναισθησιακές κάθε
τόσο παρεμβολές με ήχους που βλέπονται και χρώματα που ακούγονται, ένας καταιγισμός μεταμορφώσεων, συμβόλων και
αντανακλάσεων, σχήματα στην κυριολεξία μεταφορικά, πύρινα μονοπάτια που
εξαγνίζουν και πυρσοί που κραδαίνουν αυτόκλητοι και χωρίς ηλικία και
συγκεκριμένο προσδιορισμό μύστες, αρχαίες φυλές που ταξιδεύουν στον χώρο και
τον χρόνο…, η σωτηρία που έρχεται με τη μορφή ενός μικρού μαύρου θα μπορούσαμε
να πούμε Χριστού, και η ηρωίδα που ακούει στο-πόσο τυχαίο άραγε όνομα;- Ξένη..,
και που συμπτωματικά είναι ανθρωπολόγος, οργώνουν το κείμενο που μας μεταφέρει
στην γη των προβληματισμών, των τύψεων και της μακρινής μας καταγωγής, την
Αφρική, τελευταία ίσως αυθεντική αν και φρικτά λεηλατημένη, γεωπολιτισμική
ενότητα της οικουμένης. Μέσα από την μυθοκριτική και την μυθανάλυση, την
σημειωτική αναγωγή και την ψυχοκριτική, θα μπορούσε ο ειδικός μελετητής να
προχωρήσει μέχρι να περικυκλώσει τον προσωπικό μύθο της συγγραφέως. Το υλικό
όμως είναι ιδιαίτερα προκλητικό και για μια φροϋδικού τύπου επεξεργασία όπως
κάτι ανάλογο επιχειρήθηκε από τον ίδιο τον Φρόιντ με την Gradiva, ένα μικρό μυθιστόρημα
του Wilhelm Jensen. Πρόκειται για ένα διήγημα που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά το 1903 με
τον τίτλο ‘Πομπηϊανή φαντασία’ . Για την ιστορία αναφέρουμε ότι, Gradiva σημαίνει « αυτή που περπατά.»
Ενδοσκοπώντας όλη
αυτή την κατασκευή που συγκροτεί το συγκεκριμένο μυθιστόρημα με τον απροκάλυπτα
προκλητικό και αθώο μαζί τίτλο «Πίσω από
ένα πέπλο μυστηρίου», εντύπωση προκαλεί η συναισθηματική απουσία. Λες και η
ολοκλήρωση για να υπάρξει, πρέπει πρώτα να παροπλιστεί η φόρτιση, πρέπει να
ξεμάθουμε ότι μέχρι σήμερα είχαμε μάθει. Αδύνατον να παραβιαστεί ο ψυχολογικός
ζωτικός χώρος της ηρωίδας. Τα βαθύτερα κίνητρα παραμένουν σκόπιμα
αδιευκρίνιστα, οι στόχοι, παραπέμπουν σ’ ένα βραδυφλεγές μυστήριο. Μέχρι και
την τελευταία στιγμή, ο αναγνώστης πυροβολείται στην κυριολεξία από το ‘υγρόν
πυρ’ εικόνων Αποκάλυψης.
Η βροχή ανοίγει την
διήγηση και η βροχή φροντίζει να την κλείσει, έχοντας όμως ανοίξει ένα παράθυρο
στο φως αυτή τη φορά, ένα παράθυρο στον ήλιο.
Η παρουσίαση ενός
μυθιστορήματος, δεν στοχεύει κατ’ αρχήν στην κριτική του αντιμετώπιση και στην
αισθητική του ανάλυση και αξιολόγηση. Σίγουρα και μόνο η ενασχόληση με το
συγκεκριμένο έργο, δεν αφήνει ανεπηρέαστο τον σχολιαστή. Όμως και σε καμιά
περίπτωση, δεν ξεφεύγει από το πλαίσιο μιας γενικότερης τοποθέτησης, που σκοπό
έχει να εισαγάγει τον ακροατή-αναγνώστη και όχι να τον μυήσει.
Το σύστημα
ανάγνωσης παίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αποκωδικοποίηση που κάθε φορά
επιχειρούμε όταν βρισκόμαστε αντιμέτωποι με ένα λογοτεχνικό έργο. Μια τραγωδία
του Σοφοκλή, αν το ενδιαφέρον μας εστιαστεί στην γοητεία που εκπέμπουν οι
στίχοι εισπράττεται σαν Ποίηση, αν όμως ακολουθήσουμε την πράξη, είναι δράμα.
Μια συγγραφική κατάθεση, μέσ’ από την σκέψη
του δημιουργού που την εκφράζει, αναδεικνύει την ζωή ενός ανθρώπου. Όμως ο
άνθρωπος και οι αξίες του, είναι σε διαρκή συνάρτηση και σχέση με τον Θεό και
με τους υπόλοιπους ανθρώπους. Με αυτή την έννοια, αποτυπώνεται ( σκιαγραφείται
) μια θρησκεία, μια πολιτική μια κοινωνία. Η Σωτηρία Λεονάρδου δεν θα μπορούσε
ν’ αποτελεί εξαίρεση. Κάθε της κύτταρο είναι διαποτισμένο από το πνεύμα και την
κουλτούρα της Μαύρης Ηπείρου, της σοφίας, των αντιθέσεων και των υπερβάσεων που
την συγκροτούν. Ανασύρει μνήμες διαφοροποιώντας τον ιστό της νοσταλγίας, κάθε
τόσο σκύβει και αφουγκράζεται το αινιγματικό τραγούδι που ανεβαίνει ασταμάτητα
από τις αστείρευτες σημειωτικές δεξαμενές της μαγικής και παλιάς γης. Πώς θα
μπορέσει όμως ποτέ να το μεταδώσει αν δεν το κατανοήσει; Πώς θα μπορέσει και η
ίδια να το αποκωδικοποιήσει; Πώς η Ξένη θα κατορθώσει να γίνει οικεία χωρίς να
δολοφονήσει πρώτα τον ίδιο της τον εαυτό;
«Έβλεπα τις
εικόνες-σκιές στα τζάμια σαν παρατηρητής χωρίς φόβο. Σκεφτόμουν πως όλα τα
ταξίδια και οι εμπειρίες που αποκόμισα στη ζωή μου, άφησαν το χνάρι της θλίψης
των ανθρώπων και των πραγμάτων, βαθειά μέσα στην ψυχή μου και τη βάρυναν. Ούτε
η αρρώστια, ούτε η τρέλα ή ο φόβος του θανάτου, ούτε ακόμα και η αρχαία,
οργασμική κραυγή δεν με δεσμεύσανε ή με τρομάξανε! Μόνο η θλίψη του αναπάντητου
‘γιατί’ του κόσμου με βάραινε! » σελ.89
Όμως η Σωτηρία
Λεονάρδου πάνω απ’ όλα είναι μια παράσταση. Ένα δωμάτιο σκοτεινό και μια θεατρίνα
που μπορεί και να ’χει το χάρισμα να εντοπίζει
τον υποψιασμένο συνομιλητή. Είχα την ευκαιρία να συνομιλήσω κι εγώ ένα βράδυ
μαζί της, όχι όμως και να γίνω συνένοχός της, ίσως γιατί περισσότερο απ’ όσο
θάπρεπε φαινόμουν υποψιασμένος, στα δικά της όμως μάτια, καχύποπτος.
Όπως και στα
κείμενά της, δεν κατόρθωσα να εντοπίσω κίνητρα και τουλάχιστον ορατό στόχο. Η
κίνηση, ναι, είχε μια τάση ελεγχόμενης δραματικότητας, η φωνή λες και
σκαρφάλωνε σε ύψη που δεν φανταζόσουν ότι υπήρχαν.., μια αμετανόητη και απρόσμενη
αποφασιστικότητα.., οπλισμένη με την χωρίς ελπίδα εκείνη στέρεη και καθάρια
δύναμη του κατάδικου που μόλις άκουσε
να του απαγγέλουν την εσχάτη των ποινών, δύναμη μιας ελευθερίας που αγγίζει τα
όρια της σχεδόν απόλυτης και σκοτεινής γνώσης, κι ύστερα, ουρλιαχτό θηρίου που σα να πνιγόταν..,
για να καταλήξει σε μονόλογο που λίγο διέφερε από τη σιωπή. Παραδομένη σε μιαν
ακατανόητη και παράλογη μοίρα που δεν την υπερβαίνεις ούτε με την τέχνη, που
δεν την ξεγελάς ούτε με τον έρωτα. Πρέπει να γράφει, σκέφτηκα, το ίδιο εκείνο
βράδυ.., και την φαντάστηκα σκυμμένη
πάνω στο χαρτί με μιαν ακαθόριστη μελαγχολία στη ματιά, να προσπαθεί να αποδράσει
από τα βασανιστικά ερωτηματικά, και την αγωνία της ζωής και του θανάτου και του
Έρωτα.
Όπως και πάνω στην
σκηνή, μια αδιαφάνεια απομονώνει σαν προστατευτικός ιστός τόσο την ίδια, όσο
και τα κείμενά της. Ίσως και αυτό να ‘ναι το μυστικό της περίεργης γοητείας που
εκπέμπει σε όσους εκείνη θέλει γύρο της. Είναι μια γοητεία ενός άλλου τύπου,
ξεχωριστή και διφορούμενη, όχι όμως απελπισμένη, σκέφτηκα, και εκεί παρέμεινα
μέχρι που διάβασα το μυθιστόρημά της.
« Κοίταξα το αδύνατο
σαν κλαράκι, χεράκι του παιδιού που με κρατούσε από το χέρι με σιγουριά και
δύναμη και ένοιωσα την παγωμένη αύρα της θλίψης να με καταλαμβάνει. Δάκρυα
πλημμύρισαν τα μάτια μου, δάκρυα που έκαιγαν σαν οξύ. ‘Πώς’ σκέφτηκα, ‘Πώς η
αδιαφορία και η πλεονεξία μας υποβάθμισαν τις αξίες της ζωής, έτσι που να
υπάρχουν ακόμα τέτοιες συνθήκες διαβίωσης σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της γης;
Και εδώ; Εδώ σ’ αυτή την υπέροχη και πλούσια χώρα, τι κάνανε; Μπροστά ,σαν
βιτρίνα, οι θαυμάσιοι κήποι με τα μεγάλα, όμορφα σπίτια και τις πισίνες…και,
πίσω από τη βιτρίνα, κρυμμένο το μαύρο γκέτο, όπου δεν ανθίζει ούτε ένα
λουλουδάκι. Είμαι σίγουρη πως ο απόηχος των στεναγμών ανθρώπων και ζώων, που
υψώνεται στον ουρανό σαν αόρατος μαύρος καπνός, κάποια μέρα θα πέσει επάνω μας
σαν κεραυνός του Δία, που φέρνει την τάξη μετά την Ύβρη και το Χάος!’ Η φωνή
του παιδιού απόμακρη και διεισδυτική σαν ‘τη φωνή της σιγής’ διέκοψε τις
σκέψεις μου.» σελ.46
Στο τελευταίο του
μυθιστόρημα-δοκίμιο που τιτλοφορείται «Η τυραννία της μεταμέλειας» , ένας από
τους μεγαλύτερους στοχαστές του καιρού μας, ο Pascal Bruckner, γράφει. «Είναι
σκληρό να είσαι μαύρος. Υπήρξα παλιά, όταν ήμουν φτωχός».
(Κείμενο-παρουσίαση του βιβλίου της Σωτηρίας Λεονάρδου, "Πίσω από πέπλο μυστηρίου", Εκδόσεις Διάπλαση, 2006)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου