Νίκος Μαμαγκάκης: "Μουσική ακούω, ζωή καταλαβαίνω"
του Αλέξη Βάκη
(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΑΥΓΗ, 28.07.2013)
Όταν ήμουν πολύ νέος, δούλευα σε διάφορα μαγαζιά. Με τον Καπλάνη, με τον Καλδάρα, με τον Μπέμπη, με όλους. Έπαιζα κιθάρα, έπαιζα ακορντεόν, μη φανταστείς βέβαια ότι ήμουνα και και κανένας βιρτουόζος, απλά έπαιζα. Επειδή όμως ήξερα να γράφω και να διαβάζω μουσική, όλοι με είχανε από κοντά. Μου λέγανε να φτιάξουμε ένα συγκρότημα κ.λπ. Κι όταν τους έλεγα ότι θα φύγω, αυτοί μένανε ξεροί. Αφού λοιπόν τελείωσα το Ωδείο, πήγα και διορίστηκα στο Ρέθυμνο, αρχιμουσικός στη Φιλαρμονική του Δήμου. Κάποια στιγμή έπεσε στα χέρια μου μια εφημερίδα που έγραφε για τις ημερομηνίες των εξετάσεων των υποτροφιών του ΙΚΥ. Οπότε ξαναήρθα στην Αθήνα, έδωσα εξετάσεις και κέρδισα την υποτροφία. Την ίδια υποτροφία είχανε πάρει ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Αργύρης Κουνάδης.
Πήγα πρώτα στην Ελβετία, όπου δεν μπόρεσα να βρω τον Χίντεμιτ, διότι τον είχανε διώξει εν τω μεταξύ. Έτσι κατέληξα στο Μόναχο, στον Καρλ Ορφ. Έδωσα εξετάσεις (οι οποίες ήτανε πάρα πολύ αυστηρές) και σπούδασα στην Ακαδημία του Μονάχου, δέκα εξάμηνα. Ακόμα έχω την ταυτότητα της Σχολής, δέκα σφραγίδες. Στη Γερμανία κατάλαβα πως δεν ήξερα τίποτα, πως όλα όσα είχα διδαχθεί εδώ, αρμονία, αντίστιξη και διεύθυνση μπάντας, δεν μετρούσαν καθόλου έξω. Άλλωστε δεν υπήρχαν και βιβλία στην Ελλάδα. Για την αρμονία, ας πούμε, υπήρχε μόνο ένα σύγγραμμα των Καλομοίρη - Οικονομίδη, το οποίο έλεγε πως οι χρωματικές είναι 'σαν ένα γάργαρο νερό που τρέχει', μπούρδες δηλαδή. Πήγαινα λοιπόν κάθε μέρα στη βιβλιοθήκη της Σχολής με δυο τσάντες, έπαιρνα τα βιβλία της αρμονίας, τα έστρωνα όλα κάτω στο πάτωμα και πήγαινα στα κεφάλαια: τρίτη βαθμίδα, έκτη βαθμίδα κ.λπ. Ήθελα να δω τι είναι όλα αυτά, ήμουνα περίεργος. Αν και το πρόβλημα είναι τελικά να επινοήσεις δικές σου αρμονίες, όχι να πάρεις τις έτοιμες αρμονίες και να τις χρησιμοποιήσεις. Βέβαια, απαιτεί κι αυτό να έχεις ένα γούστο, αλλά δημιουργία θα πει να κάνεις δικές σου αρμονίες, εξ υπαρχής»1.
Αν κανείς θελήσει να συνδέσει με ένα και μόνο ελλαδικό πρόσωπο του 20ού αιώνα το αξίωμα πως «η μουσική είναι μία, η τέχνη και η επιστήμη των ήχων», το πρόσωπο αυτό θα ήταν χωρίς δεύτερη συζήτηση ο Νίκος Μαμαγκάκης. Κι αυτό όχι μόνο γιατί η φύση, το εύρος, αλλά και η διεθνής αναγνώριση της εργασίας του στον χώρο της «μουσικής πρωτοπορίας» τον τοποθετεί αυτοδίκαια δίπλα σε συνθέτες του αναστήματος του Σκαλκώτα, του Ξενάκη ή του Χρήστου (με τον καθένα από τους τρεις που αναφέρονται να αποτιμάται βεβαίως σε σχέση με τα αισθητικά ζητούμενα της εποχής του). Ούτε γιατί, διαθέτοντας τουλάχιστον το ίδιο ειδικό βάρος μ' εκείνους, θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί ισάξιος του Χατζιδάκι και του Θεοδωράκη, αν μη τι άλλο για την καθαρότητα του νεοελληνικού προσώπου που μας φανέρωσαν μέσα από τις τραγουδοκεντρικές τους αναζητήσεις. Ούτε ακόμα γιατί, σεβόμενος τα χρόνια που πέρασε μαζί τους και αναγνωρίζοντας το μεγάλο ταλέντο τους, επέμενε να μιλάει με αγάπη και θαυμασμό για τους μπουζουξήδες που γνώρισε κατά τα δύσκολα εφηβικά του χρόνια στην Αθήνα, τότε που κρυβόταν συνεχώς από την αστυνομία, εφόσον είχε αδελφό στη Μακρόνησο, που φοιτούσε στο Δεύτερο Νυχτερινό Γυμνάσιο (Θεμιστοκλέους και Κατακουζηνού) και που για να κάνει μπάνιο, έπρεπε να πάει στα δημόσια λουτρά της Ομόνοιας...
Η προσωπική σφραγίδα του Μαμαγκάκη έγκειται, κατά τη γνώμη μου, στο ότι ήταν εκείνος που, περισσότερο από κάθε άλλον ομότεχνό του, μας εμφύσησε την αντίληψη πως η μουσική είναι πριν απ' όλα μια σοβαρή εργασία. Με νόμους τους οποίους δεν γίνεται να παρακάμψεις. Πως πέρα από το ταλέντο (με τη σπατάλη του οποίου μπορείς εύκολα να εκπέσεις στη μανιέρα, δηλαδή στη δημιουργική απονέκρωση), εκείνο που μετράει είναι η αφοσίωση και η αφιέρωση στον σκοπό της τέχνης σου.
Όλοι όσοι τον γνωρίσαμε έχουμε πάντα να θυμόμαστε πως ξυπνούσε κάθε μέρα από τα άγρια χαράματα και εργαζόταν με εξοντωτικούς ρυθμούς. Έτσι ώστε, όταν τον επισκεπτόμασταν, λίγο πριν το μεσημέρι, να έχει ήδη «πιάσει το πλάνο» της ημέρας και να είναι πλέον έτοιμος για μια χαλαρότερη συζήτηση, στην οποία σταθερά επανέρχονταν τα ονόματα του Χιώτη, του Λαύκα και του Τατασόπουλου, δίπλα σε εκείνα των δασκάλων του στη Γερμανία, του Ορφ, του Γκένταμερ και του Ριντλ. Ήταν ικανός να μιλήσει με το ίδιο πάθος για τη μουσική που έγραψε για την Εκδρομή του Κανελλόπουλου (όπου σόλο κιθάρα έπαιζε ο Γεράσιμος Μηλιαρέσσης), αλλά και για τη μουσική που έγραψε για τη μεγαλύτερη κινηματογραφική ταινία όλων των εποχών, τη σειρά του Έντγκαρ Ράις Heimat II και III (56 ώρες φιλμ, με πάνω από 20 ώρες μουσικής, η οποία έκανε πρεμιέρα στην Όπερα του Μονάχου το 1992).
Ο «κύριος Νίκος» ήταν λοιπόν εκείνος που μας έπεισε πως «όλες οι μουσικές είναι λόγιες. Και όλα τα μεγάλα έργα αποτελούνται από μικρότερα κομμάτια. Που σημαίνει ότι ναι μεν οι φόρμες παίζουν έναν μεγάλο ρόλο αλλά, όταν κάνουμε συγκρίσεις, μπαίνουμε σε μια αισθητική περιπέτεια: μπορεί λ.χ. ένα τραγούδι να παραλληλιστεί με μια όπερα; Ναι, ένα τραγούδι μπορεί να παραλληλιστεί με μιαν άρια κάποιας όπερας. Άλλωστε, η άρια τι είναι; Ένα τραγούδι είναι. Σε κάθε περίπτωση, η μουσική δεν είναι κάτι διάφορο γι' αυτόν που κάνει τραγούδια απ' αυτόν που κάνει όπερες. Το ίδιο πρόβλημα αντιμετωπίζουν και οι δύο. Ξεκινάνε από μια νότα και ψάχνουν να βρουν την άλλη νότα»2.
1. Απόσπασμα από συνέντευξη του Νίκου Μαμαγκάκη στον υπογράφοντα, που μεταδόθηκε σε δύο δίωρες εκπομπές τον Φεβρουάριο του 2009 στον ραδιοφωνικό σταθμό Στο Κόκκινο 105,5.
2. Ό.π.
Ο τίτλος του άρθρου προέρχεται από τον τίτλο της αυτοβιογραφίας του Νίκου Μαμαγκάκη, που κυκλοφόρησε το 2006 από τις εκδόσεις Άγκυρα, σε επιμέλεια του Πάνου Χρυσοστόμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου