Δευτέρα 25 Νοεμβρίου 2013

Συνέντευξη με τον Γιάννη Κούτρα



Γιάννης Κούτρας:

«Μένουν τα τραγούδια και οι φίλοι»



τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ)

Όρισε την πολιτική ερμηνεία με τη «Μουσική Πράξη στον Μπρεχτ», έδωσε φωνή και ρεύμα στον κλασικό «Σταυρό του Νότου», ρόκαρε με το «Τσικαμπούμ». Τραγούδησε τους συνθέτες, από τον Μικρούτσικο ως το Χατζηνάσιο κι από τον Σπανουδάκη ως τον Πλέσσα, και άγγιξε - εκεί κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80 - την κορυφή των ελλήνων ερμηνευτών. Η φωτεινή πλευρά του ταλέντου και της ερμηνευτικής δεινότητας πήγε χέρι-χέρι με μία άλλη, σκοτεινότερη πλευρά. Αποσύρθηκε, σιώπησε, όμως επέστρεψε δυναμικά το 2006 «χωρίς βαλίτσα και παλτό». Αυτή την περίοδο συνεργάζεται δισκογραφικά και επί σκηνής με τον Χρήστο Κολοβό, και συνεχίζει αποφασισμένος και σοφότερος το ταξίδι του. Ο κύριος Γιάννης Κούτρας!



35 χρόνια μετά από τη «Μουσική Πράξη στον Μπρεχτ», τι έχει αλλάξει μέσα σας;

Πολλά έχουν αλλάξει. Σαν άνθρωπος έχω βαρύνει, έχω γεράσει. Απ’ την άλλη έχω γλυκάνει γιατί δεν μετάνιωσα ποτέ για τους ανθρώπους που πέρασαν απ’ τη ζωή μου. Αν με ρωτούσε κάποιος τι έχω κρατήσει απ’ τη ζωή μου, θα απαντούσα ότι δεν μπόρεσα να βάλω δραχμή στην άκρη, αλλά έχω γνωριμίες, έχω ανθρώπους, έχω φίλους.

Το 2006 στη μεγάλη σας επιστροφή είπατε ότι «αυτό το ταξίδι δεν το χάνω με τίποτα». Αυτό το δεύτερο ταξίδι συνεχίζεται ακόμα;

Ναι, αν και πολλοί κάνουν προσπάθεια να μου το σταματήσουν. Όσο πατάνε τα πόδια μου θα προσπαθήσω να το συνεχίζω, γιατί δεν έχω και άλλο τρόπο για να υπάρχω. Αν μου σταματήσεις το τραγούδι, θα σταματήσω και να ζω. Η ζωή μου είναι το τραγούδι και, ευρύτερα, η μουσική. Προσπαθώ, όσο μπορώ, να τραγουδάω και να τραγουδάω καλά. Αυτό μου το επιβεβαιώνουν οι άνθρωποι γύρω μου. Αν δω όμως ότι κάτι δεν πάει καλά, ότι δεν μπορώ να ανταποκριθώ, τότε θα την κάνω και θα φύγω.

Πρόσφατα κυκλοφόρησε ο δίσκος «Όνειρο πάνω απ’ την πόλη» των Κώστα και Χρήστου Κολοβού. Συμμετέχετε ερμηνεύοντας το «Θάλασσα γίνομαι». Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;

Τους Κολοβούς τους γνώρισα από τον Θάνο Μικρούτσικο. Το 2006 έκανα στην EMI το δίσκο «Χωρίς βαλίτσα και παλτό» και ψάχναμε να βρούμε τραγούδια με τον Μικρούτσικο. Από τα πρώτα που μου έβαλε να ακούσω ήταν το «Έρωτας στην Άφυτο» από τον πρώτο δίσκο των αδερφών Κολοβού. Μου άρεσε πάρα πολύ, μου φάνηκε όμορφο και πρωτόγνωρο, αλλά τελικά δεν μπήκε στο δίσκο. Σιγά σιγά όμως οικοδομήθηκε η σχέση μου με τα δύο αδέλφια, πήγα στη Άφυτο όπου μένουν, κάναμε παρέα. Μου έκανε μεγάλη εντύπωση η λυρικότητα στην ψυχή τους και στο βλέμμα τους γύρω απ’ τη μουσική.






Πηγαίνοντας στην αφετηρία, πόσο επηρέασε την ερμηνευτική σας πορεία η οικογενειακή σας σύνδεση με τη βυζαντινή μουσική;

Ο πατέρας μου ήταν καφετζής, είχε ένα καφενεδάκι στην Αιδηψό, και έψελνε μέσα στο καφενείο! Με έβαζε σε μία καρέκλα και με νανούριζε γιατί δεν κοιμόμουν διαφορετικά. Μου έλεγε διάφορα τραγούδια τοπικά, αλλά και το «Γιάννη μου το μαντήλι σου». Ο παππούς μου και ο θείος μου ήταν επίσης ψαλτάδες. Μικρός, λοιπόν, άρχισα να πηγαίνω στο κατηχητικό και να γυμνάζομαι σαν ψάλτης. Όμως, ήθελα και να περνάω καλά, και τα κορίτσια άρχισαν να μου κάνουν νερά, να δυσανασχετούν, γι’ αυτό κι εγώ έφυγα από την εκκλησία και δεν ξαναπάτησα. Στη συνέχεια, τα ακούσματά μου ήρθαν απ’ τη Δύση, κλασική ροκ, και πιο εξειδικευμένα πράγματα. Μου άρεσαν πάρα πολύ και τα ακούσματα του Μισισιπή, τα μπλουζ, που με τσακίζουν. Αλλά έχω κι ένα αυτί κολλημένο στην Ανατολή. Έτσι γινόμουν πάντα, δυο κομμάτια.

Είναι αλήθεια ότι στα πρώτα σας βήματα δουλέψατε με τον Λοΐζο;

Το Λοΐζο τον γνώρισα πολύ πριν το Θάνο. Από την Αιδηψό την κοπάνησα 17 χρονών με μία τσαντούλα στον ώμο όταν πρωτο-τσακώθηκα με τον πατέρα μου. Δεν με άφηνε να κάνω αυτό που ήθελα, «θα γίνεις γιατρός, θα γίνεις δικηγόρος» και πάει λέγοντας. Ήρθα Αθήνα και έκανα ό,τι δουλειά μπορούσε να κάνει ένας πιτσιρικάς, βενζινάδικο, σιδεράδικο… Παράλληλα, το βράδυ δούλευα στην Πλάκα. Τότε, 1974-75, ήταν στην άνθισή τους τα τραγούδια της Μεταπολίτευσης, τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη και τα Αντάρτικα. Κάθε βράδυ ερχόταν ο Λοΐζος και μας άκουγε. Έρχεται ένα βράδυ, ανέκφραστος, με το τσιγάρο στο στόμα, και μου προτείνει να πάω σπίτι του για να γράψουμε κάτι. Είχα τότε αγοράσει ένα αμαξάκι από την Πρωτοψάλτη, βάζω μέσα τον Λοΐζο και πηγαίνουμε στη Ραφήνα, στο εξοχικό του. Σιγά σιγά αρχίσαμε να δοκιμάζουμε μαζί τα τραγούδια που μπήκαν στο δίσκο «Τα τραγούδια μας», σε στίχους του Φώντα Λάδη. Τελικά, τα τραγούδια κατέληξαν στον Νταλάρα· μην με ρωτήσεις πώς.

Το κεφάλαιο «Μικρούτσικος» πώς μπαίνει στη ζωή σας;

Τον Θάνο Μικρούτσικο τον γνώρισα μέσω της Μαρίας Δημητριάδη. Ένα βράδυ είχε έρθει να ακούσει τη Δημητριάδη, και μου λέει: «Ρε συ, είσαι καλός. Έλα σπίτι μου να δοκιμάσουμε κάτι πολύ σοβαρό που έχω». Δεν μπορούσα να ξέρω πόσο σοβαρό ήταν… Ακόμα και σήμερα, δεν έχω καταλάβει πλήρως πόσο σημαντικός και πόσο πολιτικός είναι ο Μπρεχτ, και πόσο ισχυρά μηνύματα έδωσε στην ανθρωπότητα. Κάναμε 12-15 ώρες πρόβα την ημέρα, κοιμόμουν σπίτι του. Ταυτόχρονα, με παρουσίασε στη Μελίνα Μερκούρη. Στο Θέατρο Μπρόντγουεη γινόταν μία τεράστια παραγωγή για τον Μπρεχτ με τίτλο «80 χρόνια Μπρεχτ». Η σκηνοθεσία ήταν του Ζυλ Ντασσέν, ενώ συμμετείχαν ο Μάνος Κατράκης, ο Γιάννης Φέρτης, ο Χρήστος Καλαβρούζος, η Μπέτυ Βαλάση. Ο Ντασσέν ήθελε να παίζω μπάντζο. Εγώ κιθάρα ήξερα, αλλά πήγα και αγόρασα μπάντζο - το έχω ακόμα σπίτι μου! Μου έδωσαν μία πολύ καλή αμοιβή, αλλά αναγκάστηκα και διέκοψα τη συμμετοχή μου γιατί έπρεπε να πάω φαντάρος.

Είχε η συνάντησή σας με τον Μπρεχτ κάποια επίδραση και στην πολιτική σας συνείδηση;

Παράλληλα με τον Μπρεχτ, άρχισα να μπαίνω στο πνεύμα της αριστεράς, να διαβάζω, να καταλαβαίνω. Ο Μικρούτσικος μου έδωσε υλικό να διαβάσω, και σταδιακά ήρθε και η δική μου πολιτική συνειδητοποίηση. Ο Μπρεχτ έχει γράψει μαγικά πράγματα, τα οποία μπήκαν στην ψυχή μου. Το «Άννα μην κλαις» γράφτηκε τη δεκαετία του ’30 και είναι τόσο επίκαιρο λες και έχει γραφτεί σήμερα.

Κι ύστερα ήρθε ο Καββαδίας…

Ο Καββαδίας ήταν το δεύτερο σφυρί που δέχτηκα στο κεφάλι, μετά τον Μπρεχτ. Από άποψη περιεχομένου και λεξιλογίου, ήταν ακόμα δυσκολότερος από τον Μπρεχτ. Ο Θάνος είχε καταλάβει ότι γινόταν κάτι σημαντικό, εγώ δεν είχα καταλάβει τίποτα γιατί δεν ήξερα τα νοήματα του Καββαδία. Η δουλειά ήταν σύνθετη· ακούς τη «Γυναίκα», π.χ., σήμερα και καταλαβαίνεις ότι δεν πρόκειται για ένα απλό τραγούδι. Η επιτυχία του «Σταυρού του Νότου» έγκειται στην τότε ψυχοσύνθεση του Θάνου, στην κίνησή του, στο ταλέντο του, στη νεότητά του. Γενικότερα, ο Θάνος ξέρει να σε σηκώνει από τη σκηνή δεκαπέντε πόντους όταν τραγουδάς, επειδή είναι σπουδαίος συνθέτης.



("Είναι από τον Αριστοφάνη του Σαββόπουλου
που παίχτηκε στο κτίριο της Νομαρχίας της Θεσσαλονίκης")


Από τη δεκαετία του ’80, τι κρατάτε σαν αίσθηση;

Τη δεκαετία αυτή υπήρξαν κάποιες παραγωγές που έγιναν τότε στη Λύρα, τις οποίες δυστυχώς δεν πήρε χαμπάρι ο κόσμος. Εγώ ζητούσα από τον Πατσιφά λεφτά έναντι, και έτσι έκανα αρκετούς δίσκους. Έτσι έκανα το «Τσικαμπούμ», το «Μετά τη βροχή», και βεβαίως το «Κύριε των δυνάμεων» του Σταμάτη Σπανουδάκη με την Ελένη Βιτάλη. Αυτός ήταν ένας εξαιρετικός δίσκος. Επίσης, στη δεκαετία του ’80 βρέθηκα στην παρέα του «Αχ Μαρία», έκατσα εκεί αρκετά χρόνια από το ’85 μέχρι το ’88, άκουγα και τα αστεία του Ζουγανέλη και περνούσα καλά.

Όταν επιστρέψατε, το 2006, μία θαυμάστριά σας έγραψε σε ένα διαδικτυακό φόρουμ το εξής: «Μπορεί να μου πει κάποιος πού ήταν αυτός ο άνθρωπος και τι έκανε τόσα χρόνια;». Ποια είναι η απάντηση;

Σε κάτι μπαρ ήμουνα με ένα μπλουζ συγκρότημα και παίζαμε μουσική. Καθόμουν και μέσα στο σπίτι, με κατάθλιψη, με μία τηλεόραση ανοιχτή δίχως ήχο, και μέσα από εκεί προσπαθούσα να σκεφτώ τι κάνω. Εγώ πάντα εκ των υστέρων καταλάβαινα τα πράγματα, πάντα έπρεπε να σκεφτώ πολύ για να καταλάβω.

Κι όμως, σε αυτή την περίοδο αποχής σας προέκυψε μία μακρόχρονη συνεργασία με τον Μίμη Πλέσσα.

Ο Μίμης Πλέσσας με βρήκε σε μία δύσκολη φάση της ζωής μου. Είχα πάει στη Λάρισα και τραγουδούσα σε ένα σκυλάδικο, και έρχονταν κάτι Λαρισαίοι με τις γαλότσες από τα μποστάνια τους. Τραγουδούσα τα πάντα, και …Χριστοδουλόπουλο, για ένα χειμώνα ολόκληρο. Καθόμουν όλη μέρα σε ένα φτηνό ξενοδοχείο, και το βράδυ πήγαινα στο σκυλάδικο. Ο ιδιοκτήτης του εν τέλει δεν είχε να με πληρώσει, και μου έδωσε ένα αμάξι αντί για αμοιβή. Το πήρα, και γύρισα από τη Λάρισα στην Αθήνα υπό βροχή με χαλασμένη ηλιοροφή· έγινα μούσκεμα. Απ’ αυτήν την κατάσταση με έβγαλε ο Πλέσσας, όταν με προσκάλεσε στο Ζυγό, στις αρχές της δεκαετίας του ’90. Κάτσαμε μαζί για δέκα χρόνια περίπου. Τα πρώτα χρόνια ήταν πολύ καλά, στη συνέχεια ίσως κάπου ξέφτισε το πράγμα.

Το 1982 συνεργαστήκατε και με τον Σταύρο Κουγιουμτζή στο δίσκο «Μικραίνει ο κόσμος». Τελικά, γιατί το τσάκισε το χέρι του ο «καημένος ο Μακρυγιάννης»;

Ο Σταύρος Κουγιουμτζής υπήρξε η ευγενέστερη φιγούρα που γνώρισα στη ζωή μου. Στο σπίτι μου έχω ακόμα τον πίνακα του Σταθόπουλου που μπήκε στο εξώφυλλο. Τον Κουγιουμτζή δεν τον ήξερα προσωπικά, παρά μόνο σαν μεγάλη φυσιογνωμία της μουσικής. Με παίρνει μία μέρα τηλέφωνο και ακούω στην άλλη άκρη της γραμμής την χαρακτηριστική φωνή του: «Ο κύριος Κούτρας;». «Μάλιστα», λέω εγώ. «Είμαι ο Σταύρος Κουγιουμτζής και θα ήθελα να πείτε ένα τραγούδι στην τελευταία μου δουλειά». Εγώ τότε έμενα στο Μαρούσι κι αυτός στο Ηράκλειο. Πήγα σπίτι του και συνάντησα ένα σεμνότατο άνθρωπο, που κοιτούσε πάντα χαμηλά. Τότε δεν καταλάβαινα, όμως τώρα ξέρω πόσο σημαντική ήταν αυτή η σεμνότητά του.

Έχετε δηλώσει ότι ο Χατζιδάκις υπήρξε ιδιαίτερα γενναιόδωρος απέναντί σας. Γιατί;

Με τον Χατζιδάκι κάναμε συναυλίες με πιάνο-φωνή γύρο στο ’79. Εγώ δεν είχα δελτίο παροχής υπηρεσιών, ήμουν πιτσιρικάς. Κάποια στιγμή μου λέει: «να πας να βγάλεις δελτίο παροχής υπηρεσιών». Του λέω «αμέσως, αλλά τι να το κάνω;». «Να σου δώσω την αμοιβή σου για τις συναυλίες στο Ηράκλειο, στη Ρόδο και στην Αλεξανδρούπολη». Τότε τα μεροκάματα ήταν 5.000, 7.000 δρχ., μικρά ποσά. Του πηγαίνω το μπλοκάκι και μου κόβει ένα δελτίο 150.000 δρχ. Του λέω «συγνώμη, κάνατε λάθος». Και μου απαντάει: «λίγα είναι, ε;».

«Πάντα κάτι μένει», Μάνος Ελευθερίου, Γιώργος Ανδρέου· από τα ωραιότερα τραγούδια της εργογραφίας σας. Τι έμεινε τελικά; Τι μένει;

Αυτό το τραγούδι είναι ένα αριστούργημα του Μάνου. Όταν το τραγουδάω αυτό το κομμάτι, το αίμα μπαίνει και βγαίνει κάτω από τα πόδια μου. Όταν το άκουσα πρώτη φορά από τον Ανδρέου, συγκλονίστηκα και του είπα αμέσως: «πρέπει να πω οπωσδήποτε αυτό το τραγούδι». Μπαίνεις με το κεφάλι μες στη θάλασσα, και κανένας δεν ξέρει αν θα βγεις. Λοιπόν, μένουν τα τραγούδια και οι φίλοι. Τίποτε άλλο.



(Γιάννης Κούτρας, Θάνος Μικρούτσικος, Μάνος Χατζιδάκις)

Δεν υπάρχουν σχόλια: