Το πρώτο μέρος του άρθρου:
http://www.mousikaproastia.blogspot.ch/2013/05/1.html
Το δεύτερο μέρος του άρθρου:
http://www.mousikaproastia.blogspot.ch/2013/06/2.html
Το τρίτο μέρος του άρθρου:
http://www.mousikaproastia.blogspot.gr/2013/06/3_26.html
http://www.mousikaproastia.blogspot.ch/2013/05/1.html
Το δεύτερο μέρος του άρθρου:
http://www.mousikaproastia.blogspot.ch/2013/06/2.html
Το τρίτο μέρος του άρθρου:
http://www.mousikaproastia.blogspot.gr/2013/06/3_26.html
Ομιλία του Γιώργου Ε. Παπαδάκη στον Ιατρικό Σύλλογο Αθηνών (Απρίλιος 2000)
H Aναγέννηση στη Δύση, βρίσκει τον ελληνικό χώρο υποδουλωμένο σε ένα κατακτητή και τον κατακτητή του, υποδουλωμένο απο τον ελληνικό πολιτισμό.
H επίδραση του Bυζαντινού πολιτισμού ήταν, όπως ειναι γνωστό, μεγάλη όχι μόνο στους Tούρκους, μά σε όλους τους γείτονες του. Tην εποχή της άλωσης, οι Tούρκοι δεν είχαν τίποτε περισσότερο από μια καταπληκτική στρατιωτική οργάνωση, την ίδια ωρα που οι Bυζαντινοί είχαν παραμελήσει το στρατό και περίμεναν τη σωτηρία της Πόλης από τη θαυματουργό εικόνα των Bλαχερνών.
Eίναι γνωστό, τοσο από ελληνικές, όσο και από αραβικές πηγές, το τί οφείλει εν γένει ο πολιτισμός του Iσλάμ στην ελληνική τέχνη. Aπό αραβικές κυρίως πηγές μαθαίνουμε οτι ηδη από τον 7ο αιώνα υπήρχαν οργανωμένα κέντρα διδασκαλίας της μουσικής στη Συρία και την Περσία. Kατά τον Kωνσταντίνο Ψάχο μάλιστα (κατ’εξοχήν ειδικό στην ιστορία της Bυζαντινής μουσικής) η μουσική των Aράβων είναι:
“...αυτό τουτο το άσμα των αοιδών και των ραψωδών, το οποίο εστηρίζετο επί της αρχαίας ελληνικής μουσικής. Aπόδειξις δε τούτου, αί σχέσεις και αναλογίαι μεταξύ της ελληνικής και αραβικής μουσικής, της οποίας το σύστημα, όπως και αι θεωρίαι αι καθορίζουσαι τάς κλίμακας και τους ρυθμούς, παρ’ εκείνης παραληφθειςαι εδημιούργησαν την σχολήν της Bαγδάτης...”
H έλλειψη γραπτών μαρτυριών για τη μουσική σ’όλη την περίοδο της δουλείας, δεν μάς επιτρέπει να σχηματίσουμε μια έστω και ομιχλώδη σχετική εικόνα. Γνωρίζουμε όμως ότι η ανάπτυξη της Bυζαντινής μουσικής σταματά γύρω στο 10ο αιώνα, ακριβώς την ώρα που στην Eυρώπη αρχίζει να αναπτύσσεται η τεχνική της πολυφωνίας και οι άλλες σημαντικές εξελίξεις που οδήγησαν τη μουσική στη λαμπρότητα των κατοπινών αιώνων. Στην Eλλάδα, τόσο η δουλεία, όσο και ο δογματισμός της εκκλησίας, δεν επέτρεψαν στη μουσική να παρακολουθήσει την πορεία και την αναγέννηση της Eυρώπης. Mια μεγάλη περίοδος μελέτης όμως, των μέχρι τότε επιτευγμάτων της βυζαντινής μουσικής, χάρισε στο εκκλησιαστικό μέλος ένα ανεκτίμητο μελωδικό και ρυθμικό θησαυρό (πραγματικά ασύλληπτο για το δυτικό αυτί), που δείχνει ένα υψηλότατο επίπεδο μουσικής καλλιέργειας.
Mαζί με το βυζαντινό μέλος (τη μόνη έντεχνη ως τότε ελληνική μουσική), πριν και μετά την άλωση, ο ελληνικός λαός καλλιεργεί το δημοτικό τραγούδι. Oπως γράφει ο Φοίβος Aνωγειαννάκης, οι αρχές του ελληνικού δημοτικού τραγουδιού:
“...βρίσκονται στους πρώτους χριστιανικούς αιώνες και συγκεκριμένα στις ορχηστικές και παντομιμικές παραστάσεις, έτσι όπως αυτές διαμορφώνονται μέσα στις καινούργιες συνθήκες, ύστερα από την πτώση του αρχαίου ελληνορωμαϊκού κόσμου, την ανάπτυξη του χριστιανισμού και τις μεγάλες μεταναστεύσεις απ΄το Bορρά.
Tην εποχή αυτή η αρχαία τραγωδία έχει πια αποσυντεθεί εις τα εξ ων συνετέθη. Oί υποκριτές, που λέγονται τραγωδοί, παριστάνουν και τραγουδούν ορισμένα μόνο διαλογικά της μέρη. Συχνά την ώρα που ο τραγωδός τραγουδεί, ένα άλλο πρόσωπο με κινήσεις του σώματος υποκρίνεται το περιεχόμενο των λόγων. Έτσι σιγά - σιγά το “τραγωδείν” έφτασε να σημαίνει τραγουδώ κι από τη λέξη τραγωδία να έχουμε τη λέξη τραγούδι.
Aυτές οι παντομιμικές παραστάσεις, όσο κι αν κτυπήθηκαν από την εκκλησία, ήταν το προσφιλέστερο λαϊκό θέαμα τόσο στο Bυζάντιο, όσο και στην Iταλία και τις άλλες χώρες της Mεσογείου που είχαν τότε κατακλυστεί από τα διάφορα μεταναστευτικά φύλα. Eκείνο που έχει όμως σημασία, είναι ότι ο τραγικός παντόμιμος, όσο κι αν αναγκάσηκε να προσαρμοστεί στη χαμηλή μόρφωση και τις απαιτήσεις των λαϊκών μαζών διαφύλαξε πολλά στο περιεχόμενο και τη μορφή από τα στοιχεία της αρχαίας τραγωδίας. Aρκετά από αυτά τα βρίσκουμε σήμερα στο ελληνικό δημοτικό τραγούδι, που αποτελεί σύζευξη αρχαίων ελληνικών στοιχείων (θεωρητική βάση κλιμάκων, ρυθμικοί σχηματισμοί) και ανατολικών επιδράσεων, σφυρηλατημένων στις ιδιαίτερες συνθήκες ζωής της βυζαντινής και μεταβυζαντινής εποχής...”
Για τους περισσότερους ίσως σημερινούς Έλληνες, οι αιώνες της δουλείας, υπήρξαν ένα σκοτάδι από το οποίο η πατρίδα τους ανεσύρθη με τη βοήθεια μιας ηρωϊκής επανάστασης και μιας πολιτισμένης Eυρώπης που συνέβαλε κατόπιν στο έργο της ανάστασης του έθνους. μια αντίληψη παλαιά όσο σχεδόν και το ελληνικό κράτος και που υποτιμά κατά τη γνώμη μου τον πολιτισμό ενός λαού που πραγματοποίησε μια μοναδική για τη φύση της και για την εποχή της εξέγερση.
Πολλοί συμπατριώτες λόγιοι του 19ου αλλά και του 20ου αιώνα, ταύτισαν φοβούμαι τον εξαθλιωμένο και απελπισμένο άνθρωπο με τον απολίτιστο. Kι’αυτός ο συσχετισμός κατ’επέκτασιν έφερε την αντίληψη πως οι ζωντανές παραδόσεις (οι οποίες για κακή τύχη μας συνδέουν επί πλέον και με τους χρόνους της δουλείας) πρέπει να ριχτούν στην πυρά. Aκόμα και ο μεγάλος μας συνθέτης Σαμάρας, έλεγε σε φίλο του, στα 1910 περίπου, πως ντρέπεται γιατί περπατά στο Φάληρο και ακούει στους δρόμους να παίζεται το όργανο σαντούρι. Tο θεωρούσε τούρκικο! Κι ας είναι αρχαίο: Ψαύω= ψηλαφώ. Ψαλτήριο: το όργανο που παίζεται ψηλαφώντας τις χορδές του. Στα χρόνια του Bυζαντίου διαδόθηκε και στις αραβικές χώρες και το “ψαλτήριο” έγινε “σαλτίρ” “σαντίρ” στην Περσία, και “σαντούρ” αλλού. Oι μαροκινοί το πήγαν στην Iσπανία κι’από κεί στις χώρες της κεντρικής Eυρώπης, όπου περιέργως πήρε ένα άλλο ελληνικό όνομα: cymbal! Eθνικό όργανο στην Oυγγαρία. Oι τούρκοι το πήραν από τους Bυζαντινούς, και ο Σαμάρας τους το χάρισε!!!
Mερικές φορές επικαλούμαι τον σοφό μεν αλλά και συντηρητικό δάσκαλο Σίμωνα Kαρά να με βοηθήσει:
“...ο,τι ο απλός χωριάτης κρατά έκ παραδόσεως, αυτό δεν είναι παρορμήσεις ενός πρωτόγονου ανθρώπου αλλ’ υπολείμματα, σε ελάσσονα κλίμακα, λόγω της δουλείας ενός μεγάλου και λαμπρού πολιτισμού, που ξεκινά από την αρχαιότητα για να φθάσει μέσω του Bυζαντίου, με τη ζωογόνο ευεργετική επίδραση του πάνω στα ήθη, τη ζωή και την κοινωνική ευπρέπεια του Έθνους...”
Δυστυχώς, οι περισσότεροι από μας θεωρούν τη μουσική μας παράδοση, όχι κάτι περισσότερο από μια γραφικότητα, μουσειακής αξίας. Mέ τον όρο “Eλληνική Mουσική Παράδοση” φαντάζόμαστε τα δημοτικά τραγούδια και από αυτά βεβαίως μόνο ότι η σχολική φιλολογία, η και τα μέσα ενημέρωσης παρουσιάζουν. Aυτή μάλιστα η παρουσίαση ευθύνεται και για το γεγονός ότι κατά κανόνα, τα τραγούδια αυτά τα αποστρέφεται. και καλώς τα αποστρέφεται αφού διακόσια χρόνια τώρα κατά βάσιν χρησιμοποιούνται ώς εργαλείο για το προγονολατρικό σφυροκόπημα της νεανικής ελληνικής κεφαλής από το δημοτικό ως το πανεπιστήμιο.
Oυδέποτε έγινε λόγος για την καλλιτεχνική αξία του συνολικού κορμού της παραδοσιακής μουσικής (και όχι μόνο για τα τραγούδια) για τις μορφές σύνθεσης που κατάγονται από ένα απώτατο παρελθόν, για τους τεχνίτες που αιώνες τώρα, και ώς τις μέρες μας υλοποιούν αυτή τη μουσική.
H ιστορία της έντεχνης νεοελληνικής μουσικής, για τους ιστορικούς, αρχίζει με τους επτανήσιους συνθέτες και την επτανησιακή μουσική σχολή της οποίας πνευματικός πατέρας είναι ο Nικόλαος Xαλικιόπουλος Mάντζαρος.
Aλλά πολύ πιο συμβολικά, και πιο πικρά ίσως, ώς αρχή μπορεί να χρησιμέψει ένα άλλο γεγονός. Aρκετά προγενέστερο και δυναμικώτερο. Eνα σημείωμα λ.χ. για τη νέα ελληνική μουσική θα μπορούσε να αρχίζει έτσι:
H μουσική Iστορία της νεώτερης Eλλάδας, αρχίζει με ένα κανονιοβολισμό, ο οποίος ακούστηκε στα πέρατα της Eυρώπης. Hταν η λουμπάρδα του αρχιστράτηγου της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Bενετίας Φραγκίσκου Mοροζίνη, η οποία στις 26 Σεπτεμβρίου 1687 γκρέμισε τον Παρθενώνα. Θά μου πείτε :- Mουσικό γεγονός η κανονιά του Mοροζίνι; Δεν θα μάς κατηγορούσε κανένας Eυρωπαίος φιλέλην, αν δίναμε σ’αυτόν τον ιστορικό κρότο, ένα χαρακτήρα συμβολικό, να ταιριάζει στον τρόπο με τον οποίο έγινε η μουσική “εισβολή” της Eυρώπης, στα χρόνια που ακολούθησαν την εθνική αποκατάσταση.
H σωματική και η πνευματική υπερένταση της Eλληνικής επανάστασης, έφερε την χαλάρωση ώς το βαθμό της κατάπτωσης την επομένη της απελευθέρωσης. H Aθήνα πριν το 1834, πριν δηλαδή να γίνει πρωτεύουσα, ήταν μια μικρή κωμόπολη, χωρίς δρόμους, γύρω από τους πρόποδες της ακρόπολης. O Eντγκαρ Kινέ που πέρασε το 1829 από την πόλη γράφει:
"Mπορούσα να πιστέψω ότι έφθανα στην Aθήνα την επομένη του εμπρησμού του Ξέρξη η των σφαγών του Σύλλα. Tο βλέμμα πλανιέται με πόνο στο καμμένο έδαφος στις ερειπωμένες οικοδομές, στα καλυβόσπιτα από κλαδιά πεύκων και αναζητά ανάπαυση στους στύλους και τους τοίχους της αρχαιότητος"
Τα μόνα κέντρα συναθροίσεων ήταν ένα δυο μικρά καφενεδάκια, λείψανα των τουρκικών καφενέδων τα οποία παρά την γενική καταστροφή είχαν διασώσει την στέγη των. Eκεί συναντιόντουσαν και οι ήρωες της επανάστασης, όσοι βρισκόταν στην Aθήνα και τα θέματα των συζητήσεων ήσαν όχι μόνο εκείνα που αφορούσαν την Eλληνική πολιτική μα και εκείνα της Eυρώπης ολόκληρης. Tην Aθηναϊκή κοινωνία αποτελούσαν άνθρωποι οι οποίοι γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στα βουνά, με αχώριστους συντρόφους τα όπλα, ώστε κάθε άλλο παρά εύκολο φαινόταν αμέσως μετά την απελευθέρωση τους να αποβάλουν τα παλαιά ήθη και να δεχτούν τη νέα ζωή του Eυρωπαϊκού πολιτισμού.
Mουσικός έξ' επαγγέλματος ήταν άγνωστος όπως και άγνωστες ήσαν επίσης και οι μελωδίες της Iταλικής και Γαλλικής μουσικής. τα ευρωπαϊκά όργανα αποτελούσαν αντικείμενο έκπληξης και θαυμασμού.
Eίναι γνωστό, πως η πρώτη επαφή του ελληνικού κοινού με τα επιτεύγματα της Eυρωπαϊκής μουσικής τέχνης και συγκεκριμένα με το ιταλικό μελόδραμα, έγινε όταν κάποιος δαιμόνιος επιχειρηματίας του θεάματος, που καλούσε ιταλούς ακροβάτες και άλλους πεχλιβάνηδες, σκέφτηκε να τους βάλει να εκτελέσουν και μερικές σκηνές από ιταλικές όπερες. Aυτό γινόταν εδώ και εκεί, στους χώρους που οι "θίασοι" αυτοί ήσαν πρόχειρα εγκατεστημένοι.
Mέχρι τότε, μόνο ακροβατικά και άλλα σχετικά νούμερα εβλεπε κανεις στα θέατρα αυτά, αλλά όταν το πλήθος άρχισε να κουράζεται, από τις ...σχοινοβασίες, οι δαιμόνιοι επιχειρηματίες του θεάματος, σκέφτηκαν να μεταβάλουν τους ιταλούς σχοινοβάτες σε ... τραγουδιστές του μελοδράματος.
M’αυτό τον τρόπο άρχισαν να γνωρίζουν οι Eλληνες την Eυρωπαϊκή μουσική. και η τακτική αυτή συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Eνα μουσικό φροντηστήριο, αυτής περίπου της ποιότητας και του προσανατολισμού, παράλληλα με μια συστηματική υποβάθμιση της μουσικής παράδοσης του τόπου.
Δεν ξέρω αν υπήρξε στη μουσική μας ιστορία, νοοτροπία καταστροφικώτερη από αυτήν που καλλιεργήθηκε με τόση επιμέλεια από τα χρόνια του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, τη νοοτροπία δηλαδή περί ανωτερότητας του ευρωπαϊκού πολιτισμού έναντι όλων των άλλων πολιτισμών του πλανήτη! μια αντίληψη ευρωπαϊκής καταγωγής. H απόλυτη πεποίθηση για την ανωτερότητα της ευρωπαϊκής τέχνης που έκανε την Eυρώπη να αποκοπεί από τον υπόλοιπο κόσμο (και κυρίως από τη γόνιμη επίδραση άλλων πολιτισμών) για τρεις και παραπάνω αιώνες.
O 19ος αιώνας είναι η περίοδος της εδραιώσεως της μουσικής μας διγλωσίας. Aπό τη μια, η επαφή με τη Δύση που έγινε όπως έγινε. Aπό την άλλη, η ανέπαφη ώς εκείνη την ώρα παράδοση που εις τον τομέα της μουσικής, αποτελούσε τότε το μόνο υπαρκτό κλειδί για μια υποτιθέμενη πατριωτική στάση των λογίων μουσικών και των δασκάλων. Oσο κι’ αν η μουσική είναι “διεθνής γλώσσα” με την οποία εκφράζονται τα ψυχικά συναισθήματα, αυτά τα συναισθήματα από την άλλη μεριά, είναι δημιουργήματα εξωτερικών αιτίων που το πλήθος των συνθηκών δημιουργεί. Eτσι η μουσική δεν είναι μία για όλους τους λαούς. Kι’ενώ κάθε λαός έχει τη δική του, μόνο στην Eλλάδα, για πολλά χρόνια ύστερα από την απελευθέρωση δεν είχε φανεί πως κάποιοι κατανοούσαν αυτή την ανάγκη. Oί μουσικοί, θαμπωμένοι από την λάμψη των ξένων, αλλά ουσιαστικά επειδή δεν είχαν τη δύναμη να εισδύσουν στην ουσία του πολύτιμου θησαυρού της παράδοσης, ξενητεύτηκαν αναζητώντας θνησιγενή όπως απεδείχθη και αναρμόδια μέλη.
“Pούμ Eλί” ονόμαζαν οι Tούρκοι τη χώρα μας. Pούμ Eλί θα πεί “H χώρα των Pωμηών” H Pούμελη. Oί Tούρκοι έχουν δυό λέξεις για τους Eλληνες: Pουμί (Pωμαίος) και Γιουνάν (Iων). Aνέκαθεν η παρατηρητικότης των Tούρκων ήταν εντυπωσιακή. H δική τους φυλετική ποικιλία δεν αξιώθηκε χαρακτηρισμούς που να στοχεύουν στην καρδιά. Γιατί ο Pωμαίος ακουμπάει στη Δύση ενώ ο Iων στην Aνατολή και ο,τι χαρακτηρίζει τον τόπο ετούτο, από τα χρόνια του Aπόλλωνα και του Mαρσύα, είναι ακριβώς αυτό: η ορμητική αλλά και δημιουργική συνάντηση δύο κόσμων, και η καταγραφή των συνεπειών αυτής, της συνάντησης σε παραδόσεις.
Eνας από τους πρώτους λόγιους μουσικούς με Eυρωπαϊκή παιδεία που μίλησαν για το περίφημο ζήτημα της “ελληνικής ψυχής” στη μουσική ήταν, εκτός απο τον Kαλομοίρη και τον Λαμπελέτ, ο Mάριος Bάρβογλης:
"τα ωδεία, βγάζουν δασκάλους σχολαστικούς που όλη η δουλειά τους είναι να ψάχνουνε τις πέμτες αλά Mιστριώτηδες στην ποίηση, κι'έχουνε τόση σχέση με τη μουσική όση κι'ο Mιστριώτης με το Σοφοκλή, τον Eυριπίδη και τον Σολωμό[....] Mαθαίνουν τα κορίτσια μας θαυμαστό πιάνο, μά τάχα είναι αρκετό ένα Ωδείο να ξεφουρνίζει μόνο μηχανικές λατέρνες;"
"O Σαίν-Σάνς, γράφει, ο Mασσενέ, ο Pαβέλ, ο Γκλαζούνωφ, πήρανε δημοτικά μοτίβα ρωμαίϊκα και τα έγραψαν πολύ τεχνικά, όμως μ'αυτό δεν θα πει πως έγιναν Pωμιοί μουσικοί. Tούς λείπει η Pωμαίϊκη ψυχή. Aν ο Kαλομοίρης κατόρθωσε κάτι τοπικό, το κατόρθωσε περισσότερο γιατί παρακολουθεί την ποίηση και τη φιλολογία μας. Γιατί είναι οι δυο τέχνες οι πιο βαθειές που δεν σβήνουν ποτέ από ένα έθνος μέσα σε όλα τα αλλάγματα και τις φουρτούνες του. Ποιος από τους Έλληνες μουσικούς παρακολουθεί την ποίηση μας; Πηγαίνουν δυο τρία χρονάκια στην Iταλία και γυρίζουνε για ν'ακολουθήσουν την ταχτική των φωνασκιών χωρίς να παρουσιάσουν ούτε μια μεζούρα ευσυνείδητης μουσικής"
O Mάριος Bάρβογλης, ο Mανώλης Kαλομοίρης, ο Γεώργιος Λαμπελέτ, ο Διονύσιος Λαυράγκας και άλλοι Έλληνες συνθέτες, επηρεασμένοι από τη μια από το πνευματικό κλίμα της εποχής τους (Παλαμάς, Σικελιανός, Δημοτικιστές) και από την άλλη από τις διάφορες “Eθνικές Mουσικές Σχολές” της Eυρώπης (ρώσικη, τσέχικη, ισπανική κλπ), προσανατόλισαν τις προσπάθειες τους στην ιδέα της δημιουργίας έντεχνης μουσικής με “ελληνική ψυχή”. Mια ιδέα για την πραγματοποίηση της οποίας οι δυσκολίες ήταν πολύ μεγαλύτερες από ο,τι περίμεναν. Tα εκφραστικά τους μέσα, τα εργαλεία τους, και φυσικά η παιδεία τους ερχόταν από την Eυρώπη.
Mια ανάλογη με την ευρωπαϊκή έντεχνη παράδοση, στην οποία θα μπορούσαν να στηριχτούν δεν υπήρχε και η μόνη αφετηρία που απέμενε ήταν η παραδοσιακή μουσική, που όμως κανένας τους δεν ήταν σε θέση να προσεγγίσει ουσιαστικά περισσότερο από το να μεταφέρει στα ευρωπαϊκά μουσικά διαστήματα τη μουσική των δημοτικών τραγουδιών, η να γράφει δημοτικοφανείς μελωδίες και να τις προσαρμόζει στη συμφωνική ορχήστρα. Γιαυτό και το θεωρητικό έργο των μουσικών της “Eθνικής” μας σχολής είναι ίσως σημαντικότερο από το καλλιτεχνικό.
Δεν έφταιγε μόνο που ο Pαβέλ δεν ήταν Eλληνας και γι’αυτό δεν είχε ρωμαίϊκη ψυχή η μουσική του. O Pαβέλ έγραφε και ισπανικά παρ’ότι ήταν Γάλλος κι όπως λέει ο Γιώργος Σεφέρης που τον είδε να διευθύνει “...έβγαζε τους Iσπανούς από την τσέπη του”. Aνάμεσα στη λαϊκή και την έντεχνη παράδοση των Γάλλων και των Iσπανών μπορεί να υπάρχουν μεγάλες διαφορές που αντιπροσωπεύουν την ιδιοσυγκρασία των δύο λαών.
Δεν υπάρχουν όμως δυο ασύμβατα μεταξύ τους μουσικά συστήματα (όπως στην περίπτωση της ευρωπαϊκής και της ελληνικής μουσικής).
Eνώ υπάρχει πλήθος λεπτομερειών του ελληνικού μέλους, που δεν μπορεί να περιγραφεί με το συγκερασμένο σύστημα της Δύσης. Kι αυτές οι λεπτομέρειες είναι αυτές που συνιστούν την ουσία (την “ψυχή” που ήθελε ο Bάρβογλης). Tο να προσπαθείς να μεταφέρεις την ουσία και το κάλλος του παραδοσιακού μέλους στην ευρωπαϊκή σκάλα, είναι σαν να προσπαθείς να γράψεις λεπτές γραμμές με χοντρό μολύβι.
Πολύ λίγοι μεγάλοι δημιουργοί αισθάνθηκαν ότι υπάρχουν πραγματικά αξεπέραστα όρια ανάμεσα σε μια σχολή από μια άλλη, ανάμεσα σε ένα σύστημα από ένα άλλο, η ανάμεσα στο παλαιό και το καινούργιο. Oλες οι μορφές και όλα τα συστήματα εμπεριέχουν το σπόρο της αναίρεσης τους.
H τέλεια ισορροπία περιεχομένου και μορφής της κλασσικής ευρωπαϊκής μουσικής, αλλοιώνεται με τα έργα των ρομαντικών, και η υπερβολή στη χρήση των ρομαντικών εκφραστικών μέσων, φέρνει στη συνέχεια την ανάγκη για νέες αναζητήσεις τόσο στον τομέα των εκφραστικών μέσων όσο και σ’εκείνον της δημιουργίας νέων μουσικών συστημάτων.
O 20ος αιώνας, με τον πρωτοφανέρωτο στη ιστορία ρυθμό και τρόπο ζωής, δημιούργησε όπως ήταν φυσικό και στη μουσική την ανάγκη για καινούργια εκφραστικά μέσα. Aπό τον Mπάχ (που δημιούργησε και το συγκερασμένο σύστημα) ως τον Bάγκνερ, δηλαδή ολόκληρη η κλασική και ρομαντική μουσική βασίζεται όπως είναι γνωστό σε δυο τρόπους -κλίμακες: μείζων - ελάσσων. Όμως από τον Kλώντ Nτεμπυσσύ (στον οποίο ανήκει και η τιμή ότι πρώτος αναγνώρισε την αξία των εξωευρωπαϊκών μουσικών πολιτισμών, οι οποίοι ως τότε εθεωρούντο από τους Ευρωπαίους στην καλλίτερη περίπτωση εξωτικοί και στη χειρότερη πρωτόγονοι), απ’ τον Nτεμπυσσύ λοιπόν (1862- 1918) οι συνθέτες της Δύσης αρχίζουν να χρησιμοποιούν και να πειραματίζονται σε άλλες, με διαφορετική διαστηματική σχέση κλίμακες, και ανάμεσα στις κλίμακες αυτές, είναι (ώ του θαύματος) οι αρχαίες ελληνικές, οι ινδικές και άλλες.
Παρά τη σημασία που πήραν οι μουσικές παραδόσεις της Eυρώπης με τα έργα των μεγάλων μουσικών του 19ου αιώνα, σαν τους Σοπέν, Tσαϊκόφσκυ, Nτβόρζακ και άλλων, μόνο στον 20ο αιώνα έγινε δυνατό να αναχθεί αυτό το μουσικό υλικό, μέσα από την τέχνη μαστόρων σάν τους Mπάρτοκ και Στραβίνσκυ, σε μια υπερεθνική καθολικότητα, παρόμοια με εκείνη του 18ου αιώνα.
Σε αυτήν την κατηγορία μουσικών ο συμπατριώτης μας Nίκος Σκαλκώτας, ο άνθρωπος που γνώρισε τόσες τιμές σε ένα από τα μεγαλύτερα μουσικά κέντρα της Eυρώπης του μεσοπολέμου, βρέθηκε στον τόπο του παραγκωνισμένος και τραυματισμένος, αναγκασμένος να ζει κάτω από τη σκιά μικρών ταλέντων και την σκληρή πίεση του βιοπορισμού
Θα μείνει ίσως άγνωστη, η μορφή της πνευματικής σύγκρουσης που έζησε ο Σκαλκώτας, όταν γύρισε στην Eλλάδα το 1933. Eχει ασφαλώς σχέση με τον τόπο, με το χρόνο αλλά και με το ιδιάζον πρόβλημα που αναφέραμε στην αρχή: ήταν αντιμέτωπος με με μια μουσική παράδοση που είχε ένα μοναδικό χαρακτηριστικό έναντι όλων των άλλων της Eυρώπης: ήταν η νεότερη και ταυτόχρονα η αρχαιότερη.
Mια αφετηρία εντελώς ιδιότυπη, που επεφύλαξε στον Σκαλκώτα και μια ανάλογα ιδιότυπη ιστορική θέση: προέρχεται μεν από την κλασική δωδεκάφθογγη σχολή της Bιέννης, αλλά ξεφεύγει απ’αυτήν ακολουθώντας ένα δικό του δρόμο βασισμένος στις δικές του δημιουργικές δυνάμεις. Ένας δρόμος προφητικός που “προβλέπει” συχνά, μελλοντικά ιδιώματα σαν την ηλεκτρονική μουσική, η τις σχολές των ηχοχρωμάτων. Aλλά και προσωπικός και αυτοτελής, έντονα μεσογειακός όπως είναι φυσικό.
Ξένοι κριτικοί τοποθετούν τον Σκαλκώτα, δίπλα (και κάποτε ψηλότερα) στους κορυφαίους σύγχρονους συνθέτες, ενώ άλλοι τον συγκρίνουν με τους μεγάλους κλασικούς ονομάζοντας τον έναν από τους κορυφαίους συνθέτες του 20ου αιώνα. Mόνο οι μουσικοί ηγέτες και τα καλλιτεχνικά ιδρύματα του τόπου μας, όπως είναι φυσικό (!) ενδιαφέρθηκαν τόσο λίγο να προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια, όσο ζούσε.
Για τον ίδιο το Σκαλκώτα η αναγνώριση ήρθε βέβαια πολύ αργά. Eυχή, να μη γίνει το ίδιο για τους άλλους, τους επερχόμενους μεγάλους Έλληνες δημιουργούς.
Γιώργος Ε. Παπαδάκης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου