Το τραγούδι είναι ένα
Το τραγούδι είναι ένα. Κάπως έτσι
συνοψίζεται η λογική του μουσικού αχταρμά και της αισθητικοποίησης του τουρλού
(ή μπριάμ, όπως το ’λεγε η γιαγιά μου). Λίγο Χατζιδάκις, μια ιδέα Γκάτσος, δυο
κουταλιές της σούπας ηπειρώτικα κι άλλο τόσο ρεμπέτικα, μια σκελίδα Θανάσης,
τσιγαρίζουμε σε σιγανή φωτιά ρίχνοντας Καρρά και στο τέλος προσθέτουμε Πάολα
για να γίνει πικάντικο. Έτοιμη η συνταγή. Και δοκιμασμένη.
Το μαγαζί είναι γεμάτο και
χειροκροτεί σε κάθε τραγούδι. Στην αρχή η συνήθης οχλαγωγία συνοδεύει ακόμα και
τις προσπάθειες της τραγουδίστριας να ρίξει λίγο τους τόνους. Το «καίγομαι και
σιγολιώνω» μπλέκεται με τα like που έκανε (ή δεν έκανε) η διπλανή αντροπαρέα σε κάποια
σελίδα και το μελοποιημένο «Μονόγραμμα» καλύπτεται από τη στιχομυθία για τα
καλύτερα σουβλάκια στο Νέο Κόσμο.
Όμως την κατάλληλη στιγμή, στην
κορύφωση του προγράμματος, οι φλυαρίες παύουν. «Κι απορώ αν αισθάνεσαι τύψεις,
όταν πας ξένα χέρια ν’ αγγίξεις κι
αν τα βράδια ο ύπνος σε πιάνει μ’ όλα
αυτά που σ’ εμένα έχεις κάνει». Ο
κόσμος συντονίζεται με το ρυθμό και ουρλιάζει τους στίχους. Διάλλειμα. Έξω από
το μαγαζί, βγαίνεις να πάρεις αέρα κι ακούς τους γύρω να επαναλαμβάνουν το
τελευταίο ρεφρέν. «Κι απορώ…».
Στο δεύτερο μέρος το ίδιο μοτίβο.
Η καψούρα που φουντώνει το κέφι στην παραλιακή διαδέχεται την ποιότητα που
περπατά με γόβες πάνω στα μάρμαρα του Ηρωδείου. Όλα δένουν γλυκά. Τα μικρά κι
ανήλιαγα στενά του Λειβαδίτη στριμώχνονται στην ίδια γειτονιά με τις
στιχοπλοκίες του Φοίβου: «Μου είπαν για σένα πως κρύβεις κινδύνους, μα εγώ δεν
τρομάζω δεν είμαι από κείνους». Οι τραγουδισμένοι από τον Ξυλούρη στίχοι του
Κ.Χ. Μύρη «ήταν ο τόπος μου βράχος και χώματα ήλιος και μαύρο κρασί» συναντούν
σύγχρονους ποιητές όπως τον Η. Φιλίππου: «Να μ' αφήσεις ήσυχη θέλω κι αν
υπάρχεις πια να μην ξέρω, ξέχνα με, ζω για μένανε».
Δεν μιλάμε για χαβαλέ. Μιλάμε για
την αποθέωση του καταναλωτικού πνεύματος. Ό,τι πάρεις 10 ευρώ. Τόσο κάνει η
είσοδος και το ποτό στο έντεχνο μαγαζί, τόσο και η κατανάλωση Βαμβακάρη,
Πάολας, Μάλαμα και Βανδή σε συσκευασία τη μιας βραδιάς. Δεν χρειάζονται πια
στεγανά, προκαταλήψεις, αγκυλώσεις και «θεωρητικές αναζητήσεις για
κουλτουριάρηδες». Η εποχή θέλει προσαρμογές. Θέλει ευελιξία. Θέλει τη
σχετικοποίηση των πάντων. Θέλει να βρίσκεις στα πάντα ένα νόημα. Για να μη
βρίσκεις τελικά νόημα πουθενά. Θέλει να πιστεύεις στην αυθεντικότητα. Αν σε
κάποιον αναγνωρίζουμε «αυθεντικότητα» τότε γίνεται αυτομάτως αποδεκτός. Δεν
πειράζει αν η αυθεντικότητα συνίσταται στην αναπαραγωγή του κενού, στην
αισθητική του κιτς ή στη λατρεία του επιφανειακού και του ασήμαντου.
Ο κόσμος βγαίνει απ’ το μαγαζί με
την ικανοποίηση της τηλεοπτικής νοικοκυράς που γυρίζει απ’ του Βερόπουλου. Άλλη
μια βραδιά σύζευξης των αντιθέτων. Ποιο έντεχνο και ποιο εμπορικό; Οι
διαφορετικές οπτικές για το τι είναι και τι δεν είναι τέχνη επιτέλους
εξανεμίστηκαν. Τα άκρα λειάνθηκαν. Τι Αριστερά και Δεξιά; Το είπε κι ο
Θεοδωράκης, στη διακήρυξη του Ποταμιού, δεν μπορούν πια να μας σώσουν οι
θεωρίες του 19ου αιώνα. Ας κερδίσει επιτέλους το μέτρο. Η κοινή λογική. Αυτή
του Πρετεντέρη, του Μανδραβέλη, του Άδωνη και του Τζήμερου. «Να τη χαίρεσαι την
καινούργια σου αγάπη…», Ματούλα. Το τραγουδάει η ομότεχνή σου, Δέσποινα.
Κωστής Μαργιόλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου