Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
του Γιώργου Σταυριανού
(2014, εκδόσεις Αντ. Σταμούλη)
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ
ΙΟΥΛΙΟΣ 2000 – SavanΝaΗ Bay
Ένας δυνατός θόρυβος μ’ έκανε να ξυπνήσω. Το όνειρο διακόπηκε απότομα, δεν είχε ακόμα ξημερώσει. Ένας νοτιάς που ούρλιαζε σάρωνε τον κόσμο, παντζούρια κατακτυπούσαν, αντικείμενα παρασύρονταν τρεκλίζοντας σα μεθυσμένα, οι πόρτες σείονταν… Μια πυρωμένη ανάσα γίγαντα πυρπολούσε την χώρα των νάνων, ένιωθα τα χείλη μου στεγνά, το κορμί μου ν’ ανατριχιάζει. Δε νύσταζα άλλο κι έτσι αποφάσισα να σηκωθώ. Ο ύπνος μου μέχρις εκείνη τη στιγμή που τόσο βίαια είχε διακοπεί ήταν μονοκόμματος και ήρεμος. Ένιωθα το σώμα ξεκούραστο και τη σκέψη καθάρια.
Περπατώντας όσο πιο αθόρυβα μπορούσα προχώρησα προς την βεράντα. Δεν πρόλαβα να ανοίξω την πόρτα, κι ο Αρθούρος όρμησε μέσα στο δωμάτιο τρομαγμένος. Τον παρατηρούσα έτσι καθώς έτρεχε να χωθεί στο δωμάτιο που κοιμόντουσαν η Μοίρα με την Αντιγόνη. Ήταν ολοφάνερο πως ζητούσε προστασία.
Προσέχοντας να μην ξυπνήσω τους υπόλοιπους, άνοιξα την πόρτα και βγήκα στην αυλή. Το σύμπαν στροβιλιζόταν από ένα νοτιά που έπαιρνε ό,τι έβρισκε μπροστά του. Κάθισα στην υφασμάτινη πολυθρόνα και έστρεψα το βλέμμα στον ουρανό. Πλατύς και απρόσιτος δεν είχε διάθεση για συνομιλία. Ύστερα από λίγο άκουσα την πόρτα ν’ ανοίγει. Η Μοίρα βγήκε γρήγορα, ο Αρθούρος έτρεχε πίσω της. Τους είδα να κατευθύνονται προς την σκηνή που ήταν στημένη δεξιά του σπιτιού κάτω από το γέρικο δέντρο κι όπου κοιμόντουσαν ο Σλάφκο κι ο Γεδεών. Την ένοιωσα ανήσυχη, σίγουρα κι αυτήν ο δυνατός νοτιάς την είχε αναστατώσει. Η Μοίρα προστάτευε το σπίτι της. Με νύχια και με δόντια. Θα ’ταν ικανή να σταματούσε και το νοτιά ακόμα αν μπορούσε. Είχε αδυναμία στον Γεδεώνα. Σίγουρα είχε πάει να ελέγξει την κατάσταση.
Με αντιλήφθηκε καθώς ξανάμπαινε στο σπίτι. Έκπληκτη με ρώτησε αν βρισκόμουν εκεί την ώρα που είχε βγει. Της είπα ναι, με ξαναρώτησε αν ήθελα κάτι. Την καθησύχασα, μας είχε ανησυχήσει όλους ο δυνατός ο άνεμος, όμως όπου να ’ναι θα ξημέρωνε, δεν είχα την πρόθεση να ξαναπέσω στο κρεβάτι, θα ετοίμαζα καφέ και θα κατέβαινα στην παραλία. Η Μοίρα εξαφανίστηκε, κι εγώ πάλι με κινήσεις αργές και όσο γινόταν πιο προσεκτικές άρχισα να ετοιμάζω τον πρώτο καφέ της ημέρας. Όταν ξαναβγήκα, ο Γεδεών ήταν θρονιασμένος στην άλλη πολυθρόνα αγουροξυπνημένος. Έφερα ακόμα ένα φλιτζάνι και τον σέρβιρα. Ύστερα μείναμε σιωπηλοί να περιμένουμε το ξημέρωμα με τον Αρθούρο ανήσυχο να γαβγίζει και να πηγαινοέρχεται ανάμεσα στα πόδια μας.
«Ονειρεύτηκα την συντέλεια του κόσμου απόψε, δεν είναι περίεργο;»
Έγνεψα καταφατικά χωρίς να μιλήσω, συνέχισε.
«Θέλω να σου ζητήσω κάτι..., να τώρα που είμαστε μόνοι. Θα ’θελα να διηγηθείς το περιστατικό της Αθήνας... Ξέρεις, εκείνο το βράδυ...»
Έμεινα για λίγο σιωπηλός, κι ύστερα άρχισα να αφηγούμαι αργά και ουδέτερα.
«Ήταν το καλοκαίρι του 1998. Ο ουρανός ήταν τόσο καθάριος όσο κι απόψε...» ψιθύρισα, και κλείνοντας τα μάτια ξανάζησα τη σκηνή.
«Θα ’ταν περασμένα μεσάνυχτα κι η ζέστη δεν έλεγε να πέσει. Ένα ασθενικό αεράκι, που όλο και πήγαινε να σηκωθεί, έμοιαζε να μην έχει τη δύναμη ούτε καν ν’ αναρριχηθεί στις πυρακτωμένες επιφάνειες των τοίχων. Λιποθυμούσε πριν καλά καλά δυναμώσει. Αυτή ήταν η μόνη διαφορά που υπήρχε σε σχέση με την αποψινή βραδιά. Δε φυσούσε καθόλου. Παρέα μ’ ένα φίλο απολαμβάναμε το ποτό μας χαμένοι στις σκέψεις μας.
»Κάποια στιγμή συνειδητοποίησα ότι ο καλεσμένος μου μιλούσε. Όμως δεν τον άκουγα. Η σκέψη μου έμοιαζε να έχει συρρικνωθεί. Ο καλεσμένος μου ξαναγέμισε το ποτήρι του, το δικό μου δεν είχε ακόμα αδειάσει. Κατάλαβα πως αυτή του η ενέργεια θα ’δινε μια ακόμα παράταση στην ώρα της αποχώρησής του. Όμως, μου ήταν αδιάφορο.
»Γύρω μου η Αθήνα… Μια μεταπολεμική τερατογένεση μέσα σ’ ένα κόσμο που δεν την είχε ανάγκη. Τα φρικαλέα καύκαλα των πολυκατοικιών έμοιαζαν ν’ ασφυκτιούν κάτω από σκουριασμένα παλιοσίδερα, σοφίτες κακοχτισμένες, κεραίες τηλεοράσεων οι περισσότερες ξεχαρβαλωμένες που έγερναν επικίνδυνα. Στο βάθος σαν την κορυφή μιας φωτισμένης τούρτας το πιο ψηλό κομμάτι του Λυκαβηττού, πίσω μου, το μπροστινό μέρος του Παρθενώνα φάνταζε απροστάτευτο και μόνο, παραφωνία τρανταχτή ανάμεσα στ’ αρχιτεκτονικά σύγχρονα σκουπίδια.
»Ένα δυσανάγνωστο και πνιγηρό συναίσθημα ένιωσα να με κυριεύει. Αυτός ο έκτος και τελευταίος όροφος όπου βρισκόταν η κατοικία μου έμοιαζε με παγίδα, σκέφτηκα για πολλοστή φορά. Αισθάνεσαι κυκλωμένος από παντού, δεν υπάρχει διέξοδος.
»Στ’ αυτιά μου έφτανε το υπόκωφο και διαρκές μουγκρητό μιας πόλης που καταδικάστηκε να πληρώσει βαρύ τίμημα για το θαύμα στο οποίο κάποτε πρωτοστάτησε. Μια λεηλασία που αποσιωπάται και για την οποία κανένας δε μιλά.
»Όμως, κι αυτό ακόμα τι σημασία μπορεί να ’χε πια, αναρωτήθηκα, καθώς ο συνομιλητής μου εκείνη τη στιγμή γελούσε, προφανώς ικανοποιημένος από τις μέχρι εκείνη τη στιγμή ρητορικές του επιδόσεις.
»Και τότε, εντελώς ξαφνικά η πόλη βούτηξε σ’ ένα μακρινό κι απόκοσμο φως… συννεφιασμένα ακροπατήματα αστεριών που ήθελαν να φτάσουν στη γη, ένα καράβι μεθυσμένο που είχε αγκυροβολήσει ολοφώτιστο στη μέση ενός γαλάζιου ωκεανού.., και ήταν τότε που εμφανίστηκε απρόσκλητα από το πουθενά...
»Μια μεγάλη σφαίρα παλλόμενη λουσμένη στο φως. Το φως αυτό, τώρα που ξαναθυμούμαι τη σκηνή, είχε χρώμα, όμως δεν είμαι σε θέση να το περιγράψω με ακρίβεια. Περισσότερο θύμιζε το χρώμα του φεγγαριού στην πιο μεγαλειώδη του εκδοχή. Ένα τεράστιο φωτεινό μπαλόνι, μερικές δεκάδες μέτρα πιο πέρα. Σηκώθηκα για να το παρατηρήσω καλύτερα, την ίδια στιγμή που αναρωτιόμουν φωναχτά πια τι θα μπορούσε να συμβαίνει».
Σταμάτησα για λίγο κι ύστερα συνέχισα.
«Η σφαίρα παρέμεινε ακίνητη για ένα μικρό αλλά ακαθόριστης διάρκειας διάστημα, και στη συνέχεια πήρε μια διαγώνια κλήση κι εξαφανίστηκε με ιλιγγιώδη ταχύτητα στον ουρανό».
Ο Γεδεών άκουγε χωρίς να σχολιάζει.
«Το ίδιο φαινόμενο παρατηρήθηκε διό χρόνια αργότερα πάνω από το ξενοδοχείο όπου διέμενε η Χίλαρι Κλίντον στην Κωνσταντινούπολη, στη διάρκεια της τελευταίας επίσκεψης του προεδρικού ζεύγους των Ηνωμένων πολιτειών της Αμερικής στην περιοχή μας. Παρακολουθούσα τα νέα των οκτώ όταν με τα ίδια μου τα μάτια είδα να εκτυλίσσεται η ίδια σκηνή μ’ αυτήν που είχα ζήσει. Κινηματογραφημένη αυτή τη φορά, η φωτεινή σφαίρα παλλόταν αιωρούμενη πάνω από το περικυκλωμένο με περιπολικά κτίριο. Ο παρουσιαστής σχολίασε ότι ήταν ένα φαινόμενο που δεν μπορούσε να ερμηνευτεί».
Άρχιζε να χαράζει. Ο Γεδεών παρέμενε σιωπηλός, τα μεγάλα πράσινα μάτια του κοίταζαν ακαθόριστα μακριά, χωρίς συγκεκριμένη κατεύθυνση.
«Πάω να ξαπλώσω πάλι λίγο. Είναι ακόμα νωρίς» είπε και σηκώθηκε. «Εσύ;»
«Εγώ θα κατέβω μέχρι τη παραλία. Αυτή την ώρα η θάλασσα είναι πάντα ζεστή και ήρεμη. Ευτυχώς έπεσε κι ο αέρας», του απάντησα και εκεί χωρίσαμε.
Βρίσκεσαι μακριά μου. Προσπαθώ να σε αγναντέψω στέλνοντας τη ματιά μου όσο πιο μακριά μπορεί να ταξιδέψει. Η θάλασσα έχει πάρει το χρώμα τ’ ουρανού, μια λευκή σκιά αγκαλιάζει τον κόσμο προμηνύοντας μια μέρα ιδιαίτερα ζεστή. Ο Ιούλης αργοσαλεύει νωχελικά, προσπαθώ να μπω στους ρυθμούς του. Κοιτάζω την ώρα. Δεν έχει πάει ακόμα οκτώ.
Το σώμα μου βουλιάζει στην άμμο. Προσπαθώ να ξαναφέρω στην μνήμη το πρόσωπό σου. Όμως, πριν εμφανιστεί, μια φράση σου χτυπάει τ’ αυτιά μου. «Να θυμηθώ τι; Αυτά που είπαμε ή αυτά που δεν είπαμε;»
Σιωπή. Το κύμα μόλις που σκάει στην αμμουδιά. Τζιτζίκια σφυροκοπάνε την ώρα. Ένας γλάρος παραμένει καρφωμένος στο απέναντι βραχάκι και με κοιτάζει υπεροπτικά. Οι πρώτοι κολυμβητές άρχισαν να εμφανίζονται. Φωνές παιδιών, αλυχτίσματα σκυλιών που παίζουν. Το καλοκαίρι έχει καταπλακώσει τον κόσμο. Μια πεταλούδα της θάλασσας καθρεφτίζεται στα ακύμαντα νερά φέρνοντας κύκλους, χορεύοντας τρελά και ανερμάτιστα..., σε λίγο χάνεται...
«Αυτά που είπαμε, ή αυτά που δεν είπαμε», τα λόγια αυτά στροβιλίζονται ακόμα μέσα μου. Πού στην πραγματικότητα κρύβεται η αλήθεια, σ’ αυτά που λέγονται ή σ’ αυτά που δεν λέγονται ; Τόσα χρόνια μετά, και μόνο μια φράση που ξαναγύρισε στάθηκε αφορμή για να με ταξιδέψει στο παρελθόν...
***
Σαλόν-συρ-Μαρν, μυρωδιές από φρεσκολουστραρισμένο ξύλο και
παλιό δέρμα, γεύση από Αρμανιάκ και βροχή... Και μια μουσική, που απλωνόταν στο
χώρο, μυστηριακή προσευχή που ξέφευγε από τα βάθη των αιώνων, ταξιδευτής του
σύμπαντος μοναχικός και περήφανος που δεν ελπίζει, που δεν είχε ποτέ του
ελπίσει γι αυτό ίσως να εξακολουθεί να υπάρχει... Η Εβδόμη Συμφωνία του Μπετόβεν...
Κι ο Ολιβιέ... Ένας γρίφος που παρέμεινε μέχρι σήμερα
άλυτος, περιπλέκοντας μοναδικά το ίδιο το μυστήριο της ύπαρξής μου... Λόγια που
ειπωθήκανε, κι άλλα, πολύ περισσότερα, αυτά που δεν ειπωθήκανε ποτέ.
... Διαστήματα φλύαρης σιωπής... Ναι, αυτή ήταν η αίσθηση
που είχα αποκομίσει. Ο Ολιβιέ..., Θε μου, πώς πέρασαν τόσα χρόνια...
Κι όμως, είναι σαν να μην φύγανε ποτέ, σαν όλα να ξαναβρίσκονταν
μπροστά μου στην ξεχασμένη τούτη γωνιά της γης, σήμερα, μια μέρα καυτή του Ιούλη...
Κλείνω τα μάτια κι αφουγκράζομαι. Οι γνώριμοι καλοκαιριάτικοι
ήχοι, οι ίδιοι που σημάδεψαν τα κρητικά καλοκαίρια των παιδικών μου χρόνων, και
της εφηβείας μου...
Η άμμος αρχίζει να θερμαίνεται, μια ανατριχίλα απλώνεται
στιγμιαία σ’ όλο μου το κορμί... Ανοίγω τα μάτια..., ένα μεγαλόσωμο μυρμήγκι
στην απεραντοσύνη της αμμουδιάς μοιάζει να περιπλανιέται, έτσι, χωρίς σκοπό...,
πώς είναι δυνατόν να βρει το δρόμο του σ’ αυτό το χάος...;
Κι ύστερα η σκέψη συνεχίζει το ταξίδι στο παρελθόν, σ’
αναζητά και πάλι. Ακροβατεί ανάμεσα σ’ ασταθή περιγράμματα, δεν μπορεί ή δεν
θέλει να σ’ αναπαραστήσει με την ακρίβεια της ανασυρόμενης από τη μνήμη φωτογραφίας...
Μόλις που διαφαίνεται μια εικόνα στην αχλή της μέρας που το δυνατό φως ντύνει
στα λευκά.., ξανά μια πεταλούδα σκύβει και καθρεφτίζεται χορεύοντας στ’
ακύμαντα σχεδόν νερά...
Τραγούδι ατέλειωτο τζιτζικιών..., η παραλία έχει ξυπνήσει
για τα καλά, θαλασσοπούλια ακροβατούν στον ουρανό... Σε λίγο η σκιά
μετακινείται. Ψάχνω μια πιο δροσερή γωνιά. Συμμαζεύω όπως όπως τα λίγα μου
πράγματα, και βρέχω τα πόδια μου στο νερό. Ένα παιδάκι πλατσουρίζει
παιχνιδιάρικα, το κορμί μου δέχεται τις πρώτες αναπνοές της θάλασσας... Προχωρώ
αργά, όπως συνηθίζω να κάνω. Ώσπου κάποια στιγμή αφήνω το σώμα μου να τ’ αγκαλιάσει
η θάλασσα. Ρίγη πρωτόγνωρης ηδονής, τα χέρια μου σκίζουν τα νερά, παρασύρομαι
σαν υπνωτισμένος..., αλήθεια πού είχα ξανακούσει να κάνουν λόγο για το μεθύσι
της θάλασσας;
Κι εκεί ξαφνικά, χωρίς ίχνος προειδοποίησης, σε ξαναβρίσκω
μπροστά μου. Η ματιά πρώτη, ποτάμι ορμητικό και ασυγκράτητο, η ματιά πρώτη με
μαγνητίζει. Ένα κύμα ζεστό αγκαλιάζει το κορμί μου, βρίσκεσαι εκεί, το ξέρω, κι
ας χάθηκε πάλι η ματιά.., τώρα όμως η αναπαράσταση είναι ένα παιχνιδάκι, το
πρόσωπό σου σχηματίζεται πεντακάθαρα πάνω στη γαλαζοπράσινη υγρή επιφάνεια. Βρίσκεσαι
μόλις λίγα μέτρα μπροστά, πότε πότε γυρίζεις και με κοιτάς, σ’ ακολουθώ, χωρίς
να ξέρω προς τα πού κατευθύνεσαι, σ’ ακολουθώ... Κι αυτό το ξέρεις.
Επόμενη Ενότητα
Πρόλογος