Δευτέρα 20 Οκτωβρίου 2014

Ο Θανάσης Μωραΐτης για τα δημοτικά τραγούδια της Στεράς Ελλάδας





Για το CD «Μονωδίες από τον Παρνασσό και τον Ελικώνα»

Περιλαμβάνει 37 τραγούδια ηχογραφημένα στην Αθήνα το 1930, στην Άνω Αγόριανη το 1981, στα χωριά Κυριάκι, Ζερίκι Λειβαδιάς και Βάγια Θηβών το 1999 με ντόπιους μουσικούς και τραγουδιστές.

Επιμέλεια ενθέτου, παραγωγής, έκδοσης: Μάρκος Φ. Δραγούμης, Θανάσης Μωραΐτης 
Έκδοση: Φίλοι Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου Μέλπως Μερλιέ, Οκτώβριος 1999

***

Παρατηρώντας τη συμπεριφορά της ελληνικής κοινωνίας μεταπολεμικά, διαπιστώνουμε τα εξής: η ζωή στο χωριό διαθέτει γοητεία γι’ αυτούς που το επισκέπτονται, και είναι συχνά κόλαση γι’ αυτούς που ζουν σε αυτό. Άρα, να φύγουμε από δω, να πάμε στην πόλη με άλλοθι τις ‘σπουδές των παιδιών’ ή ‘εκεί θα βρει δουλειά ο πατέρας’. Έτσι το δυάρι στο Περιστέρι είναι ‘παλάτι’. Έχει την τουαλέτα μέσα στο σπίτι, γλιτώσαμε κι απ’ τις λάσπες.

Τα παιδιά όμως μεγάλωσαν, παντρεύτηκαν κι αγόρασαν σπίτι, έστω και με δόσεις. Οι γονείς απέμειναν μόνοι στο δυάρι στην πόλη. Επιστροφή στο χωριό, πάλι στα ίδια αλλά όχι ακριβώς. Τώρα ξέρουν τι χρειάζεται για να ζεις καλά. Έγινε κι ο σεισμός, νά τα δάνεια χωρίς επιτόκιο, νά οι εργολάβοι, ‘ευκαιρία να γλιτώσουμε από το σαράκι χρόνων’, έπεσαν οι τέσσερις κολώνες και η πλάκα από μπετόν. Ίδια κι όμοια με τα δυάρια της πόλης. Το ψωμί πολυτελείας –αερόψωμο καλά ακούγεται;– πήρε τη θέση των καρβελιών στην πινακωτή. Τα πλαστικά λουλούδια μόνιμα στο ανθοδοχείο, ενώ έξω τα μυρίπνοα άνθη παρακαλάνε για μια θέση σε αυτό. Με την εγκατάσταση της κεραίας ‘γέμισε’ το όνειρο. Πάνε τα γλέντια με ‘πίνω και ορισμό’, ‘άσπρο πάτο’ και, υποχρεωτικά, τραγούδι. Τώρα ‘καλό’ τραγούδι είναι αυτό που δείχνει και ξαναδείχνει η τηλεόραση. Οι μουσικοί της περιοχής, αν θέλουν να ζήσουν, πρέπει να ‘περάσουν’ αυτά τα τραγούδια γιατί αυτά θα τους ζητήσουν. Πάνε τα κουτσομπολιά για τη γειτόνισσα. Όλοι σχολιάζουν αυτά που λένε στο ‘γυαλί’ για τη Ρούλα που ‘είναι όμορφη και τα λέει ωραία’.

Αυτά για όσους ήρθαν στην πόλη, είδαν και επέστρεψαν στα χωριά τους. Όλοι οι άλλοι που μείναμε ή ξεμείναμε στην πόλη, γιατί ‘εδώ στρώσαμε τη ζωή μας’, ψάχνουμε απεγνωσμένα ανάμεσα στις ‘απάνθρωπες’ πολυκατοικίες να βρούμε και να νοικιάσουμε χωριάτικο σπίτι με κήπο ή ρετιρέ να βλέπει ουρανό. Τα εστιατόρια και τα ταβερνάκια που σερβίρουν σπιτικό φαγητό και χωριάτικο ύφος με διακόσμηση κότες, σαμάρια, πηγάδια χωρίς νερό, κάπες, κάρα κ.ά., έχουν ιδιαίτερη θέση στην καρδιά μας. Πολλά βράδια ξενυχτάμε στα ‘κέντρα’ της Ομόνοιας και σε άλλες συνοικίες που παίζουν δημοτικά, συμμετέχοντας στην κωμωδία με τίτλο «Όπως τότε στο χωριό». Τσουγκρίζουμε τα πλαστικά ποτήρια με το Johnnie Walker μέσα και κάνουμε φόνο αν μας πάρουν τη ‘σειρά’ στο χορό. Παρακολουθούμε παραστάσεις σε θέατρα των Αθηνών όπου χωριάτες, ντυμένοι με την παραδοσιακή φορεσιά τους (που οι ίδιοι ντρέπονται να τη φορέσουν στο χωριό), αναπαριστούν ‘το ζύμωμα των ψωμιών του γάμου’ ή ‘το ξύρισμα του γαμπρού’ (που εδώ και χρόνια δεν κάνουν στα χωριά τους) σ’ εμάς τους ‘πολιτισμένους επαρχιώτες’ της πρωτεύουσας. Το οξύμωρο σε όλο του το μεγαλείο.

Και δεν έχει σημασία αν όλα αυτά είναι διαπιστώσεις βιωμάτων ή κοινωνιολογικής έρευνας. Σημασία έχει ότι επηρέασαν και το δημοτικό τραγούδι που, φυσικά, ακολούθησε τη μοίρα όλων αυτών των εξελίξεων που συνθέτουν την έννοια της πολιτιστικής-πολιτισμικής έκφρασης ενός τόπου ή λαού. Έτσι, ‘αλλοιώθηκαν’ έγιναν ‘άλλο’. Στο μέλλον θα φανεί αν ‘η ιστορία θα καταδεχθεί να το σημειώσει’.

Το ίδιο συνέβη και με τα τραγούδια της Στερεάς Ελλάδας, αλλά με κάτι παραπάνω. Δεν μπορούσα να καταλάβω, όλα αυτά τα χρόνια, γιατί ακόμα και ’γώ, που ποτίστηκα παιδιόθεν με αυτά τα τραγούδια, ένιωθα αποστροφή στο άκουσμά τους. Στενοχωριόμουν ακόμα περισσότερο όταν άκουγα να παθαίνουν το ίδιο και άλλοι που γεννήθηκαν και έζησαν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Επίσης δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί δεν συνέβαινε το ίδιο με τα μικρασιάτικα, τα νησιώτικα κτλ. 

Το σοκ που έπαθα όταν ο Μάρκος Δραγούμης μου έδωσε ν’ ακούσω τις ηχογραφήσεις που έκανε το Μουσικό Λαογραφι­κό Αρχείο το 1930 με τραγούδια από τη Στερεά Ελλάδα, με σκοπό να κάνουμε την επιλογή των τραγουδιών γι’ αυτόν τον δίσκο, ήταν πολύ ισχυρό. Τι ευγένεια, τι λεπτότητα, τι φωνές, τι ευαισθησία, τι ερμηνείες, τι ‘χρώματα κι αρώματα’ χύθηκαν στ’ αυτιά μου και στο σώμα μου! Ένιωσα ‘Αμερικανάκι’ –λίγο έλειψε να πω ‘όου... γουάντερφουλ’– ότι δεν ήξερα τα τραγούδια του τόπου που γεννήθηκα, ενώ τα ήξερα. Όχι όμως έτσι. 

Ψάχνοντας να βρω εντός μου την αιτία, μού ’ρθαν κατά πρόσωπο οι ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες της δεκαετίας του ’60 και είδα τους ηθοποιούς να φοράνε φουστανέλες με άσπρο καλσόν και να υποκρίνονται –αυτοί τη δουλειά τους έκαναν– το ναΐφ τρόπο ζωής και συμπεριφοράς των κατοίκων της Στερεάς Ελλάδας και της Πελοποννήσου. Είδα τους μουσικούς και τους τραγουδιστές, ντυμένους κι αυτούς με φουστανέλες, να παίζουν και να τραγουδούν playback αθάνατα τσάμικα, κάνοντας κινήσεις ‘ξένες’ με το ‘είναι’ τους και επιδεικνύοντας με έμφαση το τσαρούχι, ειδικά τη φούντα του. Δεν είναι τυχαίο που αρκετοί δίσκοι εκείνης της εποχής έχουν για εξώφυλλο ένα τσαρούχι με τη φούντα και δίπλα όρθια μια γκλίτσα. Είδα τον Γεώργιο Παπαδόπουλο να χορεύει, στα στρατόπεδα το Πάσχα, αθάνατα τσάμικα, με τον Στυλιανό Παττακό δεύτερο, να του κρατά το δικτατορικό ασπρομάντηλο. Ξαναχορεύεις τσάμικο; Είδα τους δημοτικούς τραγουδιστές, που ερχόντουσαν στα πανηγύρια μετά το 1970, να τραγουδάνε παίζοντας με τα χέρια τους παντομίμα το περιεχόμενο των στίχων. Τραγούδαγε ένας κι άκουγα κι ακούω ακόμα να τραγουδάει με δύο λαρύγγια, από τα πολλά ‘μπιχλιμπίδια’ –μαλάματα τα λέει ο Σεφέρης. Είδα τον μπάρμπα Τάσο Χαλκιά και τον Πανα­γιώτη Κοκοντίνη να στέκονται παράμερα και να κρύβουν το κλαρίνο ακούγοντας το ‘σκυλάδικο’ ύφος, μην τους πει κάποιος ότι παίζουν το ίδιο όργανο. Και τους είδα λυπημένους πολύ. Λυπημένους πολύ είδα και τους εναπομείναντες μουσικούς του χωριού μου (Βάγια ή Καζνέσι) Δημήτριο Μπισταράκη και Δημήτριο Πάλλη γιατί δεν τους ‘παίρνουν’ πια στα γλέντια και στα πανηγύρια, ούτε καν στο βλάχικο γάμο του χωριού, για τον οποίο μάλιστα, πρόσφατα η δημοτική αρχή έφερε μουσικό συγκρότημα από την Τήνο να παίξει. 

Άκουσα όμως, και ακούω ακόμα, τους ίδιους χωριάτες, που προσποιούνται ότι διασκεδάζουν με όλα αυτά, στη μοναξιά των προσωπικών τους στιγμών να τρα­γουδάνε με το ύφος, την ευγένεια και τη λεπτότητα που ακούμε στις ηχογραφήσεις του 1930 (δες αρ. 20-37). Άλλο ένα οξύμωρο, αυτή τη φορά ευχάριστο. 

Θα μπορούσα να παρομοιάσω τα δημοτικά τραγούδια της Στερεάς Ελλάδας με ένα ρόπτρο, του οποίου τη λεπτή τέχνη σκέπασε η σκουριά των νερών του κατακλυσμού και της λογικής, εν μέρει, αδιαφορίας των συγχρόνων του. Επειδή όμως πάντα ‘έχει ο καιρός γυρίσματα’ και επειδή ‘πρέπει νά ’χεις τρόπους ευγενικούς για να δεχτεί το ναυάγιο ν’ ανασυρθεί από σένα’, έρχεται η έκδοση αυτή των Φίλων του Μουσικού Λαογραφικού Αρχείου Μέλπως Μερλιέ, που γίνεται με την οικονομική ενίσχυση του Υπουργείου Πολιτισμού, να ‘ξύσει’ τη σκουριά των τραγουδιών και να μας αποκαλύψει το μέγεθος της τέχνης του πρωτομάστορα.

Θανάσης Μωραΐτης
Πλάκα, 3 Ιουνίου 1999

Δεν υπάρχουν σχόλια: