Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
του Γιώργου Σταυριανού
(2014, εκδόσεις Αντ. Σταμούλη)
Η ΤΕΛΕΤΗ ΤΗΣ ΑΝΑΧΩΡΗΣΗΣ
Η μέρα είχε ντυθεί στο χρώμα της γαλάζιας ανεμώνας, στα βάθη του ορίζοντα το χρυσάφι του ήλιου έλιωνε νωχελικά. Σε μιαν άκρη της απέραντης αμμουδιάς ξαπλωμένος χάζευα τις ανταύγειες του τελευταίου φωτισμού της μέρας που χόρευαν πάνω στα ακύμαντα νερά. Ο ανάλαφρος παφλασμός μόλις που ακουγόταν, τα δάχτυλά μου έσκαβαν λακκούβες στην άμμο...
Σαν κάποιος ξαφνικά να με καλούσε, γύρισα το κεφάλι και κοίταξα. Ξαφνιάστηκα που την είδα, όμως, τι περίεργο, ήταν σα να την περίμενα να εμφανιστεί από ώρα…
Εντύπωση μου ’κανε πως κι εκείνη σα να περίμενε να αντιληφθώ την παρουσία της, και χαμογελώντας σιωπηλά μού έκανε νεύμα να παραμείνω στη θέση μου.
Ενστικτωδώς ένιωσα πως η γαλήνη της στιγμής δεν έπρεπε να διαταραχτεί.
Ένας κόμπος σφηνώθηκε ξαφνικά στο λαιμό που δεν έλεγε να λυθεί, και μια μουσική άρχισε να αναδύεται από το πουθενά και να σκεπάζει τον κόσμο.
Έκανα να φωνάξω «Μητέρα», όμως η φωνή μου βουβάθηκε... Δεν είχα φωνή.
Χωρίς ν’ ανταλλάξουμε κουβέντα καμιά την κοιτούσα καθώς ανασηκωνόταν από την αμμουδιά. Κινήσεις αργές αλλά σίγουρες, κινήσεις που υπάκουαν σε μιαν αόρατη μπαγκέτα που λες κι έδινε τον ρυθμό... Δεν την είχα δει ποτέ τόσο ωραία, τόσο ήρεμη, αλλά και τόσο αποφασισμένη.
Έκανα πάλι να φωνάξω, όμως η φωνή μου πνίγηκε πριν καλά καλά ακουστεί. Ένα γλαροπούλι, ένα και μοναδικό, βούτηξε στα νερά για λίγο, μια πεταλούδα της θάλασσας παρέσυρε τη ματιά μου στα ρηχά χοροπηδώντας.
Στα λίγα δευτερόλεπτα που είχε αποσπαστεί η προσοχή μου, η μητέρα είχε βουτήξει στο νερό, κι είχε αρκετά προχωρήσει. Στεκόταν ακόμα όρθια, η επιφάνεια του νερού την κάλυπτε μέχρι τη μέση.
«Μητ...», πρόφτασα να ψιθυρίσω, «… Σσς...», ήταν η απάντηση, και μόλις που ακούστηκε.
Ένας ξαφνικός φόβος με κυρίευσε, δεν έπρεπε να την αφήσω να προχωρήσει πιο βαθιά, δεν ήξερε κολύμπι. Έπρεπε ν’ αντιδράσω... Έπρεπε... Αδύνατον… Παρέμενα μαρμαρωμένος κι ανήμπορος μπροστά σε μια σκηνή που, χωρίς να έχω συνειδητοποιήσει γιατί, μου φάνηκε μεγαλειώδης.
Η μητέρα είχε πια προχωρήσει... Τα νερά την κάλυπταν μέχρι το λαιμό. Γύρισε και με κοίταξε. Όλο το μυστήριο και η γλύκα της ζωής απαλλαγμένη από τον τρόμο. Ματιά γεμάτη ηλιαχτίδες, δέρμα διάφανο και ιριδίζον... Κι ύστερα, μπροστά στα γουρλωμένα μου μάτια, αφέθηκε στο μεθύσι της θάλασσας... Με κινήσεις ανάλαφρες κι ήρεμες άρχισε να κολυμπά και να απομακρύνεται όλο και περισσότερο από την ακτή.
«Μητέρα…», φώναξα, κι ένας δυνατός πόνος μού τρύπησε την καρδιά.
Δεν μου απάντησε. Με το αριστερό της χέρι έστειλε μόνο έναν ανάλαφρο αποχαιρετισμό και συνέχισε να απομακρύνεται.., ένα αεράκι ανάλαφρο σηκώθηκε, ο κόσμος άρχισε να βάφεται με ένα βαθύ βιολετί που έπεφτε σαν ίσκιος πάνω σ’ έναν κόσμο που ξεψυχούσε.
Σε λίγο η μητέρα είχε χαθεί, σκιά ανάλαφρη ανάμεσα στις σκιές του σύμπαντος, νούφαρο γαλάζιο και κυματιστό που επέπλεε στην απεραντοσύνη της σιωπής, επιστρέφοντας το φως που είχε εισπράξει.
Δε σπάραξα. Δεν ούρλιαξα. Δεν πέθανα κι εγώ μαζί της όπως περίμενα. Το ίδιο βράδυ παραδινόμουν στο μεθύσι της σάρκας, αστόχαστα και βίαια, έχοντας πλάι μου ένα κορμί που δεν έμελλε ποτέ πια να ξανασυναντήσω. Τρεις μέρες μετά, ξεφάντωνα χορεύοντας σ’ ένα πανηγύρι.
…Νιώθω το κορμί μου να αναδεύεται μέσα στο χάος. Η ζεστασιά της σάρκας που δεν μπορεί να ησυχάσει δίπλα μου με αφοπλίζει. Εδώ και κάμποση ώρα έχω πάψει να συμμετέχω. Η δύναμη που ξεχειλίζει απ’ το κορμί που σπαρταράει δίπλα μου με ξαφνιάζει. Κάθε τόσο με προκαλεί ν’ ανταποκριθώ. Στην αρχή διστακτικά. Ύστερα όλο και πιο επίμονα…
Ο κόσμος ακόμα δεν έχει καταλαγιάσει από τη δίνη στην οποία είχε περιέλθει. Ακόμα και την ώρα ετούτη την ύστατη, την χωρίς επιστροφή, προσπαθώ να βάλω κάποια στοιχειώδη έστω τάξη στη σκέψη μου. Μνήμες συνωστίζονται. Δίνουν μάχη απελπισμένη να σωθούν, να γλιτώσουν απ’ την καταστροφή φτάνοντας μέχρι τη μοναδική έξοδο κινδύνου.
Ο συναγερμός χτυπάει δαιμονισμένα εδώ και ώρα. Ποδοβολητά, στίφη ενόπλων, μάχη επικράτησης, κουρνιαχτός, τρέλα. Κι ύστερα.., τίποτα. Μια σιωπή πιο παγερή κι απ’ τη σιωπή της αβύσσου. Βρίσκομαι μόνος στη μέση ενός απέραντου και σκοτεινού ναρκοπέδιου. Όπου κι αν πάω, όποια κατεύθυνση κι αν επιλέξω, σωτηρία δεν υπάρχει. Οι συμμορίες ξαναχτυπούν αφηνιασμένες. Η έξοδος κινδύνου έχει φρακάρει.
Παραδίνομαι. Κι όλα πνίγονται μέσα σ’ ένα αργόσυρτο μουγκρητό. Τα ποτάμια των αισθήσεων ξεχύνονται ασυγκράτητα, πλημμυρίζοντας το χώρο. Η ζεστή σάρκα που με περιβάλλει οργανώνεται σε ασπίδα προστασίας, προσπαθεί να κλείσει την πόρτα που εγώ ονόμασα μάλλον άστοχα, έξοδο κινδύνου.
Πάω να φωνάξω, ένα δυνατό χέρι μού κλείνει απαλά αλλά αποφασιστικά το στόμα. Μια άγνωστη και τρομερή τότε δύναμη με συγκλονίζει. Το σώμα μου ολόκληρο συσπάται κι ύστερα τινάζεται. Σα να το ’χει χτυπήσει δυναμίτης, η αρχική έξαψη πυροδοτεί τον ηφαιστειακό μηχανισμό, οι πρώτες εκρήξεις θέλουν να σκοτώσουν τον θάνατο.
Κι αυτήν ακόμα τη στιγμή που το επίπεδο της συνείδησης πλησιάζει στο μηδέν, η σκέψη συνεχίζει να λειτουργεί. Δεν είχα κατορθώσει να σε σώσω, μητέρα... Η αγάπη μου στάθηκε ανίσχυρη.
(Επόμενη ενότητα)
(Προηγούμενη ενότητα)
(Επόμενη ενότητα)
(Προηγούμενη ενότητα)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου