Γιώργος Ξηντάρης:
«Πρώτη ύλη είναι
ο Μάρκος»
Μια κουβέντα με τον μεγάλο ρεμπέτη στην όμορφη Σκόπελο.
τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
Βαριέμαι τις
συμβουλές, τις προστακτικές
και το lifestyle, αλλά επιτρέψτε
μου να σας πω το δικό μου μυστικό για την καλοκαιρινή σας ευτυχία: ταξίδι στη
Σκόπελο και βόλτα στην «Ανατολή». Τα υπόλοιπα αφήστε τα στον κύριο του μαγαζιού
και στους φοβερούς και τρομερούς γιους του, τον Αντώνη και τον Θοδωρή, που πάνω
στο κάστρο της Χώρας έχουν στήσει το δικό τους ρεμπέτικο λημέρι. Η κουβέντα που
θα διαβάσετε έγινε πέρυσι το καλοκαίρι, αλλά δεν μου πήγαινε να τη δω
δημοσιευμένη φθινόπωρο, σαν αποχαιρετισμό. Ενώ τώρα, με τα εισιτήρια στο χέρι
για άλλο ένα ταξίδι στη Σκόπελο και φέτος, μου φαντάζει περισσότερο σαν
πρόσκληση. Κυρίες και κύριοι, ο μεγάλος ρεμπέτης Γιώργος Ξηντάρης!
Είμαστε στην
«Ανατολή» αλλά εγώ θέλω να πάμε πιο πίσω. Τι ήταν η «Ρεμπέτικη Ιστορία» με την
οποία συνδέθηκε το όνομά σας;
Η
«Ρεμπέτικη Ιστορία» ήταν δικό μου το μαγαζί, το έστησα εγώ το 1981, και ήταν το
πρώτο μαγαζί στην Αθήνα που άνοιξε με ρεμπέτικα εκείνη την εποχή. Εκεί
συναντιόταν όλος ο κόσμος, φανταστείτε. Ηθοποιοί, μουσικοί, γενικώς της τέχνης.
Εκεί στις αρχές
του ’80 είχε γίνει μόδα το ρεμπέτικο;
Εμείς
το κάναμε μόδα στην Αθήνα, και μετά άνοιξε το «Ταξίμι», η «Φραγκοσυριανή», όλα
τα ρεμπετομάγαζα στα Εξάρχεια.
Τι σας ώθησε να
ανοίξετε ένα τέτοιο μαγαζί;
Από
μικρός ρεμπέτικα άκουγα. Τι να άνοιγα, λοιπόν; Ροκ; Αν και το ρεμπέτικο είναι ροκ!
Ο Μάρκος είναι ροκ!
Πότε
πρωτακούσατε ρεμπέτικο;
Πιτσιρικάς
εδώ στη Σκόπελο, από τα γραμμόφωνα. Μάρκο, Παπαϊωάννου, τέτοια πράγματα. Από
την οικογένεια δεν είχα κανένα ερέθισμα, αλλά όλη η Σκόπελος άκουγε ρεμπέτικα.
Δεν έχουμε νησιώτικα, φοράμε …φουστανέλες εδώ. Η Σκόπελος είναι κάτι άλλο, δεν
είναι νησί. Ήρθε εδώ κόσμος απ’ όπου μπορείς να φανταστείς, κι από τη Μικρά
Ασία, κι από τ’ Άγραφα.
Κι από ακροατής
τι συνέβη και γίνατε μουσικός και τραγουδιστής;
Το
’65 που πήγα στην Αθήνα δούλευα οικοδόμος. Τα μεροκάματα ήταν μικρά. Μια μέρα
πέρασα από την Ομόνοια, είδα ένα μπουζούκι και το αγόρασα. Άκουγα τα τραγούδια
στις ταβέρνες από τα τζουκ-μποξ, και μετά πήγαινα σπίτι και έπαιζα τη μελωδία.
Το ’72 - ’73 αφήνω την οικοδομή και ξεκινάω να παίζω καλοκαίρια στη Σκόπελο,
στα «Δειλινά». Εν συνεχεία, στην Αθήνα, πήγα και σε μεγαλύτερα κέντρα.
Ώσπου το 1983 -
’84 έρχεται η περίφημη σειρά «Το Μινόρε της Αυγής» με σας να αναλαμβάνετε ένα
μεγάλο μέρος της ερμηνείας των τραγουδιών. Ποιο ήταν το μυστικό της επιτυχίας;
Βασικοί
παράγοντες ήταν οι ηθοποιοί και το τραγούδι. Οι ηθοποιοί ήταν ξακουστοί, άλλος
έκανε τον Μάρκο, άλλος τον Μπάτη. Ξέρεις, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Πάνου
Σαββόπουλου, το τραγούδι «Το Μινόρε της Αυγής» δεν είναι του Μάτσα, είναι του Χατζηχρήστου.
Και η μελωδία αυτό δείχνει.
Γενικά πάντως η
δισκογραφία σας είναι αρκετά μικρή παρά τα τόσα χρόνια που τραγουδάτε. Γιατί;
Καταρχήν,
εφτά χρόνια ήμουν στον Μάτσα, από το ’79 μέχρι το ’86. Γινόταν το εξής: έβλεπε
π.χ. έναν τραγουδιστή ο Μάτσας και σου έκανε ένα συμβόλαιο, σου έκανε ένα
δίσκο, και μετά σε έκλεινε στο ψυγείο. Πήγα να σπάσω το συμβόλαιο, άργησα δέκα
μέρες, και παρατάθηκε για άλλα δυο χρόνια. Ο Μάτσας, όμως, έκανε και ένα καλό:
με πρότεινε στον Φώτη Μεσθεναίο, όταν αυτός ζητούσε μια ρεμπέτικη φωνή για το
«Μινόρε». Και με πήρε τηλέφωνο ο Μεσθεναίος στη Σκόπελο, μιλήσαμε, και έγινε
ό,τι έγινε.
Εσείς δεν
επιδιώξατε να το κυνηγήσετε λίγο περισσότερο το δισκογραφικό;
Όχι.
Πώς σας φαίνεται
που επανέρχεται ο Τσιτσάνης; Swing, λάτιν, μπιτ,
μέχρι και σε διαφήμιση τον ακούμε.
Δεν
ζει ο Τσιτσάνης για να απαντήσει - αυτός θα έπρεπε να απαντήσει.
Εγώ ρωτάω εσάς.
Εμένα
δεν μ’ αρέσει. Τα τραγούδια είναι γραμμένα συγκεκριμένα, πάει και τελείωσε.
Γράψε εσύ κάτι άλλο αν μπορείς. Μην τα πειράζεις. Όλα αυτά τα ρεμπέτικα έχουν
εικόνες, έχουν ιστορία.
Μήπως όμως έτσι
περνάει στη νεολαία; Αξίζει το τίμημα να «πειράξουμε» τα τραγούδια για να τα
ακούσει η επόμενη γενιά.
Όχι,
δεν αξίζει. Αν αγαπάς κάτι, να ψάξεις να το ακούσεις.
Εσείς πώς
αντιμετωπίσατε σαν μουσικός και ερμηνευτής το ρεμπέτικο τραγούδι; Προσπαθήσατε
να το μεταφέρετε πιστά;
Ακριβώς.
Από τα ακούσματα που είχα σαν πιτσιρικάκι, θεωρούσα και θεωρώ ότι είναι σωστό
αυτό που έχει γράψει ο συνθέτης και ο στιχουργός. Και δεν πρέπει να βάζουμε
χέρι στο έργο του καλλιτέχνη. Τέλος!
Πώς νοιώθετε που
τα παιδιά έχουν επιλέξει να ακολουθήσουν την τέχνη σας;
Τα
παιδιά μεγάλωσαν εδώ, στο μαγαζί. Ναι μεν ακούνε κι άλλα, μην τα πω (γέλια…),
αλλά η βάση είναι το ρεμπέτικο.
Τα πιέσατε
εσείς;
Όχι
βέβαια. Μαζί παίζαμε, όπως παίζουμε τώρα. Μόνοι τους αποφάσισαν να ασχοληθούν.
Τους άρεσε το χειροκρότημα - σε ποιον δεν αρέσει;
Με τους δυο γιους του, τον Αντώνη και τον Θοδωρή Ξηντάρη
Πάντως, παρατηρώ
ότι υπάρχουν στο χώρο πολλά νέα παιδιά-οργανοπαίκτες με εντυπωσιακές μουσικές
δεξιότητες.
Μουσικοί
υπάρχουν, τραγουδιστές δεν υπάρχουν. Τότε, για να γίνεις τραγουδιστής έπρεπε να
ξέρεις να πεις αμανέ. Όλοι είχαν την προσωπικότητά τους - άκουγες έναν
τραγουδιστή και έλεγες «είναι αυτός», «είναι εκείνος». Τώρα είναι σαν το
καρδιογράφημα όταν πεθαίνει κάποιος - μια ευθεία γραμμή.
Τι συμβαίνει
όταν τραγουδάτε αμανέ;
Ο
αμανές είναι προσωπικό θέμα και τα τρία λεπτά του τα ζεις μόνος σου. Ναι, μεν,
απευθύνεσαι στο κοινό, αλλά είσαι αλλού. Ο αμανές είναι το ταξίμι της φωνής.
Και είσαι μόνος σου, σαν τον χορευτή. Μην κοιτάς τώρα που χορεύουν σαν να
πατάνε τα σταφύλια· ο πραγματικός χορευτής χορεύει το ζεϊμπέκικο ή το απτάλικο
και κοιτάζει μόνο την πίστα, τίποτε άλλο. Από τότε που ο Δημήτρης Παπαμιχαήλ
χόρεψε ένα ζεϊμπέκικο στην ταινία «Δημήτρη μου, Δημήτρη μου», το πήραν το στυλ
αυτό όλοι οι ελληναράδες και χορεύουν σαν τον Παπαμιχαήλ. Έλεος!
Πότε νοιώσατε
ότι κάτι άρχισε να αλλάζει στην ελληνική κοινωνία και να μπαίνουμε στην
παραλιακή και στα τζιπ; Τη βιώσατε αυτή τη νεοελληνική μετάλλαξη;
Από
το ’90 και μετά άρχισε η κατηφόρα και ο νεοπλουτισμός. Εγώ δεν άλλαξα καθόλου -
το πολύ-πολύ να έπαιρνα πέντε-δέκα δραχμές παραπάνω μεροκάματο. Έβλεπα όμως τον
κόσμο που ερχόταν και χαλούσε πάρα πολλά λεφτά. Έρχονταν κάτι άσχετοι με κάτι
κουρσάρες και πετούσαν τριακόσιες χιλιάδες δραχμές σε λουλούδια. Πού τα βρήκες
τα τριακόσια χιλιάρικα; Από τότε ξεκίνησε η κατηφόρα.
Η κρίση μπορεί
να δημιουργήσει τίποτα;
Ναι,
αμέ. Αν ζοριστεί ο άλλος, δημιουργεί. Και τραγούδια γράφει, και μουσική γράφει.
Είπαμε, το λαϊκό τραγούδι είναι πονεμένο τραγούδι, μερακλίδικο.
Το ρεμπέτικο
γιατί εξακολουθεί να συγκινεί τον κόσμο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο;
Κάθε
ένας άνθρωπος έχει την ιστορία του, και τα ρεμπέτικα τραγούδια τα έχουν πει
όλα. Θα ακούσω ένα τραγούδι, θα μου φέρει την εικόνα της ιστορίας μου, και θα
το αγαπήσω. «Κάθε ένας άνθρωπος μοιάζει με καράβι / που θαλασσοδέρνεται βράδυ
και πρωί», που λέει κι ο στίχος. Γι’ αυτό έχει δύναμη το ρεμπέτικο και είναι
κλασικό, και δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ. Δεν πρόκειται να πεθάνει ποτέ η «Φραγκοσυριανή»
και η «Συννεφιασμένη Κυριακή». Έχει γραφτεί η ιστορία, πια. Για ποιο πράγμα θες
να μιλήσει το ρεμπέτικο; Για τη φθίση, για την αρρώστια, για την ξενιτιά, για
τον πόνο, για χωρισμούς, για αγάπη; Όλα τα ’χει.
Μήπως έχετε
κουραστεί λίγο τα τελευταία χρόνια; Μήπως σας ενόχλησε κάτι;
Κουράστηκα
λίγο, είναι αλήθεια. Δεν με έχει κουράσει το τραγούδι, ούτε η μουσική. Ο κόσμος
με κούρασε - όχι το κοινό αλλά ο κόσμος του σιναφιού μας. Οι ίντριγκες, τα
υπόγεια που γίνονται, δεν μ’ αρέσουν αυτά. Δεν υπάρχει μπέσα, δεν υπάρχει
φιλότιμο πια.
Ήταν αλλιώς τα
πράγματα; Τι άλλαξε;
Οι
εταιρείες αλλάξανε, η προβολή που έπρεπε να γίνει στον κάθε καλλιτέχνη έβγαλε προς
τα έξω το «φαίνεσθε» και όχι το «είναι», ήρθαν στην επιφάνεια βεντετισμοί, και
τίποτε άλλο. Υπάρχουν άνθρωποι που τους εμπιστεύτηκα και τους θεωρούσα φίλους
μου, και τελικά αποδείχθηκαν βεντέτες. Σ’ αυτά τα πράγματα εγώ δεν συμμετέχω
και τα ’χω σιχαθεί. Δεν έχω κουραστεί να τραγουδάω - το αντίθετο· και στο
μηχανάκι πάνω, όταν πάω για ψώνια, τραγουδάω. Με κούρασε όμως το περιβάλλον.
Φτάνει όμως μόνο
η «Ανατολή»;
Όχι,
δεν φτάνει. Θέλω απλά να ξεκουραστώ λίγο.
Χώρο δικό σας
στην Αθήνα δεν σκέφτεστε;
Όχι,
εκτός κι αν το θελήσουν κάποτε τα παιδιά.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, στην «Ανατολή»;
Ο
Θωμάς Κοροβίνης - έρχεται κάθε καλοκαίρι εδώ, είμαστε φίλοι - το ονόμασε «το
Ηρώδειο της Σκοπέλου». Κάθε βράδυ εδώ γίνεται κάτι σαν συναυλία. Έχει και τα επίπεδα
ο χώρος και βοηθάει αυτό, δεν είναι μια ευθεία, μια πλατεία. Τα παιδιά παίζουν
και πιο λαϊκά τραγούδια, και Ζαμπέτα, και Σπανό, και κάνουν κέφι και
ευχαριστιέται ο κόσμος. Μαγειρεύω τα ωραία μεζεδάκια, και τρώμε κιόλας!
Πώς το
ξεκινήσατε;
Τον
χώρο τον έφτιαξα μόνος μου - ανέβαζα τα υλικά με το μουλάρι. Λιθαράκι-λιθαράκι
έγινε αυτό το πράγμα. Στην αρχή έφτιαχνα τα φαγητά στην παραλία και τα έφερνα
στο ταψάκι …τρέλα! Είναι σαν παιδί μου πλέον η «Ανατολή». Το χειμώνα έρχομαι
εδώ, κάθομαι μόνος μου στην πεζούλα, και αγναντεύω το πέλαγος. Έχω χύσει πολύ
ιδρώτα για το μαγαζί. Η «Ανατολή» είναι 32-33 χρόνια τώρα, απ’ το 1982. Και το
ξέρουν πολλοί το μαγαζί, μέχρι και στο εξωτερικό.
Πού οφείλεται η
συνέπειά σας τόσα χρόνια ταγμένος σ’ αυτό το είδος;
Το
ρεμπέτικο τραγούδι είναι ο δρόμος. Αν φύγεις απ’ αυτό το δρόμο, ξέφυγες. Εγώ
βαδίζω πάνω σ’ αυτό το δρόμο κι έχω μια ταυτότητα: είμαι αυτός που μου αρέσουν
τα ρεμπέτικα και τα τραγουδάω. Μια φορά πήγαμε στην Κολούμπια να ηχογραφήσουμε
122 τραγούδια και μου λένε «μπες μέσα να ηχογραφήσεις». Μπαίνω να ηχογραφήσω
τον «Μανέ της καληνυχτιάς» - κανείς στο στούντιο. Πού είναι οι μουσικοί; Πώς
γίνεται αυτό; Από ποιο τόνο το έχουν ηχογραφήσει αυτοί και από ποιο τόνο
τραγουδάω εγώ; Πότε μπαίνω; Το όργανο πρέπει να ακολουθεί εμένα, όχι εγώ το
όργανο. Αν το ακούσεις το συγκεκριμένο τραγούδι, είναι λέξη-λέξη ραμμένο με …συρραπτικό.
Με τον Γιάννη Σταματίου (Σπόρο)
Γιατί πρέπει να
γράφουν μαζί μουσικοί και τραγουδιστής;
Γιατί
πρέπει να έχουν επαφή. Και πρέπει να βλέπεις τον άλλον στα μάτια, να διορθώνει
ο ένας τον άλλον. Να σου πει ο άλλος: «Δεν το έπαιξες καλά εκεί, βάλε λίγη
γλύκα, ζαχάρωσέ το λίγο, πότισέ το». Χάνεται όλο το χρώμα για τον ακροατή
πλέον, χάνεται η επαφή.
Τραγουδάτε το
λαϊκό τραγούδι μιας συγκεκριμένης εποχής. Ποιο είναι το λαϊκό τραγούδι της σημερινής
εποχής μας;
Αυτό
που δίνει το ραδιόφωνο και η τηλεόραση. Εγώ μαγειρεύω το πρωί και ακούω
ραδιόφωνο· όλο για αετούς λένε, κι όταν πέσει ο αητός στη γη, και να τον
σκοτώσεις τον αητό, και πάει λέγοντας. Τι αηδίες είναι αυτές; Αυτό είναι το
λαϊκό τραγούδι της εποχής μας… πιο πολύ για θόρυβος μου ακούγεται. Πήγαινε σ’
ένα μαγαζί τεράστιο όπου είναι τα ονόματα αυτά τα καινούργια. Σε όλα τα
μαγαζιά, αν δεν παιχτεί παλιό λαϊκό και ρεμπέτικο, δεν κλείνει το πρόγραμμα.
Έχουν στερέψει κι από συνθέτες, κι από στιχουργούς κι από φωνές.
Υπάρχει ένας
συνθέτης του ρεμπέτικου που πιστεύετε ότι δεν έχει ανακαλυφθεί όσο έπρεπε; Που
δεν έχει αναγνωριστεί;
Ναι,
ο Χατζηχρήστος. Δεν έχει ούτε ένα κακό τραγούδι. Και ο Παπαϊωάννου. Δεν τον
γνώρισα, αλλά είναι γνωστό ότι ήταν ψυχούλα, κερνούσε όλο τον κόσμο και έκανε
κέφι για όλο τον κόσμο.
Τον Βαμβακάρη
τον γνωρίσατε ποτέ;
Τον
συνάντησα για λίγο στην τελευταία του συναυλία, στη «Μαργκώ», στα Πατήσια. Του
έσφιξα το χέρι, βρε αδερφέ, και του είπα «γεια σου δάσκαλε».
Υπήρξε δάσκαλος;
Μα
δάσκαλος είναι, βέβαια. Τα παιδιά νομίζουν ότι μπορούν να παίξουν και να μάθουν
εύκολα τα τραγούδια του Μάρκου επειδή είναι απλά. Αλλά πάντα ξαναγυρίζουν σ’
αυτόν, γιατί είναι δύσκολος. Είναι συμπαντάρχης, άρχοντας του σύμπαντος. Ο
Μάρκος ξεκίνησε το ρεμπέτικο τραγούδι κι ο Περιστέρης και ο Τούντας απ’ τη
Μικρά Ασία. Και συνέβαλλε κι ο Μάτσας ώστε όλοι αυτοί να αρχίσουν να γράφουν
στο στούντιο. Όσοι άφησαν τον Μάρκο και τον Μπάτη και τον Αρτέμη να γράψουν στο
στούντιο αυτά τα τραγούδια έγραψαν κι αυτοί ιστορία μαζί τους, γιατί κατάλαβαν
τον κόσμο και το άκουσμά του.
Ποιος είναι ο
ρεμπέτης;
Ρεμπέτης
είναι ο απλός άνθρωπος, ο σωστός, μερακλής και γενναίος. Πρέπει να αγαπάς το
συγκεκριμένο τραγούδι και να είσαι μερακλής. Ξέρεις τι θα πει μερακλής; Ότι
είσαι στεναχωρημένος, ότι έχεις στεναχώρια. Άλλοι το παρεξηγούν, με τεκέδες,
χασίσια και τέτοια. Δεν ήταν έτσι - οι ρεμπέτες ήταν οικογενειάρχες, σωστοί,
λαϊκοί άνθρωποι.
Τελικά, δηλαδή, το
ρεμπέτικο είναι το τραγούδι του περιθωρίου ή του πολύ κόσμου;
Του
πολύ κόσμου είναι. Γραφτήκαν πέντε χασικλίδικα και κάτι τρέχει στα γύφτικα. Δεν
σημαίνει ότι το ρεμπέτικο ήταν του περιθωρίου, για μάγκες και κουτσαβάκηδες.
Για κλωτσιές ήταν αυτοί, κάτι τσογλάνια. Ήταν τσογλάνια ο Μάρκος ή ο
Χατζηχρήστος που έγραψαν τέτοια τραγούδια; Με τα παιδιά τους και την οικογένειά
τους ήταν. Αλλά θέλουν να σου κολλήσουν τη ρετσινιά.
Ποιο είναι το
μυστικό στη συνταγή για τα κεφτεδάκια της «Ανατολής»;
(γελάει).
Η αγάπη. Και θέλει αγνά υλικά, καταρχήν. Οι πρώτες ύλες είναι σημαντικές. Όπως
ο Μάρκος· πρώτη ύλη είναι ο Μάρκος. Όλα είναι ντόπια, ρίγανη μαζεμένη από εμάς,
δυόσμος από μας. Θέλει το αυγουλάκι του, το κρεμμυδάκι του, το σκορδάκι του, το
λαδάκι του, το ψωμάκι του και την αγάπη μου. Κι ένα μπέικιν πάουντερ, αναλόγως
τον κιμά. Και ουζάκι άμα θες βάζεις. Και τελειώσαμε.
Τη συνέντευξη τη διαβάζουμε και στο "Περιοδικό", ΕΔΩ!