Διάλεξη της Χαράς Κολαΐτη στο Τμήμα Επικοινωνίας του Πανεπιστημίου Αθηνών το εαρινό εξάμηνο του ακαδημαϊκού έτους 2009-2010. Την πήρα από το διαδίκτυο και έκανα κάποιες ανεπαίσθητες αλλαγές σε σημεία στίξης, κενά, κλπ. Διαβάστε την - η ιστορία είναι γνωστή και παλιά, αλλά η κοπέλα και το εγχείρημα ήταν και παραμένουν πολύ μπροστά.
ηρ.οικ.
ΥΓ: Άννα Γούλα, γύρισε πίσω!
***
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Ονομάζομαι Χαρά Κολαΐτη. Το κείμενο που θα διαβάσετε είναι οι σκέψεις μου, οι προβληματισμοί μου, την περίοδο που ήμουν στα δύο τελευταία έτη της Σχολής Καλών Τεχνών και είχε δρομολογηθεί η δημιουργία και κατασκευή της πτυχιακής μου εργασίας.
Η πτυχιακή μου περιελάμβανε μία ταινία μικρού μήκους, την «Μαρίκα για πάντα», ταινία που πραγματευόταν την προσωπική ζωή χαρακτήρων που παρέπεμπαν στην Μαρία Κάλλας και τον Αριστοτέλη Ωνάση και το ειδύλλιό τους, με τη σχετική εγκατάσταση σαν σινεμά του ’70, με γιγαντοαφίσες, φωτογραφίες του έργου, κοστούμια θεατρικών παραστάσεων της όπερας όπου είχε φορέσει η ηρωίδα Μαρίκα, κλπ.
Το άλλο σκέλος, ο αντίποδας, ήταν η δημιουργία μιας περσόνας λαικο-πόπ τραγουδίστριας, της Άννας Γούλας. Στο χώρο της έκθεσης υπήρχε καναπές και τραπεζάκια με ουίσκι και ξηρούς καρπούς - μια μπαρομπουζουκόβια αισθητική - και εκεί καθόσουν και παρακολουθούσες σε προβολή τα τραγούδια της σταρ Άννας Γούλας, με πρόλογο από παρουσιαστή του επίσης δημιουργημένου από εμένα τηλεοπτικού καναλιού MUD (δηλ. λάσπη).
Μετά την πτυχιακή μου εργασία κυκλοφόρησα τα βιντεοκλίπς της Άννας Γούλας στο διαδικτυακό ΥouTube κι εκεί γνώρισε μεγάλη επιτυχία, αφού πολλοί ήταν εκείνοι που πίστεψαν πως εμφανίστηκε άλλη μία σκυλοτράς περσόνα. Φρόντισα να μην βάλω τα στοιχεία μου σαν δημιουργός, να αφήσω το έργο ανυπόγραφο, ούτε να εξηγήσω περί τίνος πρόκειται γιατί δεν μου αρέσει να εξηγώ τα έργα μου και γιατί ήθελα να δω πώς θα πορευόταν μόνο του. Τα αποτελέσματα αποδείχθηκαν ανώτερα των προσδοκιών μου. Κάποιοι κατάλαβαν περί τίνος πρόκειται, άλλοι υποπτεύθηκαν, άλλοι ξεγελάστηκαν και το πέρασαν για νέα ανερχόμενη σταρ. Γνώρισε υποστηρικτές και πολέμιους.
Μια απ’ τις εκπλήξεις που μου χάρισε η Άννα Γούλα ήταν η πρόσκληση του κυρίου Χαιρετάκη για ομιλία και τον ευχαριστώ πολύ γι αυτό. Με αυτή την αφορμή κατέγραψα τις σκέψεις μου και τους λόγους που με οδήγησαν να δημιουργήσω ένα τέτοιο έργο και τώρα πλέον μπορούμε να τις μοιραστούμε. Καλή ανάγνωση!
Η ΑΝΝΑ ΓΟΥΛΑ ΓΙΑ ΜΕΝΑ
Η Άννα Γούλα έγινε για μένα ένας χώρος - ένα πεδίο όπου εκεί μπορούσα να εναποθέσω τα ερωτήματα μου, τις παρατηρήσεις μου και τους προβληματισμούς μου για τα πράγματα που συνέβαιναν γύρω μου, και ενίοτε να τα μετατρέψω σε εικόνα. Ήταν το δικό μου «βήμα», το μοναδικό που είχα για να μιλήσω - να καταθέσω την άποψή μου - για τα δημόσια πράγματα. Το έφτιαξα μόνη μου εφόσον δεν θα μου το έδινε κανείς.
Η ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ ΣΤΗΝ TV
Το πρώτο, ενοχλητικό πράγμα που θα έδινε τροφή σε μένα για την γέννηση της Αννας Γούλας, ήταν αυτές οι απαίσιες - ακαλαίσθητες μεσημεριανές εκπομπές.
Σαν φοιτήτρια ξυπνούσα μεσημέρι, κι όταν άνοιγα την τηλεόραση έπεφτα πάνω τους. Άρχισα λοιπόν να τις παρατηρώ. Αυτές οι εκπομπές είναι μονάχα ένα μέρος - ένα κεφάλι, στο εννιακέφαλο σώμα της Λερναίας Ύδρας, που ξεκινά από τις 10 το πρωί έως τα απογευματινά δελτία ειδήσεων. Στις εκπομπές αυτές όλα είναι «κακά».
1) Το περιεχόμενο
Δηλαδή τα κουτσομπολιά για τις ζωές των «celebrities», οι προσωπικές τους στιγμές όπως τις κατέγραψε ο φακός κλπ. Περιεχόμενο άνευ σημασίας, και μάλιστα με μια διάθεση «κοιτάγματος μεσ’ απ΄ την κλειδαρότρυπα» στιγμών της προσωπικής τους ζωής και αναμετάδοσης.
2) Το σύνολο της αισθητική της τελικής εικόνας που φτάνει στους δέκτες μας
Τα πλατώ, τα ρούχα, τα μαλλιά, όλα είναι κακόγουστα, με επιλεγμένα έντονα χρώματα, κόκκινα, ρόζ, φούξια στους τοίχους των πλατώ και κίτρινα μαλλιά τις περισσότερες φορές, για να τραβάνε το μάτι. Ακόμα και το στήσιμο των πλάνων με τα «παράθυρα» των συνομιλητών που τις περισσότερες φορές κάθονται δίπλα - δίπλα, το βρίσκω «κακό» - ακαλαίσθητο.
3) Η γλώσσα, οι διάλογοι, οι τηλεκαυγάδες.
Εδώ συναντάμε μια κακή χρήση της γλώσσας, με φτωχό λεξιλόγιο και άπειρα συντακτικά και γραμματικά λάθη. Αυτό όμως είναι το λιγότερο, καθώς διαρκώς συναντάμε «συζητήσεις» για γελοία θέματα, που όμως φτάνουν τους συνομιλητές να διαφωνούν, να φωνάζουν και να διακόπτει ο ένας τον άλλον χωρίς κανένα σεβασμό για τον συνομιλητή τους ή την ομαλή διεξαγωγή του διαλόγου ή την εκπομπή όπου είναι καλεσμένοι ή εργάζονται - παρουσιάζουν.
Επίσης σε τέτοιου είδους εκπομπές λέγονται παντελώς ασήμαντα πράγματα με πολύ σοβαρό τρόπο (π.χ. Αποκλειστικό, το νέο τατουάζ της Τάδε) και αν ειπωθεί ποτέ κάτι «σοβαρό» (ένα θέμα κοινωνικού χαρακτήρα) θα ειπωθεί σίγουρα με έναν τρόπο που δεν θα εκφράζει την πραγματική βαρύτητα - την σημαντικότητα που φέρει (π.χ. «-Ακούσατε για το νέο ασφαλιστικό;» «-Ελα μωρέ τώρα τι μας λες μεσημεριάτικα χα χα… έχουμε τον χωρισμό της τάδε με τον δείνα»…).
Όλα αυτά συμβαίνουν στις οθόνες μας, στα ιδιωτικά κανάλια - πλην σπανίων εξαιρέσεων - από τις 10 το πρωί έως το απόγευμα.
«ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΑΙ»
Υπάρχει και κάτι άλλο, επίσης κακής αισθητικής, που εμφανίζεται πολύ συχνά στις οθόνες μας και είναι ένα καινούριο φαινόμενο με τον τρόπο που αυτό παρουσιάστηκε. Το φαινόμενο «τραγουδιστές».
Τραγουδιστές σε όλους του συνδυασμούς. Τραγουδιστές–ίστριες μόνο, τραγουδίστριες μοντέλα, τραγουδιστές-ίστριες ηθοποιοί, παρουσιάστριες, πολλοί και παντού, ανερχόμενοι και φτασμένοι, νικητές διαγωνισμών ριάλιτι κλπ.. Παρουσιάστηκε ξαφνικά μια μανία, μια τάση που εξαπλώθηκε, με το συγκεκριμένο επάγγελμα και με όλο το λάιφ-στάιλ που το περιβάλλει και το υποστηρίζει, και εμφανίζονταν από παντού επίδοξοι, νέοι τραγουδιστές με το μικρόφωνο στο χέρι και όνειρο την φήμη-αναγνωρισιμότητα και το χρήμα, σε μία εποχή όπου στο τραγούδι μετράει περισσότερο η εικόνα παρά ο ήχος, κι όποιος αντέξει. Τους συναντάμε συχνά στους δέκτες μας, το πρωί καλεσμένοι στις εκπομπές τραγουδούν πλέι-μπακ και σπανιότερα ζωντανά, το μεσημέρι γίνεται λόγος γι’ αυτούς στις κους-κουσάδικες εκπομπές ή βρίσκονται σε τηλεπαράθυρα ή και καλεσμένοι στα πλατώ και το απόγευμα αναφέρονται σε δελτία ειδήσεων συγκεκριμένων καναλιών. Το βράδυ τους συναντάμε επίσης καλεσμένους σε εκπομπές λάιφ-στάιλ. Σπανιότερα (μία φορά τον χρόνο) κάποιος από αυτούς μας εκπροσωπεί στον ευρωπαϊκό διαγωνισμό τραγουδιού της Γιουροβίζιον, οπότε κάθε χρόνο έχουμε και τον εθνικό μας σταρ, εκπρόσωπο του ονείρου μας στην Ευρώπη.
Υπάρχει όμως και η προέκταση αυτής της υπερδιαφήμισης στην πραγματική ζωή, πέρα από τον γυάλινο κόσμο της τηλεόρασης, κι αυτή βρίσκεται στις «πίστες», στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης. Εκεί όπου μπορεί να πάει ο καθένας και να δει τους αγαπημένους του αστέρες, να χορέψει στην πίστα δίπλα τους, να φωτογραφηθεί μαζί τους, να πάρει λίγη απ’ την δόξα τους. Εκεί όμως μπορεί να δείξει ή να επιδείξει κι ο καθένας το μέγεθός του, ανάλογα με την ποιότητα του αμαξιού που θα πάει, τη θέση του τραπεζιού που θα κάτσει (πόσο κοντά ή πόσο μακριά από την πίστα), την ποσότητα του αλκοόλ που θα καταναλώσει, και σίγουρα την ποσότητα των καλαθιών με λουλούδια που θα πετάξει. Επίσης τα «είδωλα» δίνουν και τη γραμμή, τη μόδα, τον ενδυματολογικό κώδικα που οι θαμώνες καλούνται να μιμηθούν.
Όπως θα λέγαμε - σύμφωνα με τις ορολογίες της αγοράς - η τηλεόραση διαφημίζει το προϊόν και στις πίστες καταναλώνεται - πουλιέται - ξεπουλιέται.
Ο ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟΣ ΣΤΟΝ ΒΩΜΟ ΤΗΣ ΤΗΛΕΘΕΑΣΗΣ - ΔΗΜΟΣΙΟΤΗΤΑΣ
Ένα συχνό πλέον φαινόμενο στην τηλεόραση είναι το «ξεπούλημα» της ιδιωτικής ζωής και των ανθρώπινων σχέσεων για χάρη της τηλεθέασης. Άνθρωποι που βγάζουν στον αέρα τις προσωπικές τους κόντρες, τηλετσακωμοί, στιγμές και σκηνές της ιδιωτικής τους ζωής, της ερωτικής τους ζωής, για χάρη της δημοσιότητας ή περιπτώσεις που η δημοσιότητα λειτουργεί σαν τιμωρία για την διαπόμπευση κάποιου. Και βέβαια, από την μια υπάρχουν αυτοί οι οποίοι είναι πρόθυμοι να προβληθούν κατ’ αυτόν τον τρόπο, όμως υπάρχουν και οι άλλοι που είναι σαφώς πρόθυμοι να τους προβάλλουν, παρουσιαστές εκπομπών, υπεύθυνοι καλεσμένων, ιδιοκτήτες καναλιών. Και δυστυχώς υπάρχει κι ένα αδηφάγο κοινό, έτοιμο να κατασπαράξει ανθρώπινο πόνο, ίντριγκα, πορνό.
Έτσι έχουμε φτάσει να είμαστε θεατές ζωντανών ερωτικών εξομολογήσεων, παρακάλια για επιστροφή στο κοινό σπίτι του ζεύγους μετά από χωρισμό, τηλε-διαζύγια μετά ξύλου και μαρτύρων, ιπτάμενα τακούνια, απανωτά εξώδικα και καυγάδες σε συνέχειες με αγγελιοφόρους-μεσάζοντες δημοσιογράφους, σχολιασμούς, και εν μέρει, αναμετάδοση υλικού πορνό.
Όπως επίσης έχουμε δει και την εκμετάλλευση ανθρώπων «μη υποψιασμένων», «ιδιαίτερων», εντελώς διαφορετικών από ό,τι έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε, από επιτήδειους που τους εκμεταλλεύτηκαν και προτάσσοντάς τους σαν «άποψη» κέρδισαν σε τηλεθέαση - χάρη σε αυτό το αξιοπερίεργο - βάζοντάς τους να παίζουν θεατρικά και να τραγουδούν τραγούδια που καθόλου δεν τους ταίριαζαν βγάζοντας οι δεύτεροι λεφτά.
Αναφέρομαι στην περίπτωση των «παρατράγουδων». Φυσικά όταν το προϊόν μπαγιάτεψε και ήταν αδύνατον να καταναλωθεί, πετάχθηκε, αφού είχε επιτυχώς καταφέρει να γίνει αποδεκτή μια ούλτρα-τρας αισθητική από το ευρύ κοινό και να «νομιμοποιηθεί - καθιερωθεί» ένα τέτοιου τύπου δραματικό φρίκ-σόου με τραγικές και στην πραγματικότητα μορφές, τους πρωταγωνιστές του.
Σημασία έχει βέβαια και το περιβάλλον, το οποίο και επιτρέπει να εκτυλίσσονται αυτά. Παράλληλα λοιπόν έχουμε ένα πολιτικό σκηνικό όπου επικρατούν τα σκάνδαλα, η διαφθορά, η λαμογιά, η κλοπή εις βάρος του ελληνικού λαού και η ατιμωρησία.
Όλα αυτά συμβαίνουν κι αναπτύσσονται μέρα με την μέρα. Κι αν στην αρχή μας έκαναν εντύπωση, μετά γελάσαμε και μετά τα συνηθίσαμε. Παρακολουθούμε πλέον με απάθεια τηλεξεφτίλες να εκτυλίσσονται όλο και πιο συχνά και με μεγαλύτερη σφοδρότητα κι αποκαλυπτικότητα.
Τόσο που πια νομίζουμε πως η ξεφτίλα είναι μέρος της καθημερινής μας ζωής κι η λαμογιά «μαγκιά» για να κερδίσεις χρήματα.
Η δικαιοσύνη, η ταπεινοφροσύνη κι η αξιοπρέπεια χάθηκαν, κι έχουμε οδηγηθεί σε μία κατάπτωση - κατάργηση αξιών. Όταν μιλάω για ηθικές αξίες, για να είμαι ξεκάθαρη, εννοώ το απλό, το πάγιο ότι «πάνω απ’ όλα είναι ο άνθρωπος». Η ανθρώπινη υπόσταση, λοιπόν, ισοπεδώνεται σήμερα για χάρη του κέρδους.
ΟΣΟ ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΕΣ ΟΙ ΕΚΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΣΟ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ ΤΟ ΚΕΡΔΟΣ
Το κέρδος λοιπόν είναι ανήθικο, σύμφωνα με την δική μου άποψη, και βάζοντας σαν μέτρο τον άνθρωπο. Στην τηλεόραση αλλά και στον Τύπο φαίνεται αυτό σε πολλές περιπτώσεις.
Τα τελευταία χρόνια έκαναν την εμφάνισή τους τηλεπαιχνίδια με πρωταγωνιστές απλούς ανθρώπους, πολίτες-τηλεθεατές, όπως το Big Brother (που και μόνο το όνομα του παιχνιδιού σημαίνει φρικτά πράγματα για όποιον έχει διαβάσει το βιβλίο «1984» του Όργουελ), όπου η ζωή των παιχτών, κλεισμένων σ’ ένα σπίτι, αποτελεί το περιεχόμενο του παιχνιδιού, κι ο τηλεθεατής παρακολουθεί απ’ το σπίτι του τις ζωές τους. Αλλά και παιχνίδια στο ίδιο μοτίβο όπως το Survivor, η Φάρμα και άλλα, με πιο πολλή δράση. Σε όλες τις περιπτώσεις των παραπάνω παιχνιδιών, ο κάθε παίκτης έχει μια στιγμή προσωπικής εξομολόγησης σε ένα δωμάτιο, απέναντι από μία κάμερα και για να παραμείνει στο παιχνίδι πρέπει να πει – να εξομολογηθεί ποιούς συμπαίκτες του δεν συμπαθεί ή κατά την γνώμη του ποιοί πρέπει να αποχωρήσουν από το παιχνίδι. Οι παίκτες που θα συγκεντρώσουν τις περισσότερες αρνητικές ψήφους βγαίνουν προτεινόμενοι για αποχώρηση και δίνονται στις ορέξεις και αποφάσεις του κοινού, δηλαδή των τηλεθεατών που με την ψήφο τους μέσω τηλεφώνου θα εκλέξουν τον παίκτη που θα αποχωρήσει απ’ το παιχνίδι.
Παρατηρούμε λοιπόν στα παιχνίδια αυτά τους παίκτες στο ρόλο του ρουφιάνου, που μετράει με το σταγονόμετρο τις πράξεις των γύρω κι αν καταφέρει να τους εκτοπίσει - βγάλει απ’ το παιχνίδι, εξασφαλίζει την δικιά του παραμονή σε αυτό, με τελικό στόχο την νίκη, δηλαδή το βραβείο, το χρηματικό έπαθλο, δηλαδή το κέρδος.
Παρατηρούμε όμως και τους τηλεθεατές - αποδέκτες στον ρόλο του μπανιστιρτζή ο οποίος έχει και δικαίωμα συμμετοχής με την ψήφο του τηλεφωνικώς.
Σύνηθες φαινόμενο επίσης είναι οι τηλετσακωμοί, σε κάθε είδους εκπομπή. Τηλετσακωμούς συναντάμε στα δελτία ειδήσεων, στα παράθυρα με τους καλεσμένους πολιτικούς διαφορετικών κομμάτων που είναι να απορεί κανείς γιατί επιτρέπεται να συμβαίνει αυτό το κομφούζιο, ενώ υπάρχει η δυνατότητα και πολλοί τρόποι ώστε να αποφευχθεί μια τέτοια κατάσταση. Στα μεσημεριανάδικα κους - κουσάδικα επίσης απαντάται, αλλά και με δόσεις. Δηλαδή ερωταπαντήσεις και διαξιφισμοί από τις δύο αντίθετες πλευρές ταυτοχρόνως αλλά και με συνέχειες ανά ημέρα. Δηλαδή Δευτέρα η τάδε είπε αυτό και την Τρίτη η δείνα απάντησε έτσι στην τάδε που την Δευτέρα είπε … κλπ.
Κι επίσης σε κάθε είδους ριάλιτι οι παρεξηγήσεις και οι προσβολές δίνουν και παίρνουν προς χάρην της τηλεθέασης. Όσο μεγαλύτερη η κόντρα, αναλόγως και πού παρουσιάζεται και από ποιούς, τόσο περισσότερες μέρες - ώρες απασχολεί και τρέφει άλλες εκπομπές - αυτό πού λέμε πια «επικαιρότητα». Και όσο πιο αποκαλυπτική, τόσο πιο κερδοφόρα, αφού πλέον και η κακή δημοσιότητα είναι διαφήμιση και όχι ντροπή.
Τέλος έχουμε και τις καταγγελτικές εκπομπές ή εκπομπές καταγγελτικού λόγου ή τηλεδικεία. Εκπομπές όπου «καταγγέλλονται» τα «λάθη», αυτοί οι οποίοι έκλεψαν και έφαγαν και γενικότερα «εκμεταλλεύτηκαν τον κοσμάκη», οι οποίοι, αν έχει η εν λόγω εκπομπή την αλήθεια με το μέρος της και ο καταγγελλόμενος δύναμη, δεν πρόκειται να τιμωρηθεί ποτέ. Και εάν τύχει ποτέ και συμβεί κάτι τέτοιο, δηλαδή αν κάποιος τιμωρηθεί, θα είναι ο πιο αδύναμος κρίκος στην αλυσίδα της διαφθοράς ή θα είναι τέτοιες οι συνθήκες, όπου θα χρειάζεται απαραιτήτως να βρεθεί το κατάλληλο εξιλαστήριο θύμα.
Τα γεγονότα συνήθως σε αυτές τις εκπομπές λήγουν αναίμακτα όπως αναίμακτες και χλιαρές είναι και οι επιλογές των θεμάτων και συχνά των καλεσμένων. Παλαιότερα συναντήσαμε και «χυδαία» θεματική επιλογή σχετικά με την προσωπική ζωή καλλιτέχνη, όπου εδώ έχουμε μια παραβίαση της ιδιωτικότητας, βγάζοντας στον αέρα τη σεξουαλική ζωή του καλλιτέχνη και τις προτιμήσεις του. Γεγονός που οδήγησε στην πτώση τις καριέρας του, ρεζιλεύοντας τον για πράγματα που ούτε η ίδια η δικαιοσύνη δεν είχε λόγο να επέμβει, και ταυτόχρονα άνοδο της ακροαματικότητας της εκπομπής και της φήμης του παρουσιαστή της.
Και πάλι εδώ θα ήθελα να παραλληλίσω τέτοιου είδους εκπομπές με τα «δελτία μίσους» που αναφέρονται στο Οργουελικό 1984. Και τα δύο λειτουργούν σαν αποσυμπιεστές πίεσης - νεύρων - μίσους και ένα ελαφρύ αίσθημα απόδοσης - εν μέρει - δικαιοσύνης.
Εδώ θα ήθελα να δώσω και κάποια μικρά παραδείγματα (ηθικών) εκπτώσεων - κέρδους όπως πχ: όσο πιο αποκαλυπτική είναι μια φωτογράφιση σε ένα περιοδικό (δηλαδή όσα πιο πολλά ρούχα βγάλει ένα μοντέλο) τόσο πιο πολλά φύλλα θα πουλήσει και τόσο πιο «γνωστό» -«αναγνωρίσιμο» θα γίνει το εν λόγω μοντέλο. Όσο πιο πολλά σκάνδαλα δημιουργεί μια τηλεπερσόνα – τόσο πιο πολύ ασχολούνται μαζί της οι άλλες εκπομπές 'κους κους' περιεχομένου. Όσο πιο «ρεζίλι» γίνεται κάποιος με τη συμπεριφορά του, ή με πράγματα που ισχυρίζεται, τόσο πιο πολύ προβάλλεται και απασχολεί τηλεοπτικό χρόνο.
Όλα αυτά αναμεταδίδονται, κυκλοφορούν και ρέουν από τη μία εκπομπή στην άλλη και πολλές φορές καταλήγουν σε θέματα σατυρικών εκπομπών που και αυτές με τη σειρά τους τούς κάνουν τη χάρη να ασχοληθούν μαζί τους και το πράγμα πάει λέγοντας…
ΤΟ STAR SYSTEM ΟΠΩΣ ΤΟ ΑΝΤΙΛΑΜΒΑΝΟΜΑΙ
Το star system είναι ένα πολύ δυνατό χαρτί – όπλο της καπιταλιστικής κοινωνίας, γιατί το star system υποδεικνύει το lifestyle.
Με πολύ απλά λόγια: οι σταρ είναι οι πιο γνωστοί - αναγνωρίσιμοι - «οι καλύτεροι» όπου έχουν πάντα τα αντίστοιχα υλικά αγαθά, τα πιο γνωστά - αναγνωρίσιμα - τα καλύτερα. Είναι το παράδειγμα προς μίμηση στον κάθε φιλόδοξο καταναλωτή.
Είναι το σημείο όπου το ένα προϊόν διαφημίζει το άλλο και αντίθετα. Αυτό συμβαίνει στην TV αλλά και στη ζωή. Πχ. Η Britney Spears διαφημίζει την Pepsi, όμως και η Pepsi διαφημίζει την Britney. Η Britney όμως πέρα από την TV, στην πραγματική της ζωή τυχαίνει να έχει και ένα Χ αμάξι π.χ. οπότε πάλι το διαφημιζόμενο προϊόν Britney διαφημίζει το προϊόν Χ αμάξι, με την επιλογή της αυτή. Αντίστοιχα και στη φτωχότερη Ελληνική σόου-μπιζ, π.χ ο εγχώριος Σάκης διαφημίζει την Χ εταιρεία τηλεπικοινωνιών και η Χ εταιρεία με τη σειρά της διαφημίζει - στηρίζει τον σταρ Σάκη.
Και πως διαμορφώνουν ένα προτεινόμενο λαϊφ-σταϊλ; Με τον τρόπο ζωής τους. Ο σταρ Σάκης π.χ. που συζεί με το επιτυχημένο μοντέλο Χ που και οι δύο τους έχουν ένα ακριβό αμάξι, όπου μένουν στην ακριβή περιοχή τάδε…
Νομίζω πλέον πως οι διαφημίσεις εμπνέονται από τους σταρς και οι σταρς από τις διαφημίσεις. Σε κάθε εποχή, η κάθε κοινωνία είχε ανάγκη από πρότυπα για την ενίσχυση του μύθου της. Σε καιρό πολέμου, τα πρότυπα είναι ήρωες οι οποίοι μάλιστα όταν δεν υπάρχουν, κατασκευάζονται. Στην σημερινή καπιταλιστική κοινωνία, όπου στις ανεπτυγμένες χώρες Ευρώπης και Αμερικής δεν γίνονται πόλεμοι, την θέση των ηρώων παίρνουν πλέον οι «σταρς».
ΠΩΣ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΟΝΤΑΙ (ΚΑΤ’ ΕΜΕ) ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΠΕΡΝΑΝΕ ΤΕΛΙΚΑ ΜΗΝΥΜΑΤΑ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΟΛΟ ΑΥΤΟ ΤΟ ΤΗΛΕΤΟΠΙΟ
Με τα προαναφερόμενα όμως, διαμορφώνεται μια κατάσταση στη τηλεόραση η οποία ξεφεύγει από το κουτί της συσκευής και προεκτείνεται στην κανονική ζωή. Μέσα από όλο αυτό το τηλεοπτικό σκηνικό, αναδεικνύονται άνθρωποι ή πορείες ανθρώπων που λειτουργούν ως πρότυπα και πιστεύω πως βοηθούν - επηρεάζουν στην διαμόρφωση συνειδήσεων.
Οι εκπομπές κουτσομπολιού και λάιφ σταϊλ έχουν κατακλύσει την TV, όμως και τα αντίστοιχα έντυπα, εφημερίδες - περιοδικά δεν πάνε πίσω. Στο ράδιο, επίσης, στους περισσότερους σταθμούς, ακούς πολύ συγκεκριμένα πράγματα, ελληνική πoπ ή λαϊκο-πoπ ή ξένα διεθνή χιτ της περιόδου ή καλύτερα της «σαιζόν». Ο καταιγισμός της συγκεκριμένης μέινστριμ κουλτούρας έρχεται και επιβάλλεται μέσω της επανάληψης από παντού.
Είναι πολύ εύκολο να δούμε τα αποτελέσματα της συγκεκριμένης κουλτούρας και την εφαρμογή της στην καθημερινότητα. Αν παρατηρήσουμε θα δούμε ότι οι επιρροές π.χ. της μόδας, υπάρχουν και κυκλοφορούν. Πράγματα που διαφημίζονται «φοριούνται». Προτεινόμενες συμπεριφορές και στάσεις «υιοθετούνται». Οι απλοί μέσοι άνθρωποι αρέσκονται στο να μιμούνται τους σταρς, θέλουν να ντύνονται σαν αυτούς, να κυκλοφορούν ή να κάνουν διακοπές όπου και αυτοί, και θα ήθελαν να έχουν σπίτια και αμάξια σαν τα δικά τους. Μπορεί ακόμα και να ακούσεις συζητήσεις σχετικά με λεπτομέρειες της προσωπικής τους ζωής (των σταρς).
ΑΙΣΘΗΤΙΚΗ ΤΟΥ ΣΗΜΕΡΑ
Η τηλεόραση, τα έντυπα, η μόδα κ.α. διαμορφώνουν σε πολύ μεγάλο βαθμό την αισθητική του σήμερα. Αυτό το νεο-κίτς συνδυασμό συντηρητικού - σέξι πατριωτισμού. Επίσης, ξενόφερτα πρότυπα από τηλεπαιχνίδια μέχρι την ποπ κουλτούρα αντιγραμμένα, εκτελεσμένα και βαπτισμένα εγχώρια με πολύ κακό τρόπο. «Μπιτάκια» και «κλιπάκια» σε στυλ αμερικανικών προτύπων (R’n’B κλπ.) παράγουν αποτελέσματα ψεύτικης - δηλαδή μη αυθεντικής και γι’ αυτό κακής - αισθητικής.
Όλα αυτά φυσικά «ανθούν» σε μια κοινωνία που τα αποδέχεται και τα καταναλώνει.
ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ
Ποιός είναι ο ρόλος της τέχνης στη σημερινή κοινωνία και ποιός ο ρόλος του καλλιτέχνη; Οφείλει ο καλλιτέχνης να ασχοληθεί με τα φαινόμενα αυτά, ως ένα μέρος της αισθητικής της σύγχρονης κοινωνίας, ή είναι προτιμότερο να τα κάνει «αόρατα» εφόσον δεν τα αποδέχεται αισθητικά αλλά ούτε τον αφορούν;
Πρέπει ο καλλιτέχνης να παίρνει μέρος, με το έργο του ή την στάση του, στο σύγχρονο γίγνεσθαι, ή να μένει αφοσιωμένος στην τέχνη αυτή καθαυτή, κλεισμένος στο εργαστήριο του, σκεπτόμενος πιο διαχρονικά αιώνια, άλυτα προβλήματα της ανθρώπινης φύσης ή τέλος, να αφοσιώνεται στη μελέτη της φύσης, του χρώματος, της αισθητικής, του μέτρου;
Εδώ ο καθένας θα δώσει την δική του απάντηση και εκδοχή. Ωστόσο το συγκεκριμένο ερώτημα μπορεί να αναφέρεται και σε άλλους κλάδους – επαγγέλματα ή για να το ανοίξω – γενικεύσω «οφείλει» ο κάθε άνθρωπος να ασχολείται με τα κοινωνικά φαινόμενα αυτά και τα προβλήματα της εποχής του που έχουν σχέση και μεταφέρονται στον τόπο εργασίας του ή τα προσωπικά προβλήματα του καθενός είναι πιο δυνατά ώστε να απασχολούν την καθημερινότητά του;
Εγώ θα σταθώ σε μία φράση που είπε ο εικαστικός Γιάννης Κουνέλλης σε μία διάλεξη που έδωσε στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών: «το να μιλήσει κάποιος στις μέρες μας, είναι αυτοκτονία. Το να μη μιλήσει, είναι δολοφονία». Και εδώ θέλω να προσθέσω το θέμα της «στάσης» απέναντι στα πράγματα και ότι η μη στάση είναι στάση.
Αγαπημένοι μου καλλιτέχνες-δημιουργοί είναι ο Μπέρτολντ Μπρέχτ και ο Τσάρλυ Τσάπλιν. Δύο διαφορετικοί καλλιτέχνες. Γερμανός θεατρικός συγγραφέας ο πρώτος και Άγγλος ηθοποιός, σκηνοθέτης, σεναριογράφος και μουσικός ο δεύτερος. Αν και το έργο τους είναι διαφορετικό, ωστόσο και οι δύο παίρνουν «στάση» απέναντι στα πράγματα, τα εξετάζουν με κριτικό μάτι, με κέντρο τον άνθρωπο και το κάνουν πράξη στα έργα τους.
Ιδιαίτερη εντύπωση μου είχε κάνει η «Όπερα της Πεντάρας» του Μπρέχτ. Η όπερα ήταν πάντα διασκέδαση των αστών. Ο Μπρέχτ έγραψε μια όπερα με χαρακτήρες ζητιάνος πόρνες και ληστές, για να ταρακουνήσει, να προκαλέσει την αστική τάξη της εποχής του. Μια όπερα με πολύ διαφορετικό περιεχόμενο από τις προηγούμενες, μια ανατρεπτική όπερα.
Όσο και εάν φαίνεται περίεργο ή όχι, αυτά είχα στο μυαλό μου όταν έφτιαχνα την Άννα Γούλα. Προσπάθησα να φτιάξω μια σύγχρονη «μέινστριμ» περσόνα, ένα σύγχρονο «είδωλο» - αντι-είδωλο, μια σκυλού – αντισκυλού, πιο υπερβολική αλλά και πιο ειλικρινής, που θα πρέσβευε κάτι διαφορετικό από τις άλλες, τις κανονικές.
Κρατώντας την άθλια αισθητική και το σκυλο-τρας τέμπο, σαν γλώσσα που μιλιέται - γίνεται κατανοητή από το ευρύ κοινό σήμερα, τα χρησιμοποίησα, αντιστρέφοντας, διαστρεβλώνοντας, διογκώνοντας τα μηνύματα. Μπορούμε λοιπόν να «παίζουμε» με τα ίδια «όπλα» αλλάζοντας το περιεχόμενο.
ΠΟΙΑ Η ΔΙΑΦΟΡΑ ΤΗΣ ΑΝΝΑΣ ΓΟΥΛΑΣ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΝΟΝΙΚΕΣ ΛΑΪΚΟ -ΠΟΠ ΤΡΑΓΟΥΔΙΣΤΡΙΕΣ
Μετά την επιτυχία στο διαδικτυακό YouTube, άρχισαν να έρχονται προτάσεις για εμφανίσεις σε εκπομπές παντός τύπου όπως και σε περιοδικά. Πού βρίσκεται όμως το ερώτημα και πού η παγίδα; Κατά πόσο είναι πραγματική αυτή η περσόνα; Τι στόχο έχει και ποιόν εξυπηρετεί; Πού σταματάει η Άννα και που αρχίζει η Χαρά;
Σε τι είδους εκπομπές μπορεί να εμφανισθεί και ως τι; Μπορεί να εμφανισθεί - πάρει μέρος σε πράγματα που «σατιρίζει» και δεν αποδέχεται; Και πάλι… η ΄Αννα Γούλα δεν είναι στη πραγματικότητα λαϊκο-πόπ σκυλού όπως θα λέγαμε, και εάν ήταν, θα ήταν προβοκάτορας σκυλού. Θα έπρεπε λοιπόν να πάει καλεσμένη σε εκπομπές όπου παραβρίσκονται φανατικοί λαϊκο-πόπ «σταρς» και εάν το έκανε, τι διαφορά θα είχε τελικά στην πράξη από αυτό που κατακρίνει - καταδεικνύει; Σε αυτή τη περίπτωση θα ακύρωνε την υπόσταση - την όποια ύπαρξή της.
Μια σταρ θέλει τα μίντια. Φαινομενικά την υπηρετούν και ουσιαστικά τα υπηρετεί και τα θρέφει. Στην περίπτωση όπου «αποδοκιμάζεις» τέτοιες συγκεκριμένες συμπεριφορές για τους παραπάνω λόγους, επιλέγεις να παρευρεθείς σε αυτά (μίντια, προαναφερθείσες καταστάσεις) όταν σε καλέσουν;
Εδώ επανέρχεται το θέμα της «στάσης» απέναντι στα πράγματα. Η στάση» και η πράξη είναι αυτές που τελικά κάνουν τη διαφορά. Αυτές μας χαρακτηρίζουν και από αυτές κρινόμαστε.