ΤΕΣΣΕΡΙΣ ΩΡΕΣ ΑΓΚΑΛΙΑ
Χαίρε, φυτουργόν
της ζωής ημών φύουσα!
Θα μπορούσε ποτέ μια
ιστορία, ένα παραμύθι έστω, να στηρίζεται στα λουλούδια; Δεν είναι εξαρχής μελό
μια τέτοια απόπειρα, ένα τέτοιο απονενοημένο διάβημα; Τι υποκειμενικό πλάνο από
την πλευρά των λουλουδιών αντέχει, χωρίς να μπλέξεις με όλη αυτή την άγρια
οικολογία, με όλ’ αυτά τα γλοιώδη και γλυκερά των ημερών, της εποχής μας; Τι να
μας πούνε και τα λουλούδια; Λουλούδια είναι, κομμένα κι άκοπα, όσο και να τα
φιλάς, όσο και να τα φυλάς, «Φτου, ξ’ Ελευθερία!» δεν μπορούν να σου φωνάξουν,
κι ωραία, λευκά κρίνα να ’ναι, κι ωραία κινέζικα γαρίφαλα, κι ωραία διάστικτα,
ελληνικά, ελληνικότατα γαριφαλάκια. Κι αγκαλιά να ’ναι τα λουλούδια με
κορίτσια, με κοριτσάκια με δικά τους ονόματα, όπως Γιασεμί και Φυλλίτσα, πάλι
πώς μπορεί ένα κίτρινο τριαντάφυλλο, ας πούμε, ν’ αναστηθεί εκ νεκρών, έτσι από
μόνο του, να μπορέσει κάτι να κάνει, κάτι να θυμηθεί; Λουλούδια είναι τα
λουλούδια, ντροπαλά, αμίλητα, μυρωδικά μόνο, εύοσμα. Φωνή τους είναι μόνο η μυρωδιά τους, το άρωμά τους είναι η ζωή τους κι
ο θάνατός τους. Και γι’ αυτό το άρωμα, γι’ αυτό το τίποτα, τα κόβουμε, τα
σκοτώνουμε, τα περιφέρουμε σ’ επιτάφιους χιλιάδες, μυριάδες, έναν για το καθένα
τους, και μια φορά το χρόνο τα βάζουμε κι όλα μαζί στο Μέγα Επιτάφιο του
Θεανθρώπου, εμείς οι σκέτοι άνθρωποι, οι στους αιώνες των αιώνων δολοφόνοι
τους, οι από καταβολής κόσμου Ιούδες κι ιουδαίοι τους.
Η Φυλλίτσα και το Γιασεμί, τα δυο λουλούδια, τα δυο γυφτάκια των εννέα ετών, όπως θα ’λεγε κι ο Παπαδιαμάντης μοιρολογώντας τα -μη φοβάσαι αγάπη μου: διάβασε παρακάτω, εδώ κανείς δεν πεθαίνει, ούτε άνθρωπος ούτε ζώο-, κάθε βράδυ με τ’ άλλα λουλούδια παλεύουν, κάθε βράδυ, όλο το χρόνο μικρούς επιτάφιους τετράωρους περιφέρουν, με τ’ άνθη τα νεκρά στην αγκαλιά τους γυρνάνε απ’ τις δέκα ώς τις δύο τα δυο τους, και πιο αργά μες στη νύχτα, μες στις ταβέρνες από μαγαζί σε μαγαζί, από παρέα σε παρέα, από κήπο σε κήπο, από παρεκκλήσι σε παρεκκλήσι γλεντιού, κρασοκατάνυξης, έξω καρδιάς. Μέσα σ’ όλα πάνε κι έρχονται οι δυο ζωντανές ψυχές τους, τα βλέπουν όλα και τ’ ακούνε όλα, και δεν μιλάνε, δεν παραμιλάνε, Μαρίες, Μαγδαληνές σιωπηλές, σεμνές, αλλά ήδη δυνατές, σκληρές και ενήμερες, ελεύθερες κι ωραίες, αιχμάλωτες κι επικίνδυνες. Κάθε βράδυ με τα λουλούδια, με τ’ άνθη αυτού του κακού, σαν φαντάσματα, σαν αερικά, σαν οπτασίες τα δύο κοριτσάκια, ανάμεσα σε νεκροζώντανους πολλούς, ανάμεσα σε ατομικές ημιζωές άθλιες, πανικόβλητες, ζούνε και πεθαίνουνε.
Κι όλα τα βλέπουν, όλα τ’ ακούνε κι όλα τα σφάζουν εντός τους, από εννέα ετών περιφρονώντας μας με μια σχεδόν θεϊκή ειρωνεία πια, κρατώντας τις αποστάσεις τους απ’ όλα αυτά τα δεύτερα και φτηνά γύρω τους, απ’ όλη αυτή τη συνάφεια, την εκδικητική κι απάνθρωπη. Έξω απ’ το νεκροταφείο είναι: έξω απ’ το νεκροταφείο, αλλά με μίσχους, λιγνά κορμιά, νεκρά στα χεράκια τους, απ’ τους τάφους των νεκρών κλεμμένα τα περισσότερα, σε Δευτέρα Παρουσία πρόχειρη (του χεριού, των χεριών τους), σαν να ενώνουν με τις αόρατες γραμμές των διαδρομών τους την πόλη αυτή όλη, την αποκομμένη απ’ το δικό της κόσμο, σαν να οδηγούν αόρατα άρματα αισθημάτων, πουλώντας σε τιμή εξευτελιστική αφιερώσεις βιαστικές στις γυναίκες, στ’ άλλα, πιο επίσημα, πιο πλούσια, πιο απόμακρα, καθισμένα κορίτσια των τραπεζιών, λες κι η Βαβέλ μας έχει φτάσει πια σε τέτοια επικίνδυνα ύψη, ώστε να μη μπορούν να επικοινωνήσουν μεταξύ τους άντρες και γυναίκες της ίδιας συντροφιάς, και χρειάζεται να πληρώνουνε τον οβολό τους στον Ερμή τον Ψυχοπομπό πάλι, να τους περάσει απέναντι με τα φτερά του, στον Άλλο Κόσμο, στον Άλλο Κόσμο που βρίσκεται και ξενυχτάει δίπλα μας, και δεν το λέει, δεν τ’ ομολογεί.
Παράξενο κείμενο. Πάλι διστάζω να κάνω στροφή ξαφνικά, όπως έκαναν εκείνη την πεπρωμένη νύχτα τη μεγάλη, Μεγάλη Παρασκευή πραγματική, πραγματικά η Φυλλίτσα και το Γιασεμί στα εννιά τους, μ’ ένα κίτρινο τριαντάφυλλο μόνο στο τρυφερό, στο τραχύ χέρι της Φυλλίτσας: και, ξεχασμένες απ’ όλους τους ψεύτικα πια πενθούντες το Θεάνθρωπο, μην έχοντας να πάνε πουθενά, μα πουθενά, μ’ όλα τα μαγαζιά κλειστά για μια νύχτα τα γυφτάκια, κάνανε στροφή πραγματικά και μπήκανε στο πραγματικό Νεκροταφείο πίσω τους, σαν σ’ όνειρο μέσα, σαν κάποιος να τους είπε από ψηλά μέσα τους: «-Μπείτε στο δικό μου κήπο απόψε, ελάτε και σ’ εμένα ένα βράδυ. Πουλήστε αυτό το ένα σας λουλούδι σ’ ένα γλυκό πεθαμένο από ’δω μέσα, πιο φιλικό και πιο ικανό να σας μιλήσει και να σας συγκινήσει απ’ όλους τους νεκρούς εν ζωή γλεντζέδες, που βλέπετε να σας κοιτάνε με τα σβησμένα τους βλέμματα όλες τις άλλες νύχτες σας, που τους ικετεύετε να σας απαλλάξουν όσο γίνεται πιο σύντομα από το χλωρό, ετοιμοθάνατο εμπόρευμά σας, όσο γίνεται πιο γρήγορα από τις μελαγχολικές μυρωδιές που σβήνουν και πάνε και σας εγκαταλείπουν πριν βγάλετε το ημερήσιο νυχτοκάματό σας, πριν ησυχάσετε από το φόβο του βάρβαρου γήινου πατέρα σας, πλανόδιοι εσείς άγγελοι του κόσμου τούτου, του άπτερου».
Μπήκαν στο νεκροταφείο. Μεγάλη Παρασκευή, η ώρα εννιά, τα δύο εννιάχρονα παιδιά, σαν μεγάλοι άνθρωποι, σαν θεάνθρωποι ατρόμητες. Κι είχε φεγγάρι στον πάνω μαύρο ουρανό κατάφωτο, λαμπρό, σαν πολυέλαιο αναμμένο, σαν εικόνα ολόχρυση στην Ωραία Πύλη, απόψε η Νύχτα η Πεπρωμένη και φωτίζονταν σαν ηθοποιοί στο θέατρο τέλεια τα μνήματα. Και τα γραμμένα ονόματα πάνω σας πλάκες, σαν να ’τανε τα πιο ουσιαστικά λόγια απ’ όλα τα θεατρικά έργα όλων των εποχών, οι πιο ουσιαστικές λέξεις των ανθρώπων, και της ζωής, και του θανάτου τους.
Είδανε ονόματα μόνο και ηλικίες, και μικρά παιδιά σαν κι αυτές, να ’χουν φύγει στα εννιά, στα δέκα τους. Και τα ονόματα λέγανε, τέλειοι ηθοποιοί τα τέλεια μνήματα, όλες τις ιστορίες χωρίς πολλά-πολλά, με τη μία, απέξω κι ανακατωτά. Κι οι ηλικίες, ακόμα καλύτερα, ακόμα πιο σπουδαίοι ηθοποιοί τους φάνηκαν, αυτά τα υπέροχα στομφώδη ΕΤΩΝ, αυτά τα θαυμάσια αφαιρετικά από ΤΟΤΕ έως ΤΟΤΕ, με μια παύλα μόνο ανάμεσά τους, αυτά τα μηνύματα τα μνήματα, τα τελείως μα τελείως ακίνητα, ακλόνητα, αυτοί οι τάφοι, οι τελείως, μα τελείως αντίθετοι με τις άχαρες κι υπερκινητικές ζωές τους, ζωές μας.
Πήγανε σαν στο πιο μεγάλο και θριαμβικό νυχτερινό κέντρο από τη μιαν άκρη του τεράστιου νεκροταφείου στην άλλη, ατρόμητα τα διαβολαγγελάκια αυτά, από πλάκα σε πλάκα σαν από τραπέζι σε τραπέζι, σαν από παρέα σε παρέα, με το Ένα και μοναδικό γι’ απόψε κίτρινο τριαντάφυλλό τους σαν θυμιατό, σαν κινέζικο φαναράκι με άγιο φως, όμως, ελληνικό, τελείως, μα τελείως αναστάσιμο, σαν υπερρεαλιστικό μικρό εξαπτέρυγο να τις φυλάει και να τις οδηγεί τρισάγιο, ευωδιάζοντας ξαφνικά πιο πολύ απ’ όλα τα λουλούδια, ζωντανά και νεκρά, του κόσμου όλου, ενώνοντας το άρωμά του το θεϊκό με όλα τα αρώματα όλων των λουλουδιών όλων των τάφων, δείχνοντάς τους όχι μόνο δρόμους και δρομάκια και διαδρόμους μες τους χορούς των νεκρών, ανάμεσα απ’ τη χώρα της σιωπής, υπομονετικά, πατώντας από βραχάκι σε βραχάκι, πηγαίνοντας, αλλά πιο πολύ χαρίζοντάς τους νοήματα ουσιαστικά, χωρίς λόγια, κι ένα χάρτη του Σύμπαντος χωρίς εικόνα, αλλά ανάγλυφο, κατατοπιστικό, όλο δάκρυα και καημούς και λάθη, τη φύση αποκαλύπτοντάς τους ο δικός τους Θεός του Χρόνου και του Χάρου, για κάποιο λόγο τρομερό διαλέγοντας αυτά τα αγνά σώματα, όχι πια ο απλός Θεάνθρωπος, αλλά ο Θεός ο ίδιος, ο πέρα από τον άνθρωπο τον εγωιστή και κακομαθημένο, ο ποιητής ορατών τε πάντων και, προπαντός, αοράτων, που μπορεί να είναι πιο εύκολα λουλούδι, ένα λουλουδάκι σαν κι αυτές, με πνεύμα του άγιο το σκίρτημα δυο αθώων παιδιών νύχτα στο Μέγα Νεκροταφείο μ’ ένα τριαντάφυλλο τρελό σαν κι αυτές στα χέρια τους, στην πιο αδιανόητη, ακατάληπτη, αλλά και γι’ αυτό και πιο λυτρωτική Ανάσταση που είχε δει η Γη η Παναγία, η πανταχού παρούσα, η τα πάντα πληρούσα, χαρίζουσα.
Ούτε μια στιγμή δεν δείλιασαν το Γιασεμί κι η Φυλλίτσα. Εκείνη την εξαίσια Μεγάλη τους Παρασκευή, τρίτος άγγελος το κίτρινο λουλούδι τους, που δεν ήθελε να πεθάνει, πρόλαβε και τους πρόσφερε των νεκρών την αιώνια ζεστασιά, πληρωμή γενναιόδωρη και μεταφυσική, λιώνοντας των ζωντανών τον Ανόητο Πάγο, κρατώντας τις στη δικιά του αγκαλιά τώρα, την άσωτη σαν τ’ ουρανού την αγκαλιά, με την απαλή του μυρωδιά χαϊδεύοντάς τις ώς το ξημέρωμα, σιωπηλές σαν κι αυτό και λυπημένες, αλλά, για μια φορά το χρόνο, για μια φορά στη ζωή τους, ακίνητες κι αναστάσιμες κι αυτές, χωρίς να ’χουνε, για μια φορά, να δώσουνε λόγο πουθενά, πουλήσανε-δεν πουλήσανε, ούτε στον πατέρα τους τον εδώ, ούτε σ’ οποιουσδήποτε άλλους, πατέρες, μάνες, ανθρώπους κάποτε αδέλφια τους, τους βαθιά νυχτωμένους, που λες και τις είχαν εγκαταλείψει μόνο και μόνο για να ζήσουν μια τέτοια, πέρα από κοινωνίες κι ανθρώπινα, σωτήρια, της φύσης ολόκληρης ανάσταση, επαναληπτική και ανεπανάληπτη.
Σωτήρης Κακίσης
***
Η διπλή συλλογή των 12 συνολικά διηγημάτων του ποιητή Σωτήρη Κακίση αποτελείται από πασχαλινές και χριστουγεννιάτικες ιστορίες, που δημοσιεύτηκαν τις Δεκαετίες του 1980 και του 1990 στα περιοδικά Playboy,
Βαβέλ και Ευ, με εικονογραφήσεις συνήθως του Νίκου Χουλιαρά, του Γιώργου Σταθόπουλου και του Αλέκου Φασιανού.
Τα εξώφυλλα του βιβλίου κοσμεί πίνακας του Γιώργου Σταθόπουλου.
Η έκδοση Τέσσερις
Ώρες Αγκαλιά κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα
βιβλιοπωλεία, ενώ το Μαρίας
Εγκώμιον επανεκδίδεται 26 χρόνια μετά την πρώτη έκδοση της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου