Η πόρτα ξανανοίγει. Διστακτικά στην αρχή. Μια χαραμάδα που φωτίζει τη ματιά, ένα δάσος πνιγμένο στη σιωπή της πρωινής της πάχνης που ένας θαμπός και αδύναμος ήλιος προσπαθεί με δυσκολία να διαπεράσει.
Τιτιβίσματα πουλιών, σταγόνες που πέφτουν από φύλλο σε φύλλο, από κλαδί σε κλαδί, ένας κόσμος με κοντινούς ορίζοντες, θολούς, ασαφείς, ακόμα νυσταγμένους.
Δε φαίνεσαι σε πρώτο πλάνο πουθενά. Η ματιά σ’ αναζητά πίσω από τις συστάδες των δέντρων, προσεκτικά κρυμμένο ανάμεσα στις φυλλωσιές, κρατώντας τα μουσκεμένα γκέμια του αλόγου κι οδηγώντας το πίσω στο στάβλο ξανά, ύστερα από τον συνηθισμένο πρωινό περίπατο στα δάση της Λορραίνης.
Πόσος καιρός να πέρασε Θε μου.., μια ατέλειωτη, έτσι μου φάνηκε περιπλάνηση, στις άγονες εκτάσεις του καλοκαιριού και της ξηρασίας, διασχίζοντας την έρημο της ψυχής ξυπόλητος, αναζητώντας τη στιγμή, τη μοναδική εκείνη στιγμή, που επιτέλους θα ψυχανεμιζόμουν το τέλος της διαδρομής...
Ο μακρινός και απόκοσμος ήχος μιας καμπάνας.., η μνήμη φωτίζεται με μιας, και μπροστά στα έκθαμβα μάτια μου η πόρτα ανοίγει ξανά.
Ρίχνω την αδηφάγα μου ματιά στο διαφαινόμενο τοπίο. Τρούλοι καθεδρικών που χάνονται στα ομιχλιασμένα ακόμα βάθη, σκοτεινές και συμπαγείς στέγες σπιτιών που λαμπυρίζουν κάτω από το αδύναμο φως που κατάφερε να σκίσει τον αδιαπέραστο ακόμα ουρανό.
Κι ύστερα το πλάνο γίνεται πιο κοντινό. Η πόρτα χάσκει πια ορθάνοιχτη μπροστά μου, κι εγώ, που ανυπόμονα διαβαίνω το κατώφλι, την ακούω να ξανακλείνει με γδούπο πίσω μου, λες και κάποιο αόρατο χέρι την έσπρωξε δυνατά, επιχειρώντας έτσι να διαχωρίσει και πάλι τους κόσμους, να διαφυλάξει τα μυστικά που έκλεινε μέσα της μια παμπάλαια συνταγή, και που δεν έπρεπε με τίποτα να διασπαρούν.
Το πλακόστρωτο γυαλίζει μες την πρωινή πάχνη. Το κτίριο φαντάζει επιβλητικό και μυστηριώδες, σιωπηλό και νυσταγμένο. Όμως αυτό δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση.., τώρα πια το ξέρω, δε με ξεγελά. Η εστία καθολικών σπουδαστών ή καλύτερα το οικοτροφείο όπως περισσότερο συνηθιζόταν να το αποκαλούνε, στέκει πάντα απρόσιτο και προστατευμένο, προκαλώντας την τεράστια πλατεία Λεοπόλ, και ανακόπτοντας την απροκάλυπτη τάση της για επέκταση.
Θέλω να τρέξω προς το δωμάτιό μου, εκεί στο βάθος της δεξιάς σύγχρονης πτέρυγας, προτελευταίο στη σειρά στο τέλος του διαδρόμου του δεύτερου ορόφου. Όμως η άκρη και μόνο η άκρη της ματιάς της κυρίας Μπουλέ σκυμμένη αιωνίως πάνω σε κάτι στοίβες από χαρτιά που δε λένε να τελειώσουν, με ακινητοποιεί. Αδύνατον να διαφύγεις της προσοχής της. Με το ένα χέρι σηκώνει το τηλέφωνο απαντώντας προφανώς σε κάποια κλήση, και με το άλλο με προσκαλεί διακριτικά μεν αλλά αποφασιστικά να την επισκεφτώ. Δρασκελίζω το κατώφλι του μικρού χώρου που στεγάζει το θυρωρείο και τη χαιρετώ. Η χειραψία που μου ανταποδίδει είναι ζεστή και ειλικρινής, δε σηκώνει ούτε παρερμηνεία ούτε αμφισβήτηση, ανήκω πια στους «δικούς» της, και με την έννοια αυτή δεν μπορεί να την αφήσει αδιάφορη η επιστροφή μου.
Περιμένω υπομονετικά να τελειώσει η τηλεφωνική συνδιάλεξη. Με μια χειρονομία με καθησυχάζει, δίνοντάς μου να καταλάβω ότι όπου να ’ναι τελειώνει. Όπως κι έγινε. Κι ύστερα ...
«Τι νομίσατε λοιπόν; ότι θα μου γλιτώνατε;»
Γελάει εγκάρδια, σπάζοντας τη μάσκα που στερεότυπα υιοθετούσε σχεδόν μόνιμα, γελώ κι εγώ, πάω να μιλήσω, με προλαβαίνει.
«Καλώς ορίσατε, τέλειωσαν λοιπόν οι διακοπές;», διστάζει λίγο κι ύστερα, «γιατί δε μας φέρατε λίγο ήλιο;»
Μια αδιόρατη σύσπαση του προσώπου μόλις που σχηματίστηκε, εκφράζοντας έτσι το παράπονο και την δήθεν επίπληξη.
«Ναι κυρία Μπουλέ, τέλειωσαν οι διακοπές, και θα ’λεγα πως τράβηξαν πολύ φέτος».
«Εδώ όπως βλέπετε έχουμε χειμώνα. Και να πείτε πως είχαμε και καλοκαίρι...!» γέλασε πικρόχολα, «μερικές μέρες μόνο ζέστης, αλλά μιλάμε για πραγματικό καύσωνα, ξέρετε...», δίστασε λίγο, «εδώ, όταν πιάνει ζέστη, ο υδράργυρος ανεβαίνει πολύ. Και σας διαβεβαιώνω πως είναι αποπνικτικά…» κι ύστερα, «να, ως συνήθως...», μια κίνηση απαξιωτική προς τα έξω, «αυτό που βλέπετε...»
«Μα δεν πήγατε κάπου;»
«Δεκαπέντε μέρες στη Βαντέ. Αυτό ήταν όλο».
Το τηλέφωνο εκείνη τη στιγμή ξαναχτύπησε.
«Τέλος πάντων...», ο τόνος της φωνής έδειξε πως η συζήτηση έπρεπε να πάρει τέλος γιατί υπήρχε κι η δουλειά που την περίμενε.
«Δεν ήταν κι άσχημα. Ήταν όμως λίγο», και σηκώνοντας τ’ ακουστικό με το διαπεραστικό της βλέμμα να με καρφώνει κυριολεκτικά.
«Τρέξτε όμως στο δωμάτιό σας. Σας κρατήσαμε το ίδιο που είχατε και πέρυσι σεβόμενοι την επιθυμία σας. Φέτος θα ’χετε και κλειδί της εξώπορτας. Θα το παραλάβετε αύριο... Και μην ξεχάσετε την εγγύηση. Τώρα πάρετε το κλειδί του δωματίου σας... Όμιλος καθολικών σπουδαστών εδώ, σας ακούω...»
Η συνέχεια μου διέφυγε γιατί είχα ήδη απομακρυνθεί. Διασχίζοντας την τετράγωνη πλακόστρωτη αυλή, δε μπόρεσα να μην παρατηρήσω την ανανέωση του οβάλ ανθώνα. Σίγουρα κάποιος ειδικός θα είχε προσληφθεί και είχε επεξεργαστεί στην παραμικρότερη λεπτομέρεια τις χρωματικές συνθέσεις, και τον αριστουργηματικό χωροταξικό σχεδιασμό.
Πιάστηκα από τη σιδερένια κουπαστή της μικρής εξωτερικής πέτρινης σκάλας που οδηγούσε στον προθάλαμο της κεντρικής πτέρυγας. Μουσκεμένη καθώς ήταν από την υγρασία, μ’ έκανε να συνειδητοποιήσω χωρίς να ξέρω γιατί, πως μια καινούρια περίοδος άρχιζε μέσα σ’ ένα περιβάλλον που την περσινή χρονιά, σα νεοφερμένος που ήμουν, με είχε συγκλονίσει.
Ύστερα μεσολάβησε το καλοκαίρι, που εφέτος ήταν ιδιαίτερα ζεστό στην πατρίδα μου, η συνάντηση της Ολυμπίας...
Σταμάτησα, και κρατώντας πάντα την κουπαστή ένιωθα τα ίδια λες τα σκιρτήματα της ψυχής του παλιού αυτού καλοδουλεμένου σιδερικού να κεντούν το σώμα μου.
Γύρισα και κοίταξα πίσω. Ένας καλά προστατευμένος χώρος με τις τετραώροφες παλιές πτέρυγες να υψώνονται περιφράσσοντας την αυλή, και με την τεράστια ξύλινη δίφυλλη εξώπορτα στο βάθος να παραμένει απογοητευτικά σίγουρη.
Το φως της πατρίδας μου είχε χαθεί μέσα στο ακατέργαστο και βαρύ μολύβι του ουρανού, και η ατμόσφαιρα αντιφέγγιζε παράξενα αναδίδοντας μια –τι περίεργο– ακαθόριστη και μακρινή νοσταλγία.
Μπαίνοντας στον προθάλαμο, ρίχνω πρώτα ένα βιαστικό βλέμμα στην αλληλογραφία, και προχωρώ προς στον πίνακα με τα ονοματεπώνυμα των φετινών οικοτρόφων. Τον διατρέχω μ’ ένα βιαστικό κι ανυπόμονο βλέμμα. Τα πιο πολλά ονόματα μου είναι γνωστά. Λίγα είναι αυτά που προστέθηκαν. Δίπλα στον καθένα, πληροφορίες για την σχολή που φοιτά και το δωμάτιο που μένει. Η ματιά μου κατρακυλά με νευρικότητα μέχρι που εντοπίζει το γράμμα Ν. Προσπαθεί μάταια να βρει το δικό σου όνομα. Είναι ξεκάθαρο. Φέτος δε βρίσκεσαι ανάμεσά μας.
Αποσύρω το βλέμμα μου βίαια, και πλησιάζω στο παράθυρο που βλέπει στην αυλή. Ακουμπώ τη μύτη πάνω στο τζάμι. Το χνώτο μου στρώνει ένα πέρασμα ατμού στην παγωμένη επιφάνεια. Παραμένω έτσι για κάμποση ώρα. Τοπίο γεμάτο αναθυμιάσεις και υδρατμούς, αδιευκρίνιστοι φωτεινοί σχηματισμοί, απομακρυσμένη βουή πόλης που μόλις και διαπερνά το συμπαγές και επιβλητικό τείχος που με προφυλάσσει περιορίζοντάς με…
Φτάνοντας αργότερα στο μακρόστενο και γνώριμο διάδρομο που οδηγεί στο δωμάτιό μου, σταματώ κι ανασαίνω τον αέρα φιλήδονα. Οι γνώριμες «νότες» της σχολαστικής καθαριότητας με φέρνουν ακόμα πιο κοντά στο οικείο πια –έτσι νόμισα– περιβάλλον μου. Τα μικροσκοπικά τετράγωνα πλακίδια που σχηματίζουν το πάτωμα, αστράφτουν κάτω από τα διακριτικά και ουδέτερα φωτιστικά σώματα του ταβανιού, η προοπτική που ξανοίγεται μπροστά μου είναι ξεκάθαρη.
Για μια στιγμή αφουγκράζομαι προσεκτικά. Η ησυχία μοιάζει να ’ναι σχεδόν απόλυτη κι ως ένα βαθμό ανησυχητική.
Η επιστροφή δεν είχε ολοκληρωθεί ακόμη, κι έτσι μέχρι αργά τη νύχτα ένα πήγαινε έλα ασταμάτητο ακουγόταν, κι αποσκευές που έσκαγαν στο πάτωμα με γδούπο.
Τραβώ τις κουρτίνες και το δωμάτιό πλημμυρίζει με το τελευταίο φως του απογέματος. Τοποθετώ την αποσκευή μου πάνω σ’ ένα ράφι, και χωρίς να το πολυσκεφτώ ξαπλώνω στο κρεβάτι για να χαλαρώσω και να αποβάλω λίγο την ένταση της ημέρας.
Ήταν ακόμα νωρίς, είχα όλη την ώρα μπροστά μου, κι η βραδιά μόλις που άρχιζε.
Το πρώτο πρόσωπο που συνάντησα κατεβαίνοντας αργότερα την πρώτη εκείνη νύχτα της επιστροφής μου, ήταν ο Ζαν-Λουί. Περασμένες πια έντεκα, και ο χώρος φάνταζε άδειος. Ο χαμηλός φωτισμός που διαχεόταν από τις απλίκες, έδινε ένα τόνο ζεστασιάς στην συνηθισμένη ηρεμία της ώρας.
«Σαν τα χιόνια!»
Η φωνή βγήκε παράταιρα δυνατή και η έκπληξη που πρόδιδε φαινόταν ειλικρινά ευχάριστη.
«Και ’γώ που νόμιζα πως μας είχες ξεχάσει τόσους μήνες στον τόπο σου...»
«Καλώς σε βρήκα φίλε μου» ήταν οι πρώτες λέξεις που βγήκαν απ’ το στόμα μου, ενώ παράλληλα η χειραψία που ανταλλάσσαμε πρόδιδε ένα ξέφρενο ενθουσιασμό.
Μείναμε έτσι να κοιταζόμαστε, μάτια ορθάνοιχτα γεμάτα υπονοούμενα, μάτια φλύαρα, που όμως δεν άφηναν να τους ξεφύγει κανένα ακόμα μυστικό.
Είναι αλήθεια, πως την αμηχανία της πρώτης στιγμής για το φιλί της αντάμωσης που όμως τελικά δεν δώσαμε, τη διαδέχτηκε ένα ηχηρό και ακατάπαυστο γέλιο. Γελούσαμε... Γελούσαμε έτσι χωρίς λόγο, για τη χαρά που ξανασμίξαμε, για τα όσα φανταζόμασταν πως θα επακολουθούσαν και που σχεδόν μαντεύαμε, για την ανάγκη να υπάρξουμε ξανά μέσα σ’ ένα κόσμο που μας είχε αγκαλιάσει και που είχαμε σμιλέψει σχεδόν στα μέτρα μας, ένα κόσμο απρόσιτο για πολλούς, κατακριτέο από άλλους, για μας όμως μοναδικό και εξαίσιο, ανάλαφρο και αρωματισμένο, που, όσα χρόνια κι αν πέρασαν από τότε, η ανάμνησή του παραμένει το ίδιο ζωντανή...
Τα χέρια τελικά απελευθερώθηκαν με την ίδια βιαιότητα που είχαν σμίξει, και την ένταση διαδέχτηκε μια γλυκιά και ανέμελη διάθεση σαν αυγουστιάτικο ηλιοβασίλεμα που μας ταξιδεύει στην άκρη της θάλασσας και τ’ ουρανού. Ζωή που έσκαγε σαν ώριμο ρόδι, απροκάλυπτη κατάνυξη ευτυχισμένων στιγμών που ήταν έτοιμες να ροβολήσουν περιμένοντας την μπάντα που θα ’παιζε τη νοσταλγική συμφωνία της μνήμης...
«Λοιπόν, τι περιμένουμε; Ας καθίσουμε... Δεν έχεις να πας πουθενά τώρα που ξαναβρεθήκαμε».
Πήραμε θέση αντικριστά στις στραπατσαρισμένες από την πολλή χρήση πολυθρόνες στην ημικυκλική προέκταση του μεγάλου σαλονιού, και μείναμε έτσι να κοιταζόμαστε για μερικά δευτερόλεπτα, ενώ για πρώτη φορά ύστερα από μέρες ένιωθα επιτέλους να χαλαρώνω. Το πολυήμερο ταξίδι είχε αφήσει τα σημάδια του. Ένα μούδιασμα διέτρεχε απ’ άκρη σ’ άκρη το κορμί μου, κι όσο κι αν ήθελα να προσποιηθώ τον ξεκούραστο, δεν τα κατάφερνα.
Το τρένο, γιατί αυτό το μεταφορικό μέσο είχα επιλέξει, είχε διασχίσει τη μισή Ευρώπη μέχρι να φτάσει στον τελικό μου προορισμό, κι όσο κι αν το λάτρευα, οι τελευταίες ώρες μού είχαν φανεί ατέλειωτες. Τρία εικοσιτετράωρα μέσα σ’ ένα βαγόνι, ε, δεν είναι και μικρό πράγμα.
«Τρία εικοσιτετράωρα...» άφησα να μου ξεφύγει ασυναίσθητα σα ν’ απευθυνόμουν στον ίδιο μου τον εαυτό.
«Τρία εικοσιτετράωρα, τι;»
«Τόσο διήρκεσε το ταξίδι από την Αθήνα με μια αλλαγή στη Ντιζόν».
«Ω Θε μου, μα θα πρέπει να ήταν μια συγκλονιστική εμπειρία...»
«Όσο δεν φαντάζεσαι, όμως και κουραστική».
«Ε, λοιπόν, μια μπύρα είναι ό,τι χρειάζεται για να συνέλθεις». Είχε ήδη σηκωθεί χωρίς να μου αφήσει περιθώριο διαφωνίας, και κατευθύνθηκε στο αυτόματο μηχάνημα που στεκόταν με αναίδεια στην απέναντι γωνία - μοναδική θα ’λεγες παραφωνία σ’ ένα χώρο κλασικών τόνων και φωτισμών - και που όταν τοποθετήθηκε, είχε όπως με είχαν πληροφορήσει γίνει αντικείμενο ατέλειωτων συζητήσεων και διαπληκτισμών σχετικά με την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός τέτοιου τέρατος σε ένα τέτοιο χώρο. Όμως τόσο η ανάγκη προσαρμογής στα νέα δεδομένα όσο και η καθαρά πρακτική πλευρά του ζητήματος, είχαν τελικά επικρατήσει στην λογική που το απέρριπτε μετά βδελυγμίας με το επιχείρημα ότι «εκχυδάιζε» την όλη ατμόσφαιρα.
Προσπάθησα να καθίσω όσο μπορούσα αναπαυτικότερα βουλιάζοντας κυριολεκτικά στη παλιά πολυθρόνα. Άφησα τη ματιά μου να πλανηθεί στο χώρο και στ’ αντικείμενα... Πρώτα σκαρφάλωσε στην οροφή με τις ανάγλυφες αναπαραστάσεις, γλίστρησε στις θαυμάσιες ταπισερί Lurçat που ήταν αναρτημένες αντικριστά στους τοίχους, και κατέληξε στο μεγάλο πιάνο Pleyel που αναπαυόταν την ώρα εκείνη ράθυμα. Η πορεία του βλέμματος δεν σταμάτησε όμως εκεί, προχώρησε αναζητώντας οικείες αναφορές μέχρι που χάθηκε βαθειά στον εσωτερικό κήπο.
Και κάπου εκεί με πήρε ο ύπνος, ώσπου... ένα ελαφρό σκούντημα στον ώμο με επανέφερε στη συνείδηση. Άνοιξα με δυσκολία τα μάτια, και έκανα κάμποσα δευτερόλεπτα μέχρι να αποκτήσω εκ νέου επαφή με το περιβάλλον. Μπροστά μου σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια δε στεκόταν άλλος από τον… γείτονά μου.
«Ντενί», ψιθύρισα, ενώ η νύστα σιγά σιγά μεταφερόταν στα αντικείμενα που με περιέβαλλαν, προσδίδοντάς τους μιαν απόκοσμη και μυστηριακή εικόνα.
«Κι εγώ που έλεγα πως γλιτώσαμε από ’σένα...»
Ένα μειδίαμα που υποψιαζόσουν περισσότερο παρά έβλεπες, το βλέμμα όπως συνήθως να στοχεύει αλλού. Έτσι εξαφανισμένος που βρισκόμουν βαθιά χωμένος στην πολυθρόνα, και απόλυτα παραδομένος στη κατάσταση εκείνη που περιγράφομε συνήθως σαν κάτι μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, μου φάνηκε πανύψηλος και πιο επιβλητικός από κάθε άλλη φορά. Έκανα ν’ ανασηκωθώ...
« Όχι, όχι, μην ξεβολεύεσαι».
Το χέρι του έσφιξε το δικό μου φευγαλέα αλλά με δύναμη, χειρονομία που ξέφευγε μιαν αναπνοή θα ’λεγες από την τυπικότητα που τη χαρακτήριζε συνήθως. Μετέδιδε μιαν ανεπαίσθητη δόση ζεστασιάς, μιαν ανομολόγητη διάθεση φιλικότητας που σε τοποθετούσε αυτόματα στους «σχετικά δικούς του» ανθρώπους.
Ένα χαμόγελο που μου ξέφυγε ήρθε να αντιπαρατεθεί στο αναμφισβήτητα αυτοκυριαρχημένο ύφος που είχε εκ νέου επιβάλει στον εαυτό του.
«Αν νομίζεις πως μαζί μου καθάρισες έτσι εύκολα φίλε μου, απατάσαι» πέταξα με μια απαραίτητη δόση θράσους, ικανή όμως να διεγείρει τα μη επιδεχόμενα αμφισβήτησης αλαζονικά του ένστικτα.
Χωρίς δεύτερη κουβέντα θρονιάστηκε δίπλα μου. Ήταν ακριβώς τη στιγμή, που ο Ζαν-Λουί επέστρεφε ακολουθούμενος από κάποιον που πριν εμφανισθεί στο οπτικό μου πεδίο, είχα αναγνωρίσει. Ποιος άλλος θα μπορούσε να περπατάει... τόσο ηχηρά ; Μα δε χωρούσε αμφιβολία, ήταν ο Ζακ Νερού, ο μόνος του οποίου τα καλοδουλεμένα αλλά και χονδροειδή παπούτσια ήταν οπλισμένα με πέταλα μεταλλικά στις πατούσες... «για να μη φθείρονται», όπως συνήθιζε να λέει.
«Γιατί δεν μας έφερες λίγο ήλιο;»
Μια πινελιά κυματιστής νωχέλειας από ένα άτομο που έδινε την εντύπωση του αιωνίως αγουροξυπνημένου, που σφίγγοντάς μου και τα διό χέρια, άφησε να του ξεφύγει και ένα «γεια σου Ντενί» που έμεινε αναπάντητο μεν, είχε όμως τύχει της επιδοκιμασίας του αποδέκτη. Και δυο μπουκάλια που έκρυβαν τη σκοτεινιά της νύχτας και το βιολετί το σκούρο της διψασμένης καλοκαιριάτικης εξοχής στήθηκαν στο ξύλινο ταλαιπωρημένο τραπέζι.
«Ναι, είναι της καλής προπέρσινης χρονιάς» σχολίασε αδιάφορα αλλά με μια λάμψη στα μάτια ο Ντενί εξετάζοντας με ενδιαφέρον την ετικέτα. «Saint Émilion από τη καλή φουρνιά, που πίνεις πάντα με ευχαρίστηση» αποφάνθηκε επιδοκιμάζοντας, και κοιτάζοντας κατά τη συνήθειά του σε κατεύθυνση τόσο άσχετη, που ήταν σα ν’ απευθυνόταν στο κενό.
«Σε είδα που άρχισες να γλαρώνεις και σ’ άφησα να ξεκουραστείς για λίγο. Σκέφτηκα όμως πως θα ’πρεπε και να το γιορτάσουμε» συμπλήρωσε ο Ζαν-Λουί τοποθετώντας τέσσερα ποτήρια πάνω στο τραπέζι.
Ήχοι από τσουγκρίσματα και τις απαραίτητες προπόσεις, κι ύστερα η πρώτη γουλιά. Στη φάση αυτή το ενδιαφέρον μου στρεφόταν πάντα στον Ζακ Νερού, γιατί έπινε δίδοντας την εντύπωση του απόλυτου γευσιγνώστη. Ώσπου με τον καιρό κατάλαβα πως, ως ένα σημείο, δεν ήταν μόνο εντύπωση αλλά και γεγονός.
«Η αλήθεια είναι πως μας αιφνιδίασες φίλε μου, μας έπιασες απροετοίμαστους...»
Πάντα πιο εκδηλωτικός από τους άλλους ο Ζαν-Λουί, σκέφτηκα, αλλά και πιο απρόοπτος. Και περίμενα, χωρίς πια αυτό να είναι ικανό να με εκπλήξει, την απότομη αλλαγή διάθεσης που τον χαρακτήριζε, κάποια στιγμή να εκδηλωθεί χωρίς να συντρέχει κανένας ιδιαίτερος λόγος.
«Και ’συ Ντενί» συνέχισε, «από πού μας ξεφύτρωσες;»
Η διάθεση στον τόνο δεν ήταν και η φιλικότερη, ο Ζαν-Λουί δεν είχε ποτέ και ιδιαίτερα καλές σχέσεις μαζί του.
«Ο Ντενί ξεφυτρώνει πάντα από ’κει που δεν τον περιμένεις» συμπλήρωσε ο Ζακ Νερού, στριμώχνοντάς τον ακόμα περισσότερο. Θέλοντας όμως να τον πειράξει, συνέχισε προσδίδοντας στην κάθε λέξη μια ιδιαίτερη βαρύτητα.
«Αγαπητοί μου, δε θα μάθουμε ποτέ λεπτομέρειες σχετικά με τις μυστηριώδεις... νυχτερινές περιπολίες του φίλου μας...»
Και, απολαμβάνοντας την αίσθηση που είχε προκαλέσει το υπονοούμενο, έφερε αργά το ποτήρι στα χείλη του.
Όμως ο Ντενί δεν ήταν ο τύπος του ανθρώπου που αφήνει πολλές μπηχτές αναπάντητες. Το βλέμμα του αφού διέγραψε μια τροχιά στο πουθενά, άφησε να του ξεφύγει με μια διάθεση συγκρατημένης και επιτηδευμένης μαζί ονειροπόλησης.
«Ομολογώ αγαπητοί μου πως πριν μας τα χαλάσει ο καιρός, οι βραδιές ήταν υπέροχες εκεί, προς την πλατεία Στανισλάς...»
«Ας πούμε, συνοδεία κάποια λυγερόκορμης μελαχρινής που δείχνει να ’χει αδυναμία στις... γαλάζιες εσάρπες;»
Για πρώτη φορά παρατήρησα τον Ντενί να κοιτάζει ευθέως το στόχο του, στην προκειμένη περίπτωση τον Ζακ Νερού. Όμως ίχνος συναισθήματος δεν πρόδιδαν τα μάτια του, μια ψυχραιμία που θα την ζήλευε ο καλύτερος παίκτης. Ένα μισό χαμόγελο που σχημάτισαν διό σχεδόν οριζόντια χείλη, συνόδευσαν μια φράση αινιγματική αλλά ειπωμένη με θεατρική αδιαφορία.
«Και δεν λατρεύει μόνο τις γαλάζιες εσάρπες…»
Και τα ποτήρια ξαναγέμισαν. Ήχοι από τσουγκρίσματα, λόγια που πετούσαν προς κάθε κατεύθυνση, και γέλια που επέστρεφαν με την ηχώ τους...
Ο χρόνος σταματά. Ένας μακρινός και ακαθόριστος βόμβος ακούγεται, σμήνος μελισσών που φτερουγίζουν γύρω από μια κυψέλη χαμένη στο μακρινό δάσος της μνήμης...
Κι ύστερα..., όλα καλύπτονται με σκόνη, μια σκόνη ανάλαφρη και ιριδίζουσα, κι ένας χώρος αρχίζει να αναδύεται βγαίνοντας μέσα απ’ την ίδια εκείνη την αχλή. Πρόσωπα που ξεκαθαρίζουν και τ’ αναγνωρίζεις, για να χαθούν όμως και πάλι μέσα σε ’κείνο το παλλόμενο και εξωπραγματικό τοπίο, και να εμφανιστούν για μια ακόμα φορά σε λίγο παραμερίζοντας το σύννεφο της σκόνης που τα κάλυπτε...
Στο τέλος ένας κόσμος οργανώνεται πια με σαφήνεια που, όμως..., δεν υπάρχει, γιατί ό,τι οδηγεί σ’ αυτόν δεν είναι μονοπάτια αλλά προφάσεις για να υπάρξει, και μαζί του να υπάρξουμε κι εμείς... Και τότε κατάλαβα πως άλλος κόσμος για μένα δεν υπάρχει, παρά μόνο αυτός που σμίλεψαν οι αισθήσεις και οι ασαφείς και διαρκώς μεταβαλλόμενοι χρωματισμοί της μνήμης, και που επανέρχεται ως δια μαγείας όταν οι συνθήκες το επιτρέψουν.
Ήχοι… ήχοι που βγαίνουν από χιλιάδες μικροσκοπικά κρυστάλλινα καμπανάκια στεφανώνουν τη σιωπή, την οποία όμως δε βιάζουν... Υπάρχει μια ποιότητα σιωπής...! Ποιος το ’χει αναφέρει αυτό; Ναι, ο Legrandin στον αφηγητή, που δεν ήταν άλλος από τον ίδιο τον Marcel Proust στην Αναζήτηση του χαμένου χρόνου... Μια ποιότητα σιωπής. Σαν αυτή που του επιβλήθηκε μια νύχτα με πανσέληνο εκεί στα βάθη ενός ολάνθιστου καλοκαιριού, για να μπορέσει να ακουστεί η συναυλία των λουλουδιών.
Έτσι και τώρα... χιλιάδες μικρά κρυστάλλινα καμπανάκια, διάσπαρτα στο χώρο προσεγγίζουν τις αισθήσεις μας διακριτικά, σαν κάτι να θέλουν να προαναγγείλουν... Σε λίγο η ατμόσφαιρα πάλλεται από ξεχωριστούς και εξαίσιους ήχους, που σχηματίζουν στο τέλος συγκροτημένα σύνολα... Μας διδάσκουν πως ο κάθε ήχος ξεχωριστά δεν υπάρχει αυτόνομα παρά για να ενωθεί στη συνέχεια με τους άλλους δημιουργώντας ένα ενιαίο σύνολο αυτοτελών μονάδων, που κι αυτές με τη σειρά τους θα συγκροτήσουν άλλες όλο και πιο σύνθετες ενότητες, όλο και πιο σύνθετες πατρίδες...
Τα κρυστάλλινα μικροσκοπικά καμπανάκια άρχισαν να οργανώνονται... οι χιλιάδες ετερόκλητοι ήχοι συμπτύχθηκαν σε αρμονικές ενότητες... και μια φιγούρα φάνηκε καθισμένη στο μεγάλο Pleyel. Η σκόνη καταλαγιάζει..., οι κρυφοί φωτισμοί άρχισαν να δυναμώνουν, σκόρπιες φωνές ακούγονται πέρα δώθε.
«Σαμπίν, το Όνειρο της αγάπης σε παρακαλώ...»
Και τα χιλιάδες μικροσκοπικά κρυστάλλινα καμπανάκια, με το πρώτο άγγιγμα στα πλήκτρα οργανώθηκαν με μιαν απίστευτη ευκολία και ταχύτητα σε ένα ηχητικό μελωδικό αποτέλεσμα. Τα δάκτυλα της Σαμπίν πετούσαν πάνω στο απαστράπτον κλαβιέ... Κι ο Λιστ αναδυόταν και γέμιζε το μεγάλο σαλόνι του οικοτροφείου καθολικών σπουδαστών, κατάφερνε να φτάσει μέχρι έξω, παραδινόταν για λίγο στη μαγεία του νυχτερινού παραληρήματος των αστεριών και στις ολάνθιστες τριανταφυλλιές, για να τρυπώσει στο δωμάτιό μου και να μ’ αναστατώσει.
Το Όνειρο της αγάπης, το Όνειρο της αγάπης, μια επαναλαμβανόμενη ηχώ επιπλέει σ’ ένα σύμπαν που άρχισε και πάλι να πάλλεται και στη συνέχεια να ακινητοποιείται, τα πρόσωπα χάνονται μέσα στη λευκή ανάλαφρη σκόνη, χιλιάδες μικροσκοπικά κρυστάλλινα καμπανάκια ξαναπήραν τη θέση τους στο χώρο, άναρχα και πανικόβλητα...
«Το Όνειρο της αγάπης..., μα τι στο καλό σ’ έχει πιάσει τέτοια ώρα μ’ αυτό το θέμα;»
Ο Ζαν-Λουί με ρώτησε χωρίς προφανώς να περιμένει απάντηση, και τα μάτια του στράφηκαν προς τον Ντενί που έδειχνε ιδιαίτερα δύσθυμος. Σίγουρα κατά την διάρκεια του ονειρικού μου παραληρήματος, ένα μέρος μιας πολύ ενδιαφέρουσας συνομιλίας σχετικά με τις νυχτερινές του αταξίες μού είχε διαφύγει. Βλέποντάς τον είχα την εντύπωση πως ήταν έτοιμος να κλείσει τον κύκλο που τον αφορούσε με μιαν απρόβλεπτη και αποφασιστική κίνηση.
Ναι, σωστά είχα προβλέψει, δε θα πρόσφερε περισσότερο τον εαυτό του βορά στην αδηφάγα περιέργεια των συνομιλητών του, που εδώ που τα λέμε του είχαν και κάποιο άχτι.
Τέλειωσε μονορουφηξιά το ποτήρι του, στήθηκε όρθιος δίνοντας μια αίσθηση τραγικής μεγαλοπρέπειας, και σχεδόν απόκοσμα, καρφώνοντας το βλέμμα στο σιωπηλό εκείνη την ώρα πιάνο, ψιθύρισε «καληνύχτα σας φίλοι μου...», απαξιώντας να ενδώσει στην πρόκληση του γεμάτου υπονοούμενα βλέμματος των συνομιλητών του.
Ο Ντενί εξακολουθούσε να ασκεί μια ακατανίκητη γοητεία πάνω μου, κι αυτό από το πρώτο κιόλας βράδυ που γνωριστήκαμε με τρόπο λίγο επεισοδιακό. Είχε μια μοναδική ικανότητα να ιντριγκάρει τον περίγυρο αφήνοντας πάντα μια δόση μυστηρίου να πλανάται γύρο του. Προικισμένος με μιαν ετοιμότητα πνεύματος υψηλών προδιαγραφών και πάντα σε εγρήγορση, αφόπλιζε τον συνομιλητή του, κάτω όμως από έναν και μοναδικό όρο : ότι θα είχε την διάθεση, κάτι που δεν ήταν πάντα αυτονόητο. Κι όταν εμφανιζόταν εκεί που δεν τον περίμενες σαν ουρανοκατέβατος, έμενες με την αίσθηση ότι ένας λογαριασμός μαζί του παρέμενε πάντα ανοιχτός.
Τα βήματα του Ντενί είχαν χαθεί στους δαιδαλώδεις διαδρόμους του κτιρίου, όταν ο Ζακ Νερού αποφάσισε πως είχε πια έρθει η κατάλληλη στιγμή για να σχολιάσει.
«Να και μια φορά που κατάφερα να τον αιφνιδιάσω».
«Η ιδέα σου, αγαπητέ μου, δεν αιφνιδιάστηκε τόσο όσο ενοχλήθηκε», άφησε να του ξεφύγει τσεβδίζοντας ελαφρά ο Ζαν-Λουί.
«Μα είδες τη φάτσα του μόλις του πέταξα για ’κείνη την δεσποινίδα με την γαλάζια εσάρπα;»
«Είναι μην του θίξεις ποτέ τα προσωπικά του» συμπλήρωσε ο Ζαν-Λουί.
Ένα διάστημα σιωπής επακολούθησε κι ύστερα, «η Μαρί-Φρανσουάζ», σκέφτηκα, «η Μαρί-Φρανσουάζ, πού να βρίσκεται;»
Απόρησα που και οι δυο συνομιλητές μου με κοίταξαν ταυτόχρονα με μια δόση περιέργειας, κι εγώ συνειδητοποίησα πως τη σκέψη μου την είχα διατυπώσει φωναχτά.
«Α μπα, πώς σου ’ρθε έτσι ξαφνικά και τη θυμήθηκες;» σχολίασε με μια δόση αδιαφορίας ο Ζαν-Λουί για να συμπληρώσει αμέσως μετά.
«Δεν έχει δώσει σημεία ζωής μέχρι τώρα. Τουλάχιστον δεν την πήρε το μάτι μου».
Έπιασα στον αέρα ένα γεμάτο σημασία βλέμμα που ο Ζακ Νερού αντάλλαξε μαζί μου και που όμως φρόντισε να εξουδετερώσει ακαριαία, πριν αυτό προλάβει να αποτελέσει κίνητρο για σχολιασμούς.
Εκείνη την στιγμή οι μελωδικές καμπάνες του ρολογιού του καθεδρικού του Σαιντ-Εβρ αντήχησαν δύο φορές, και αυτό σηματοδότησε τις πρώτες αναμενόμενες αποσκιρτήσεις. Περιέργως ήταν ο Ζακ Νερού που αντέδρασε πρώτος.
«Αγαπητοί μου, πραγματικά λυπάμαι αλλά πρέπει να σας αφήσω. Έχω εγερτήριο αύριο στις επτά. Ε, και θέλω να φανώ για μια φορά στη ζωή μου συνεπής».
«Μα κι εμείς δε θ’ αργήσουμε... Ένα ποτήρι ακόμα και φύγαμε...»
Σηκώσαμε τα ποτήρια για μια τελευταία φορά και τσουγκρίσαμε. Το κρασί κατέβηκε σχεδόν μονορούφι, η γλώσσα του Ζαν-Λουί πλατάγισε φιλήδονα, κρίνοντας όμως από το ύφος του κατάλαβα ότι είχε φτάσει στα όριά του για απόψε.
«Για πες μου πως τα πέρασες το καλοκαίρι, δείχνεις ξεκούραστος, αλλά έχω κάτι σαν υπόνοια πως δεν είσαι...»
«Α μπα, δεν τα πέρασα κι άσχημα ξέρεις, ένας μήνας στην εξοχή στην καρδιά του Περιγκόρ, στη θεία μου την Ροζ, και στη συνέχεια στη Νορμανδία, σ’ ένα μικρό παραλιακό χωριό που ήταν σκέτη γλύκα. Το μόνο άσχημο στην όλη αυτή κατάσταση ήταν ο καιρός. Από τα πιο βροχερά και κρύα καλοκαίρια... Ήταν φορές που ανάψαμε τζάκι... Απίστευτο! Κατά τα άλλα τα συνηθισμένα».
Ύστερα μου μίλησε για τη Νικόλ. Περνούσαν μια καμπή δύσκολη στη σχέση τους, όχι, όχι, δε θα μου ’λεγε περισσότερα, είχε να κάνει με πράγματα πολύ προσωπικά τα οποία στη φάση αυτή δεν ήθελε να θίξει. Μιλούσε, κι εγώ αναρωτιόμουνα αν πραγματικά απευθυνόταν σε ’μένα, ή αν λειτουργούσα λίγο σαν πρόσχημα για να εκφραστεί.
Χωρίσαμε λίγο πριν το ρολόι σημάνει δυόμισι. Βγήκα στον εσωτερικό κήπο. Ο Ζαν-Λουί προχώρησε προς τα δωμάτια της κεντρικής πτέρυγας...
Η νύχτα έσταζε βροχή, εκείνη την λεπτεπίλεπτη αραχνοΰφαντη βροχή που οργώνει το σκοτάδι και διαστέλλει τους πόρους της γης, σκεπάζοντάς την σαν υγρό σεντόνι. Κατευθυνόμουν προς το δωμάτιο διασχίζοντας αργά την κεντρική αλέα. Σιωπηλοί όγκοι κτηρίων ορθώνονταν ολόγυρα προστατεύοντας τον κήπο.
Σε λίγο η πόρτα του δωματίου μου άνοιγε, κι εγώ ξανάβρισκα τον κόσμο του, που τρεις μήνες τώρα είχε εξαφανίσει το καλοκαίρι.
***
Ήταν εκείνο το ίδιο βράδυ που το προσκύνημα στην Ολυμπία τρύπωσε στ’ όνειρο που ήρθε και με βρήκε.
Το πέταγμα του γλάρου μοιάζει να ζυγίζει με ακρίβεια τις ανεπαίσθητες μεταβολές του ανέμου που εκείνη την ώρα άρχιζε να σηκώνεται. Ένα κατάλευκο στίγμα στην λιωμένη πορφύρα του ηλιοβασιλέματος. Πάει ώρα που τον παρατηρώ να κυνηγά τη σκιά του βουτώντας πότε πότε στα νερά για να ψαρέψει τη λεία του.
Γέρνω στο πλάι για ν’ ακούσω προσεκτικότερα τον αναστεναγμό της θάλασσας. Η ζεστή άμμος κολλά στο ξαναμμένο μου μάγουλο. Μένω έτσι για λίγο ακίνητος. Μ’ αρέσει αυτή η σχέση που αναπτύσσεται ανάμεσα σε ’μένα και τον κόσμο, σχέση που μοιάζει να παίρνει ζωή στα σπλάχνα μου και να κυκλοφορεί στο αίμα που την κουβαλά μέχρι το τελευταίο κύτταρο του κορμιού μου. Ένα μούδιασμα απλώνεται σ’ όλο μου το σώμα. Αφήνομαι έτσι χωρίς σκέψη άλλη καμιά στο λίκνισμα της ώρας... Με τα μάτια μισάνοιχτα..., τόσο μόνο, όσο χρειάζεται για να μη μου ξεφύγουν οι εξαίσιοι χρωματισμοί του τέλους της ημέρας, στην άκρη αυτή την απόμερη της έρημης παραλίας.
Η μέρα ήταν ζεστή, κι η γη ξερνάει τις τελευταίες παραπανίσιες γουλιές κάψας που με το ζόρι κατάπιε. Οι μύτες των ποδιών μου μόλις που αγγίζουν τη θάλασσα. Το βλέμμα ταξιδεύει νωχελικά κατά μήκος της παραλίας… Χιλιάδες ιριδίζοντες αντικατοπτρισμοί, ο γλάρος συνεχίζει το πέταγμά του, ο ύπνος με γυροφέρνει όμως αντιστέκομαι.
Λες και το φεγγάρι είχε σταματήσει ώρες τώρα καρφωμένο εκεί στη μέση του ουρανού. Ανυπόταχτες και μάταιες οι βουτιές των αστεριών, διέγραφαν για απειροελάχιστο χρόνο μια φωτεινή τροχιά που άρχιζε από το πουθενά για να καταλήξει στο χάος...
Με τα μάτια στραμμένα στον ουρανό, κατασκοπεύαμε την σιωπηλή, την απύθμενη αυγουστιάτικη νύχτα. Το μονότονο αλλά γεμάτο μουσικότητα τραγούδι των γρύλων ήταν ο μοναδικός ήχος, που άλλο δεν έκανε παρά να συντονίζει τη μαγευτική αυτή συμφωνία των αστεριών.
Ο Αλμερίκ δίπλα μου έμοιαζε να κοιμάται. Δίπλα του ο Σύλβιο αργοκινούσε το χέρι χαϊδεύοντας με νωθρότητα τη ζεστή ακόμα άμμο. Ύστερα, γύρισε μπρούμυτα, και απλώνοντας τα χέρια, αγκάλιασε όση επιφάνεια γης μπορούσε, σα να ’τανε κορμί γυναίκας, ενώ το σώμα του την ίδια στιγμή άρχισε ν’ ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά πάνω της.
Το τραγούδι των γρύλων μόλις που επέτρεπε στην αναπνοή του ν’ ακούγεται, κι αυτή γινόταν όλο και πιο γρήγορη, όλο και πιο βίαιη ξεχειλίζοντας έρωτα, και αδειάζοντας όλο τον τρόμο της ζωής που άλλο δεν μπορούσε να κρατηθεί μέσα του.
...Ώσπου η αναπνοή του έγινε ξαναμμένο λαχάνιασμα. Το κορμί του συσπάστηκε άγρια για μερικά δευτερόλεπτα... Κι ύστερα, παρέμεινε ακίνητο και άδειο, για κάμποση ώρα.
Με την άκρη του ματιού μου παρατήρησα τον Αλμερίκ. Έμοιαζε πάντα να κοιμάται.
Κι ύστερα ο Σύλβιο σηκώθηκε αργά, κάτω από την λάμψη του φεγγαριού τα γυμνά του μέλη διαγράφονταν στιλπνά κι αδύναμα. Σήκωσε τα μάτια στον ουρανό που συνταρασσόταν από μια κατακλυσμιαία αστροβροχή, και μ’ ένα βαθύ αναστεναγμό χύμηξε στην αγκαλιά της θάλασσας, που πρέπει να ’ταν ακόμα ζεστή.
Όταν πια ξύπνησα, η μέρα είχε προχωρήσει αρκετά, και στο διάδρομο άκουγα τον Λύκ να μουρμουρίζει εκνευρισμένος που δεν μπορούσε ακόμα να μπει για να συγυρίσει το δωμάτιο.
Θυμήθηκα το χθεσινοβραδινό όνειρο και τα λόγια του Αλμερίκ ήχησαν και πάλι στ’ αυτιά μου, ενώ στεκόμασταν εκστατικοί μπροστά στο Ηραίο.
«Όλη η ζωή μας δεν είναι παρά μια απαίτηση για ομορφιά. Κι αυτό αποτελεί και μια βασική προϋπόθεση για την επιβίωση... Στην ουσία, το μόνο που διεκδικείς είναι λίγη ομορφιά και τίποτ’ άλλο...»