Ξεκινά από τις
μπουάτ της Πλάκας, βρίσκεται στο πλευρό του Γιάννη Μαρκόπουλου, φτιάχνει τη δική του σχολή ενός ας το πούμε «σατιρικού
τραγουδιού με σοβαρό τρόπο» μέσα από τη συνάντηση κορυφής με τον Γιάννη Λογοθέτη (ΛοΓό), μεσουρανεί στα
τέλη της δεκαετίας του ’70 και στις αρχές του ’80, συνθέτει και ερμηνεύει τραγούδια
που εγγράφονται στο συλλογικό υποσυνείδητο. Το 1986 αποσύρεται μυστηριωδώς, για
να επιστρέψει το 2013 με νέο δίσκο - «Το σώμα ξέρει». Τον Νοέμβριο του 2015, λίγο πριν βρεθεί στο Ilion Plus για μία και μοναδική βραδιά -
αναδρομή με «τραγούδια δημιουργικής ασάφειας», μίλησε στο Περιοδικό - και τον
ευχαριστούμε ιδιαιτέρως γι’ αυτό. Ο κύριος Θέμης
Ανδρεάδης!
Τι θα ακούσουν
όσοι βρεθούν στο Ilion Plus το
Σάββατο;
Τραγουδάκια που κάνουν άνω - κάτω τον χρόνο. Τον
σπρώχνουν με απανωτά deja vu και εκλάμψεις Αλτσχάιμερ έτσι που ν’ αναρωτιέσαι
«καλά πότε ειπώθηκαν αυτά; Αυτός ο θρασύτατος, καραφλίζων γέρων εκεί πάνω στο
πατάρι, γιατί προσποιείται πως γνωρίζει καλώς τον τσαχπίνη νεαρό ‘με λένε
Ανδρεάδη, με λένε Έρολ Φλιν, αυτόγραφα υπογράφω στον κινηματογράφο’ και ποία
σχέση έχει μαζί του;». 45 χρόνια τραγούδια δημιουργικής ασάφειας συμπυκνωμένα
σε τρεις προαπαιτούμενες ώρες. Σαν ισοδύναμα! Θα
συμπράξει η νεαρά υπέροχη Σοφία Κουρτίδου και πενταμελής ορχήστρα με άριστους
μουσικούς.
Και σ’ αυτόν που
αναρωτιέται πού χάθηκε ο Θέμης Ανδρεάδης δυόμισι δεκαετίες, μέχρι και πρόσφατα,
τι απαντάτε; Τι κάνατε όλα αυτά τα χρόνια;
Να μη το πάρει προσωπικά! Πείτε του, πως ζαλισμένος
όπως ήταν και μετά από ένα εξαντλητικό και βασανιστικό 17ωρο όπου
διαπραγματευόταν με τον εαυτό του προσπαθώντας να τον πείσει πως το χρέος του απέναντι
στην ανθρωπότητα, ήταν να πάρει έναν υπνάκο αναζωογονητικό ώστε να σηκωθεί
φρέσκος-φρέσκος να παλέψει τα σκοτάδια, αυτός γύρισε πλευρό και συνέχισε τον
ταραγμένο ύπνο του αρνούμενος να ξυπνήσει. Ε...κράτησε λίγο παραπάνω
αυτό... εικοσιπέντε έτη.
Τι έκανε; Κατέβηκε οικειοθελώς από το βάθρο του
ανακαλύπτοντας ταυτόχρονα το μεγαλείο της ταπεινότητας. Η οποία συντελείται με
φυσικές λειτουργίες όπως το να βλέπεις τ’ αληθινά από το ύψος της μύτης σου.
Ούτε από του Θεού την αεροφωτογραφία, ούτε όμως και από τη θέση του νήπιου που
όλα του φαντάζουν απειλητικά και τερατώδη. Πήρε
χρόνο αυτό. Πολύ χρόνο.
Η αποχώρησή σας
απ’ τη δισκογραφία οφείλεται μόνο στο «σταρ σίστεμ», ας πούμε, ή κάπου «βρήκατε
τοίχο» κι εσείς ο ίδιος;
Περνάς καταθλίψεις, ρίχνεις όλο το βάρος σου πάνω σ’
αυτούς που σ’ αγαπούν και νοιάζονται βαθύτερα για σένα και τους καταπλακώνεις.
Λειτουργείς μια σαν τον Ραν-ταν-πλάν και μια σαν το καλύτερο μαθητή του Φρόυντ.
Απελπισία. Ισορροπείς, πέφτεις, σηκώνεσαι, ξαναπέφτεις,
λυγίζεις και κάποια στιγμή φοράς χαμόγελο και σηκώνεσαι. Οι
συνέπειες της επερχόμενης οικονομικής ανέχειας, έχοντας γυρίσει την πλάτη στους
νόμους του παιχνιδιού «προσφορά - ζήτηση», με υποχρέωσαν να κοιτάξω γύρω μου
και με «ό,τι απέμεινε στο ψυγείο» να πορευτούμε οικογενειακώς.
Το 2013 κυκλοφόρησε ο δίσκος «Το σώμα ξέρει» σε στίχους Γιάννη Ευθυμιάδη και μουσική και ερμηνεία δική σας. Ποιο ερέθισμα σας ενθάρρυνε να επανέλθετε στη δισκογραφία;
Το 2012 και μετά από σιωπή δύο και βάλε δεκαετιών, αποφάσισα να τραγουδήσω. Μάζευα-μάζευα, κατάπινα-κατάπινα και ψυχανεμίστηκα πως καταπίνοντας αυτό που αγαπάω όσο τίποτα άλλο δεν με οδηγεί πουθενά - άσε που διέβλεπα πως καλλιεργώ ένα άρρωστο πνεύμα και ένα ευάλωτο σώμα. Έτσι, διαπίστωσα πως η διαδρομή αυτή ήταν κυκλική και βρέθηκα ξαφνικά πάλι στο στούντιο ηχογραφώντας καινούργια τραγούδια. Ξαναβρήκα συνεργάτες από παλιά, καλούς φίλους, ξεχασμένους: «Πάμε να κάνουμε έναν δίσκο;» τους ρώτησα. «Μέσα!» μου απάντησαν.
Ο δάσκαλός μου στη κιθάρα Νότης Μαυρουδής, ο αγαπημένος
Σταμάτης Κραουνάκης, η Ηρώ Σαΐα, η Σταυρούλα Μανωλοπούλου, ο Σταύρος
Καβαλιεράτος και ο ποιητής Γιάννης Ευθυμιάδης με την ενδιαφέρουσα γραφή του
συνέβαλαν τα μέγιστα. Ιδιαίτερη μνεία στον ζωγράφο Δημήτρη Ανδρεάδη, τον γιο
μου, που μου έβαλε φωτιά. Ήταν δίπλα μου. Και η σύντροφος της ζωής μου ήταν
πάντα εκεί.
Υπήρξατε
λοιπόν ως έφηβος μαθητής του Νότη Μαυρουδή στην κιθάρα. Σας επηρέασε ως
δάσκαλος, κι αν ναι, πώς;
Τον Νότη Μαυρουδή τον γνώρισα μέσω της αδελφής
μου που ήταν συμμαθητές στο γυμνάσιο. «Βρε Νότη», του είπε, «ο αδελφός μου
είναι τρελός και παλαβός με την κιθάρα. Θα του κάνεις μάθημα;». Ήμουν 15
χρονών, ο πρώτος του μαθητής. Με επηρέασε βαθύτατα, μου έδωσε τις βάσεις
και με ενθάρρυνε να συνεχίσω τον δρόμο της μουσικής. Ο Νότης για μένα είναι ο
παντοτινός μου δάσκαλος.
Τα
τέλη του ’60 σας βρίσκουν μέτοχο όλης αυτής της έκρηξης των μπουάτ. Στις αρχές
του ’70 βρίσκεστε πλάι στον Γιάννη Μαρκόπουλο. Τι θυμάστε περισσότερο από
εκείνη την περίοδο που συμβατικά συμπίπτει με την χούντα;
Μαθητής ακόμα ξεκίνησα να τραγουδώ στις μπουάτ
της Πλάκας. Μέχρι και το 1977 τραγούδησα σχεδόν σε όλες τις μπουάτ που υπήρχαν
και με όλα τα μεγάλα ονόματα της εποχής. Το ’72, μόλις απολύθηκα από φαντάρος,
πήγα σε οντισιόν που έκανε ο συνθέτης Γιάννης Μαρκόπουλος για να σχηματίσει
πρόγραμμα στη θρυλική μπουάτ Λήδρα. Δίπλα στον μεγάλο Νίκο Ξυλούρη βρέθηκα και
εγώ εν μέσω χούντας, να τραγουδώ τραγούδια του συνθέτη και στίχους μεγάλων
ποιητών - Γιώργο Χρονά, Μιχάλη Κατσαρό, Μήτσο Κασόλα, Γιώργο Σκούρτη - και
τραγούδια σε στίχους του μέγιστου Μέντη Μποσταντζόγλου. Τέσσερα από αυτά δισκογραφήθηκαν
- «Ο Ταρζάν», «Του άντρα του πολλά βαρύ», «Όχι δεν πρέπει να συναντηθούμε» και «Που
πάτε λοιπόν». Δυστυχώς δεν είχα την τύχη να δισκογραφηθεί όλος εκείνος ο
θησαυρός που ακουγόταν κάθε βράδυ. Εκεί έμεινα δύο χρόνια. Ανεπανάληπτες
εποχές, ανεξίτηλα γραμμένες.
Οι «Γελοιογραφίες», η συνεργασία σας με τον Γιάννη Λογοθέτη, ίσως έφτιαξαν κι από μόνες τους ένα είδος … γελοιογραφικό! Πώς έγινε η συνάντησή σας με τον ΛοΓό και πώς «κολλήσατε»;
Κάποια στιγμή τελειώνει η συνεργασία με τον Μαρκόπουλο. Εκείνη την εποχή γνωρίζω τον Γιάννη Λογοθέτη, ο οποίος εντυπωσιάστηκε με τον τρόπο που τραγουδούσα βλέποντας με στις μπουάτ και μου πρότεινε να κάνουμε έναν δίσκο. Δέσαμε αμέσως και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα γράφτηκαν τραγούδια με τα οποία διασκεδάζαμε πολύ. Ο παραγωγός Γιώργος Μακράκης τα πρότεινε στη Columbia-EMI και σχεδόν αδιάφορα οι εταιριάρχες τα δέχτηκαν. Κανείς δεν περίμενε την τεράστια επιτυχία με τα δεδομένα της εποχής, όταν όλοι οι γίγαντες του Ελληνικού τραγουδιού μεσουρανούσαν. Κανείς δεν περίμενε πως ένας πιτσιρικάς 23 χρονών θα έκανε ένα απίστευτο γκελ και θα ήταν πρώτος στις πωλήσεις για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Εκεί είδαν μια νέα αγορά, new market. Γεννήθηκε ερήμην μας ένα νέο είδος τραγουδιού που ονομάστηκε «Σατιρικό Τραγούδι». Οι δίσκοι διαδέχονταν ο ένας τον άλλον και η αποδοχή από το κοινό ήταν μεγάλη. Με τον Γιάννη Λογοθέτη κάναμε τρεις δίσκους και τα τραγούδια που γράψαμε μαζί ακούγονται ακόμα. Η σχέση μου με τη δισκογραφία σταμάτησε το 1986 και αφού είχαν προηγηθεί δύο ανεξάρτητες παραγωγές μου. Η εξαντλητική υπερπαραγωγή των σατιρικών τραγουδιών και οι υποχρεώσεις από ένα δισκογραφικό σύστημα που σε θέλει αναλώσιμο προϊόν με διέλυσαν.
Πότε
συνειδητοποιήσατε ότι η κλίση σας προς το - ας το πούμε - εύθυμο τραγούδι θα
υπερνικούσε την πιο «σοβαρή» σας έκφραση; Και τελικά, πόσο διαφορετική υπήρξε η
ελαφρότητα από τη μελαγχολία σας;
Ποτέ δεν το συνειδητοποίησα. Εγώ σοβαρά τα έλεγα!
Ο τρόπος που τα έλεγα ίσως δημιουργούσε «εύθυμες» καταστάσεις γιατί από εκεί που
τραγούδαγα συνέχεια αγκαλιά με την κιθάρα μου, αφήνοντάς την δεν ήξερα που να
βάλω τα χέρια και τα πόδια μου, μου άρεσε και ο Τζόνι Χάλιντεϊ, και βγήκε αυτό
το περίεργα εκφραστικό χαχαχα…
Πολύ
νωρίς στη δισκογραφία σας, στον «Πρωταθλητή», «πειράξατε» ρεμπέτικα τραγούδια
κυρίως του Παναγιώτη Τούντα. Τι σας τράβηξε σε αυτά;
Στην μεταπολίτευση υπήρχε ένα ρεύμα της
αναβίωσης του ρεμπέτικου. Οι μνήμες μου είναι απόλυτα ταυτισμένες με αυτό το είδος
του τραγουδιού, που είναι συνυφασμένο με την καταγωγή μου.
Και πώς σας φαίνεται το γεγονός ότι σήμερα κάθε
νέος τραγουδιστής ή τραγουδοποιός θεωρεί υποχρέωσή του να επανεκτελέσει
Τσιτσάνη και Βαμβακάρη, ξανά και ξανά; Χάθηκε ο κόσμος να γραφτεί ένα νέο
τραγούδι;
Γράφονται ακόμα ωραία τραγούδια. Ίσως η εποχή
που διανύουμε δεν βοηθάει στη έμπνευση ώστε να σηκωθούν τα πανιά και να
αρμενίσουν τραγουδάκια. Ίσως με την αναφορά στον Τσιτσάνη και στον Βαμβακάρη να
αποζητούν και να θέλουν να προσδώσουν τη γνήσια λαϊκότητα που εξαφάνισε η λάιφ
στάιλ εποχή μας.
Πολλά από τα
κακά της μοίρας μας - σαν χώρα και σαν λαός - ξεκινούν εκεί γύρω στα μέσα του
’80, όταν εσείς αποχωρείτε. Υποψιαστήκατε άραγε εκεί γύρω, μεταξύ «Αλλαγής» και
σκυλάδικου, τη λαίλαπα που ερχόταν;
Πριν από τρεις δεκαετίες κατάλαβα τι πάει να πει τοξική λιτότης.
Αντιλήφθηκα τη σημασία και την έννοια του λιτού βίου. Πορεύτηκα μαζί με τους
αγαπημένους μου ανθρώπους μακριά από ένα αγριεμένο πλήθος που εν χορώ
διατράνωνε το σύνθημα «Έλααα μωρέεε καλάαα να περνάααμεεε... θετική ενέργειααα»,
χωρίς πυξίδα και τέτοια, στο μισοσκόταδο, με θάρρος, ελπίδα, αλληλεγγύη και
εμπιστοσύνη σ’ αυτό το «όνειρο τρελό» - έστω και απατηλό - και καταφέραμε να
επιβιώσουμε αξιοπρεπώς και να μη χρωστάμε πουθενά και τίποτα.
Έχετε κάνει λόγο
για τη «δικτατορία των ξεπουλημένων αγορών». Γιατί είναι τόσο δύσκολο να
ξεφύγουμε απ’ αυτές; Ξέρω τουλάχιστον δύο Έλληνες πρωθυπουργούς που υποσχέθηκαν
ότι θα μας απελευθερώσουν, έναν τη δεκαετία του ’80 κι έναν σήμερα…
2010. Σκάει η κρίση και για μια ακόμα φορά θα πω πως
αυτό το απίστευτο πράγμα που βιώνουμε είναι κατ’ εξοχήν μια πολιτιστική κρίση.
Η οικονομική βεβαίως είναι συνέπειά της και εννοείται πως το καπιταλιστικό σύστημα
και η δικτατορία των αγορών τη δημιούργησε. Πιστέψαμε τα τελευταία χρόνια
και ελπίζαμε πως αυτό μπορούσε ν’ αλλάξει. Τελικά βρεθήκαμε να ψειρίζουμε την
μαϊμού. Πάπαλα. Αριστερή παρένθεση; Όχι. Η «αριστερά» σε παρένθεση.
Προαπαιτούμενο; Οι ζωές μας . Ισοδύναμα; Οι αντοχές μας. Σφραγίδα.
Υπογραφή.
Σε έναν νέο
άνθρωπο που ξεκινάει σήμερα και θα ήθελε να ασχοληθεί με το τραγούδι, τι
ακριβώς θα του λέγατε; Έχει άραγε νόημα η όποια ενασχόληση δίχως παραγωγή και
κοινό;
Η
ψηφιακή τεχνολογία, έτσι όπως έχει εξελιχθεί, δίνει πολλές ευκαιρίες και
δυνατότητες στους νέους δημιουργούς να μην ξοδέψουν πολλά χρήματα για την
παραγωγή τους εντασσόμενοι σε ένα δισκογραφικό κύκλωμα (που έτσι κι αλλιώς έχει
διαλυθεί). Το θέμα είναι, όμως, ότι δεν υπάρχουν απολαβές για να βιοποριστεί
κάποιος από τη μουσική. Αν δεν βρεθεί σε ζωντανές εμφανίσεις, πολύ δύσκολα θα
βγάλει χρήματα. Το τοπίο είναι δύσκολο - ένα μεγάλο μέρος των καλλιτεχνών πληρώνουν
από την τσέπη τους για να υπάρξουν. Όμως, πιστεύω ότι κάποια στιγμή, θα γίνουν
πάλι μικροί πυρήνες ανθρώπων που αγαπούν την τέχνη σε μια καθαρά
αντι-καλλιτεχνική εποχή, όπως οι ρεμπέτες που πήγαιναν στα μικρομάγαζα και
δοκίμαζαν τα τραγούδια τους.
Αν
αλλάζατε κάποια επιλογή της καριέρας σας, ποια θα ήταν αυτή; Εστιάζετε κάπου
την αυτοκριτική σας;
Ίσως να μην άφηνα τόσο χρόνο γυρίζοντας την
πλάτη σε αυτό που αγαπώ αφάνταστα και που είχε τη χαρά και την τύχη της
αποδοχής του κόσμου.
Το 1976
τραγουδήσατε το «Πουλάκι Χάρτινο» του Μάνου Ελευθερίου: «Κατάστρωμα το εισιτήριό
μου / και ταξιδεύω μες στο ξεροβόρι». Αλήθεια, τι κρατάτε από το ταξίδι κύριε
Ανδρεάδη;
Την εποχή της έντονης και εξωστρεφούς αντίληψης με την
υπερπαραγωγή χιουμοριστικών τραγουδιών είχα πάντα κατά νου να βάζω πινελιές με
χαμηλόφωνα τραγούδια σαν υστερόγραφα. Σαν παρακαταθήκη για τις δύσκολες εποχές.
Αν παρατηρήσετε στη δισκογραφία μου πάντα βάζω προς το τέλος του δίσκου ένα ή
δύο τραγούδια που δεν θα γίνουν επιτυχίες αλλά θα τα ξανασυναντήσω αργότερα με
αυτούς τους λίγους που το παρατήρησαν αυτό, όπως εσείς τώρα. Αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου