«Μας συνέδεσε η αγάπη για το μπουζούκι και το ρεμπέτικο»
Μια σύντομη κουβέντα με τον Αργύρη Μπακιρτζή, σε μια κάθοδο των Χειμερινών Κολυμβητών στην Αθήνα
Τριανταπέντε χρόνια τώρα, οι Χειμερινοί Κολυμβητές
διαγράφουν την πολύ δική τους, ιδιόμορφη τροχιά στα μουσικά μας πράγματα. Από
τον αδύνατο έρωτα στο «Πολλαπλό σου Είδωλο» μέχρι την ιστορικά φορτισμένη
εικόνα του «Δρόμου» που είναι φορτωμένος με ναπάλμ, κι από τη μελαγχολική
περιπλάνηση «Ψες το βράδυ» μες στο αστικό μέχρι την υπαρξιακή αναζήτηση «Σε μια
εκκλησιά» και σε άγιους ζωγραφισμένους, δεν πετάς τίποτα παρά μόνο επιστρέφεις.
Βασικό εφόδιο του συγκροτήματος ο «σωτήριος, αιώνιός τους ερασιτεχνισμός, που
ισούται με επαγγελματισμό τέλειο και σαφή», όπως λέει κι ο ποιητής Σωτήρης
Κακίσης.
Όσο για τον άνθρωπο - ψυχή του συγκροτήματος, πρόκειται για
μια αναγεννησιακή φιγούρα το δίχως άλλο. Γράφει στίχους και μουσική, τραγουδά,
αναστήλωνε μέχρι πρόσφατα μνημεία ως αρχιτέκτονας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
Καβάλας, κι παίζει και στις ταινίες - αριστουργήματα του Σταύρου Τσιώλη καθώς
και στο θεατρικό σανίδι. Προπαντός ιδιοφυής, μουσικά και στιχουργικά. Ο κύριος Αργύρης Μπακιρτζής στο Περιοδικό, καθ’
οδόν από την Καβάλα στην Αθήνα!
τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στις 5 Νοεμβρίου του 2015 στο Περιοδικό)
Τι αίσθημα σας προκαλεί η κάθοδος στην
Αθήνα; Αξίζει να εγκαταλείπει κάποιος, έστω και προσωρινά, την Καβάλα για χάρη
της;
Το συζητάτε; Με
τόσους φίλους στην Αθήνα; Αρκεί αυτό. Επιπλέον μπορώ να πάω σε κάποιο μουσείο, σε σημεία της πόλης
που επιθυμώ να ξαναδώ, να πάω στην Ελευσίνα, να φάω κεφτεδάκια με φοβερές
πατάτες στον κυρ Γιάννη (δεν θέλει να λέμε πού είναι γιατί πλακώνουν πολλοί και
δεν μπορεί να εξυπηρετήσει όπως θέλει τους φίλους του) και τόσα άλλα. Αφήστε
που είναι ευκαιρία να βρεθούμε μεταξύ μας, αφού δε βρισκόμαστε και συχνά όλοι
μαζί ή και χώρια.
Ο μελετητής του έργου σας Δημήτρης Κατσιάνος
έχει γράψει ότι τα τραγούδια σας «επιμένουν
θεματολογικά στις εικόνες της ελληνικής επαρχίας, σε στιγμές και συνήθειες που
συχνά γνωρίζουμε μέσα από φωτογραφικά λευκώματα». Πώς κι αυτά τα τραγούδια
μίλησαν τόσο έντονα στον άνθρωπο της
μεγαλούπολης;
Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, πολλά απ’ τα τραγούδια γράφτηκαν πριν
εγκατασταθώ στην Καβάλα. Αν συμβαίνει αυτό που λέτε, δεν είναι ο ρόλος μου να
το εξηγήσω, εγώ έχω μόνο τα τραγούδια.
Τα τραγούδια σας ξεχειλίζουν από
ανθρωπογεωγραφικές αναφορές, από «Μικρό Καφέ» μέχρι «Παράδεισο κι Ακρόπολη».
Ποιες είναι οι πατρίδες των τραγουδιών σας; Πού επιστρέφετε, συνήθως;
Θεσσαλονίκη,
Καβάλα, Καζαβήτι, Λάρισα, Βόλος, Ξάνθη, Ρωμυλία, Έβρος, Πόλη, Ρώμη.
Με ποιο αρχιτεκτονικό μνημείο ασχολείστε
αυτή τη στιγμή;
Έχω αποσυρθεί
από την ασχολία μου αυτή. Ασχολούμαι μόνο θεωρητικά από στήλες εφημερίδων,
επισημαίνοντας, κατά το εθνικό χούι, τα κακώς κείμενα της πόλης όπου ζω.
Ειδικεύεστε, πάντως, στα βυζαντινά και οθωμανικά
μνημεία. Τι σας έλκει σ’ αυτά;
Η εμπλοκή μου με
αυτά δεν ήταν τυχαία. Είναι πολύ ελκυστική η περίοδος που έρχονται σε επαφή ο
βυζαντινός και ο οθωμανικός κόσμος, καθώς και το τι γίνεται στα Βαλκάνια, από
τότε μέχρι σήμερα.
Αλήθεια, γιατί οι Έλληνες και το επίσημο
κράτος τους έχει σταθεί τόσο εχθρικά προς το παρελθόν και την ιστορική μνήμη;
Αμορφωσιά και
στενοκεφαλιά. Λέω συχνά, η Καβάλα αν πουλούσε την εικόνα της όπως είχε
διατηρηθεί μέχρι το 1969, θα ζούσε σήμερα πλουσιοπάροχα. Η Ιταλία πήγε να την
πατήσει, όμως το κατάλαβε πολύ νωρίς, πριν το 1950, εμείς ακόμη το παιδεύουμε
και λίγοι το πιστεύουν. Έχω ένα συγκλονιστικό ανέκδοτο κείμενο του μοναδικού μη
εκτελεσθέντος, - γιατί τα κατάφερε να δραπετεύσει την τελευταία ώρα -, μουσικού
μιας μεγάλης μπάντας πνευστών, με
μουσικούς που μάζεψε από διάφορα χωριά και πόλεις και εξανάγκασε ο τούρκος
σφαγέας του Πόντου Τοπάλ Οσμάν να παίζουν καθώς έκαιγε τα χωριά τους και έσφαζε
τους κατοίκους τους. Τι θα ‘λεγε αν το διάβαζε ο αθηναίος υπουργός Παιδείας
πριν μιλήσει για τον Πόντο; Όμως, υποπτεύομαι πως είναι θύμα της πατρινιάς
υφυπουργού του. Μην πιάσουν στο στόμα τους την Κύπρο.
Αν δεν κάνω λάθος, σπουδάσατε
αρχιτεκτονική στην Ιταλία. Σας συγκινεί η παράδοση των τροβαδούρων της
δεκαετίας του ’60 και του ’70; Ποια η γνώμη σας, π.χ., για τον Πάολο Κόντε και
τον Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ;
Σπούδασα στη
Θεσσαλονίκη, στη Ρώμη πήγα μετά. Τους λατρεύω - και όχι μόνο αυτούς -,
αποτελούν για μένα πηγή έμπνευσης και βέβαια τραγουδώ - και στη δισκογραφία- με
την πρώτη ευκαιρία τραγούδιά τους.
Πώς συναντήθηκε ο αρχικός πυρήνας των
Χειμερινών Κολυμβητών;
Σε ένα πάρτυ της
αδελφής του Ισίδωρου Παπαδάμου,
συνιδρυτή του σχήματος, το 1965. Μας συνέδεσε η αγάπη για το μπουζούκι και τα
ρεμπέτικα.
Απ’ το ’65 μέχρι το ’80 και την έκδοση του
πρώτου δίσκου, τι έκανε η αρχική παρέα εκείνα τα δεκαπέντε χρόνια;
Λέγαμε γιατί να
κάνουμε δίσκο; Εγώ φοβόμουν ότι αυτό θα περιόριζε την έμπνευση. Όπως και μέχρι
ένα βαθμό έγινε.
Ποιες είναι οι πιο χτυπητές, «δομικές»
αλλαγές που παρατηρήσατε στο κοινό σας αυτά τα χρόνια;
Δε θα ‘λεγα ότι
άλλαξε αφού δε γίναμε ποτέ ιδιαίτερα εμπορικοί ούτε κάναμε εμπορικές επιτυχίες.
Μεγάλο μέρος του κοινού μας, ενώ εμείς γερνάμε, εξακολουθεί να είναι νεανικό,
έρχονται ως και εγγόνια των πρώτων ακροατών μας. Παρηγορούμε τους
ακροατές-φίλους μας που μας χρειάζονται στις δύσκολες στιγμές τους και τους
συντροφεύουμε και στις χαρούμενες.
Κοιτώντας πίσω, τι μένει απ’ το ταξίδι των
Χειμερινών Κολυμβητών πιο ζωντανό στη μνήμη σας, απ’ το ’65 μέχρι σήμερα;
Η συνάντηση με
τους Γιώργο Κατσαρό, Σταύρο Καραμανιώλα, Τάκη Τλούπα, Γιάννη Κυριαζή, το ταξίδι
στην Αυστραλία, το άνοιγμα στο σινεμά και το θέατρο. Το κοινό ταξίδι με υπέροχους φίλους και
φανταστικούς μουσικούς. Οι αφόρητες ώρες που τις άντεξα φτιάχνοντας τραγούδια.
Και ποιοι θέλετε να είναι οι επόμενοι
σταθμοί του ταξιδιού αυτού;
Θα ήθελα ένα
δίσκο με τις μελοποιήσεις των ποιημάτων του Γιώργου Μουρέλου και μετά βλέπουμε.
Έχω και το String Theory Ensemble, όμως αυτό φαίνεται αφορά κυρίως τους συνεργάτες μου Γιώργο Πατεράκη και
Μαρία Πλουμή.
Δικαιώθηκαν οι όποιες προσδοκίες σας από την
αριστερά στην κυβέρνηση; Πώς βλέπετε τα πράγματα;
Όχι, ας πω, ακόμη. Τα πράγματα τα βλέπω δύσκολα και, φυσικά,
ανησυχώ. Δε μας παίρνει όμως και να γκρινιάζουμε. Τα καράβια απ’ τη
Μυτιλήνη τα βλέπουμε σχεδόν κάθε μέρα
στην Καβάλα. Καταστρέφουμε τον πλανήτη μας κι ακόμη για ανάπτυξη μιλάμε. Τα
θηρία όλο φουσκώνουν, φουσκώνουν, δε χορταίνουν, πού θα πάνε, δε θα σκάσουν;
Μια απορία για το τέλος. Τελικά η παρέα
του «Ας περιμένουν οι γυναίκες» έφτασε ποτέ στη Θάσο;
Μόνον ο Μπουλάς.
Με τον Ζουγανέλη μας έτυχε κάτι στη Σαμοθράκη.
("Ας περιμένουν οι γυναίκες")
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου