Κοίτα να δεις που έφτασε ο καιρός που θα βιοποριζόμασταν πουλώντας μελαγχολία και μαυρίλα με το κιλό. Τα Μέσα πηγαίνουν κόντρα στην κρίση με εξομολόγηση, και δωσ' του γήρας και θανατικό για να ανεβαίνουν οι αλτέρνατιβ μετοχές τους. Στρατιές οι πρόθυμοι, και η μπίζνα της μελαγχολίας καλά κρατεί. Μην μασάτε, η άλλη πλευρά του ίδιου λαϊφστάιλ νομίσματος είναι, εξίσου μονόπλευρη και στημένη όπως τα εξώφυλλα του Κωστόπουλου. Λίγο κατάθλιψη, λίγη μοναξιά, και τ' αγόρι μου, ή αλλιώς Κολοσσαίο και αρένα απ' την ανάποδη. Πάλι καλά, δηλαδή, που τη μελαγχολία την νοιώσαμε προτού αρχίσει η διδασκαλία της και η εκποίησή της στα εξώφυλλα. Την αντιληφθήκαμε ως τη φυσική αίσθηση των πραγμάτων, και όχι ως είδηση, τρικ και εργαλείο πωλήσεων. Και την ακούσαμε να τραγουδιέται χωρίς να μας την μπουκώσουν διαφημιστές και μεσάζοντες.
ηρ.οικ.
ηρ.οικ.
ΜΗΝ ΑΚΟΥΣ ΠΟΥ ΤΡΑΓΟΥΔΩ
Στίχοι: Σώτια Τσώτου
Μουσική: Γιώργος Μανίκας
Δίσκος: "Πόσο σ' αγάπησα"
αυτή η πίκρα η αποψινή
ορκίζομαι να ειν' η στερνή
θα σ’ αγαπώ, ποιος ξέρει, μα δε θα σου το πω
όταν μιλούν για σένα θα ριγώ
μα θα το ξέρω μόνο εγώ.
Μην κοιτάς που ζω και μην ακούς που τραγουδάω
θα σ’ αγαπώ, ποιος ξέρει, μα δε θα σου το πω
όταν μιλούν για σένα θα ριγώ
μα θα το ξέρω μόνο εγώ.
Μην κοιτάς που ζω και μην ακούς που τραγουδάω
πονάω
είμ’ ένας αητός που σπαρταρά στη φυλακή
είμαι μια ψυχή χαμένη στη βροχή και πάω
πού πάω;
Πού να πάω, πού, αφού εσύ δε θα ’σαι εκεί.
Πέταξες το μαχαίρι και πόνεσα βαθιά
ορκίζομαι αυτή η λαβωματιά
να ειν’ η στερνή λαβωματιά
θα σ’ αγαπώ, ποιος ξέρει πότε θα γιατρευτώ
στο πρώτο ξεροβόρι θα ριγώ
μα θα το ξέρω μόνο εγώ.
Μην κοιτάς που ζω και μην ακούς που τραγουδάω
πονάω
είμ’ ένας αητός που σπαρταρά στη φυλακή
είμαι μια ψυχή χαμένη στη βροχή και πάω
πού πάω;
Πού να πάω, πού, αφού εσύ δε θα ’σαι εκεί.
είμ’ ένας αητός που σπαρταρά στη φυλακή
είμαι μια ψυχή χαμένη στη βροχή και πάω
πού πάω;
Πού να πάω, πού, αφού εσύ δε θα ’σαι εκεί.
Πέταξες το μαχαίρι και πόνεσα βαθιά
ορκίζομαι αυτή η λαβωματιά
να ειν’ η στερνή λαβωματιά
θα σ’ αγαπώ, ποιος ξέρει πότε θα γιατρευτώ
στο πρώτο ξεροβόρι θα ριγώ
μα θα το ξέρω μόνο εγώ.
Μην κοιτάς που ζω και μην ακούς που τραγουδάω
πονάω
είμ’ ένας αητός που σπαρταρά στη φυλακή
είμαι μια ψυχή χαμένη στη βροχή και πάω
πού πάω;
Πού να πάω, πού, αφού εσύ δε θα ’σαι εκεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου