Για
μένα η λατινοαμερικάνικη μουσική ήταν και είναι απλώς μια ενέργεια, όπως όλες
οι μουσικές του κόσμου. Δε γνωρίζω ποια είναι τα ιδιαίτερα στοιχεία που
χαρακτηρίζουν την σάμπα, το ταγκό, την ρέγγε, ή το swing.
Ή μουσική εκτός από νότες, οργανωμένους ήχους, μελωδίες, αρμονικές δομές κλπ,
είναι εικόνες, είναι κραυγή, είναι χαρά, είναι χαλάρωση, ένταση…. Αυτά άκουγα,
αυτά έπαιξα, αυτά παίζω ακόμα. Είναι έρωτας και εγώ με την μουσική είμαι
ερωτευμένος. Και παραμένω γιατί απλούστατα κάθε μέρα ανακαλύπτω καινούργια
πράγματα, καινούργιες συγκινήσεις. (τώρα πια όχι δεν υπάρχει κάτι που να με
συγκινεί) Ακόμα περισσότερο για μένα η μουσική είναι ένα παιχνίδι.
Δεν
ανήκω σε ένα ύφος, δεν ασχολούμαι με ένα πράγμα. Η μουσική είναι μία.
Αρχίζει
από το άπειρο και συνεχίζεται στο άπειρο. Είναι ένα μαγικό παιχνίδι ήχων και
εγώ κολυμπάω σε αυτό το παιχνίδι, είτε γνωρίζοντας τους όρους του είτε όχι.
Δεν
έχει καμία σημασία αυτό για μένα. Η σκηνή είναι ο φυσικός μου χώρος.
Έχω
παραβατική συμπεριφορά στην κοινά ορθόδοξη σκέψη για τη μουσική, λειτούργησα
πάντα σαν μουσικός ακτιβιστής. Γενικά είμαι ένας δημιουργικός παραβάτης στις
κάθε είδους ορθοδοξίες, κοινωνικές, θρησκευτικές, εκπαιδευτικές, κλπ.
EIMAI ΑΠΡΟΒΛΕΠΤΟΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΔΕΔΟΜΕΝΟΣ
O δημιουργικός αυτοσχεδιασμός είναι το όχημα και στη
μουσική μου και στη ζωή μου. Όταν βγω στην σκηνή γίνομαι όργανο και τα κρουστά
μετατρέπονται σε ανθρώπους. Δεν είμαι ποτέ μόνος μου. Κάθε όργανο που
χρησιμοποιώ είναι και ένας μουσικός με τον οποίο παίζω μαζί. Όπως κανένας
άνθρωπος δεν είναι μια πραγματικότητα, μια κατάσταση, έτσι και τα όργανα δεν
μπορεί να είναι μια κατάσταση.
Σε
ζωντανό, ειλικρινή διάλογο, μαζί βρίσκουμε τα σημεία που εκείνη την μέρα, στο
συγκεκριμένο χώρο, θα μας κάνουν να επικοινωνήσουμε και να μιλήσουμε με τον κόσμο.
Μπορεί
να μην έχω διάθεση, αλλά τα όργανα μου να είναι λαμπερά, ο ήχος τους να είναι
καθαρός, γλυκός, τότε προσαρμόζομαι φτιάχνω την διάθεση μου….
Υπήρξαν
στιγμές που ήμασταν και οι δύο καλά, όπου τότε φτάνουμε στην υπέρβαση,
αγγίζουμε άλλες αλήθειες. Αυτό μπορεί να γίνει παίζοντας οποιοδήποτε είδος
μουσικής και αυτό γιατί εγώ δεν ξεχωρίζω τα είδη.
Δεν
τα έχω κλισαρισμένα στο μυαλό μου, για να κινηθώ με αυτόν ή με τον άλλο τρόπο. Τα
αντιμετωπίζω απλά σαν μουσική, σαν ήχο.
Αυτό
για να το πετύχει ένας σπουδαστής κρουστών και ντραμς πρέπει να μην σπουδάσει
είδος μουσικής (όπως γίνεται σε πολλών ειδών σχολές και ωδεία) αλλά να μαθαίνει
το όργανο πέρα από στυλ. Συνήθως οι σπουδαστές αυτών που αποκαλούμε κλασικών
(συμφωνικών) οργάνων, μαθαίνουν κλασική μουσική, οι σπουδαστές ντραμς μαθαίνουν
jazz, rock, κλπ. Οι σπουδαστές
κρουστών μαθαίνουν παραδοσιακές μουσικές.
Πιστεύω
ότι όλα έχουν γίνει πολύ κλισαρισμένα – πατέντες που εάν είσαι έξω από αυτές
δεν πείθεις κανέναν πια. Μπήκε και η μουσική ειδικότερα η τεχνική στο μύλο της
βιομηχανίας, ότι βγαίνει διαφορετικό αποσύρεται από την αγορά για
αντικατάσταση.
Βέβαια
για να αναπτύξεις την τεχνική σε ένα όργανο πρέπει να ασχοληθείς με το είδος
μουσικής που αυτό το όργανο αντιπροσωπεύει. Από αυτό το σημείο όμως μέχρι του
να μη μαθαίνεις καθόλου σαν γενικότερη λογική εκπαιδευτική το πώς μπορείς να
ασχοληθείς με κάτι περισσότερο να παίξεις και διαφορετικά πράγματα, να μπορείς
να ανακαλύψεις καινούργιους ήχους, να αυτοσχεδιάσεις, η απόσταση είναι πολύ
μεγάλη. Αυτό εννοώ όταν αποκαλώ την τεχνική εκμάθηση ενός κρουστού οργάνου
στείρα και κλισαρισμένη.
Γιατί
πιστεύω πια ότι η λογική της πατέντας δεν περιορίζεται μόνο στην εκμάθηση της
τεχνικής αλλά μένει και στο μυαλό στη σκέψη, και αυτό είναι το πρόβλημα.
***
Εγώ
πιστεύω ότι πρέπει κάποιος σπουδαστής να μαθαίνει πώς να χειρίζεται το όργανο,
έτσι ώστε να μπορεί να το χρησιμοποιεί όπου θέλει, ανάλογα με τις ανάγκες και
το προσωπικό του ύφος. Αυτό το τελευταίο πρέπει να αποτελεί μέρος της παιδείας
του μουσικού και να αναπτύσσεται διαρκώς. Αν κάποιος θελήσει να παίξει jazz π.χ. να ασχοληθεί μετά με τα χαρακτηριστικά που
αφορούν αυτό το είδος. Αλλά πριν να έχει γνωρίσει το όργανο έτσι ή αλλιώς. Στα
ντραμς εγώ αυτό προσπαθούσα να δείξω, (τώρα το σταμάτησα και αυτό). Να μάθει
κάποιος να το χειρίζεται, να εκφράζεται, να το γνωρίσει, να το κατανοήσει, να
το αγαπήσει. Να ανακαλύψει καινούργια ηχοχρώματα, να παίξει κυρίως τον εαυτό
του.
Πριν
από όλα να καταλάβει τον κόσμο και μέσα από το όργανο να μπορεί να δείξει την
ίδια τη ζωή.
Ένα
είδος – στυλ μουσικής στην διαδικασία των σπουδών μπορεί να οδηγήσει τον
σπουδαστή σε περιορισμούς των εκφραστικών του μέσων, δεδομένου ότι μαθαίνει να
λειτουργεί με τους τεχνικούς, μελωδικούς, ρυθμικούς κλπ όρους, που έχει σαν
βάση το είδος μουσικής που ασχολείται. Έτσι τα εκφραστικά μέσα αδυνατίζουν και
περιορίζονται στους δρόμους που επιβάλλει το συγκεκριμένο στυλ.
Εκεί
αρχίζουμε και μιλάμε για εκτελεστή καλό, κακό, μέτριο ή ικανό, άλλων ειδών
μουσικής. Αλλά δεν μπορούμε να διακρίνουμε πού βρίσκεται η δημιουργικότητα του
ίδιου του μουσικού, αφού δεν έχει καταφέρει μέσω του οργάνου που σπούδασε να
μιλήσει για την πραγματικότητα την δική του, με τους δικούς του όρους και τα
δικά του μέσα. Τις περισσότερες φορές εκτός από την ικανότητα, την ταχύτητα τεχνικής
στο όργανο, δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Και το χειρότερο, υπάρχουν «μουσικοί» που
υπηρετούν καλά, μέτρια, ή κακά, αυτό ή το άλλο είδος μουσικής και δεν έχουν την
δυνατότητα να βγάλουν ούτε ήχο στο όργανο που παίζουν, εάν καλεστούν να
αυτοσχεδιάσουν ή απλά να πουν κάτι διαφορετικό, να εκτεθούν.
Ο
μουσικός ερμηνευτής είναι δημιουργός ή συνδημιουργός όταν βρίσκεται στη σκηνή.
Η
διαδικασία συμβαίνει στη σκηνή μπροστά στο κοινό και πρέπει να μοιράζεται τα
συναισθήματα του με το κοινό. Να οδηγείται από αυτό. Αυτό για μένα είναι
ζωντανή σχέση ή τουλάχιστον αυτό κάνω εγώ.
Να
υπάρχει αλληλεπίδραση. Βέβαια αυτό σημαίνει ότι πρέπει και το κοινό μιας
συναυλίας να είναι ζωντανό και να προσέρχεται στη συναυλία με καλή διάθεση και
ανοιχτή καρδιά.
Ο
ακροατής να μάθει να ακούει το έργο, να συμμετέχει στις φορτίσεις του
περιεχόμενου και όχι να ακούει ή να βλέπει τον εκτελεστή. Να αντιδράει στο έργο
και όχι στο μουσικό. Συνήθως χειροκροτούμε τον μουσικό, εάν έπαιξε καλά ή
άσχημα και όχι το έργο και φυσικό είναι ο μουσικός σε μια τέτοια διαδικασία, να
κάνει επίδειξη των ικανοτήτων του.
Ο
μουσικός που έχει μάθει να εκφράζεται μέσα από το όργανο του, μπορεί να ψάξει
και πίσω από τις <νότες>, μπορεί να ψάξει το νόημα ενός έργου ώστε να
βρει τα σημεία που αφορούν αυτόν και το κοινό της εποχής που απευθύνεται.
Έτσι
που η συναυλία να γίνεται δημιουργική, να μιλάει και να διαμορφώνει
καταστάσεις, να απαιτεί και να προτείνει, κοινωνικές δυναμικές που να μπορούν
να αλλάξουν ακόμα και τον κόσμο.
Αρκεί
η μουσική πράξη να είναι δημιουργική, αλλιώς έχουμε μια παράθεση από νότες ή
λέξεις, από καλούς, κακούς, ή πολύ καλούς εκτελεστές.
Δηλαδή
μια διαδικασία που στην ουσία δεν αφορά κανέναν. Ε, και λοιπόν;
Κατά
τη γνώμη μου αυτό ισχύει για όλα τα είδη. Βλέπε κλασική μουσική, ρεμπέτικα, παραδοσιακή
μουσική που έχει μείνει στο επίπεδο του φολκλόρ, jazz
κλπ.
Μήπως
δεν είναι φολκλόρ ή τάδε συμφωνική ορχήστρα με το τάδε ντύσιμο, στον Χ χώρο που
παίζει με τον Χ τρόπο και ένα κοινό που αντιδρά με τον Χ τρόπο, ή ένα jazz σχήμα με τα Χ χαρακτηριστικά.
Αυτή
η μουσική δεν κάνει για αυτόν το χώρο, δεν παίζεται με αυτό το ντύσιμο, δεν
πρέπει να αντιδρούμε έτσι ή αλλιώς κλπ.
Δηλαδή
κανόνες συμπεριφοράς ενός νεκρού, χωρίς φαντασία συστήματος, κοινωνικής σκέψης
και σε τελευταία ανάλυση ένα σύστημα ασεβές προς την τέχνη και την ζωή
γενικότερα και βέβαια ασεβές προς τους δημιουργούς που υποτίθεται με αυτούς
τους τρόπους τιμά….
Και
είναι πολλοί παγιδευμένοι σε αυτή την διαδικασία, μουσικοί και ακροατές.
***
Την
εποχή εκείνης της σχολής δημιουργήθηκε και ένα άλλο σχήμα. Το ονομάσαμε ΝΟΤΕS. Αποτελείτο εκτός από εμένα στα ντραμς από 2 σπουδαίους
μουσικούς. Ήταν ο Βασίλης Μπαξεβανάκης κιθάρα (Κορίνθιος, έτσι έχασα την
πρωτοκαθεδρία του μοναδικού «γνωστού» μουσικού της Κορίνθου, κρατάω σταθερά 35
χρόνια όμως την πρώτη θέση του καλύτερου ντράμερ της πολυκατοικίας μου) και ο
Γιώργος Ζηκογιάννης ηλ. Μπάσο. Αυτό το σχήμα δεν κράτησε πολύ αλλά άφησε τη
σφραγίδα του στα μουσικά πράγματα. Διαλύθηκε γρήγορα.
Η
σχολή μετά από 3 χρόνια έκλεισε, το 1992 την μετέφερα στην Πάτρα (σε δύο
διαφορετικούς χώρους ως "εργαστήρι κρουστών Πάτρας") όπου αποφάσισα να ζήσω
και να κάνω πράξη την αποκέντρωση. Ο πρώτος χώρος πλημμύρισε ο δεύτερος έπεσε
από το σεισμό. Δεν με ήθελε η Πάτρα μάλλον. Όταν πήγα στη Πάτρα μετακόμισα στο
χωριό Εγλυκάδα μέσα σε ένα κτήμα. Το πιο καλό αυτής της μετακόμισης τελικά ήταν
ότι η κόρη μου η Νεφέλη 8 μηνών τότε έπαιξε στο χώμα, γνώρισε ζώα, ήρθε σε
επαφή με τη φύση, απέκτησε χωριό και γνώρισε ανθρώπους με μεγάλο Α όπου
συνεχίζει μέχρι σήμερα 12 χρόνια να πηγαίνει, το σημαντικότερο δώρο για ένα
παιδί της πόλης, και το 1995 (αφού εγκατέλειψα σε μία νύχτα την Πάτρα) άνοιξα
ξανά τη σχολή στο Κουκάκι στην Βείκου 33 σαν "Σχολή κρουστών και μουσικής
τεχνολογίας" και μετά σαν "Σχολείο μουσικής πράξης" με συνεργάτη τον
πιανίστα Αντρέα Συμβουλόπουλο. Φτιάξαμε και παράρτημα στην Πάτρα με την
ονομασία "Σχολείο μουσικής πράξης Πάτρας" (αυτή η σχολή δεν έπαθε τίποτα)
και με υπεύθυνο και σημερινό ιδιοκτήτη τον Βαγγέλη Γκούμα. Η σχολή στο Κουκάκι
υπάρχει επίσης με υπεύθυνο τον Σπύρο Καραμήτσο.
Με
τη Πάτρα είχα σχέσεις από το Διεθνές φεστιβάλ Πάτρας που ήταν Καλλιτεχνικός
Διευθυντής ο Θάνος Μικρούτσικος και έπαιζα κάθε χρόνο, και από το Δημοτικό
Ωδείο Πάτρας όπου δίδασκα για 3 χρόνια εάν θυμάμαι καλά. Πολλοί ακόμη μέχρι
σήμερα νομίζουν ότι είμαι Πατρινός.
Το
2000 εγκατέλειψα το άθλημα (!) σχολές και αποφάσισα να τελειώνω με τις
επιχειρηματικές δραστηριότητες και να ξαναασχοληθώ με το παίξιμο.
Σήμερα στο ωδείο τέχνης του Γιώργου Φακανά φιλοξενείται ένα τμήμα
κρουστών με δική μου ευθύνη.
Νίκος Τουλιάτος
Μ' ένα κύμβαλο ...αλαλάζον; Αθήνα: Εκδόσεις Δρόμων, 2006.
Νίκος Τουλιάτος
Μ' ένα κύμβαλο ...αλαλάζον; Αθήνα: Εκδόσεις Δρόμων, 2006.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου