Τρίτη 1 Μαρτίου 2016

Νίκος Τουλιάτος: "Μ' ένα κύμβαλο ...αλαλάζον;' (9)




Το 1977 στη μέση της σχολικής περιόδου αν θυμάμαι καλά Μάρτιο μπήκα στο ωδείο Αθηνών μετά από παρότρυνση του φίλου μου και σπουδαίου μουσικού στα κρουστά του Τάκη Μαρινάκη για να ξεκινήσω και εγώ μαθήματα συμφωνικών κρουστών με δάσκαλο τον Νίκο Κορατζίνο. (Τον Μαρινάκη τον έβλεπα το 1974 σκαρφαλωμένος σε μια μάντρα, να παίζει στην Πλάκα, μου άρεσε πολύ σαν ντράμερ. Είχα βάλει στόχο να του μοιάσω.)



Μετά τις εξετάσεις του Ιουνίου αποφάσισα να φύγω στον Καναδά για μετανάστης. Είχα αποφασίσει να μην ξαναγυρίσω ποτέ στην Ελλάδα γιατί έπρεπε να παρουσιαστώ στον στρατό.

Είχα σκοπό να γραφτώ και να σπουδάσω στη σχολή Berklee στην Βοστόνη.

Έφυγα τον Οκτώβρη του 1977 με πρόσκληση από ένα φίλο τον Γιώργο Παπαδάτο που ζούσε στο Τορόντο του Καναδά.

Η αλήθεια είναι ότι επρόκειτο για τρελή απόφαση που έκρυβε όμως την γοητεία της περιπέτειας που έτσι κι αλλιώς πάντα μου άρεσε να ζω. Το ρίσκο της ζωής.

Έμενα στο σπίτι του Γιώργου. Μετά το πρώτο διάστημα που ήταν όλα ακόμα καινούργια και είχαν ένα ενδιαφέρον που μου γέμιζε την καθημερινότητα, άρχισε να με καταβάλει η μοναξιά. Θυμάμαι ότι σε μια στιγμή απόλυτης μοναξιάς και θλίψης ζωγράφισα έναν δακρυσμένο κλόουν. (από πολύ μικρός ζωγράφιζα έφτιαχνα κόμικς κλπ. Έχω ακόμα κάποια σχέδια) Έτσι αισθανόμουν. Οι συνθήκες ήταν δύσκολες, συνθήκες μετανάστη. Κατασκευάζαμε με τον Γιώργο Παπαδάτο και πουλάγαμε κορνιζάκια σε κεντρική λεωφόρο με 30 υπό το μηδέν. Είχα ανάγκη να βρίσκομαι σε Ελληνικά καφενεία, με Έλληνες να νιώθω, να μυρίζω την Ελλάδα. Είναι δύσκολο να βρίσκεσαι σε ξένο τόπο, χωρίς να ξέρεις την γλώσσα, τις συνήθειες του τόπου, μέσα στην μοναξιά σου. Η καλύτερη αυτοψυχανάλυση που μπορείς να κάνεις. Αναγκαστικά ανακαλύπτεις τον εαυτό σου, μπαίνουν στην άκρη εγωισμοί, δεν μετράει το ποιος είσαι, τι έκανες, στον ξένο τόπο είσαι άγνωστος μεταξύ αγνώστων, δεν έχεις πατήματα, δεν έχεις πλάτες, στηρίγματα ψυχολογικά. Το γκέτο γίνεται η μόνη διέξοδος. Ξεκινάς από το μηδέν. Οι δυνάμεις σου, οι ικανότητες σου παίρνουν πραγματικές διαστάσεις. Ή μπορείς ή δεν μπορείς. Βάζεις τον εαυτό σου και τις σκέψεις σου σε μεγάλη δοκιμασία. Ανακαλύπτεις τις αδυναμίες σου, και δεν είναι εύκολο πάντα να τις αποδεχτείς.

Γίνεσαι αγρίμι. Τα πάντα μπορεί να αποτελέσουν σημεία τριβής με τους ντόπιους, είναι δύσκολο.

Ή μένεις στο γκέτο ή βγαίνεις στην ζωή και δοκιμάζεσαι. Έκανα το δεύτερο.

Αφού αποφάσισα να μείνω έπρεπε να βρω τον δρόμο μου με τα δεδομένα της ντόπιας κοινωνίας.

Έγινα μέλος της κομμουνιστικής νεολαίας του Καναδά.

Πήγα στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο στο μουσικό τμήμα με όλο μου το θράσος αφού ήμουνα του δημοτικού και ζήτησα να γραφτώ στα κρουστά. Συνάντησα τον καθηγητή των κρουστών και έκανα αίτηση. Πήγα να μάθω την γλώσσα. Έψαξα και βρήκα δάσκαλο ντραμς. Δοκίμασα τις δυνάμεις μου στο σκι με πολύ κωμικοτραγικές συνέπειες.

Έκανα αίτηση στη BERKLEE στην Βοστόνη. (ήμουν ο πρώτος από την Ελλάδα που εγκρίθηκε η αίτηση του στη σχολή)

Σε όλα αυτά είχα την συμπαράσταση του Γιώργου Παπαδάτου, του Βασίλη Χαραλαμπίδη και άλλων φίλων που ζούσαν τότε στο Τορόντο.

Τον Δεκέμβρη του 1977 έληξε το διαβατήριο μου. Από εκεί και πέρα ήμουν παράνομος.

Στην Ελληνική περιοχή του Τορόντο υπήρχε ένας χώρος που λειτουργούσε σαν μπουάτ οι ΕΣΠΕΡΙΔΕΣ. Αποφασίσαμε να κάνουμε κάτι εκεί. Ήρθε ένας μπουζουξής Αμερικάνος από το Σικάγο, ο Βασίλης Γαιτάνος πιάνο, κάλεσα από την Αθήνα το Θανάση Αρμυριώτη μπάσο, και τον Αντώνη Μιχαηλίδη τραγούδι και στήσαμε ένα πρόγραμμα με την Καντάτα για την Μακρόνησο του Γ. Ρίτσου και το Φουέντε Οβεχούνα σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου. Παρουσιάζονταν για πρώτη φορά στον Καναδά. 

Εντωμεταξύ είχα αγοράσει ντραμς (πλήρωνα με δόσεις). 

Επειδή δεν είχα διαβατήριο ζήτησα άδεια παραμονής μέχρι να βγάλω καινούργιο. Μου έδωσαν ένα χαρτί που ήμουν σχεδόν σαν επίσημος καλεσμένος της χώρας που ίσχυε μέχρι 4 Απριλίου του 1978 που έληγε η αναβολή του στρατού και έπρεπε να παρουσιαστώ ή να βγάλω καινούργιο διαβατήριο. Επέστρεψα στην Ελλάδα για να πάρω παράταση αναβολής με τις αιτήσεις του Πανεπιστημίου του Τορόντο και της Berklee. Δεν πήρα την αναβολή και βρέθηκα στο πολεμικό ναυτικό. Μετά από ένα μήνα που ήμουν στο ναυτικό ήρθαν οι εγκρίσεις και από το πανεπιστήμιο και από την Berklee. Άφησα τα πάντα στον Καναδά όργανα, ρούχα, κλπ. Και βέβαια δεν πήγα ποτέ ούτε στο πανεπιστήμιο, ούτε στη Berklee. Στον Καναδά δεν ξαναγύρισα παρά μετά από 25 χρόνια για συναυλίες με τον Μίκη Θεοδωράκη. Τίποτα δεν ήταν ίδιο πια, καλύτερα να μην ξαναπήγαινα.

Όμως διατηρώ πραγματικά πολύ όμορφες αναμνήσεις, και το πιο σπουδαίο το οποίο έχει καθορίσει τη ζωή μου είναι ότι έστω και για 6 μήνες έζησα στις συνθήκες του μετανάστη. 

Και στη Berklee πήγα σαν επισκέπτης, με ξενάγησαν στη σχολή. Τουλάχιστον είδα τη σχολή που αν μη τι άλλο εάν είχα πάει θα είχε αλλάξει η ζωή μου. Είναι καταπληκτικό να συνειδητοποιούμε ότι η ζωή μας είναι το αποτέλεσμα κάποιων συμπτώσεων. 

Αυτές οι εμπειρίες με βοήθησαν να μπορώ να κατανοήσω πολλά σε αντίθεση με πολλούς δήθεν καλοζωισμένους νεοέλληνες που βρήκαν την ευκαιρία να βγάλουν τα κοινωνικά τους κόμπλεξ στους αδύναμους μετανάστες αντιμετωπίζοντας τους με αλαζονεία και ύφος.

Και ας υποστηρίζουν με κάθε ευκαιρία ότι δεν είναι ρατσιστές. 

Η ρατσιστική μας συμπεριφορά βρίσκεται παντού, σε πολλές πλευρές της καθημερινής ζωής.

Από τον τρόπο που αντιδρούμε στο παιδάκι, ή στον πακιστανό στο φανάρι, από την απαράδεκτη πολλές φορές συμπεριφορά μας στη γυναίκα που μας καθαρίζει το σπίτι που κατά τεκμήριο είναι χίλιες φορές πιο μορφωμένη από εμάς, από τις ανισότητες στις υπηρεσίες του κράτους, στα δικαστήρια, στον αγενέστατο τρόπο που τους αντιμετωπίζει η αστυνομία, σε ρατσιστικά φαινόμενα που κατά καιρούς εμφανίζονται από δασκάλους – καθηγητές στα σχολεία, μέχρι και ακραίες μορφές π.χ. εγκληματικές πράξεις.

Μήπως δεν είμαστε ρατσιστές απέναντι στους ηλικιωμένους, στους ανάπηρους, στα παιδιά.

Ένας νεόπτωχος καταπιεσμένος λαός που νομίζει ότι ζει, δεμένος χειροπόδαρα από τα δάνεια και τις δόσεις, που έχει μια ψεύτικη ατομική εγκλωβισμένη φοβισμένη ζωή και βγάζει τα άγχη του και την καταπίεση του όπου τον παίρνει. Και σε αυτό το περιβάλλον δεν υπάρχουν αθώοι. Αθώοι θα μπορούσαν να είναι οι ανίδεοι και οι ημιμαθείς. Παρόλο που δεν δικαιολογούνται.

Η ουσία της δημοκρατίας είναι η υπεράσπιση των αδυνάτων.

Νίκος Τουλιάτος

Μ' ένα κύμβαλο ...αλαλάζον; Αθήνα: Εκδόσεις Δρόμων, 2006.

Δεν υπάρχουν σχόλια: