«Ό,τι διαλέξεις, αυτό θα χαρείς κι αυτό θα πληρώσεις»
Συνέντευξη με τον Γιάννη Μακρή
"Να μείνω να φύγω" σε στίχους Άρη Πλιού, ενορχήστρωση Νίκου Μερτζάνου, και τα υπόλοιπα δικά του. Γίνεται συνέντευξη με ένα τραγούδι; Γίνεται. Και
φροντίστε να σημειώσετε το όνομα του νέου συνθέτη και ερμηνευτή στο τεφτέρι σας,
γιατί έρχονται και τα επόμενα. Ο κύριος Γιάννης Μακρής.
τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
- Τι είναι αυτό που ωθεί έναν νέο τραγουδοποιό να
πληρώσει την παραγωγή των τραγουδιών του και ενός βίντεο-κλιπ; Τι θέλετε να
πετύχετε μπαίνοντας στο τραγούδι, κύριε Μακρή;
Νομίζω πως στις μέρες μας, απ' τη
στιγμή που βάζεις το κεφάλι σου στο μαξιλάρι και ονειρεύεσαι, κάτι τέτοιο είναι
μονόδρομος. Είναι δεδομένο ότι εσύ θα τα κάνεις όλα. Δεν υπάρχουν πια ευκαιρίες.
Σίγουρα κάνεις κάποια άλλη δουλειά για να μπορείς να επενδύεις στο όνειρό σου. Δεν
θέλω να πετύχω κάτι συγκεκριμένο. Το μόνο που θέλω είναι να κάνω αυτό που λέει
η καρδιά μου. Να σκαρφίζομαι στιχάκια, μελωδιούλες και να τα λέω στον κόσμο.
- Και τι έχετε συναντήσει μέχρι σήμερα; Ποια είναι η
κατάσταση που συναντά ένας νέος δημιουργός στον συγκεκριμένο χώρο;
Να σου πω την αλήθεια δεν ξέρω. Ακούω
και βλέπω διάφορα. Στον βαθμό όμως που είμαι σε αυτό το χώρο και ασχολούμαι
αυτήν την στιγμή,η κατάσταση είναι ακριβώς όπως εγώ την
ορίζω. Σίγουρα είναι ένας χώρος που έχει συνδυαστεί με αρκετό χρήμα και ακόμα
και στις μέρες μας όλοι κάτι τέτοιο ψάχνουν. Αυτό που λέω εγώ είναι ότι αν δεν
δημιουργήσεις, δε θα αποκτήσεις.
- Η μελωδία που καταθέτετε στο «Να μείνω να φύγω» έχει
κάτι το εξόχως επικό. Συνδέεται αυτή η επιλογή με κάποια ακούσματά σας, ίσως;
Αυτή η μελωδία είναι ο καλύτερος τρόπος για
να εκφράσεις την αίσθηση μιας βόλτας στις περιοχές της Αθήνα όπου έχω ζήσει
κάποια πράγματα. Είναι ένα κεφάλαιο που ήθελα να κλείσω και τα κατάφερα με
αυτόν τον τρόπο.
- Σπουδάσατε τραγούδι στο Εθνικό Ωδείο Αθηνών. Τι
αποκομίσατε από τις σπουδές σας, πέρα από την ευνόητη τεχνική βελτίωση;
Το μόνο σίγουρο είναι ότι εκεί γνώρισα Δασκάλους,με «Δ»
κεφαλαίο, σε αντίθεση με αυτούς των σχολικών χρονών για τους οποίους έχω
εντελώς άλλη άποψη. Γνώρισα Δασκάλους που αγαπούν πραγματικά αυτό που κάνουν
και το κάνουν πάρα πολύ καλά. Αυτό είναι η μεγαλύτερη μου σπουδή.
- Εύκολα ανιχνεύει κάποιος μια αβίαστη θεατρικότητα
τόσο στην ερμηνεία όσο και στην παρουσία σας στο βίντεο-κλιπ. Έχετε κάποιο
θεατρικό υπόβαθρο; Απλή σύμπτωση;
Μάλλον είναι απλά μια σύμπτωση. Η
θεατρικότητα είναι κάτι που μου αρέσει σε άλλους καλλιτέχνες, και μου αρέσει
πολύ κι εμένα γιατί γράφω τα τραγούδια μου σαν μια σκηνή. Οπότε, έτσι, προσπαθώ
να φτιάξω την ενέργεια της στιγμής.
- Το «Να μείνω να φύγω» είναι ένα κατεξοχήν ερωτικό
τραγούδι, με λυπημένο τέλος. Τι έχει υπάρξει για σας ο έρωτας; Και ποιο το
τίμημά του;
Εδώ θα σου πω ότι δεν είναι ούτε ερωτικό,
μα ούτε και στενάχωρο. Είναι ένα τραγούδι που μιλά για την εσωτερική δύναμη.
Και με αυτή την αφορμή γράφτηκε. Είναι η στιγμή που παίρνεις την απόφαση να
προχωρήσεις μπροστά. Ο έρωτας πάντα θα είναι χαρά και πάντα λύπη, γιατί απλά είναι
κάτι που ποτέ δεν ξέρεις τι θα σου φέρει. Όπως λέει και η Κιτσοπούλου, «είναι
φονικό που ζωντανό σε αφήνει». Όσο για το τίμημα… ό,τι διαλέξεις, αυτό θα
χαρείς και αυτό θα πληρώσεις. Η κάθε επιλογή είναι μάθημα και το κάθε μάθημα όταν
γίνει πάθημα είναι κάτι. Προσωπικά, με τις επιλογές μου πια τα έχω φτάσει σε
μια ισορροπία. Σαν απ’ το μηδέν να ξαναρχίζω για να κάνω λιγότερα λάθη.
- Του δισκογραφικού σας ντεμπούτου προηγήθηκαν αρκετές
ζωντανές εμφανίσεις. Σας αρέσουν τα live; Σε ποια
μέρη σάς πετυχαίνουμε πιο τακτικά;
Είναι αλήθεια, προτιμώ τα live από
τα στούντιο. Στα live νιώθω πιο καλά, πιο άνετα. Αυτή είναι και η δυσκολία μου. Πάντα
πρέπει να συγκεντρώνω τα χρήματα για να πληρώσω τους μουσικούς που θα είναι
μαζί μου. Όποτε συγκεντρώνω ένα ποσό, προσπαθώ να βρω τους μουσικούς και ένα
μαγαζί που θα μου ανοίξει τις πόρτες του, από το Κελάρι και την Αρχιτεκτονική
έως την Σφίγγα, ίσως και τον Σταυρό του Νότου, το Χυτήριο, κάπου εκεί.
- Τι περιλαμβάνουν τα επόμενα βήματά σας; Θα
συνεχίσετε στο conceptτων
μεμονωμένων τραγουδιών, ή έχετε κάτι ευρύτερο στο συρτάρι σας;
Έχω γύρω στα 9 ακόμα τραγούδια που έχω
γράψει. Σίγουρα στους επόμενους δύο μήνες θα βγάλω ένα ακόμα. Μετά, ίσως τα βγάλω
όλα μαζί. Δεν έχω αποφασίσει ακόμα.
- Και τελικά, ποια απάντηση δίνετε στο δικό σας
ερώτημα; Θα μείνετε ή θα φύγετε; Και γιατί;
Λέω να μείνω, αφού αυτή ήταν μια αφορμή
να πάω προς τα εμπρός. Θα μείνω. Για μένα, τουλάχιστον, αυτή είναι η καλύτερη
απάντηση: θα μείνω για την μεγάλη μου αγάπη, τη μουσική.
Tέσσερις δεξιοτέχνες μουσικοί, γνωστοί από τις πολλές
και σημαντικές συνεργασίες τους, ενώνουν τις μουσικές τους αγωνίες, εμπειρίες
και επιθυμίες δημιουργώντας το ΚουARTέτο. Ένα μουσικό πρόγραμμα με
συνθέσεις των Astor Piazzolla, Richard Galliano, Nicola Piovani, Loui Bacallov,
Mάνου Χατζιδάκι, Μίκη Θεοδωράκη, Σταύρου
Ξαρχάκου, Βασίλη Τσιτσάνη κ.ά. Συνθέσεις που πραγματεύονται την αγάπη, την
έρωτα, το θάνατο και το μυστήριο γεννώντας εικόνες«εν τη ρύμη των ήχων» την Τετάρτη 31 Μαΐου στην μουσική σκηνή
Σφίγγα.
«Μπορεί
να μου πάρουν το σπίτι μου· δεν θα μου πάρουν την ψυχή μου»
Μια μεγάλη
λαϊκή ερμηνεύτρια, μια από τις σημαντικότερες γυναικείες φωνές σήμερα, και μία
καλλιτέχνιδα με θαυμαστή συνέπεια στο έργο της και στη δημόσια παρουσία της. Αφορμή για την κουβέντα που ακολουθεί στάθηκε ο δίσκος «Καινούργιο φιλί», σε μουσική Θέμη Καραμουρατίδη και ερμηνεία δική της. Η κυρία Γιώτα Νέγκα, σε μια κουβέντα πάντα στον
ενικό - κατ’ απαίτησή της.
Η τελευταία
μου εικόνα σου, οπτικά, είναι η παρουσία σου σε ένα αφιέρωμα της εκπομπής «Στην
υγειά μας» για τον Δημήτρη Μητροπάνο. Σε θυμάμαι πολύ φορτισμένη. Γιατί;
Ήταν
μια πάρα πολύ συγκινητική βραδιά. Είδα πολλούς συναδέλφους δακρυσμένους, κι εγώ
είχα μια τρομερή ένταση, δεν μπορούσα
να ηρεμήσω. Μου λείπουν πολλά από τον Μητροπάνο. Μου λείπει που δεν μπόρεσα να
γνωρίσω τον άνθρωπο Μητροπάνο - όσοι τον έζησαν, βίωσαν την παλληκαριά του και
το κιμπαριλίκι του. Τον καλλιτέχνη Μητροπάνο τον έχω γνωρίσει ερήμην του.
Ονειρευόμουν τη συνεργασία που είχαμε αρχίσει να συζητάμε για την επόμενη
σεζόν, γιατί είχε εκδηλώσει ενδιαφέρον κι εγώ πετούσα στα σύννεφα που θα
μπορούσα να κερδίσω περισσότερο χρόνο δίπλα του.
Τι μας έδωσε ο
Μητροπάνος;
Ο
Μητροπανος έφερε μια στιβαρότητα στο τραγούδι. Δεν μπορείς ποτέ να κρύψεις τι
είσαι. Τα μάτια ό,τι μπορούν να δουν το βλέπουν. Στον Μητροπάνο βλέπαμε όλοι
αυτό που ήταν, δεν μπορούσε να το κρύψει. Ακόμα κι όταν θύμωνε, θύμωνε
παλικαρίσια.
Την ίδια
βραδιά που στο ένα κανάλι τραγουδούσες Δήμο Μούτσηκαι Δημήτρη Παπαδημητρίου, στο άλλο είχε την Eurovision. Ήταν λίγο κωμικοτραγικό, έκανα ζάππινγκ και έβλεπα
τις δυο πλευρές μιας χώρας. Αφενός, την Ελλάδα του λαϊκού τραγουδιού και του
Μητροπάνου, κι αφετέρου την Ελλάδα της Eurovision και
της απερίγραπτης υποκουλτούρας - εγχώριας και εισαγόμενης. Τελικά, γίναμε
Ευρώπη;
Αν
δεν νοιώσουμε πόσο Ελλάδα είμαστε, δεν μπορούμε να γίνουμε τίποτα, ούτε Ευρώπη,
ούτε Αμερική, ούτε Ζιμπάμπουε. Φοβόμαστε και διώχνουμε μακριά ό,τι δικό μας,
θέλουμε να ενστερνιστούμε ό,τι ξένο. Να κατανοήσω τα δικά μου, για να δανειστώ,
να ενσωματώσω, να αναπτύξω, να διανθίσω. Δεν γίνεται χωρίς κορμό να βάλεις
λουλούδια. Να τραφούν πώς; Να είναι αληθινά πώς; Μόνο τα πλαστικά μπορούν να
σταθούν κάπου που δεν είναι ριζωμένα. Έχουμε μια τεράστια αγωνία να δείξουμε
επιφανειακά πόσο λαμπεροί και πόσο μπροστά μπορούμε να είμαστε, και ξεχνάμε ότι
για να πάμε μπροστά πρέπει να περπατήσουμε. Προσπαθούμε να κάνουμε άλματα με το
κεφάλι. Δεν γίνεται έτσι.
Είναι σημαντικό
να επιστρέφεις στη ρίζα;
Εγώ
δεν νοιώθω ότι έχω φύγει από τη ρίζα. Τον ξέρω τον πυρήνα μου και τον
αποδέχομαι με τα θετικά και τα αρνητικά του, τα φωτεινά και τα σκοτεινά του. Ο
πυρήνας μου είναι λαϊκός, και δεν είναι λαϊκός μόνο επειδή ηχεί δίπλα ένα μπουζούκι.
Είναι λαϊκός γιατί έχω μεγαλώσει σε μια λαϊκή συνοικία, επειδή έχω ζήσει τη
γειτονιά, τη βοήθεια, το κουτσομπολιό, τα γέλια το βράδυ όλοι μαζί. Έχω ζήσει
με ανθρώπους δίπλα μου και κοντά μου.
Πώς ήταν στο
Αιγάλεω και στον Κορυδαλλό;
Γεννήθηκα
πάνω στην Άγια Μαρίνα, εκεί που είναι τώρα το μετρό. Μεγάλωσα σ’ ένα
χωματόδρομο, μια ανηφόρα που τελείωνε σε μια εκκλησία. Σπάγαμε τα γόνατά μας,
λερωνόμασταν, και το βράδυ μαζευόμασταν όλοι, παιδιά και γονείς, και παίζαμε
παιχνίδια, και ήμασταν όλοι μαζί. Τα μεσημέρια έβγαινα στην αυλή και ξάπλωνα σ’
ένα δέντρο που είχε γείρει στην αυλή, και ηρεμούσα. Αυτές τις εικόνες τις
κουβαλάω, θυμάμαι τις μυρωδιές, θυμάμαι τραγούδια, κι αυτό βοηθάει να
συνειδητοποιώ και ποια είμαι. Δεν χρειάζεται να μείνω σ’ αυτό που ήμουν. Αν
ξέρω όμως αυτό που είμαι, το παίρνω μαζί μου και μπορώ να πάω παρακάτω, όπου
επιλέξω.
Οι γειτονιές
αυτές τι απέγιναν;
Δόθηκαν
αντιπαροχή. Χάθηκε αυτή η συνοχή της μικρής κοινωνίας, όπως χάθηκε η συνοχή της
οικογένειας, λόγω της κατάστασης και του κυνηγιού των χρημάτων. Ήρθε η
αποξένωση και η ιδέα ότι ο καθένας μπορεί και μόνος του. Πειστήκαμε ότι
μπορούμε να είμαστε μόνοι μας. Και τελικά μας τράβηξαν το χαλί κάτω απ’ τα
πόδια και συνειδητοποιούμε τώρα τη μικρότητά μας. Και ψάχνουμε απ’ την αρχή να
στήσουμε γειτονιές.
Βλέπεις να
στήνεται από την αρχή η αλληλεγγύη;
Πρόσφατα,
ήμασταν στο Γκάζι με το ΚΕΘΕΑ και τους
Γιατρούς του Κόσμου για να μαζέψουμε φάρμακα. Ήταν χιλιάδες κόσμου, νέα παιδιά
και μεγαλύτεροι, με τους Encardia, με τις μπάντες
του ΚΕΘΕΑ, της Στροφής, της Παρέμβασης. Αυτό για μένα είναι μια κίνηση
γειτονιάς. Ευρύτερα, παρατηρώ ότι υπάρχει η τάση να απλώσουμε το χέρι στον
άλλον, ακόμα και στην τέχνη μας, και στη μουσική. Τα οικονομικά είναι τόσο
δύσκολα, οι δουλειές φθίνουν διαρκώς, είναι έως και ανύπαρκτες. Μέσα σ’ αυτό
όμως ακούς «ρε παιδιά δεν πειράζει, αφήστε τα λεφτά, να το κάνουμε κι ότι
βγει». Ελπίζω να απλώσει παντού αυτή η ιδέα. Αλλά χρειάζεται συνειδητοποίηση.
Ο δίσκος
«Καινούργιο φιλί» υμνήθηκε σαν μια επιστροφή στο καλό λαϊκό τραγούδι. Δεν είναι
παράδοξο όλοι να πίνουν νερό στο λαϊκό και σαν κοινωνία να παράγουμε το
λαϊκο-ποπ και τη χυδαιότητα;
Αυτό
που ενοχλεί εμένα είναι ο μονόδρομος. Καθοδηγηθήκαμε σαν κοινωνία. Όταν άρχισε
να γίνεται βομβαρδισμός όλων των δυτικών στοιχείων και να βαφτίζονται
«νέο-λαϊκά» πράγματα που σαν στόχο είχαν να κρατήσουν τον όρο αλλά να
αποξενωθούν από τους κώδικες και τα νοήματα τα λαϊκά, και όταν σε νέους
καλλιτέχνες τάζονται γκλαμουριές και επιτυχία, αυτό είναι σαν μια κακή συνήθεια
που το μαθαίνεις, όπως τη μαθαίνει ένα παιδί. Αυτό δεν έγινε τυχαία. Όταν
έφυγαν οι τελευταίοι λαϊκοί, δεν επιτράπηκε να αντικατασταθούν από νεότερους.
Κι αυτό έγινε και με το παραδοσιακό τραγούδι, τον θησαυρό μας, επειδή επί
Χούντας χόρευαν τσάμικο. Ήρθαν πάρα πολλά ξενόφερτα στοιχεία που αλλοίωσαν
κάποια πράγματα, και οι γενιές που βρίσκονταν σε ηλικία που θα μπορούσαν να
γνωρίσουν το χθες, δεν τους επετράπη να το κάνουν. Γνωρίζω ανθρώπους που μέχρι
τα σαράντα τους άκουγαν μόνο το κυρίαρχο στυλ, και ξαφνικά μέσα από ένα
τραγούδι ανακάλυψαν τον Σαββόπουλο, τον Λοΐζο και τον Μούτση. Ανακάλυψαν τον
κόσμο και είπαν «Χριστέ μου, πού βρισκόμουν αυτό τον καιρό;». Γενιές ολόκληρες
ποτίστηκαν με αυτό το «νέο-λαϊκό» υβρίδιο, το οποίο φυσικά σαν υβρίδιο
εξελίχτηκε και έφερε αυτό που έφερε.
Σε προσβάλλει
όλο αυτό;
Δεν
έχω κάτι εναντίον του οποιουδήποτε που μπορεί και να με προσβάλλει. Έχω όμως κάτι
εναντίον αυτού που επιτρέπει και δίνει χώρο στον άλλον για να με προσβάλλει. Είχαμε
τρεις γλάστρες λαϊκού τραγουδιού που άνθιζαν. Φέραμε άλλες τέσσερις γλάστρες με
μπόλι και τις βάλαμε δίπλα. Τραβήξαμε το λαϊκό στη σκιά, αυτό σταμάτησε να
ανθίζει γιατί δεν είχε ήλιο, μετά άνθισαν τα άλλα, κι εμείς λέγαμε «δεν είναι
καλές γλάστρες αυτές». Οι εταιρείες δεν έπαιρναν τις γλάστρες γιατί δεν
πουλάγανε. Μα οι ίδιες οι εταιρείες είχαν βάλει τις γλάστρες στη σκιά και
προσπαθούσαν να μας πείσουν ότι «αυτό θέλει ο κόσμος». Όχι, δεν θέλει αυτό ο
κόσμος. Αυτό βρίσκει ο κόσμος, μόνο, και το μαθαίνει. Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή,
ο πατέρας μου στο σπίτι έβαζε από παραδοσιακό τραγούδι μέχρι Θεοδωράκη κι από
Σπανό και Λοΐζο μέχρι Τσιτσάνη και Παπαϊωάννου, και πήγαινε μέχρι το τότε «σκυλάδικο»,
Κόλλια, Φλωρινιώτη.
Ή και Κοντολάζο
- σημαντική λαϊκή φωνή που αδικήθηκε από το ρεπερτόριο που τραγούδησε.
Ναι,
και Κοντολάζο. Υπήρχε σαν λουλούδι της εποχής κι αυτό, αλλά το θέμα είναι η
δοσολογία. Δεν επέβαλλε κανείς τις δοσολογίες, ήταν ελεύθερη η επιλογή. Κι
άκουγες δέκα τραγούδια άλλων, και ένα του Κοντολάζου, και τον αγαπούσαμε κι
αυτόν σ’ αυτό το ένα που επιλέγαμε να ακούσουμε. Θυμάμαι να βγαίνουμε, να
γλεντάμε και στον Φλωρινιώτη. Κανένας δεν μου επέβαλλε μετά να ακούω μόνο
Φλωρινιώτη. Αυτό άλλαξε, έφυγε η ελευθερία της επιλογής, και γι’ αυτό νοιώθω
ότι το πράγμα είναι καθοδηγούμενο. Έλεγες ότι θα πάρεις τέσσερα κόκκινα άνθη
και ένα λευκό. Τώρα σου λένε ότι θα πάρεις μόνο ένα είδος, μόνο λευκά.
Όταν άκουσα το
νέο σου δίσκο, είπα μέσα μου: «Επιτέλους, δύο άνθρωποι που δεν κλαψουρίζουν για
το ότι ‘δεν γράφονται λαϊκά τραγούδια σήμερα’, αλλά αποφασίζουν να πάρουν την
κατάσταση στα χέρια τους, να γράψουν και να τραγουδήσουν οι ίδιοι λαϊκά
τραγούδια.
Εγώ
πάντα ποθούσα να πω λαϊκά, μελωδικά τραγούδια. Καλοί και άγιοι οι παλιοί, αλλά
εμείς τι κάνουμε; Κι όταν ρώτησα τον Θέμη «τι θα γίνει, στην τρίτη μας
προσπάθεια θα τα καταφέρουμε;», μου απάντησε: «θέλω ένα σημερινό λαϊκό δίσκο,
βαρέθηκα τα μνημόσυνα, σιχάθηκα τα μουσεία». Και κάναμε με πλήρη συνείδηση έναν
λαϊκό δίσκο με όλα του τα χρώματα και όλες του τις εκφράσεις, για να νιώσουμε
κι εμείς ότι βάζουμε ένα κρικάκι στο τραγούδι που τιμούμε κι αγαπούμε. Ο Θέμης
πήγε ένα βήμα παραπέρα: πάντα έδειχνε, και με τις προηγούμενές του δημιουργίες,
με τη Νατάσσα, με την Ελεωνόρα, πόσο αγαπά, πόσο σέβεται και γνωρίζει αυτό το
πράγμα. Και ήρθε η στιγμή να το εκφράσει με μένα - που έχω έναν πιο λαϊκό
πυρήνα απ’ τα κορίτσια, και μια μεγαλύτερη σύνδεση με τα παλιά.
Τι βρήκες στον
Καραμουρατίδη;
Ο
Θέμης δεν έχει κόμπλεξ, δεν κλείνεται μέσα σε τοίχους και σε τοιχάκια. Σ’
αυτόν, λοιπόν, βρήκα το ταλέντο του και την ειλικρίνειά του. Βρήκα κάποιον που
δεν ντρέπεται να πει ότι είναι συνδεδεμένος με τον Ζαμπέτα, με τον Καλδάρα, κι
ας μην του φαίνεται.
Με τον Ζαμπέτα
σαν να του φαίνεται λίγο περισσότερο…
Στο
τραγούδι «Καινούργιο φιλί». Αλλά μην ξεχνάς ότι ο Νίκος Κατσίκης, σπουδαίος
βιρτουόζος και με ζαμπετική πενιά, ανέδειξε ακόμα περισσότερο τη σύνδεση με τον
Ζαμπέτα.
Από το δίσκο,
μου έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση το «Σερί» και το «Δίκιο μου», δύο τραγούδια σε
στίχους του Οδυσσέα Ιωάννου. Σαν να μας χρωστούσε κάτι εδώ και καιρό ο
στιχουργός.
Μιας
και ανέφερες αυτά τα δύο τραγούδια, θα ήθελα να πω ότι τα ονειρευόμουνα καιρό
να τα τραγουδήσω. Ως προς το «Δίκιο μου», με αυτή τη θεματολογία κι αυτό το
λόγο, ήταν σημαντικό για μένα να πω αυτό που νοιώθω και που βιώνουμε όλοι μας.
Απ’ την άλλη μεριά, το «Σερί», ήταν μια απίστευτη έκπληξη για μένα. Δεν το είχε
έτοιμο ο Ιωάννου, το έγραψε όταν είχαμε μπει στο στούντιο και δουλεύαμε τα
υπόλοιπα τραγούδια. Έρχεται μια μέρα και μου λέει: «εχθές το βράδυ σε
σκεφτόμουνα, και σκεφτόμουνα το τι ξέρω για σένα, και το πώς έχουν γίνει κάποια
πράγματα στη ζωή σου». Κι όταν το διάβασα, γύρισα και του είπα «Παναγία μου, αν
μπορούσα να γράψω, αυτό θα έγραφα για μένα». Είναι πολύ, μα πάρα πολύ σημαντικό
στην ψυχή μου αυτό το τραγούδι. Και είναι και θαυμαστός ο τρόπος με τον οποίο
έγραψε τη μουσική ο Θέμης. Επέλεξε μια τέτοια μουσική έτσι ώστε να μην το
βαρύνει, να το ισορροπήσει. Έχει μνήμες το τραγούδι αυτό, με πάει στα παράλια,
στη Σμύρνη, με δένει με αυτό, μαζί με την προσωπική μου ιστορία.
«Δεν έχει
τέλος το σερί / πήρα το λίγο για πολύ». Και σαν χώρα, το ίδιο πήραμε. Αλήθεια,
πώς βίωσες την Ελλάδα του Πέτρου Κωστόπουλου, των τζιπ και της Ολυμπιάδας;
Σαν
ένα πανηγύρι το βίωσα, αλλά όχι πανηγύρι παλαιού τύπου· ένα πιο γκλαμουράτο
πανηγύρι. Προσπαθούσα να καταλάβω τι καλό μπορούσε να βγάλει όλο αυτό, και δεν
μπορούσε η λογική μου να απαντήσει. Θυμάμαι την τελετή στους Ολυμπιακούς,
θυμάμαι τα έργα, αλλά και πόσο μεγάλη θλίψη είναι που σαπίζουν όλα τώρα πια.
Αντί να πούμε ότι πονούσαμε, δείχναμε στολίδια. Γιατί και τότε η ελληνική
κοινωνία πονούσε, απλά δεν είχε φανεί τόσο πολύ. Εγώ βίωσα ότι κάτι
προβληματικό είχε αρχίσει να ξεκινάει ήδη από το 1993, το 1994. Πολύ σιγά, πολύ
αργά, ένιωθα ότι το πράγμα αλλάζει. Το είδα μέσα απ’ τη δουλειά μου, τη διάθεση
του κόσμου, την πολιτική του κράτους. Είχα ένα μαγαζί τότε, και παρατηρούσα μια
τάση καθοδική. Ούτε που φανταζόμουν βέβαια ότι θα χρειάζονταν είκοσι χρόνια για
να ολοκληρωθεί.
Αναφέρεσαι στο
«Έμμετρο»;
Ναι.
Το «Έμμετρο» ήταν μια κίνηση φίλων και συνεργατών. Δύο φίλοι αγόρασαν ένα
μαγαζί και ήθελαν να κάνουν μουσική σκηνή. Όμως, δεν ήξεραν καθόλου τα μουσικά,
και μου πρότειναν να το αναλάβω και να μπω σαν συνεταίρος. Αυτό ξεκίνησε το
’90, εγώ έφυγα το ’96 γιατί τραγουδούσα έξι χρόνια, κάθε βράδυ, και ένιωσα κάπου
ότι έμενα στάσιμη. Το μαγαζί έμεινε ανοιχτό μέχρι το 2000.
Σκέφτεσαι να
ξαναφτιάξεις με μια παρέα έναν χώρο δικό σου, ένα στέκι;
Διαβάζεις
τις σκέψεις μου, ε; Το έχω σκεφτεί και το σκέφτομαι για το μέλλον. Θέλω μια
αγκαλιά, ένα μικρό χώρο, οικείο, όπου να μπορώ εκεί μέσα μαζί με τους φίλους
μου να παίζουμε μουσική, τρώμε, να διαβάζουμε, να συζητάμε, να βλέπουμε πίνακες
ζωγραφικής, να παίζουμε σκάκι - και τάβλι, ε, όχι μόνο σκάκι.
Θα
τραγουδήσεις στη Μικρή Επίδαυρο τραγούδια της μετανάστευσης. Πώς σου φαίνεται
που ολοένα και περισσότεροι νέοι άνθρωποι φεύγουν για σπουδές και δουλειά στο
εξωτερικό;
Η
ιστορία κύκλους κάνει και πάντα κύκλους έκανε. Είμαστε πενήντα χρόνια πίσω,
ξανά. Το έχουμε ξαναζήσει σαν έθνος, σαν χώρα, και φτάσαμε πάλι στο ίδιο
σημείο. Πώς να μου φαίνεται; Αδειάζει η χώρα.
Και το success story;
Μα
φυσικά! Κάποιοι ζουν το προσωπικό τους success story, αλλά
δεν κάνουμε όλη την ίδια ζωή, δεν ζούμε όλοι το ίδιο πράγμα. Εγώ δεν κάνω την
ίδια ζωή μαζί τους, ούτε ο διπλανός μου, ούτε ο καλοντυμένος κύριος που
βγαίνοντας το πρωί ψάχνει στη γωνία τα σκουπίδια.
Αντιγράφω από
το «Δίκιο μου», πάλι σε στίχους Ιωάννου: «εγώ μετράω τα ρέστα μου να βγάλω κι
άλλο μήνα / ανοίγω και δεν βλέπω ουρανό». Πού βλέπεις ουρανό; Πού η διέξοδος;
Έχω
πάρει μια απόφαση: μπορεί να μου πάρουν το σπίτι, μπορεί να μην έχω να φάω,
μπορεί να μην έχω να ντυθώ. Την ψυχή μου όμως δεν θα την πάρουν. Έκλεισα την
τηλεόραση γιατί δεν δεχόμουν άλλο να με τρομοκρατούν για κάτι που δήθεν
πρόκειται να έρθει, και να περνάει «στα ψιλά» αυτό που βιώνουμε σήμερα. Δεν
μπορώ να δεχτώ να έχω κατάθλιψη για κάτι ομιχλώδες, και να μην έχω τη δύναμη να
αντιμετωπίσω αυτό που έχω απέναντί μου. Είπα όχι. Συνειδητοποίησα ότι όλα αυτά
τα χρόνια παρακολουθούσα σε talk show διανοούμενους
και δημοσιογράφους, και σκέφτηκα με το μικρό μου το μυαλό: τόσοι άνθρωποι
γνώστες, τόσοι σπουδαγμένοι, πώς είναι δυνατόν με όλους αυτούς να πηγαίνουν
χειρότερα τα πράγματα; Και αποφάσισα να μην τους ακούω όλους αυτούς, και να
αφουγκραστώ αυτό που βιώνω.
Άρα ουρανός
σου είναι η προσωπική σου αφύπνιση;
Ναι.
Αποφάσισα να προσπαθήσω να καταλάβω μόνη μου ό,τι μπορώ, με τη δική μου
ταχύτητα, και όχι να τρώω τη μασημένη τροφή που μου δίνουν.
Gadjo Dilo: «Το swing δεν ήταν κι ούτε
είναι μόνο ανέμελο»
Το ρεύμα του gypsy swing και της διασκευής ρεμπέτικων, κυρίως, τραγουδιών σε αυτό το ύφος έχει γίνει ιδιαίτερα ορμητικό τα τελευταία χρόνια, αποκτώντας μεγάλο και ένθερμο κοινό. Οι Gadjo Dilo - ο Κώστας Μητρόπουλος (κιθάρα), ο Σωτήρης Πομόνης (κιθάρα), ο Νίκος Βλάχος (κοντραμπάσο), ο Σέργιος Χρυσοβιτσάνος (βιολί), ο Γιώργος Τσιατσούλης (ακορντεόν) και η Ηλιάνα Τσαπατσάρη (τραγούδι) - είναι ένα από τα γνωστότερα και δεινότερα συγκροτήματα gypsy swing στη χώρα μας.
Τη συνέντευξη έλαβε γραπτά ο Ηρακλής Οικονόμου ("Δημοσιεύτηκε στο Περιοδικό τον Μάιο του 2015)
Ποια
είναι η μουσική «καταγωγή» των μελών του συγκροτήματος; Τι κουβάλησε ο καθέναςστην
ομάδα;
Όλοι είμαστε μουσικοί
εδώ και πολλά χρόνια και έχουμε πολλές και διαφορετικές επιρροές. Έχουμε ασχοληθεί
με το rock, την jazz,
και όλα τα παράπλευρα είδη! Ο Κώστας έχει σπουδάσει jazz
κιθάρα και για πολλά χρόνια η ηλεκτρική κιθάρα ήταν το κυρίως όργανό του. Ο Σωτήρης
έχει και αυτός σπουδάσει ηλεκτρική κιθάρα και εκτός από τους Gadjo Dilo, είναι μέλος
του progressive rock συγκροτήματος September Code. O
Γιώργος έχει σπουδές στο κλασσικό ακορντεόν, με
μακρά θητεία στο ρεμπέτικο και στο λαϊκό, και είναι και μέλος του ethnic jazz συγκροτήματος Go Jam Group. O Σέργιος έχει
κλασσικές σπουδές στο βιολί, παίζει ηλεκτρική κιθάρα, και είναι ενορχηστρωτής·
έχει κάνει ενορχηστρώσεις για την συμφωνική της ΕΡΤ και την London Philarmonic
Orchestra, ενώ ήταν και μέλος του electro
σχήματος Futuristic με τον Νίκο Πατρελάκη. Ο Νίκος ξεκίνησε παίζοντας κλασσικό
βιολί, ενώ στη συνέχεια ασχολήθηκε με το ρεμπέτικο παίζοντας διάφορα όργανα, και
με το ηλεκτρικό μπάσο έπαιζε και παίζει με διάφορα σχήματα - rock,funk,fusion, reggae - και ήταν μέλος του ethnic jazz
progressive σχήματος Paradoxonia. H Ηλιάνα εδώ και πολλά χρόνια παίζει σε διάφορες
μουσικές σκηνές ανά την Ελλάδα, κυρίως pop,rock,funk
και jazz. Όλοι είμαστε επαγγελματίες μουσικοί και έχουμε συνεργαστεί
με πολλούς επώνυμους καλλιτέχνες στο παρελθόν αλλά και τώρα.
Πώς
και πότε συναντηθήκατε; Πώς πήρατε την απόφαση να πείτε «ξεκινάμε»;
Ο Κώστας με τον Σωτήρη
είναι φίλοι από παιδιά· μαζί μάθανε κιθάρα, μαζί έφτιαχναν συγκροτήματα από μικροί,
και κάποια στιγμή ο Κώστας «κόλλησε» με τον Django και παρέσυρε τον Σωτήρη αλλά
και τον Νικο που τους ενώνει μακρά φιλία. Το καλοκαίρι του 2009 ξεκίνησαν πρόβες
και εμφανίσεις σε διάφορα μπαράκια και σκηνές ανά την Ελλάδα, και στη συνέχεια ήρθε
ο Σέργιος, και μετά ο Γιώργος και η Ηλιάνα.
Δεν χρειάστηκε να πάρουμε
καμιά απόφαση. Έχουμε ξεκινήσει όλοι εδώ και πολλά χρόνια το μουσικό μας ταξίδι
και θα το συνεχίσουμε γιατί είμαστε μουσικοί. Δεν κάνουμε κάτι άλλο, αυτή είναι
η ζωή μας, κι αν σταματήσουμε να παίζουμε τότε κάτι κακό θα έχει συμβεί!
Τι
σας συγκίνησε στην ταινία Gadjo Dilo, που έδωσε και το όνομα του συγκροτήματος;
Οι χαρακτήρες των ηρώων
της ταινίας. Την είδαμε αρκετές φορές και μας άρεσε πολύ!
Είναι
το gypsy swing μόδα; Αν ναι, σας ενοχλεί που αποτελείτε μέρος της; Αν όχι, πώς
εξηγείτε αυτή τη ραδιοφωνική, δισκογραφική και συναυλιακή έκρηξη του είδους;
Το gypsy swing είναι πλέον μόδα
από το 2000 και μετά,παγκόσμια, ενώ στην Ελλάδα ξεκίνησε το 2007-8 με τους Hot Club de Grece
του Γιάννη Λουκάτου. Το 2010 μαζευτήκαμε όλα τα σχήματα του είδους και κάναμε
το πρώτο Django Festival στην Ελλάδα, στο Gagarin, και ήταν sold out. Τότε τα σχήματα
ήταν εφτά. Αυτή την στιγμή έχουν γίνει πέντε φεστιβάλ στην Αθήνα, τρία στη Θεσσαλονίκη
και ένα στην Πάτρα, και τα σχήματα είναι πάνω από 30 - οπότε ναι, το κάναμε μόδα,
και μακάρι να εξαπλωθεί κι άλλο!
Οι λόγοι που ένα είδος
αναβιώνει είναι πολλοί. Ο κύριος λόγος όμως είναι ότι αναβιώσεις των δεκαετιών του
’50, του ’60, του ’70, ακόμα και του ’80, έχουν γίνει και έχουν ακουστεί τα είδη
που αντιπροσωπεύουν αυτές τις δεκαετίες. Όμως, αναβίωση των δεκαετιών του ’30
και του ’40 δεν είχε γίνει έως το 2000. Στα τέλη του ’90 στις ΗΠΑ άρχισε η αναβίωση
του jump swing και στην Ευρώπη
του gypsy swing, και ο κόσμος το
αγκάλιασε και το αγάπησε γιατί ήταν κάτι διαφορετικό αλλά και τόσο οικείο!
Πώς
επιλέχθηκε το ρεμπέτικο ως βάση των διασκευών σας; Γιατί ο Τσιτσάνης;
Δεν έχουμε κάνει μόνο
ρεμπέτικο! Έχουμε διασκευάσει και λαϊκά αλλά και ελαφρολαϊκά τραγούδια στο δίσκο
μας! Αυτό που κάνουν οι μουσικοί της jazz είναι να παίρνουν
μια γνωστή μελωδία, να την εναρμονίζουν διαφορετικά από το
πρωτότυπο, να της αλλάζουν το ρυθμό, και να αυτοσχεδιάζουν πάνω στην φόρμα της μελωδίας. Αυτό κάνουμε
και εμείς,μόνο που αντί για τα αμερικανικά
στάνταρντς το κάνουμε με ελληνικές μελωδίες. Μας αρέσει και ο Τσιτσάνης και πολλοί
άλλοι. Κάνουμε διασκευές μόνο σε μελωδίες που πιστεύουμε ότι μπορούν να αποδοθούν
και με τον τρόπο μας - δεν γίνονται όλα swing.
Μπορεί
το «Κάνε λιγάκι υπομονή» με τη συγκεκριμένη φορτισμένη ιστορία του, με τα
συγκεκριμένα νοήματα, να γίνει η πρώτη ύλη για ένα ανέμελο swing;
To swing δεν ήταν κι ούτε είναι μόνο ανέμελο! Δημιουργήθηκε από
τους Αφροαμερικανούς της Βορείου Αμερικής και εκφραστήκαν μέσα απ’αυτό η καταπίεση και ο ρατσισμός που οι
μαύροι βίωναν εκείνη την εποχή! Το gypsy swing δημιουργήθηκε από τσιγγάνους της Ευρώπης, που κι αυτοί ήταν και είναι θύματα ρατσισμού και κοινωνικών
διακρίσεων. Άλλωστε, η δύναμη της τέχνης είναι ο μετασχηματισμός
μιας άσχημης κατάστασης, ενός αρνητικού γεγονότος, σε κάτι όμορφο!
Και μην ξεχνάτε ότι και την reggae την ακούνε και την χορεύουν στα beach bar αλλά
οι στίχοι των πιο γνωστών τραγουδιών είναι κοινωνικοί!
Έχετε
συμμετάσχει με επιτυχία σε μεγάλα φεστιβάλ στο εξωτερικό. Πόσο «ανοιχτό» προς
το νέο είναι το ελληνικό κοινό σε σχέση με τους ακροατές που έχετε συναντήσει
έξω;
Είναι πολύ πιο ανοιχτοί
οι ξένοι σε αυτό που παίζουμε απ’ ό,τι οι Έλληνες, γιατί είναι στην κουλτούρα
τους αυτό. Λόγω παιδείας - έχουν καλύτερη μουσική παιδεία απ’ ό,τι εμείς -
καταλαβαίνουν καλύτερα τι κάνουμε.
Συγχωρέστε
μου την απλούστευση: παίζετε για να περάσετε το ρεμπέτικο στους «ξένους», ή την
gypsy jazz στους «ιθαγενείς»;
Παίζουμε γιατί μας
αρέσει να παίζουμε. Μας αρέσει η gypsy jazz και στην πορεία είδαμε ότι αντί για ξένες μελωδίες μπορούμε
να βάλουμε ελληνικές, και έτσι γεννήθηκε και το άλμπουμ μας με τίτλο ‘Manouche De Grec’. Σίγουρα, το ότι παίζουμε τα κομμάτια
που έχουμε διαλέξει μας δίνει ταυτότητα σε σχέση με τα άλλα σχήματα που παίζουν
gypsy jazz, κι αυτό ήταν και το ζητούμενο!
Ο
αγαπημένος σας Django Reinhardt έπαιζε κιθάρα, λέει, με δύο δάχτυλα εντελώς
παράλυτα, καμένα. Τι θέληση, αλήθεια, είχαν τέτοιες προσωπικότητες! Βρίσκετε
στο πρόσωπό του ένα πρότυπο όχι μόνο μουσικό, αλλά και ανθρώπινο;
Μια τέτοια
προσωπικότητα είναι πηγή έμπνευσης όχι μόνο για εμάς, όπως καταλαβαίνετε, αλλά
για τον κάθε ένα που ακούει ή παίζει jazz.
Πώς
είναι για ένα νέο συγκρότημα να δημιουργεί εν μέσω κρίσης, τέλους δισκογραφίας,
έλλειψης παραγωγών και εταιρειών, και κυριαρχίας του free downloading;
Συναντάτε δυσκολίες, κι αν ναι, ποιες είναι αυτές;
Υπάρχουν δυσκολίες αλλά
και μεγάλες ευκαιρίες. Πάντως, είναι δύσκολο για εμάς να βρούμε χώρους και να
παρουσιάσουμε την μουσική μας, γιατί είμαστε πολυάριθμο σχήμα και αυτό ανεβάζει
το κόστος.
Κάποιοι
- για να κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου - λένε ότι οι διασκευές συνιστούν μια
εύκολη λύση σε μια εποχή έλλειψης πρωτογενούς δημιουργίας. Τι απαντάτε;
Στην jazz, η διασκευή είναι
κάτι πολύ πολύ συνηθισμένο.Άλλωστε,
ένα μεγάλο μέρος του ρεπερτορίου της είναι διασκευές από μουσική των μιούζικαλ,
και όλοι οι μουσικοί που ασχολούνται με αυτό το είδος παίζουν «διασκευές». Από
την άλλη, πάντα οι πιο νέοι μουσικοί έπαιζαν τα κομμάτια των παλαιοτέρων και
έτσι έφερναν τους νεότερους σε επαφή με το παλαιότερο.
Σκοπεύετε
να παρουσιάσετε κάποια στιγμή αμιγώς δικές σας συνθέσεις, όπως το Miss L με το
οποίο κλείνει και ο δίσκος; Σας αφορά μια τέτοια πρόκληση, μουσικά αλλά και
στιχουργικά ίσως;
«Μας συνέδεσε η αγάπη για το μπουζούκι και το ρεμπέτικο»
Μια σύντομη κουβέντα με τον Αργύρη Μπακιρτζή, σε μια κάθοδο των Χειμερινών Κολυμβητών στην Αθήνα
Τριανταπέντε χρόνια τώρα, οι Χειμερινοί Κολυμβητές
διαγράφουν την πολύ δική τους, ιδιόμορφη τροχιά στα μουσικά μας πράγματα. Από
τον αδύνατο έρωτα στο «Πολλαπλό σου Είδωλο» μέχρι την ιστορικά φορτισμένη
εικόνα του «Δρόμου» που είναι φορτωμένος με ναπάλμ, κι από τη μελαγχολική
περιπλάνηση «Ψες το βράδυ» μες στο αστικό μέχρι την υπαρξιακή αναζήτηση «Σε μια
εκκλησιά» και σε άγιους ζωγραφισμένους, δεν πετάς τίποτα παρά μόνο επιστρέφεις.
Βασικό εφόδιο του συγκροτήματος ο «σωτήριος, αιώνιός τους ερασιτεχνισμός, που
ισούται με επαγγελματισμό τέλειο και σαφή», όπως λέει κι ο ποιητής Σωτήρης
Κακίσης.
Όσο για τον άνθρωπο - ψυχή του συγκροτήματος, πρόκειται για
μια αναγεννησιακή φιγούρα το δίχως άλλο. Γράφει στίχους και μουσική, τραγουδά,
αναστήλωνε μέχρι πρόσφατα μνημεία ως αρχιτέκτονας της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας
Καβάλας, κι παίζει και στις ταινίες - αριστουργήματα του Σταύρου Τσιώλη καθώς
και στο θεατρικό σανίδι. Προπαντός ιδιοφυής, μουσικά και στιχουργικά. Ο κύριος Αργύρης Μπακιρτζής στο Περιοδικό, καθ’
οδόναπό την Καβάλα στην Αθήνα!
τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(Δημοσιεύτηκε στις 5 Νοεμβρίου του 2015 στο Περιοδικό)
Τι αίσθημα σας προκαλεί η κάθοδος στην
Αθήνα; Αξίζει να εγκαταλείπει κάποιος, έστω και προσωρινά, την Καβάλα για χάρη
της;
Το συζητάτε; Με
τόσους φίλους στην Αθήνα; Αρκεί αυτό. Επιπλέον μπορώ να πάω σε κάποιο μουσείο, σε σημεία της πόλης
που επιθυμώ να ξαναδώ, να πάω στην Ελευσίνα, να φάω κεφτεδάκια με φοβερές
πατάτες στον κυρ Γιάννη (δεν θέλει να λέμε πού είναι γιατί πλακώνουν πολλοί και
δεν μπορεί να εξυπηρετήσει όπως θέλει τους φίλους του) και τόσα άλλα. Αφήστε
που είναι ευκαιρία να βρεθούμε μεταξύ μας, αφού δε βρισκόμαστε και συχνά όλοι
μαζί ή και χώρια.
Ο μελετητής του έργου σας Δημήτρης Κατσιάνος
έχει γράψει ότι τα τραγούδια σας«επιμένουν
θεματολογικά στις εικόνες της ελληνικής επαρχίας, σε στιγμές και συνήθειες που
συχνά γνωρίζουμε μέσα από φωτογραφικά λευκώματα». Πώς κι αυτά τα τραγούδια
μίλησαν τόσο έντονα στον άνθρωπο της
μεγαλούπολης;
Μεγάλωσα στη Θεσσαλονίκη, πολλά απ’ τα τραγούδια γράφτηκαν πριν
εγκατασταθώ στην Καβάλα. Αν συμβαίνει αυτό που λέτε, δεν είναι ο ρόλος μου να
το εξηγήσω, εγώ έχω μόνο τα τραγούδια.
Τα τραγούδια σας ξεχειλίζουν από
ανθρωπογεωγραφικές αναφορές, από «Μικρό Καφέ» μέχρι «Παράδεισο κι Ακρόπολη».
Ποιες είναι οι πατρίδες των τραγουδιών σας; Πού επιστρέφετε, συνήθως;
Με ποιο αρχιτεκτονικό μνημείο ασχολείστε
αυτή τη στιγμή;
Έχω αποσυρθεί
από την ασχολία μου αυτή. Ασχολούμαι μόνο θεωρητικά από στήλες εφημερίδων,
επισημαίνοντας, κατά το εθνικό χούι, τα κακώς κείμενα της πόλης όπου ζω.
Ειδικεύεστε, πάντως, στα βυζαντινά και οθωμανικά
μνημεία. Τι σας έλκει σ’ αυτά;
Η εμπλοκή μου με
αυτά δεν ήταν τυχαία. Είναι πολύ ελκυστική η περίοδος που έρχονται σε επαφή ο
βυζαντινός και ο οθωμανικός κόσμος, καθώς και το τι γίνεται στα Βαλκάνια, από
τότε μέχρι σήμερα.
Αλήθεια, γιατί οι Έλληνες και το επίσημο
κράτος τους έχει σταθεί τόσο εχθρικά προς το παρελθόν και την ιστορική μνήμη;
Αμορφωσιά και
στενοκεφαλιά. Λέω συχνά, η Καβάλα αν πουλούσε την εικόνα της όπως είχε
διατηρηθεί μέχρι το 1969, θα ζούσε σήμερα πλουσιοπάροχα. Η Ιταλία πήγε να την
πατήσει, όμως το κατάλαβε πολύ νωρίς, πριν το 1950, εμείς ακόμη το παιδεύουμε
και λίγοι το πιστεύουν. Έχω ένα συγκλονιστικό ανέκδοτο κείμενο του μοναδικού μη
εκτελεσθέντος, - γιατί τα κατάφερε να δραπετεύσει την τελευταία ώρα -, μουσικού
μιας μεγάλης μπάντας πνευστών, με
μουσικούς που μάζεψε από διάφορα χωριά και πόλεις και εξανάγκασε ο τούρκος
σφαγέας του Πόντου Τοπάλ Οσμάν να παίζουν καθώς έκαιγε τα χωριά τους και έσφαζε
τους κατοίκους τους. Τι θα ‘λεγε αν το διάβαζε ο αθηναίος υπουργός Παιδείας
πριν μιλήσει για τον Πόντο; Όμως, υποπτεύομαι πως είναι θύμα της πατρινιάς
υφυπουργού του. Μην πιάσουν στο στόμα τους την Κύπρο.
Αν δεν κάνω λάθος, σπουδάσατε
αρχιτεκτονική στην Ιταλία. Σας συγκινεί η παράδοση των τροβαδούρων της
δεκαετίας του ’60 και του ’70; Ποια η γνώμη σας, π.χ., για τον Πάολο Κόντε και
τον Φαμπρίτσιο ντε Αντρέ;
Σπούδασα στη
Θεσσαλονίκη, στη Ρώμη πήγα μετά. Τους λατρεύω - και όχι μόνο αυτούς -,
αποτελούν για μένα πηγή έμπνευσης και βέβαια τραγουδώ - και στη δισκογραφία- με
την πρώτη ευκαιρία τραγούδιά τους.
Πώς συναντήθηκε ο αρχικός πυρήνας των
Χειμερινών Κολυμβητών;
Σε ένα πάρτυ της
αδελφής του Ισίδωρου Παπαδάμου,
συνιδρυτή του σχήματος, το 1965. Μας συνέδεσε η αγάπη για το μπουζούκι και τα
ρεμπέτικα.
Απ’ το ’65 μέχρι το ’80 και την έκδοση του
πρώτου δίσκου, τι έκανε η αρχική παρέα εκείνα τα δεκαπέντε χρόνια;
Λέγαμε γιατί να
κάνουμε δίσκο; Εγώ φοβόμουν ότι αυτό θα περιόριζε την έμπνευση. Όπως και μέχρι
ένα βαθμό έγινε.
Ποιες είναι οι πιο χτυπητές, «δομικές»
αλλαγές που παρατηρήσατε στο κοινό σας αυτά τα χρόνια;
Δε θα ‘λεγα ότι
άλλαξε αφού δε γίναμε ποτέ ιδιαίτερα εμπορικοί ούτε κάναμε εμπορικές επιτυχίες.
Μεγάλο μέρος του κοινού μας, ενώ εμείς γερνάμε, εξακολουθεί να είναι νεανικό,
έρχονται ως και εγγόνια των πρώτων ακροατών μας. Παρηγορούμε τους
ακροατές-φίλους μας που μας χρειάζονται στις δύσκολες στιγμές τους και τους
συντροφεύουμε και στις χαρούμενες.
Κοιτώντας πίσω, τι μένει απ’ το ταξίδι των
Χειμερινών Κολυμβητών πιο ζωντανό στη μνήμη σας, απ’ το ’65 μέχρι σήμερα;
Η συνάντηση με
τους Γιώργο Κατσαρό, Σταύρο Καραμανιώλα, Τάκη Τλούπα, Γιάννη Κυριαζή, το ταξίδι
στην Αυστραλία, το άνοιγμα στο σινεμά και το θέατρο. Το κοινό ταξίδι με υπέροχους φίλους και
φανταστικούς μουσικούς. Οι αφόρητες ώρες που τις άντεξα φτιάχνοντας τραγούδια.
Και ποιοι θέλετε να είναι οι επόμενοι
σταθμοί του ταξιδιού αυτού;
Θα ήθελα ένα
δίσκο με τις μελοποιήσεις των ποιημάτων του Γιώργου Μουρέλου και μετά βλέπουμε.
Έχω και το String Theory Ensemble, όμως αυτό φαίνεται αφορά κυρίως τους συνεργάτες μου Γιώργο Πατεράκη και
Μαρία Πλουμή.
Δικαιώθηκαν οι όποιες προσδοκίες σας από την
αριστερά στην κυβέρνηση; Πώς βλέπετε τα πράγματα;
Όχι, ας πω, ακόμη. Τα πράγματα τα βλέπω δύσκολα και, φυσικά,
ανησυχώ. Δε μας παίρνει όμως και να γκρινιάζουμε. Τα καράβια απ’ τη
Μυτιλήνη τα βλέπουμε σχεδόν κάθε μέρα
στην Καβάλα. Καταστρέφουμε τον πλανήτη μας κι ακόμη για ανάπτυξη μιλάμε. Τα
θηρία όλο φουσκώνουν, φουσκώνουν, δε χορταίνουν, πού θα πάνε, δε θα σκάσουν;
Μια απορία για το τέλος. Τελικά η παρέα
του «Ας περιμένουν οι γυναίκες» έφτασε ποτέ στη Θάσο;
Μόνον ο Μπουλάς.
Με τον Ζουγανέλη μας έτυχε κάτι στη Σαμοθράκη.
«Δεν μπορείς να είσαι και εξουσιαστής και επαναστάτης»
Συνέντευξη με τον Μανώλη Λιδάκη
τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου (Δημοσιεύτηκε στο "Το Περιοδικό" στις 16 Ιουλίου 2014).
Τον καλλιτέχνη
τον γνώριζα: σπάνιο μέταλλο, ξεχωριστή χροιά, στιβαρές ερμηνείες, και μία πολύπλευρη
και σημαντική δισκογραφική διαδρομή από το 1982 μέχρι σήμερα. Τον άνθρωπο όχι. Συνάντησα
κάποιον που - έχοντας νικήσει για τα καλά τα προσωπικά του φαντάσματα -
στέκεται σοφότερος, ταπεινότερος, μα πάντα δημιουργικός. Ο νέος δίσκος του «Αύριο
θα είναι αργά» με τη μουσική της Βάσως Αλαγιάννη, του Σωκράτη Μάλαμα και του
Ορφέα Περίδη ήδη ταξιδεύει. Έχοντας ορίσει με τις ερμηνείες του το νέο ελληνικό
τραγούδι, ιδιαίτερα κατά τη δεκαετία του ’90, ο Μανώλης Λιδάκης μάλλον δεν χρειάζεται επιπλέον συστάσεις.
Με τον
καινούργιο σας δίσκο ένιωσα σαν να δηλώνετε ότι αυτό που εκφράσατε μουσικά τα
τελευταία 25 χρόνια παραμένει ζωντανό.
Το
σίγουρο είναι ότι κάτι παλιό πέθανε πράγματι στην Ελλάδα· μια παλιά νοοτροπία,
ένας παλιός τρόπος σκέψης. Εξαναγκαζόμαστε πλέον να κάνουμε όνειρα, γιατί ένα
παρόν γεμάτο αγκάθια σε αναγκάζει να ονειρεύεσαι ένα πιο ρόδινο μέλλον. Ως προς
το δίσκο, δεν έκανα κάτι διαφορετικό απ’ ότι κάνω κάθε φορά. Ελπίζω το
προσωπικό μου γούστο να συμπέσει με το γούστο όσων με ακούνε και μ’ αγαπάνε.
Τρία τραγούδια
σε στίχους του Μανώλη Ρασούλη. Σας λείπει;
Τυχαίνει
να έχω μια ιδιαίτερη σχέση με τον Ρασούλη απ’ τα παιδικά μου χρόνια.
Γεννηθήκαμε στην ίδια γειτονιά, στο Ηράκλειο της Κρήτης. Τον ξέρω περισσότερο
από άλλους ανθρώπους που γνωρίζουν μόνο την καλλιτεχνική του οντότητα. Εγώ
ήμουν ο πιτσιρικάς, αυτοί μαζεύονταν, παίζανε κιθάρες και μπουζούκια και
διαλογίζονταν, και μ’ έστελναν να τους πάρω μπύρες και τσιγάρα. Ο Μανώλης ήταν
πολίτης του κόσμου· ήθελε συνεχώς να ανακαλύπτει πράγματα και δεν είχε μόνιμη
έδρα, δεν μπορούσε να στεριώσει κάπου. Γι’ αυτό και ήθελε να γράψουν γι’ αυτόν ότι
έφυγε «πλήρης ιδεών» και όχι «πλήρης ημερών». Ο Ρασούλης προτιμούσε να δίνει
ζωή στα χρόνια του παρά χρόνια στη ζωή του. Ήταν πάντα σε μια διαρκή εγρήγορση.
Βάσω Αλαγιάννη;
Η
Βάσω είναι κάτι σαν αδερφή, μάνα και φίλη μου. Είναι ο άνθρωπος που τα λέω όλα·
με συμβουλεύει και τη συμβουλεύω. Και μου έχει δώσει απ’ τα ωραιότερα τραγούδια
που έχει γράψει.
Όπως τον
θρυλικό «Γλάρο».
Χθες
το βράδυ σταμάτησα σ’ ένα περίπτερο να πάρω τσιγάρα και μόλις με είδε το παιδί
που ήταν εκεί μου λέει, «Δεν ξέρω κύριε Λιδάκη τι με πιάνει όταν ξενυχτάω εδώ
στο περίπτερο και βάζω πέντε και δέκα φορές τον ‘Γλάρο’ για να περάσει η βραδιά
μου». Τον ρώτησα τι κάνει, μου είπε ότι έχει σπουδάσει αρχιτέκτονας αλλά
δυστυχώς δεν μπορεί να βρει δουλειά και ξενυχτάει σ’ ένα περίπτερο. Σκληρό
φαινόμενο της εποχής.
Πράγματι. Ορφέας
Περίδης;
Κοίταξε,
υπάρχουν άνθρωποι όπως ο Περίδης, ο Μάλαμας, ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου που
δίνουν τραγούδια σε λίγους επειδή τραγουδάνε οι ίδιοι, και πολύ καλά κάνουνε.
Βεβαίως, πολύ καλά κάνουνε που δίνουν τραγούδια και σε μένα! Είναι αδερφός μου και
ο Ορφέας. Και με τον Σωκράτη, επίσης, έχουμε μια σχέση δεκαετιών. Πρωτο-συνεργαστήκαμε στο δίσκο «Ο φύλακας κι ο βασιλιάς»
όπου είπα τα «Φύλλα αλκαλικά» και το «Πουλί σε δέντρο αρχοντικό».
Δίσκος
«παρέας» λοιπόν ο καινούργιος σας.
Ακριβώς.
Γι’ αυτό και στεναχωρήθηκα όταν τέλειωσε η ηχογράφηση, γιατί περάσαμε όμορφα
παρέα. Ήμασταν όλοι μαζί στο στούντιο και γράφαμε, όλοι μαζί, όπως παλιά, κι
αλλοίμονο σ’ αυτόν που θα έκανε λάθος, γιατί μετά έπρεπε να το ξαναπάμε πάλι
απ’ την αρχή! Εγώ τραγούδησα μαζί τους, κάποια πράγματα κρατήθηκαν, και στη
συνέχεια ξανατραγούδησα ό,τι έπρεπε να τραγουδήσω.
Υπήρξατε ένας
από τους βασικούς εκπροσώπους αυτού που ονομάστηκε έντεχνο τραγούδι. Πώς
νοιώθετε σήμερα, με τον ελληνικό στίχο να υποχωρεί, με ήχους που δεν έχουν
σχέση με το λαϊκό στοιχείο, με τη δισκογραφία να καταρρέει;
Καταρχήν,
δεν πιστεύω σε «έντεχνο», σε «σκυλάδικο», κλπ. Όλοι κάνουν μουσική, στίχους,
και τραγούδια. Τώρα, αυτό που τραγουδάω εγώ, η συγκεκριμένη αισθητική - της
οποίας ούτε είμαι ούτε υπήρξα ο μοναδικός εκπρόσωπος - εξακολουθεί να στέκεται
ψηλά. Αν κάποιοι νομίζουν ότι με το να πειράζεις τραγούδια του Τσιτσάνη… όλο
αυτό είναι μια μόδα της εποχής. Αλλά ο Χατζιδάκις δεν ήταν μόδα, ο Τσιτσάνης
δεν ήταν μόδα, ο Βαμβακάρης δεν ήταν μόδα. Η δισκογραφία έκανε έναν κύκλο. Όταν
ξεκίνησε, υπήρχαν ελάχιστες δισκογραφικές εταιρείες, τα τραγούδια γίνονταν
επιτυχίες στη ζωντανή επαφή με το κοινό, δεν υπήρχε η τεράστια μουσική
βιομηχανία που κυριάρχησε στη συνέχεια, υπήρχε το κρατικό ραδιόφωνο που αν παιζόσουν
ήταν άθλος, υπήρχε μία μόνο τηλεόραση. Ξαφνικά μπήκαμε στην εποχή της
«πολυφωνίας». Άπειρα ραδιόφωνα, καταστρατηγημένα playlist, «εμείς
αυτά τα παίζουμε, αυτά δεν τα παίζουμε», και επιβλήθηκε ένα φασιστικό καθεστώς
στη δισκογραφία, με τοποθετήσεις δίσκων που θεωρούντο πωλήσεις επειδή έφευγαν
από τα ράφια των εταιριών, ακόμα κι αν δεν τα αγόραζε ο κόσμος. Και μετά βγήκε
το ίντερνετ, και έκανε τον κύκλο του όλο αυτό το πράγμα, και είμαστε εκεί απ’
όπου ξεκινήσαμε.
Ο προηγούμενος
δίσκος σας είχε επανεκτελέσεις τραγουδιών του Ξαρχάκου. Μήπως σήμαινε αυτό και
μια δυσκολία εύρεσης νέων τραγουδιών;
Αυτό
που έκανα με τον Ξαρχάκο το έκανα και προηγουμένως με τον Χατζιδάκι, δεν είναι
η πρώτη φορά που το επιχείρησα. Είχα βαθιά επιθυμία στη ζωή μου να τραγουδήσω
Γκάτσο, Καμπανέλλη, Χατζιδάκι, Ξαρχάκο, όλους αυτούς που υπήρξαν η βάση του
πολιτισμού μας. Οπωσδήποτε, η αναπαραγωγή του παρελθόντος αντανακλά και ένα
στείρο παρόν. Για να αναπνεύσει το τραγούδι χρειάζεται κάποιοι άνθρωποι να
προσπαθήσουν γι’ αυτό, και δεν βλέπω προσπάθεια. Όλος ο κόσμος πλέον θεωρεί
δεδομένο ότι η μουσική πρέπει να είναι δωρεάν.
Είχα πάντα την
αίσθηση ότι ενώ σας αρέσει πολύ το τραγούδι σαν τέχνη, δεν σας αρέσει πολύ το
τραγούδι σαν επάγγελμα, σαν «χώρος».
Δεν
έχεις άδικο. Στο ξεκίνημά μου διαπίστωσα ότι είχα γύρω μου ανθρώπους που δεν
μπορούσα να καταλάβω τη συμπεριφορά τους. Στη συνέχεια, τα κατάλαβα όλα γιατί
ωρίμασα. Δεν μπορείς στο χώρο της μουσικής να είσαι και εξουσιαστής και
επαναστάτης. Υπήρξαν άνθρωποι που ήθελαν να είναι και τα δύο, και με την
εξουσία και με την επανάσταση. Εκεί είδα πολλή υποκρισία και όταν άρχισα να
πουλάω πενήντα, εξήντα, εβδομήντα χιλιάδες CD,
την έκανα και δεν έκατσα να το εξαργυρώσω. Είναι πολύ περίεργο επάγγελμα αλλά
δεν ξέρω να κάνω και κάτι άλλο. Βεβαίως γνώρισα και εξαιρετικούς ανθρώπους μέσα
στο χώρο, είχα πολύ καλούς δασκάλους. Η γνωριμία μου με τον Καζαντζίδη, με τον
Μπιθικώτση, τον Χατζιδάκι, τον Θεοδωράκη και τους νεότερους που αναφέραμε πριν
μου έδωσε πολύτιμα πράγματα.
Με εξαίρεση
κάποια τραγούδια του Βαρδή…
Μεγάλος
συνθέτης ο Αντώνης Βαρδής.
…και τη
συμμετοχή σας στο «Ρεπορτάζ» του Γιάννη Μαρκόπουλου, νοιώθω ότι χάσατε μια
ολόκληρη δεκαετία, τη δεκαετία του ’80, σε δουλειές που δεν ταίριαξαν με την
μεταγενέστερη πορεία σας.
Τα
χρόνια που λες, αυτή η χαμένη δεκαετία, ήταν ένα μεγάλο κομμάτι της ζωής μου…
Σαν να ήθελαν κάποιοι
να σας κάνουν τον νέο Γιάννη Πάριο!
Κάπως
έτσι ήτανε κι απάνω εκεί διαφώνησα. Εκεί συνάντησα τους ανθρώπους που ήθελαν να
είναι και επαναστάτες και εξουσιαστές. Οι ίδιοι βέβαια μετά μου ζητούσαν
συνεργασίες, αλλά εγώ δεν ενέδωσα ποτέ κι ούτε πρόκειται. Ο δίσκος με τον οποίο
αρχίζω και επιβάλλω την προσωπική μου αισθητική είναι το «Ούτε που ρώτησα». Με
αυτόν το δίσκο αρχίζω και κάνω αυτό που θέλω. Πιο πριν, για εφτά χρονάκια,
ήμουν αιχμάλωτος συγκεκριμένης δισκογραφικής εταιρείας, και το πλήρωσα μην
μπορώντας να ηχογραφήσω πουθενά αλλού. Παραδέχομαι τον Πάριο σαν φωνή, είναι
μεγάλος τραγουδιστής, αλλά δεν ήθελα να γίνω δεύτερος Πάριος και δεν με
εξέφραζε το συγκεκριμένο ρεπερτόριο. Γενικά, όμως, απεχθάνομαι τη λέξη
«παράπονο» και δεν είναι στον χαρακτήρα μου να κατηγορώ τους άλλους. Δεν ωφελεί
να μιζεριάζεις.
Το ότι μάθατε
από νωρίς να παίζετε μουσικά όργανα επηρέασε την ερμηνεία σας;
Σίγουρα.
Η φωνή, ξέρεις, είναι το απόλυτο μουσικό όργανο και μπορεί να κάνει πολλά
πράγματα που δεν μπορούν κάποια όργανα να κάνουν. Η φωνή περνάει μέσα από
μόρια· το μπουζούκι, η κιθάρα, το πιάνο δεν μπορούν να κάνουν το ίδιο. Εγώ
είμαι ένας μέτριος μουσικός. ΟΚ, αν μου δώσεις μια παρτιτούρα θα στη διαβάσω.
Αλλά πιο πολύ επικεντρώνομαι στη μουσικότητα, και όχι στα όργανα που παίζω.
Τι είναι
μουσικότητα;
Μουσικότητα
είναι η σφαιρική αντίληψη που έχεις για τη μουσική. Κατόρθωσα να ερμηνεύσω
πολλά διαφορετικά πράγματα χωρίς να ενοχλήσω. Η μουσικότητα με βοηθάει να
καταλάβω πού μπορώ να ανταπεξέλθω και πού όχι. Ο ερμηνευτής είναι ρολίστας,
είναι ηθοποιός. Το να τραγουδήσεις συγχρόνως ρεμπέτικο, λαϊκό, βυζαντινή μουσική, Χατζιδάκι και Λοΐζο είναι
επικίνδυνο. Όταν προσπαθείς σε όλα αυτά να επιβάλλεις την ερμηνεία σου με στυλ
καπελώματος και δεν έχεις την πρόθεση να είσαι φαντάρος, δηλαδή να υπηρετείς,
τότε το τραγούδι θα σε καταπιεί. Το αυτί μου είναι τόσο ευαίσθητο που μπορώ να
καταλάβω αν κάποιος μου παίξει αντί για ντο μινόρε ένα σολ ματζόρε. Αυτό έχει
να κάνει με τη μουσικότητα, με το «καλό αυτί».
Με το «Κόκκινο
Ακρογιάλι» το 2006 επισκεφθήκατε εκ νέου την κρητική μουσική. Γιατί;
Είμαι
ένας απ’ αυτούς που έκαναν ευρύτερα γνωστή την κρητική μουσική στην Ελλάδα τα
τελευταία είκοσι χρόνια, με το δίσκο που προανέφερες, με το «Άστρα μη με
μαλώνετε», και με άλλα. Βεβαίως, εγώ δεν έχω ζήσει πολύ στην Κρήτη, γιατί στα
15 μου έφυγα και συνάντησα τον αδερφό μου στο νομό Σερρών, όπου και έμεινα για
τρία χρόνια. Στη συνέχεια, πήγα φαντάρος στην Αυλώνα μαυροσκούφης, στην 20η
Τεθωρακισμένη Μεραρχία και στην Καρωτή Έβρου. Επέστρεψα και εγκαταστάθηκα στην
Αθήνα, και στην Κρήτη πήγαινα μόνο επισκέψεις. Δεν ένιωσα ποτέ ότι είχα ευθύνη
να συνεχίσω το έργο αυτών των ανθρώπων, δεν μπορώ να συγκριθώ π.χ. με τον
Μουντάκη και με τα υπόλοιπα ιερά τέρατα. Ενορχήστρωσα αυτό το δίσκο με
τραγούδια της ιδιαίτερής μου πατρίδας· τόσο απλά. Και δεν το διαφήμισα καθόλου.
Τον έκανα για μένα και για κάποιους άλλους, λίγους ανθρώπους.
Στο «Ρεπορτάζ»,
το 1985, τραγουδάτε ένα στίχο του Αντώνη Ανδρικάκη: «Δεν θέλω τη γραμμή ν’
ακολουθήσω / μα ούτε και να ζήσω μοναχός μου». Τι απάντηση δώσατε στο δίλημμα
αυτό, τελικά;
Έχουν
περάσει πολλά χρόνια, αλλά είναι χαραγμένο στη μνήμη μου ότι πήγαινα να ψάξω αυτό
το δίσκο στα μαγαζιά και δεν υπήρχε πουθενά. Αυτός ο δίσκος όλως περιέργως
εξαφανίστηκε. Ως προς την ερώτησή σου, τελικά αποδείχθηκε ότι ήθελα να ζήσω
μοναχός μου. «Εγώ θέλω μονάχος μου να περπατώ στο δρόμο», όπως λέει και το
τραγούδι των Περίδη - Γκόνη από το νέο δίσκο. Προτιμώ μια πορεία όπου υπεύθυνός
της θα είμαι εγώ, με όλα τα λάθη κι όλα τα σωστά. Και κατάλαβα ότι η επιτυχία
μπορεί να σου φέρει πιο πολλά προβλήματα από την αποτυχία. Όταν γέμιζα για τρία
βράδια τον Λυκαβηττό, μετά ήθελα να φύγω και να πάω στην Κρήτη. Δεν άντεχα αυτή
την πίεση.
Αναδειχθήκατε
μέσα από το «Να η ευκαιρία». Θα συμβουλεύατε ένα νέο παιδί να πάει στο The Voice;
Υπάρχει
μια διαφορά. Όταν εγώ πήγα στο «Να η ευκαιρία», η επιτροπή αποτελείτο από
ποιητές και σκηνοθέτες και συνθέτες· δεν αποτελείτο από τραγουδιστές. Εμένα μου
προτάθηκε να πάω στο The Voice, και να
εμφανιστώ κιόλας. Δεν θεώρησα σωστό να πάω.
Γιατί;
Γιατί
έκρινα ότι δεν είναι ο φυσικός μου χώρος, το φυσικό μου περιβάλλον, και γιατί
πολύ άνθρωποι δεν θα ήθελαν να με δουν εκεί όπως δεν θα ήθελα κι εγώ να δω τον
εαυτό μου εκεί. Και γι’ αυτό δεν πήγα. Αλλά για να είμαι αντικειμενικός, πες
μου ποιον τρόπο εκτός από αυτά τα talent
shows έχει
ένας νέος άνθρωπος για να συστηθεί, για να κάνει ένα ξεκίνημα; Υπάρχει άλλος
τρόπος; Δεν υπάρχει.
Ζούμε
πρωτόγνωρες καταστάσεις σαν κοινωνία εν μέσω μιας σκληρής οικονομικής κρίσης. Πότε
νοιώσατε ότι κάτι δεν πάει καλά;
Με
το που έγινε η Ολυμπιάδα, ένιωσα αυτόματα ότι κάτι κακό έρχεται. Αλλά όταν
έλεγα ότι «οι Ολυμπιακοί Αγώνες μας μάραναν», κάποιοι με κοίταζαν με μισό μάτι
και μετά μου έλεγαν «δικαιώθηκες». Τι να το κάνω που δικαιώθηκα; Το θέμα είναι
να δικαιωθεί ο τόπος.
Τι μας έφερε
ως εδώ;
Ό,τι
έγινε ήταν ένα διεθνές σχέδιο τοκογλυφίας ώστε οι πολλοί να χάσουν πολλά και οι
λίγοι να αποκτήσουν πάρα πολλά. Αυτό που ζούμε δεν το λες κρίση· είναι η
επιβολή ενός καθεστώτος από επαγγελματίες τζογαδόρους που αποφάσισαν να κάνουν
αφαίμαξη των ανθρώπων. Πλάι σ’ αυτά, έπαιξαν ρόλο και η καλοπέραση, η απληστία,
η ιδέα του πώς να κάνουμε τα πολλά περισσότερα… Δεν τρέφαμε καθόλου το πνεύμα
και την ψυχή μας, παρά μόνο ήμασταν αγκιστρωμένοι στην ύλη. Αυτό ήταν το
δόλωμα, τσιμπήσαμε, και μετά μας έβγαλαν και μας έψησαν στη σχάρα. Η κρίση
αξιών προϋπήρξε της οικονομικής κρίσης.
Η τέχνη έχει
άραγε να προσφέρει κάτι στον κόσμο τον τσακισμένο που δεν πιστεύει τίποτα,
κανέναν, πουθενά;
Δεν
είμαι βέβαιος, γιατί σήμερα δεν υπάρχουν ούτε πολιτική, ούτε πολιτικοί. Και δεν
γράφονται πολιτικά τραγούδια. Μπορεί να υπάρχουν βαθύτερα νοήματα στα
τραγούδια. Μπορεί το τραγούδι «σιγά μην κλάψω, σιγά μη φοβηθώ» του Αγγελάκα να
είναι επίκαιρο αλλά γράφτηκε πριν από πολλά χρόνια. Πολιτικά τραγούδια δεν
γράφονται σήμερα γιατί ο κόσμος δεν πιστεύει στην πολιτική. Κι εγώ ο ίδιος
βλέποντας σήμερα το παρόν δεν μπορώ να ερμηνεύσω το μέλλον, ενώ κάποτε
μπορούσα. Όταν επικρατεί η σύγχυση, τότε να τα περιμένεις όλα.
«Αύριο θα
είναι αργά». Για ποιο πράγμα θα είναι αργά αύριο; Για ποιο όνειρό σας;
Ονειροπολώ
συνεχώς. Ακόμα και τώρα που μιλάμε, κοιτάζω τα σύννεφα και βλέπω μέσα τους
σχήματα, πράγματα. Τα όνειρά μου δεν είναι σημαντικά. Μου αρέσει να βρίσκω
ωραίους στίχους, ωραίες μουσικές· αυτό το κομμάτι με απορροφά πάρα πολύ. Αλλά
γενικά είμαι χορτάτος καλλιτεχνικά. Έχω κάνει σημαντικά πράγματα που δεν είναι
πολύ γνωστά, όπως η συνεργασία με τον Zbigniew
Preisner
που μελοποίησε Κωστή Παλαμά, ή με τον Steve Wood, αμερικανό συνθέτη που
έχει πάρει βραβείο Grammy. Στη Βαρσοβία
μπήκα στο στούντιο μαζί με μια ορχήστρα με 120 όργανα και μια χορωδία με 100
φωνές· τεράστιες εμπειρίες! Και είμαι ευχαριστημένος που ακόμα οι δισκογραφικές
εταιρείες πληρώνουν για τις παραγωγές μου.
Καλλιτεχνικά
απωθημένα έχετε;
Μια
συνεργασία που θα ήθελα πραγματικά να κάνω είναι με τον Ιεροκλή Μιχαηλίδη και
τους «Άγαμους». Επίσης, θα ήθελα πάρα πολύ να κάνω ένα δίσκο με τον Θανάση
Παπακωνσταντίνου. Μου αρέσει πολύ, τον θαυμάζω, και πιστεύω ότι μπορεί να
γράψει θαυμάσια τραγούδια και για μένα, πλάι στα θαυμάσια τραγούδια που έχει
ήδη γράψει. Ναι, ο Θανάσης είναι ένα απωθημένο.
Τι θα
ακούσουμε στο Βεάκειο;
Όταν
έχεις ηχογραφήσει πολλά τραγούδια, κάθε άνθρωπος θέλει να ακούσει τα δικά του
αγαπημένα. Παίρνω λοιπόν μια κιθάρα και δέχομαι παραγγελίες (σ.σ.: γέλια)! Αυτές
τις μέρες φτιάχνω το πρόγραμμα.
Και η
ορχήστρα;
Πλήκτρα,
πιάνο και ακορντεόν ο Νίκος Παπαναστασίου, μπουζούκι ο Γιώργος Σπηλιόπουλος,
βιολί ο Βασίλης Ραψανιώτης, κρουστά ο Γιώργος Τζανέτος, κιθάρα ο Σπύρος Δέλτα,
μπάσο ο Γιάννης Άννινος, και η Μαριαστέλλα Τζανουδάκη φωνητικά και σόλο
τραγούδι.
Ολοκληρώνοντας,
τελικά εσείς τι υπήρξατε κύριε Λιδάκη; Εξουσιαστής ή επαναστάτης;
Εγώ
δεν θεωρώ τον εαυτό μου ούτε εξουσιαστή ούτε επαναστάτη. Δεν υπάρχουν τώρα
επαναστάσεις. Βλέπω παντού θυμό, οργή, την υδρόγειο σφαίρα να βράζει, αλλά
επαναστάσεις δεν βλέπω. Πάντως, οι Τούρκοι με εντυπωσιάσανε με την αντίδρασή
τους για τους 300 νεκρούς ανθρακωρύχους, και το πώς αντιμετώπισαν τον Ερντογάν.
Ενώ εδώ έχουμε 8.000 αυτοκτονίες και δεν έγινε τίποτα.
Γιατί;
Η
διαπλοκή και οι πελατειακές σχέσεις ζουν και βασιλεύουν. Και το πρόβλημα έγινε
εξατομικευμένο - ο καθένας μόνος του. Ο κόσμος νοιώθει να απειλείται, αλλά δεν
ξέρει από ποιον. Κατόρθωσαν να μας κάνουν να ξεκινάμε μεταξύ μας να συζητήσουμε
για τα προβλήματά μας και μετά από πέντε λεπτά να κουραζόμαστε και να λέμε «δεν
βγάζουμε άκρη, ρε παιδιά, δεν σταματάμε καλύτερα;». Ενώ κάποτε οι κουβέντες
κρατούσαν πέντε-έξι ώρες, ήταν έντονες, εμβαθύναμε στα πράγματα και ψάχναμε να
βρούμε απαντήσεις.