Τέσσερα τραγούδια και δυο παραλλαγές
του Φώντα Λάδη
ΤΑΝΚΣ ΘΑ ΣΤΕΙΛΩ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ
Το ψωμάκι έχω χορτάσει
μα δεν χόρτασα τον ύπνο.
Πίνω σε χρυσό ποτήρι
μα τον ήλιο έχω ξεχάσει.
Απ’ το σπίτι στο γραφείο
κι από κει στο μαύρο αμάξι.
Χίλιοι αστυφυλάκοι γύρω
κι εκατό μοτοσικλέτες.
Τανκς θα στείλω στην Αθήνα
και στα Μέγαρα μπουλντόζες
και στην Κύπρο πέντε φίλους
νύχτα τον παπά να σφάξουν.
ΑΧΟΣ ΒΑΡΥΣ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ
Αχός βαρύς ακούγεται
κι ερπύστριες κυλάνε.
Πατήσια κι Αμπελόκηποι
καίγoνται σα λαμπάδες.
Ξένοι δεν είναι τούτοι εδώ.
Eλληνικά μιλάνε.
Όπου μωρό πυροβολούν,
όπου γυναίκα ρίχνουν.
Βαρούν ντουφέκια από παντού,
βαρούν τα πολυβόλα.
Σφαλούν πορτοπαράθυρα.
Στο δρόμο κάποιος τρέχει.
Καρδιά, για πάψε να χτυπάς,
καρδιά, που πας να σπάσεις.
Η πόλη τούτη είν’ άπαρτη.
Τα σπίτια είναι δικά μας.
ΣΤΕΙΛ’ ΕΝΑ ΓΥΡΩ ΜΗΝΥΜΑ
Στείλ’ ένα γύρω μήνυμα και ρώτα τους δικούς μας,
τι θέλουν τουτ’ οι Έλληνες κι όλο παραπονιούνται
κι οι χωρικοί στα Μέγαρα στήσαν μαύρες σημαίες.
Φάμπρικες φτιάχνω και σχολειά και φάμπρικες δε θέλουν
κι οι φοιτητές κλειστήκανε μες στο Πολυτεχνείο
κι απέξω μάνες κι αδερφές, κι απέξω ένα μιλιούνι.
ΜΕΓΑΡΑ
Τουτ’ η ελιά που χάλασες, έχει κακές τις ρίζες.
Κι αν την σκεπάσεις σίδερο, κι αν τηνε χτίσεις πέτρα,
θε ν’ ανασαίνει μες στη γη, θε να μαζεύει πόνο,
θε να μιλά μερόνυχτα, μέχρι να την ακούσουν.
Κι αν χτίσεις φάμπρικα τρανή, θ’ ακούσουν οι εργάτες.
Κι αν χτίσεις ταρσανά βαθύ, θ’ ακούσουν οι μαστόροι.
Κι αν την αφήσεις ξέσκεπη, μπροστά σου θα ‘ναι πάντα.
Τουτ’ η ελιά που χάλασες, αυτή θα σε χαλάσει.
ΝΟΕΜΒΡΗΣ 1973
Το ψωμάκι έχω χορτάσει
μα δεν χόρτασα τον ύπνο.
Πίνω σε χρυσό ποτήρι
μα τον ήλιο έχω ξεχάσει.
Απ’ το σπίτι στο γραφείο
κι από κει στο μαύρο αμάξι.
Χίλιοι αστυφυλάκοι γύρω
κι εκατό μοτοσικλέτες.
Τανκς θα στείλω στην Αθήνα
και στα Μέγαρα μπουλντόζες
και στην Κύπρο πέντε φίλους
νύχτα τον παπά να σφάξουν.
ΑΧΟΣ ΒΑΡΥΣ ΑΚΟΥΓΕΤΑΙ
Αχός βαρύς ακούγεται
κι ερπύστριες κυλάνε.
Πατήσια κι Αμπελόκηποι
καίγoνται σα λαμπάδες.
Ξένοι δεν είναι τούτοι εδώ.
Eλληνικά μιλάνε.
Όπου μωρό πυροβολούν,
όπου γυναίκα ρίχνουν.
Βαρούν ντουφέκια από παντού,
βαρούν τα πολυβόλα.
Σφαλούν πορτοπαράθυρα.
Στο δρόμο κάποιος τρέχει.
Καρδιά, για πάψε να χτυπάς,
καρδιά, που πας να σπάσεις.
Η πόλη τούτη είν’ άπαρτη.
Τα σπίτια είναι δικά μας.
ΣΤΕΙΛ’ ΕΝΑ ΓΥΡΩ ΜΗΝΥΜΑ
Στείλ’ ένα γύρω μήνυμα και ρώτα τους δικούς μας,
τι θέλουν τουτ’ οι Έλληνες κι όλο παραπονιούνται
κι οι χωρικοί στα Μέγαρα στήσαν μαύρες σημαίες.
Φάμπρικες φτιάχνω και σχολειά και φάμπρικες δε θέλουν
κι οι φοιτητές κλειστήκανε μες στο Πολυτεχνείο
κι απέξω μάνες κι αδερφές, κι απέξω ένα μιλιούνι.
ΜΕΓΑΡΑ
Τουτ’ η ελιά που χάλασες, έχει κακές τις ρίζες.
Κι αν την σκεπάσεις σίδερο, κι αν τηνε χτίσεις πέτρα,
θε ν’ ανασαίνει μες στη γη, θε να μαζεύει πόνο,
θε να μιλά μερόνυχτα, μέχρι να την ακούσουν.
Κι αν χτίσεις φάμπρικα τρανή, θ’ ακούσουν οι εργάτες.
Κι αν χτίσεις ταρσανά βαθύ, θ’ ακούσουν οι μαστόροι.
Κι αν την αφήσεις ξέσκεπη, μπροστά σου θα ‘ναι πάντα.
Τουτ’ η ελιά που χάλασες, αυτή θα σε χαλάσει.
1
Μεριάσανε τα σύννεφα κι ο ήλιος κατεβαίνει
κι ένα μικρό μελαχροινό φυσάει μες στο σουράβλι.
Η πίκρα είναι στο στόμα του, στα μάτια πάλι η πίκρα
κι ένα ντουφέκι δίπλα του, παλιό και πλουμισμένο.
2
Ξανοίγει πάλι ο ουρανός κι ο ήλιος κατεβαίνει
κι ένα μικρό μελαχροινό κοιτάζει και σωπαίνει.
Κάτ’ είναι σα χαρούμενο, κάτι σα θυμωμένο
κι ένα ντουφέκι δίπλα του, παλιό και πλουμισμένο.
-------------------------------------------------------------------------------------
Τα ποιήματα αυτά γράφτηκαν αμέσως μετά τα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο “Αντιφασιστικά ’67 – ’74”, Εκδόσεις “Γραμμή”, Αθήνα 1974, με επιμέλεια και πρόλογο Κώστα Βαλέτα. Μελοποιήθηκαν το 2016 από τον συνθέτη και πιανίστα Βασίλη Γαϊτάνο, που ζει στο Σικάγο.