Ο Θάνος Μικρούτσικος για τα «Τροπάρια για Φονιάδες»
Αφήγηση στον
Ηρακλή Οικονόμου. Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ
"Ο
Μάνος Ελευθερίου είναι η κλασική περίπτωση ποιητή που υποδύεται τον στιχουργό.
Ακόμα πιο ενδεικτική περίπτωση αυτού που λέω είναι ο Άλκης Αλκαίος, γιατί δεν
αποδεχόταν τον τίτλο του ποιητή ενώ ο Μάνος έχει γράψει και ποιήματα που έχει
εκδώσει σε ποιητικές συλλογές. Εντούτοις, η «Θητεία» που έδωσε στον Μαρκόπουλο
και τα «Τροπάρια για Φονιάδες» που έδωσε σε μένα, όπως και πολλά άλλα, επί της
ουσίας είναι μια κρυμμένη ποίηση σε στίχους.
Θα
το έθετα κι αλλιώς. Εάν ο Νίκος Γκάτσος υπήρξε ένας διαχρονικός Δον Κιχώτης του
Θερβάντες στο ελληνικό τραγούδι, ο Μάνος Ελευθερίου είναι ο Ντ’ Αρντανιάν των «Τριών
Σωματοφυλάκων». Κι αυτό το «Το τρένο φεύγει στις οχτώ» που έδωσε στον Θεοδωράκη
είναι μια αέναη και διαχρονική μαχαιριά στην ψυχή μου, από την πρώτη στιγμή που
το άκουσα και για 43 χρόνια μέχρι σήμερα.
Δεν
ξέρω πώς γνωριστήκαμε με τον Μάνο αρχικά - ίσως μέσω της Μαρίας Δημητριάδη, δεν
μπορώ να το θυμηθώ. Αυτός, αν και μεγαλύτερος, λογικά το θυμάται ή το έχει
σημειωμένο σε κάποιο σημειωματάριό του! Μου ήρθαν πάντως κάποιοι στίχοι όπως ο «Νίκος
Πλουμπίδης» αλλά μου ήρθαν και φωτοτυπίες από ποιητικές του συλλογές σταλμένες
από τον ίδιο. Γι’ αυτό και τα «Τροπάρια για Φονιάδες» είναι μια μικτή ιστορία
μελοποίησης στίχων αλλά και ποιημάτων. Αυτό το πράγμα μου είναι πολύ οικείο
γιατί την ποίηση την περιέχω εντός μου και έχω μελοποιήσει πάρα πολλούς
ποιητές. Αλλά επέλεξα και στιχουργούς όπως ο Ελευθερίου στη συγκεκριμένη
περίπτωση, ή όπως ο Αλκαίος και ο Τριπολίτης αργότερα, οι οποίοι επί της ουσίας
είναι ποιητές.
Θυμάμαι
ότι προηγήθηκε ένα μικρό δισκάκι που είχε μέσα τη «Ρόζα Λούξεμπουργκ» - αυτό
κυκλοφόρησε το ’75 ενώ τα «Τροπάρια για Φονιάδες» το ’77. Όταν την ηχογράφησα
στο στούντιο, τον φώναξα κι ήρθε σπίτι μου. Θυμάμαι ότι είχε πάρει τηλέφωνο
έναν φίλο του στον Βόλο - νομίζω τον σκηνοθέτη Σπύρο Βραχωρίτη - και του
παίξαμε το τραγούδι μέσω τηλεφώνου· ο Μάνος είχε τρελαθεί, έκανε σαν μικρό
παιδί.
Τα
«Τροπάρια για Φονιάδες» όπως και το «Εμπάργκο» (πέραν των «Πολιτικών
Τραγουδιών», της «Μουσικής Πράξης», της αιχμής του δόρατος που είναι ο
Καββαδίας, ή του πιο πρόσφατου «Άμλετ της Σελήνης») είναι δυο δουλειές - σήματα
για μένα. Και οι δυο δουλειές, παρόλο που περιλαμβάνουν τραγούδια που κρίνονται
ως διαχρονικώς αγαπημένα - το «Ερωτικό» στο Εμπάργκο, η «Δίκοπη Ζωή» στα Τροπάρια
- είναι ολοκληρωμένες συλλογές που δεν είναι για πολλούς. Και εννοώ εκείνον τον
ακροατή που θα εισπράξει την ουσία αυτού που ακούει.
Εγώ
προσωπικά, που δεν επανέρχομαι στους παλιούς μου δίσκους, επανέρχομαι πολύ
συχνά στα «Τροπάρια για Φονιάδες» χάρη στα κείμενα του Ελευθερίου. Είναι
κείμενα αιμάτινα, που απαιτούν κλειδιά για να ξεκλειδώσεις τα σύμβολα και που
επιδέχονται πολλών αναγνώσεων γιατί έχουν πολλά διαφορετικά επίπεδα ακόμα και
ως προς τα ερωτήματα. «Οι λύκοι αγκαλιά με τα σκυλιά». Ποιοι είναι οι λύκοι και
ποιά τα σκυλιά; Είναι προς την ίδια κατεύθυνση; Ή είναι οι μεν και οι δε;
Ουδείς δίνει την απάντηση. Η «Δίκοπη ζωή» είναι ένα τραγούδι - διαδρομή της
δικιάς μου γενιάς, μια διαδρομή «μ’ όσους κρυφά περπάτησαν» μαζί μας. Αυτό το
«κρυφά», που στην ποίηση του Ελευθερίου είναι πολύ σημαντικό και το συναντάμε
συχνά, είναι ακριβώς το κλειδί που μπορεί να σου ξεκλειδώσει τη δυνατότητα
απόλαυσης της τέχνης του Ελευθερίου στα «Τροπάρια για Φονιάδες».
Είμαι
υπερήφανος γιατί τα κατάφερα να σταθώ στο ύψος του Ελευθερίου σ’ αυτόν τον
δίσκο. Δεν θα μπορούσα να το κάνω με μια πιο μονο-επίπεδη μουσική. Γιατί; Γιατί
υπήρχαν πολλά πράγματα που ήταν πολύ καλά κρυμμένα και έπρεπε με τη βοήθεια του
ίδιου του κειμένου να τα αποκαλύψω. Νομίζω ότι αυτό συνέβη στα «Παγώνια της
Θάλασσας», στη «Δίκοπη Ζωή», στον «Κώστα Μίχο» που το έχουμε αφιερώσει στον
Γιώργο Χειμωνά, και βεβαίως και στη «Ρόζα Λούξεμπουργκ».
Ειρήσθω
εν παρόδω, η «Ρόζα Λούξεμπουργκ» αποτελεί και το πρώτο έντεχνο τζαζ-ροκ κομμάτι που
γράφτηκε ποτέ στην ελληνική γλώσσα".
Πέθανε ο Μάνος Ελευθερίου - Greek poet Manos Eleftheriou dies at 80 - Muere el poeta griego Manos Eleftheriou - Poète grec Manos Eleftheriou est mort - Der griehischer Dichter Manos Eleftheriou ist tot - Griekse dichter Manos Eleftheriou overleden
Όταν δεν γράφει στίχους και ποιήματα, ο Μάνος Ορφανουδάκης ανοίγει τα χρονοντούλαπα της ιστορίας και βγάζει πολύτιμες στιγμές του ελληνικού τραγουδιού αποτυπωμένες με ήχο και, ενίοτε, και με εικόνα. Και καθώς φαίνεται ότι δεν ησυχάζει ούτε καλοκαιριάτικα, είπε σήμερα να μας πετάξει κατακούτελα μια ανέκδοτη ...έκδοση του "Όσο κρατάει ένας καφές" με την ίδια μελωδία του Θάνου Μικρούτσικου, αλλά με στίχους του Κώστα Τριπολίτη και ερμηνεία του Γιάννη Πάριου!
Διαδηλώνω
για τον έρωτά σου μόνο
κι είμαι ένα ζωντανό πλακάτ
ξαναδηλώνω
ότι δεν καταναλώνω
άλλα συναισθήματα προκάτ
Κάθε φιλί σου αφήνει
στη μέση την ευθύνη
κι ο έρωτας σου δίνη
γυαλί και νοβοπάν
Κάθε φιλί σου αφήνει
στη μέση την ευθύνη
κι η αγάπη σου έχει μείνει
κλειστή στο σελοφάν
Επιβιώνω
τρέμοντας σε λάθος χρόνο
μέσα σ' ένα αφύσικο ντεκόρ
και συμπληρώνω
με οργή, πιοτό και πόνο
της απελπισίας σου το σκορ
Σε τούτον εδώ τον σύνδεσμο, σπεύστε - εσείς οι λίγοι που δεν το έχετε ήδη κάνει - να βρείτε όλο το ανέκδοτο σύμπαν του Μικρούτσικου που έφερε στο φως η αρχαιολογική σκαπάνη του Ορφανουδάκη. Καλή ακρόαση!
Έπεσα πρόσφατα σε αυτό το βίντεο και μου έκανε αρνητική εντύπωση το "μαργαριτάρι" που αναφέρει η τραγουδίστρια, ότι η "Ατθίδα", το ποίημα της Σαπφώς που μελοποίησε ο Σπύρος Βλασόπουλος, είναι τάχα μου σε μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη. Η μετάφραση, προφανώς, είναι του Σωτήρη Κακίση, αλλά οκ, όλοι μας κάνουμε λάθη και τέλος πάντων είπα να μην γκρινιάξω.
Μετά από λίγο ψάξιμο στο διαδίκτυο, όμως, έπεσα πάνω στον Μάριο Φραγκούλη να λέει ακριβώς την ίδια "πατάτα" απαγγέλοντας την Ατθίδα "σε μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη". Και κάπως έτσι φαίνεται ότι αυτή η παρανόηση τείνει να καθιερωθεί μεταξύ των Ελλήνων καλλιτεχνών... Λοιπόν, του Κακίση είναι η μετάφραση της Ατθίδας. Του Κακίση! Και σε κάθε περίπτωση, αγαπητοί μου τραγουδισταί, καλό θα ήταν να ξέρετε από πριν τους συντελεστές των τραγουδιών που επιλέγετε να τραγουδήσετε!
Το σφάλμα αυτό γίνεται ακόμα σοβαρότερο δεδομένης της κομβικής σημασίας της μετάφρασης του Κακίση για τη μελοποίηση της Ατθίδας και των υπόλοιπων ποιημάτων της Σαπφώς που συμπεριλήφθηκαν στον δίσκο "Σαπφώ" σε μουσική Σπύρου Βλασόπουλου και ερμηνεία Αλέκας Κανελλίδου. Ο ραδιοφωνικός παραγωγός Μάκης Γκαρτζόπουλος γράφει σχετικά:
Οι μεταφράσεις των ποιημάτων της Σαπφώς είναι το πρώτο και καθοριστικό στοιχείο της ταυτότητας του δίσκου. Ο ποιητής Σωτήρης Κακίσης ακουμπά το λόγο της Σαπφώς με ευαισθησία και γνώση. Επιλέγει με προσοχή τους στίχους και πραγματοποιεί μια εξαιρετική εργασία (όλες οι μεταφράσεις εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1978 στον Κέδρο) αφήνοντας ελεύθερο τον ποιητικό λόγο της Σαπφώς, προσαρμόζοντάς τον σε μια σύγχρονη γλώσσα που κρατά ζωντανή την φρεσκάδα του πρωτότυπου. Οι μεταφράσεις του εξυπηρετούν με τον καλύτερο τρόπο τον τελικό στόχο: να γίνουν Τραγούδι! Ο Κακίσης έχοντας στραμμένο το βλέμμα στη ρίζα του τραγουδιού, σ’ εκείνο το τραγούδι που “μας αποκαλύπτει” όπως έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις (ο οποίος μάλιστα είχε ξεκινήσει να μελοποιεί κάποιες από τις μεταφράσεις του Σωτήρη Κακίση στη Σαπφώ, έργο που προοριζόταν για την Φλέρυ Νταντωνάκη και τελικά δεν ολοκληρώθηκε!), μεταμορφώνει τους στίχους της Σαπφώς σε σύγχρονα ερωτικά τραγούδια που σέβονται το πρωτότυπο κείμενο και παράλληλα μεταφέρουν αυτούσιο το πνεύμα της δημιουργού στο σήμερα.
Παρεπιπτόντως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η μαρτυρία του ίδιου του Κακίση:
Αποφάσισε ο Μάνος Χατζιδάκις κάποια στιγμή αργότερα να μελοποιήσει τις μεταφράσεις μου της Σαπφώς, με σκοπό να υπάρξει και μια ανάλογή της επιστροφή, της Φλέρυς Νταντωνάκη. Πολλά βράδια βρεθήκαμε εκείνο το διάστημα στη Ρηγίλλης, στο πιάνο του μπροστά, να μιλάμε. Ήθελε κι ανάμεσα στον δίσκο να υπάρχουν και νέα τραγούδια του στα αρχαία από τη Σαπφώ, σαν το «Κέλομαί σε, Γογγύλα» του, την προηγούμενη μελοποίησή του για τον «Μεγάλο» του «Ερωτικό», την ανεπανάληπτη και τον ανεπανάληπτο. Όμως το σχέδιό του αυτό ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, η Νταντωνάκη δεν ξέρω πού, πώς πια ήτανε, κι ο Χατζιδάκις είχε χίλια δυο επιπλέον πράγματα εκείνους τους καιρούς να ολοκληρώσει. Δεν χρειάζεται εδώ να σας πω πόσο μελαγχολικά αναθυμούμαι τη χαμένη πιθανότητα αυτή, αλλά τι να κάνουμε; Αυτά έχουν οι Τέχνες, κι η ζωή. Είπε, αρκετά πιο μετά, ο Διονύσης Σαββόπουλος: «Η Σαπφώ σου όμως πρέπει να γίνει!» Την ανέθεσε στον Σπύρο Βλασσόπουλο, κι ο Σπύρος ρίχτηκε με τα μούτρα στη δουλειά. Την προτείναμε στη Σαβίνα Γιαννάτου και στη Δήμητρα Γαλάνη. Όχι, η Αλέκα Κανελλίδου θα την τραγουδούσε τελικά υποδειγματικά, στο lp το ιστορικό αυτό σχεδόν πια της EMI, με όλους εκεί, με του Σαββόπουλου την επιμέλεια, του Γιάννη Σμυρναίου την ηχογράφηση, του Κώστα Κλάβα τις ενορχηστρώσεις, με τους εξαίρετους μουσικούς, με του Φασιανού πρώτη φορά τότε και της δικής του της Σαπφώς αντίληψης τα έργα να βλέπουν το φως.
Το ποιητικό έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη έχει κατά καιρούς ενταχθεί από την κριτική στην κατηγορία «ποίηση της ήττας» - μια ποίηση στην οποία κυρίαρχο στοιχείο είναι η διάψευση των ελπίδων και των οραμάτων που συνδέθηκαν ιστορικά με τα κινήματα κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης στην Ελλάδα και διεθνώς. Ξεκινώντας από τον συγκεκριμένο περιγραφικό χαρακτηρισμό, το παρόν σημείωμα εξετάζει κατά πόσο μπορεί να εντοπιστεί κι ένα τραγούδι της ήττας, δηλαδή ένα σώμα ελληνικών τραγουδιών τα οποία στιχουργικά περιστρέφονται γύρω από το μοτίβο της ήττας. Σε κάθε περίπτωση, οι γραμμές που ακολουθούν δεν είναι παρά μια πρώτη και περιορισμένη απόπειρα εμπειρικού προσδιορισμού του φαινομένου, με την παράθεση παραδειγμάτων από τον χώρο αυτού που αποκαλείται «έντεχνο» τραγούδι.
Την αφετηρία του προβληματισμού μας τη θέτει ο ίδιος ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο μελοποιημένος από τον Θάνο Μικρούτσικο το 1978 στο αριστουργηματικό «Κι ήθελε ακόμη»: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει / όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα». Τρία χρόνια νωρίτερα, ο Δήμος Μούτσης έχει ήδη μελοποιήσει το ποίημα «Μετά την ήττα» του Γιάννη Ρίτσου, με τη χαρακτηριστική αναφορά στην «τελική μας ήττα». Στο τραγούδι της μεταπολίτευσης, πλάι στην επαναστατική αισιοδοξία, ενυπάρχουν σπέρματα μιας ενδοσκόπησης και ενός προβληματισμού που συχνά, στη μετέπειτα πορεία του ελληνικού τραγουδιού, θα συναντηθεί με το μοτίβο της ήττας. Κάποιοι είναι θεατές της ήττας και των ηττημένων, όπως ο Νίκος Γκάτσος στο «Γκρεμίσανε τα φράγματα» του Μάνου Χατζιδάκι από το 1986: «Κι εσείς που δοκιμάσατε της ήττας την ντροπή / κερδίσατε ή χάσατε κανείς δε θα το πει». Κάποιοι άλλοι βιώνουν την ήττα στο πετσί τους, όπως ο Νικόλας Άσιμος στο «Venceremos», ο οποίος όμως βρίσκει τη δύναμη να απαντήσει με το σύνθημα της κουβανικής επανάστασης: «Μ’ ένα μου πήδο θα σε ξαναβρώ / στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μου περνώ / Venceremos Venceremos». Σε αυτή την κατηγορία εντάσσεται και ο Πάνος Τζαβέλας με το τραγούδι «Ο νικημένος» (γνωστό και ως «Ξυπνήστε») από το 1975: «Φυσά στις στέγες του ντουνιά / με σηκωμένο το γιακά / πικρός διαβάτης περπατά / κλαίει γελά παραμιλά», για να μάθουμε στη συνέχεια του τραγουδιού όλα τα συστατικά στοιχεία της ήττας: φασισμός, πόλεμοι, Χούντα, «οικόπεδα και Ι.Χ. / ψυγεία έπιπλα TV». Και κάποιοι τρίτοι, τέλος, συμμετέχουν στην ήττα από απόσταση, αποδεχόμενοι την πολιτική τους ταυτότητα που τους έφερε ως εδώ αλλά διατηρώντας και μια αυτοκριτική διάθεση, όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος που το 1989 προφητεύει στο «Μην περιμένετε αστειάκια»: «Μείναμε μόνο αναρχικοί κι αριστεροί απελπισμένοι / ήμασταν πάντοτε μιας ήττας που νικάει την εξουσία / και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά, τι τραγωδία».
Αν υπάρχει ένα τραγούδι που συμπυκνώνει το νοηματικό πλαίσιο της ήττας στο ελληνικό τραγούδι, αυτό είναι το «Ανεμολόγιο» του Κώστα Τριπολίτη, σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου και ερμηνεία Γιώργου Νταλάρα από το 1992. Το «Ανεμολόγιο» είναι ιστορική ακτινογραφία μιας ολόκληρης γενιάς, ένα βιογραφικό σημείωμα του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, και μια περιεκτική περιγραφή του προσωπικού και κοινωνικού αδιεξόδου που σήμανε για πολλούς ανθρώπους η πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Οι εκφάνσεις της ήττας που παρουσιάζει ο Τριπολίτης είναι συγκλονιστικές: «έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε», «κάτω οι σημαίες στις λεωφόρους που παρελάσαμε», «τις εμμονές μας περισυλλέγουνε τα σκουπιδιάρικα», «ξέσκισε η πόρνη η ιστορία αρχαία οράματα». Χωρίς να υπάρχει καμία λεκτική αναφορά στην ήττα σαν ιστορικό γεγονός, οι εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη παραπέμπουν αυστηρά και μόνο σ’ αυτήν.
Αφήνοντας μεμονωμένα τραγούδια και αναζητώντας ευρύτερα τους στιχουργούς εκείνους που ενσωματώνουν εκτενώς στο έργο τους το μοτίβο της ήττας, τρεις δημιουργοί μάς έρχονται στο νου: Άλκης Αλκαίος, Οδυσσέας Ιωάννου, Γεράσιμος Καραμουρατίδης.
Στο πρόσωπο του Άλκη Αλκαίου το ελληνικό τραγούδι βρίσκει - εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’90 - έναν κατεξοχήν στιχουργό της ήττας. Στην «Κλίμακα Μποφόρ» δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρος: «Απόψε όλα σκορπισμένα / άσε τα φώτα αναμμένα / πάνω σε κλίμακα μποφόρ / μετρώ της ήττας μου το σκορ». Ο Αλκαίος έχει χίλιους δυο τρόπους για να απεικονίσει τη χασούρα. Υπάρχει π.χ. η αντίθεση ανάμεσα στο όνειρο και την ελπίδα απ’ τη μια, και στον θάνατο από την άλλη [«ονειρεύομαι κι ελπίζω / και πεθαίνω ήπια»]. Ή η σύνδεση της ήττας με τη ζωή που χάνεται [«φτιάξε μαγιά στο χώμα / με φύλλα αλκαλικά / σε μια ζωή χαμένη / κανένας δε νικά»]. Ο ηττημένος του Αλκαίου είναι ο γελασμένος [«πάντα γελαστοί και γελασμένοι»], είναι ο ρέστος [«τα ναύλα μου πώς ν’ αγοράσω / τώρα που απόμεινα στον άσσο»], είναι ο ναυαγισμένος [«μη μου αρνηθείς αυτή την εκδρομή / κι ας είναι να γυρίσουμε ναυάγια»]. Την ίδια στιγμή, όμως, ο Αλκαίος δεν χάνει την πίστη του γιατί ξέρει ότι δεν υπάρχει κι άλλος δρόμος πέρα από τη δοκιμή και την προσπάθεια. Στο «Μη νυχτωθείς προτρέπει: ««Πού θα ’μαστε αύριο ποιος ξέρει / μα ό,τι ο χρόνος και να φέρει / μη νικηθείς πριν απ’ την ήττα / μη νυχτωθείς πριν απ’ τη νύχτα». Και στο συγκλονιστικό «Πόρτο Ρίκο» συνοψίζει με την οικονομία ενός σλόγκαν, σχεδόν, όλη αυτή την προσωπική του φιλοσοφία που ενσωματώνει την ήττα αλλά δεν είναι διόλου ηττοπαθής: «Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο / κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει».
Βασικός συνεχιστής αυτής της προβληματικής είναι ο Οδυσσέας Ιωάννου, στο μεταίχμιο των δεκαετιών 1990 και 2000. Το δίπολο νίκη-ήττα εμφανίζεται στην περίπτωσή του σε βαθμό εμμονικό· χωρίς υπερβολή, δεν υπάρχει στιχουργική του Ιωάννου έξω από αυτό το νοηματικό πλαίσιο. Στο «Αγρίμι» συναντάμε μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση: «Κι είπα δε χάνω άλλη μέρα / δεν έχει κάτι πιο μακριά / αν δε νικήσω εδώ πέρα / δε θα νικήσω πουθενά». Το ίδιο και στο «Άλλη μια ζωή»: «κερδίσαμε και χάσαμε / το φέραμε στα ίσια». Το ίδιο και στο «Τελευταίος εαυτός»: «Όλα τα ζήσαμε / χάσαμε, κερδίσαμε». Το ίδιο και στο «Χίλιες δεύτερες φορές»: «άλλη προσπάθεια δεν θα κάνω / ούτε κερδίζω ούτε χάνω». Το ίδιο και στο «Φαβορί»: «οι ήττες κάτι σου μαθαίνουν / οι νίκες όμως σε πεθαίνουν και σε γυρίζουν στην αρχή». Το ίδιο και στο «Το παιχνίδι παίζεται ακόμα»: «μέσα απ’ όλα τα χαμένα / κάτι απόψε θα νικήσει». Το ίδιο και στο «Με μια νίκη, με μια ήττα» όπως φανερώνει ήδη ο τίτλος: «με μία νίκη δεν κερδίζεις / με μία ήττα δεν ξοφλάς». Η λίστα είναι τόσο μεγάλη που μάλλον θα είχε περισσότερο νόημα να μετρήσουμε τα τραγούδια του Ιωάννου που ξεφεύγουν από το σχήμα νίκη-ήττα, και όχι όσα εμπίπτουν σ’ αυτό.
Στη σούμα του Ιωάννου, και παρά τη συνύπαρξη νίκης-ήττας, η ήττα κερδίζει: «Άλλη μια μάχη νικημένος / νικημένος στα σημεία» («Στης ψυχής το παρακάτω») και «του χρόνου τα σκυλιά που όλους θα μας νικήσουν» («Του χρόνου τα σκυλιά») και «από το πάντα θα πονάμε / κι απ’ το ποτέ θα νικηθούμε» και «εδώ δεν πιάνουνε τα ζάρια μας / δε νικάς» («Το ζεϊμπέκικο της ματαιότητας»). Στις «Μέρες που δικάζουν» η απώλεια-ήττα είναι πανταχού παρούσα: «Και τα παιδιά που χάσανε τη μπάλα / που δεν τους βγαίνουν τα όνειρά τους / βλέπουν να χάνεται η στεριά τους». Και βέβαια, αξιοσημείωτο είναι το τραγούδι «Οι νικημένοι» που μελοποίησε ο Γιάννης Μαρκόπουλος, το οποίο όπως μαρτυρά κι ο τίτλος αναφέρεται σε μια ευρύτερη ομάδα ανθρώπων (γενιά, ίσως;) που διαψεύστηκε: «απ’ το όνειρο θα νικηθούνε / και θα γυρίσουν στη ζωή» και «τα ’χάσαν όλα σε μια μέρα / τις φήμες νόμιζαν χρησμούς».
Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος φαίνεται να παίρνει τη σκυτάλη από τον Οδυσσέα Ιωάννου και να αναδεικνύεται σε έναν από τους σαφέστερους εκφραστές της ήττας στο τραγούδι της εποχής μας, από τα μέσα των 2000s και δώθε. Δεν είναι αμιγώς ερωτική η ήττα του, ούτε όμως και κοινωνική - έχει έναν χαρακτήρα σχεδόν «βιολογικό», σαν κανόνας της φύσης και σαν νομοτέλεια της ζωής. Στο «Ο λύκος» ακούμε: «Κάθε παιχνίδι έχει μια νίκη και μια ήττα / κι από παιδί το ξέρω πριν την αλφαβήτα / όμως απόψε ούτε νίκη ούτε ήττα». Το «Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει» επιστρέφει στη χασούρα ως ήττα αλλά και ως απώλεια: «Από μικροί μαθαίνουμε να χάνουμε / η απώλεια θα μπορούσε να ’ναι κούνια μας». Αλλά και αλλού, το μοτίβο της ήττας είναι πανταχού παρόν. Στο «Αεράκι», ο Ευαγγελάτος κάνει λόγο για «τη χαμένη μας ισχύ» και στην πρώιμη «Ασπιρίνη» η Νατάσα Μποφίλιου εξομολογείται πως «θα νικηθώ με έναν καφέ και μια ασπιρίνη».
Η νεότερη γενιά στιχουργών και τραγουδοποιών επιμένει στην ήττα. Για κάποιους, η βασική της διάσταση είναι κοινωνική και συλλογική. Ο Λεωνίδας Μαριδάκης, για παράδειγμα, είδε «Άγριο όνειρο» στον δίσκο «Σε βάθος δρόμου» και ο πρώτος πληθυντικός του φαίνεται ότι αναφέρεται σε κάτι μεγαλύτερο από π.χ. ένα ερωτευμένο ζευγάρι: «Παίζει ο ορίζοντας κρυφτό κι έχουμε χάσει ήδη / κι οι προσδοκίες άνεμος στης ήττας το ταξίδι». Πέρυσι, ο Ηλίας Μάστορης έγραψε στο τραγούδι «Της ήττας τα τοπία»: «κρύβω της φωνής μου τα κομπιάσματα / και βουλιάζω χρόνια σε μια τραγωδία / άδεια της ζωής μου τα κοιτάσματα / ξεχασμένα μες στης ήττας τα τοπία». Η ήττα όμως εμφανίζεται και σε μια ερωτική διάσταση, όπως π.χ. την αποδίδει ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης στο «Όμορφοι κι ηττημένοι», (τραγούδι που έδωσε το όνομά του και στον ομώνυμο δίσκο του 2010 με τη Μαρία Παπαγεωργίου): «Όμορφοι κι ηττημένοι / την ήττα γιορτάσαμε με ωραία γιορτή». Και στο φετινής εσοδειάς «Δεύτερα κλειδιά», η Sunny Μπαλτζή τραγουδά με τη φωνή της Ελεωνόρας Ζουγανέλη «άλλη μια ήττα / μην μου πεις στα είπα / η αγάπη είναι φωτιά».
***
Πώς εξηγείται η συνεχής παρουσία του μοτίβου της ήττας στο ελληνικό τραγούδι, πολλές δεκαετίες μετά την έλευση της «ποίησης της ήττας»; Δύο είναι, κατά την άποψή μας, οι βασικότεροι παράγοντες. Ο πρώτος είναι η βαθύτατη επίδραση που άσκησε και ασκεί το αξιακό πεδίο αλλά και η ιστορική εμπειρία της αριστεράς στο ελληνικό τραγούδι. Η συντριπτική πλειοψηφία των μεγάλων στιχουργών, συνθετών και τραγουδοποιών συνδέθηκε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο - άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο - με το αριστερό κίνημα στην Ελλάδα. Αναπόφευκτα, το βίωμα της ήττας κληρονομήθηκε σαν σχήμα στο ελληνικό τραγούδι ακόμα και μετά την ολοκλήρωση της ήττας ως ιστορικό συμβάν. Εξάλλου, το ιστορικό συμβάν της ήττας δεν είναι ένα - εκτός από την ήττα στον Εμφύλιο υπήρξε και η διάψευση από την εμπειρία του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80, καθώς και ο αντίκτυπος από την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η στροφή του ελληνικού τραγουδιού προς μια πιο ναρκισσιστική κατεύθυνση, όπου η ήττα ήταν πολύ απλά αυτό που ήθελε να ακούσει για να βαυκαλιστεί μια ολόκληρη κοινωνία κολοσσιαίας ευημερίας και ακόμα μεγαλύτερου συμβιβασμού την περίοδο από τα μέσα του ’90 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Η ιδέα του ηττημένου ηχούσε ευχάριστα στα αυτιά μας. Πιστοποιούσε τη συνολική φυγή από την πραγματικότητα, ενός τραγουδιού που δεν διεκδικούσε πλέον τίποτα στο κοινωνικό πεδίο ενώ την ίδια στιγμή αναπαρήγαγε την αυταρέσκεια των «μυημένων» καθώς μιλούσε ακατάπαυστα για μακρινούς πλανήτες, προφήτες και αερικά. Ο winner, ο νικητής, ο από πάνω ήταν και είναι ντεμοντέ. Καλύτερα ο απογοητευμένος, ο μπαρουτοκαπνισμένος και χαμένος, κι ας μην υπάρχει πουθενά η ήττα του παρά μόνο στον παραμορφωτικό καθρέφτη του παραφουσκωμένου του εγώ.
Γι’ αυτό και παρόλο που η ήττα στο τραγούδι παρουσιάζει αξιοθαύμαστη συνέχεια ως μοτίβο, το νοηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίζεται αλλάζει δραματικά. Στον Αλκαίο και στον Τριπολίτη η χασούρα είναι ιστορικά προσδιορισμένη - καταλαβαίνεις, δηλαδή, ποιος έχει χάσει και σε τι συνίσταται η ήττα του, η συνδεδεμένη με την πορεία ενός ευρύτερου συλλογικού προτάγματος. Στον Ιωάννου, τα πράγματα θολώνουν· η ήττα σαν να μην έχει και τόση σημασία, σαν να μην μετράει τελικά το αποτέλεσμα της αναμέτρησης. Κι ο φορέας της ήττας, ίσως και να μην έχει και τόσους πολλούς λόγους να πλήττεται απ’ αυτήν - ίσως να έχει, δηλαδή, την πολυτέλεια της αποστασιοποίησης. Όσο για τον Ευαγγελάτο, εκεί η ήττα είναι σχεδόν κενή περιεχομένου, αρθρωμένη μοναχά με ψυχαναλυτικούς όρους παιδικής ηλικίας, δίχως κανένα μα κανένα ιδεολογικό περιεχόμενο. Η υποχώρηση της ιδεολογικής φόρτισης στο ελληνικό τραγούδι συμβαδίζει ιστορικά και με τη μετάλλαξη του νοηματικού πλαισίου της ήττας, από ένα ιστορικά και πολιτικά καθορισμένο αποτέλεσμα σε ένα αυστηρά προσωπικό αδιέξοδο δίχως ευκρινείς αιτίες.
Συμπερασματικά, όπως και η ποίησή μας, έτσι και το τραγούδι ενσωμάτωσε σποραδικά αλλά και με μια κάποια συνέπεια την ήττα ως μια «διεργασία παρασκηνίου» που θα έλεγε κι ένας κομπιουτεράς. Η παρούσα, πρόχειρη καταγραφή κατέδειξε ότι το συγκεκριμένο μοτίβο εμφανίζεται με συχνότητα που επιτρέπει να υιοθετήσουμε τον τίτλο του κειμένου ως έναν δόκιμο όρο για ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού τραγουδιού. Το «τραγούδι της ήττας» είναι ένα διακριτό φαινόμενο, με τάσεις αυτονόμησης από την οποιαδήποτε ιστορική συνθήκη το γέννησε. Το κατά πόσο θα παγιωθεί ως μανιέρα και ναρκισσιστική ευκολία ή θα διατηρήσει ένα κάποιο νόημα μέσω συγκεκριμένων αξιακών και κοινωνικών αναφορών παραμένει, φυσικά, ένα ανοιχτό ερώτημα.