Το τραγούδι της ήττας
του Ηρακλή Οικονόμου
Το ποιητικό έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη έχει κατά καιρούς ενταχθεί από την κριτική στην κατηγορία «ποίηση της ήττας» - μια ποίηση στην οποία κυρίαρχο στοιχείο είναι η διάψευση των ελπίδων και των οραμάτων που συνδέθηκαν ιστορικά με τα κινήματα κοινωνικής και πολιτικής χειραφέτησης στην Ελλάδα και διεθνώς. Ξεκινώντας από τον συγκεκριμένο περιγραφικό χαρακτηρισμό, το παρόν σημείωμα εξετάζει κατά πόσο μπορεί να εντοπιστεί κι ένα τραγούδι της ήττας, δηλαδή ένα σώμα ελληνικών τραγουδιών τα οποία στιχουργικά περιστρέφονται γύρω από το μοτίβο της ήττας. Σε κάθε περίπτωση, οι γραμμές που ακολουθούν δεν είναι παρά μια πρώτη και περιορισμένη απόπειρα εμπειρικού προσδιορισμού του φαινομένου, με την παράθεση παραδειγμάτων από τον χώρο αυτού που αποκαλείται «έντεχνο» τραγούδι.
Την αφετηρία του προβληματισμού μας τη θέτει ο ίδιος ο Μανόλης Αναγνωστάκης, ο μελοποιημένος από τον Θάνο Μικρούτσικο το 1978 στο αριστουργηματικό «Κι ήθελε ακόμη»: «Κι ήθελε ακόμη πολύ φως να ξημερώσει / όμως εγώ δεν παραδέχτηκα την ήττα». Τρία χρόνια νωρίτερα, ο Δήμος Μούτσης έχει ήδη μελοποιήσει το ποίημα «Μετά την ήττα» του Γιάννη Ρίτσου, με τη χαρακτηριστική αναφορά στην «τελική μας ήττα». Στο τραγούδι της μεταπολίτευσης, πλάι στην επαναστατική αισιοδοξία, ενυπάρχουν σπέρματα μιας ενδοσκόπησης και ενός προβληματισμού που συχνά, στη μετέπειτα πορεία του ελληνικού τραγουδιού, θα συναντηθεί με το μοτίβο της ήττας. Κάποιοι είναι θεατές της ήττας και των ηττημένων, όπως ο Νίκος Γκάτσος στο «Γκρεμίσανε τα φράγματα» του Μάνου Χατζιδάκι από το 1986: «Κι εσείς που δοκιμάσατε της ήττας την ντροπή / κερδίσατε ή χάσατε κανείς δε θα το πει». Κάποιοι άλλοι βιώνουν την ήττα στο πετσί τους, όπως ο Νικόλας Άσιμος στο «Venceremos», ο οποίος όμως βρίσκει τη δύναμη να απαντήσει με το σύνθημα της κουβανικής επανάστασης: «Μ’ ένα μου πήδο θα σε ξαναβρώ / στο μαγκανοπήγαδο της ήττας μου περνώ / Venceremos Venceremos». Σε αυτή την κατηγορία εντάσσεται και ο Πάνος Τζαβέλας με το τραγούδι «Ο νικημένος» (γνωστό και ως «Ξυπνήστε») από το 1975: «Φυσά στις στέγες του ντουνιά / με σηκωμένο το γιακά / πικρός διαβάτης περπατά / κλαίει γελά παραμιλά», για να μάθουμε στη συνέχεια του τραγουδιού όλα τα συστατικά στοιχεία της ήττας: φασισμός, πόλεμοι, Χούντα, «οικόπεδα και Ι.Χ. / ψυγεία έπιπλα TV». Και κάποιοι τρίτοι, τέλος, συμμετέχουν στην ήττα από απόσταση, αποδεχόμενοι την πολιτική τους ταυτότητα που τους έφερε ως εδώ αλλά διατηρώντας και μια αυτοκριτική διάθεση, όπως ο Διονύσης Σαββόπουλος που το 1989 προφητεύει στο «Μην περιμένετε αστειάκια»: «Μείναμε μόνο αναρχικοί κι αριστεροί απελπισμένοι / ήμασταν πάντοτε μιας ήττας που νικάει την εξουσία / και ξαφνικά μας παρεδόθη αληθινά, τι τραγωδία».
Αν υπάρχει ένα τραγούδι που συμπυκνώνει το νοηματικό πλαίσιο της ήττας στο ελληνικό τραγούδι, αυτό είναι το «Ανεμολόγιο» του Κώστα Τριπολίτη, σε μουσική Θάνου Μικρούτσικου και ερμηνεία Γιώργου Νταλάρα από το 1992. Το «Ανεμολόγιο» είναι ιστορική ακτινογραφία μιας ολόκληρης γενιάς, ένα βιογραφικό σημείωμα του παγκόσμιου εργατικού κινήματος, και μια περιεκτική περιγραφή του προσωπικού και κοινωνικού αδιεξόδου που σήμανε για πολλούς ανθρώπους η πτώση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στα τέλη της δεκαετίας του ’80. Οι εκφάνσεις της ήττας που παρουσιάζει ο Τριπολίτης είναι συγκλονιστικές: «έβγαλε βρώμα η ιστορία ότι ξοφλήσαμε», «κάτω οι σημαίες στις λεωφόρους που παρελάσαμε», «τις εμμονές μας περισυλλέγουνε τα σκουπιδιάρικα», «ξέσκισε η πόρνη η ιστορία αρχαία οράματα». Χωρίς να υπάρχει καμία λεκτική αναφορά στην ήττα σαν ιστορικό γεγονός, οι εικόνες που διαδέχονται η μία την άλλη παραπέμπουν αυστηρά και μόνο σ’ αυτήν.
Αφήνοντας μεμονωμένα τραγούδια και αναζητώντας ευρύτερα τους στιχουργούς εκείνους που ενσωματώνουν εκτενώς στο έργο τους το μοτίβο της ήττας, τρεις δημιουργοί μάς έρχονται στο νου: Άλκης Αλκαίος, Οδυσσέας Ιωάννου, Γεράσιμος Καραμουρατίδης.
Στο πρόσωπο του Άλκη Αλκαίου το ελληνικό τραγούδι βρίσκει - εκεί γύρω στα μέσα της δεκαετίας του ’90 - έναν κατεξοχήν στιχουργό της ήττας. Στην «Κλίμακα Μποφόρ» δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρος: «Απόψε όλα σκορπισμένα / άσε τα φώτα αναμμένα / πάνω σε κλίμακα μποφόρ / μετρώ της ήττας μου το σκορ». Ο Αλκαίος έχει χίλιους δυο τρόπους για να απεικονίσει τη χασούρα. Υπάρχει π.χ. η αντίθεση ανάμεσα στο όνειρο και την ελπίδα απ’ τη μια, και στον θάνατο από την άλλη [«ονειρεύομαι κι ελπίζω / και πεθαίνω ήπια»]. Ή η σύνδεση της ήττας με τη ζωή που χάνεται [«φτιάξε μαγιά στο χώμα / με φύλλα αλκαλικά / σε μια ζωή χαμένη / κανένας δε νικά»]. Ο ηττημένος του Αλκαίου είναι ο γελασμένος [«πάντα γελαστοί και γελασμένοι»], είναι ο ρέστος [«τα ναύλα μου πώς ν’ αγοράσω / τώρα που απόμεινα στον άσσο»], είναι ο ναυαγισμένος [«μη μου αρνηθείς αυτή την εκδρομή / κι ας είναι να γυρίσουμε ναυάγια»]. Την ίδια στιγμή, όμως, ο Αλκαίος δεν χάνει την πίστη του γιατί ξέρει ότι δεν υπάρχει κι άλλος δρόμος πέρα από τη δοκιμή και την προσπάθεια. Στο «Μη νυχτωθείς προτρέπει: ««Πού θα ’μαστε αύριο ποιος ξέρει / μα ό,τι ο χρόνος και να φέρει / μη νικηθείς πριν απ’ την ήττα / μη νυχτωθείς πριν απ’ τη νύχτα». Και στο συγκλονιστικό «Πόρτο Ρίκο» συνοψίζει με την οικονομία ενός σλόγκαν, σχεδόν, όλη αυτή την προσωπική του φιλοσοφία που ενσωματώνει την ήττα αλλά δεν είναι διόλου ηττοπαθής: «Αξίζει φίλε να υπάρχεις για ένα όνειρο / κι ας είναι η φωτιά του να σε κάψει».
Βασικός συνεχιστής αυτής της προβληματικής είναι ο Οδυσσέας Ιωάννου, στο μεταίχμιο των δεκαετιών 1990 και 2000. Το δίπολο νίκη-ήττα εμφανίζεται στην περίπτωσή του σε βαθμό εμμονικό· χωρίς υπερβολή, δεν υπάρχει στιχουργική του Ιωάννου έξω από αυτό το νοηματικό πλαίσιο. Στο «Αγρίμι» συναντάμε μια χαρακτηριστική τέτοια περίπτωση: «Κι είπα δε χάνω άλλη μέρα / δεν έχει κάτι πιο μακριά / αν δε νικήσω εδώ πέρα / δε θα νικήσω πουθενά». Το ίδιο και στο «Άλλη μια ζωή»: «κερδίσαμε και χάσαμε / το φέραμε στα ίσια». Το ίδιο και στο «Τελευταίος εαυτός»: «Όλα τα ζήσαμε / χάσαμε, κερδίσαμε». Το ίδιο και στο «Χίλιες δεύτερες φορές»: «άλλη προσπάθεια δεν θα κάνω / ούτε κερδίζω ούτε χάνω». Το ίδιο και στο «Φαβορί»: «οι ήττες κάτι σου μαθαίνουν / οι νίκες όμως σε πεθαίνουν και σε γυρίζουν στην αρχή». Το ίδιο και στο «Το παιχνίδι παίζεται ακόμα»: «μέσα απ’ όλα τα χαμένα / κάτι απόψε θα νικήσει». Το ίδιο και στο «Με μια νίκη, με μια ήττα» όπως φανερώνει ήδη ο τίτλος: «με μία νίκη δεν κερδίζεις / με μία ήττα δεν ξοφλάς». Η λίστα είναι τόσο μεγάλη που μάλλον θα είχε περισσότερο νόημα να μετρήσουμε τα τραγούδια του Ιωάννου που ξεφεύγουν από το σχήμα νίκη-ήττα, και όχι όσα εμπίπτουν σ’ αυτό.
Στη σούμα του Ιωάννου, και παρά τη συνύπαρξη νίκης-ήττας, η ήττα κερδίζει: «Άλλη μια μάχη νικημένος / νικημένος στα σημεία» («Στης ψυχής το παρακάτω») και «του χρόνου τα σκυλιά που όλους θα μας νικήσουν» («Του χρόνου τα σκυλιά») και «από το πάντα θα πονάμε / κι απ’ το ποτέ θα νικηθούμε» και «εδώ δεν πιάνουνε τα ζάρια μας / δε νικάς» («Το ζεϊμπέκικο της ματαιότητας»). Στις «Μέρες που δικάζουν» η απώλεια-ήττα είναι πανταχού παρούσα: «Και τα παιδιά που χάσανε τη μπάλα / που δεν τους βγαίνουν τα όνειρά τους / βλέπουν να χάνεται η στεριά τους». Και βέβαια, αξιοσημείωτο είναι το τραγούδι «Οι νικημένοι» που μελοποίησε ο Γιάννης Μαρκόπουλος, το οποίο όπως μαρτυρά κι ο τίτλος αναφέρεται σε μια ευρύτερη ομάδα ανθρώπων (γενιά, ίσως;) που διαψεύστηκε: «απ’ το όνειρο θα νικηθούνε / και θα γυρίσουν στη ζωή» και «τα ’χάσαν όλα σε μια μέρα / τις φήμες νόμιζαν χρησμούς».
Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος φαίνεται να παίρνει τη σκυτάλη από τον Οδυσσέα Ιωάννου και να αναδεικνύεται σε έναν από τους σαφέστερους εκφραστές της ήττας στο τραγούδι της εποχής μας, από τα μέσα των 2000s και δώθε. Δεν είναι αμιγώς ερωτική η ήττα του, ούτε όμως και κοινωνική - έχει έναν χαρακτήρα σχεδόν «βιολογικό», σαν κανόνας της φύσης και σαν νομοτέλεια της ζωής. Στο «Ο λύκος» ακούμε: «Κάθε παιχνίδι έχει μια νίκη και μια ήττα / κι από παιδί το ξέρω πριν την αλφαβήτα / όμως απόψε ούτε νίκη ούτε ήττα». Το «Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει» επιστρέφει στη χασούρα ως ήττα αλλά και ως απώλεια: «Από μικροί μαθαίνουμε να χάνουμε / η απώλεια θα μπορούσε να ’ναι κούνια μας». Αλλά και αλλού, το μοτίβο της ήττας είναι πανταχού παρόν. Στο «Αεράκι», ο Ευαγγελάτος κάνει λόγο για «τη χαμένη μας ισχύ» και στην πρώιμη «Ασπιρίνη» η Νατάσα Μποφίλιου εξομολογείται πως «θα νικηθώ με έναν καφέ και μια ασπιρίνη».
Η νεότερη γενιά στιχουργών και τραγουδοποιών επιμένει στην ήττα. Για κάποιους, η βασική της διάσταση είναι κοινωνική και συλλογική. Ο Λεωνίδας Μαριδάκης, για παράδειγμα, είδε «Άγριο όνειρο» στον δίσκο «Σε βάθος δρόμου» και ο πρώτος πληθυντικός του φαίνεται ότι αναφέρεται σε κάτι μεγαλύτερο από π.χ. ένα ερωτευμένο ζευγάρι: «Παίζει ο ορίζοντας κρυφτό κι έχουμε χάσει ήδη / κι οι προσδοκίες άνεμος στης ήττας το ταξίδι». Πέρυσι, ο Ηλίας Μάστορης έγραψε στο τραγούδι «Της ήττας τα τοπία»: «κρύβω της φωνής μου τα κομπιάσματα / και βουλιάζω χρόνια σε μια τραγωδία / άδεια της ζωής μου τα κοιτάσματα / ξεχασμένα μες στης ήττας τα τοπία». Η ήττα όμως εμφανίζεται και σε μια ερωτική διάσταση, όπως π.χ. την αποδίδει ο Αλέξανδρος Εμμανουηλίδης στο «Όμορφοι κι ηττημένοι», (τραγούδι που έδωσε το όνομά του και στον ομώνυμο δίσκο του 2010 με τη Μαρία Παπαγεωργίου): «Όμορφοι κι ηττημένοι / την ήττα γιορτάσαμε με ωραία γιορτή». Και στο φετινής εσοδειάς «Δεύτερα κλειδιά», η Sunny Μπαλτζή τραγουδά με τη φωνή της Ελεωνόρας Ζουγανέλη «άλλη μια ήττα / μην μου πεις στα είπα / η αγάπη είναι φωτιά».
***
Πώς εξηγείται η συνεχής παρουσία του μοτίβου της ήττας στο ελληνικό τραγούδι, πολλές δεκαετίες μετά την έλευση της «ποίησης της ήττας»; Δύο είναι, κατά την άποψή μας, οι βασικότεροι παράγοντες. Ο πρώτος είναι η βαθύτατη επίδραση που άσκησε και ασκεί το αξιακό πεδίο αλλά και η ιστορική εμπειρία της αριστεράς στο ελληνικό τραγούδι. Η συντριπτική πλειοψηφία των μεγάλων στιχουργών, συνθετών και τραγουδοποιών συνδέθηκε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο - άλλος περισσότερο κι άλλος λιγότερο - με το αριστερό κίνημα στην Ελλάδα. Αναπόφευκτα, το βίωμα της ήττας κληρονομήθηκε σαν σχήμα στο ελληνικό τραγούδι ακόμα και μετά την ολοκλήρωση της ήττας ως ιστορικό συμβάν. Εξάλλου, το ιστορικό συμβάν της ήττας δεν είναι ένα - εκτός από την ήττα στον Εμφύλιο υπήρξε και η διάψευση από την εμπειρία του ΠΑΣΟΚ τη δεκαετία του ’80, καθώς και ο αντίκτυπος από την κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού.
Ο δεύτερος παράγοντας είναι η στροφή του ελληνικού τραγουδιού προς μια πιο ναρκισσιστική κατεύθυνση, όπου η ήττα ήταν πολύ απλά αυτό που ήθελε να ακούσει για να βαυκαλιστεί μια ολόκληρη κοινωνία κολοσσιαίας ευημερίας και ακόμα μεγαλύτερου συμβιβασμού την περίοδο από τα μέσα του ’90 μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του 2000. Η ιδέα του ηττημένου ηχούσε ευχάριστα στα αυτιά μας. Πιστοποιούσε τη συνολική φυγή από την πραγματικότητα, ενός τραγουδιού που δεν διεκδικούσε πλέον τίποτα στο κοινωνικό πεδίο ενώ την ίδια στιγμή αναπαρήγαγε την αυταρέσκεια των «μυημένων» καθώς μιλούσε ακατάπαυστα για μακρινούς πλανήτες, προφήτες και αερικά. Ο winner, ο νικητής, ο από πάνω ήταν και είναι ντεμοντέ. Καλύτερα ο απογοητευμένος, ο μπαρουτοκαπνισμένος και χαμένος, κι ας μην υπάρχει πουθενά η ήττα του παρά μόνο στον παραμορφωτικό καθρέφτη του παραφουσκωμένου του εγώ.
Γι’ αυτό και παρόλο που η ήττα στο τραγούδι παρουσιάζει αξιοθαύμαστη συνέχεια ως μοτίβο, το νοηματικό πλαίσιο μέσα στο οποίο εμφανίζεται αλλάζει δραματικά. Στον Αλκαίο και στον Τριπολίτη η χασούρα είναι ιστορικά προσδιορισμένη - καταλαβαίνεις, δηλαδή, ποιος έχει χάσει και σε τι συνίσταται η ήττα του, η συνδεδεμένη με την πορεία ενός ευρύτερου συλλογικού προτάγματος. Στον Ιωάννου, τα πράγματα θολώνουν· η ήττα σαν να μην έχει και τόση σημασία, σαν να μην μετράει τελικά το αποτέλεσμα της αναμέτρησης. Κι ο φορέας της ήττας, ίσως και να μην έχει και τόσους πολλούς λόγους να πλήττεται απ’ αυτήν - ίσως να έχει, δηλαδή, την πολυτέλεια της αποστασιοποίησης. Όσο για τον Ευαγγελάτο, εκεί η ήττα είναι σχεδόν κενή περιεχομένου, αρθρωμένη μοναχά με ψυχαναλυτικούς όρους παιδικής ηλικίας, δίχως κανένα μα κανένα ιδεολογικό περιεχόμενο. Η υποχώρηση της ιδεολογικής φόρτισης στο ελληνικό τραγούδι συμβαδίζει ιστορικά και με τη μετάλλαξη του νοηματικού πλαισίου της ήττας, από ένα ιστορικά και πολιτικά καθορισμένο αποτέλεσμα σε ένα αυστηρά προσωπικό αδιέξοδο δίχως ευκρινείς αιτίες.
Συμπερασματικά, όπως και η ποίησή μας, έτσι και το τραγούδι ενσωμάτωσε σποραδικά αλλά και με μια κάποια συνέπεια την ήττα ως μια «διεργασία παρασκηνίου» που θα έλεγε κι ένας κομπιουτεράς. Η παρούσα, πρόχειρη καταγραφή κατέδειξε ότι το συγκεκριμένο μοτίβο εμφανίζεται με συχνότητα που επιτρέπει να υιοθετήσουμε τον τίτλο του κειμένου ως έναν δόκιμο όρο για ένα μεγάλο μέρος του ελληνικού τραγουδιού. Το «τραγούδι της ήττας» είναι ένα διακριτό φαινόμενο, με τάσεις αυτονόμησης από την οποιαδήποτε ιστορική συνθήκη το γέννησε. Το κατά πόσο θα παγιωθεί ως μανιέρα και ναρκισσιστική ευκολία ή θα διατηρήσει ένα κάποιο νόημα μέσω συγκεκριμένων αξιακών και κοινωνικών αναφορών παραμένει, φυσικά, ένα ανοιχτό ερώτημα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου