Μάνος Ελευθερίου: Τα πρώτα χρόνια
Αφήγηση στους Σπύρο Αραβανή και Ηρακλή Οικονόμου
Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ
Πρέπει να ήμουν πολύ μικρός. Μια γυναίκα χωρίς πρόσωπο, πρέπει να ήταν η μάνα του πατέρα μου. Φορούσε μακρύ καφέ φόρεμα. Τη θυμάμαι μέχρι το στήθος, το πρόσωπό της καθόλου. Ύστερα από λίγο καιρό πέθανε. Είναι η πρώτη εικόνα που έχω στη μνήμη μου. Όπως και η παρουσία του δεύτερου συζύγου της προγιαγιάς μου. Ήταν ψηλός μάλλον με παχιά μουστάκια. Καθόμαστε σε έναν τεράστιο κύλινδρο, μια μυλόπετρα. Όταν πήγα στη Σύρα ύστερα από χρόνια, την ξαναβρήκα. Σήμερα δεν υπάρχει. Ήταν έξω από το σημερινό Βιομηχανικό Μουσείο στην Ερμούπολη.
Γεννήθηκα Μάρτη του ’38. Σε ένα μεγάλο σπίτι, διώροφο νεοκλασικό, μέσα στην Ερμούπολη. Δεν υπάρχει σήμερα. Αργότερα η μητέρα μου αγόρασε ένα νεοκλασικό με έναν ωραίο κήπο, ένα από τα λίγα σπίτια με κήπο. Δεν έχει γκρεμιστεί, όμως έχει αλλάξει τελείως η πρόσοψη. Στον κήπο αυτό έχτισαν σπίτι. Η οδός τότε λεγόταν Βασιλίσσης Αμαλίας. Είχε αγοραστεί με καλά χρήματα, το 1940, με χρυσή δραχμή όπως έλεγαν τότε, όχι χρήματα του πληθωρισμού, εντούτοις επειδή ο νόμος Σοφούλη έλεγε ότι από την 1η Απριλίου, όσα σπίτια πουλήθηκαν επιστρέφονται στους πωλητές, το χάσαμε. Εκείνα τα χρόνια, επί Κατοχής, ο κόσμος πουλούσε το σπίτι του για έναν τενεκέ λάδι ή δυο τσουβάλια πατάτες, να φάνε τα παιδιά τους μετά την Απελευθέρωση. Ήμαστε συνεχώς στα δικαστήρια. Ο τελευταίος δικηγόρος που είχαμε, πέθανε πρόσφατα, Κώστας Κριτσίνης, 89 ετών. Τον είχε βάλει ο πατέρας μου επειδή ήταν νεαρός δικηγόρος, φέρελπις. Ζούσαμε εκεί τότε δυο αδέρφια, εγώ με την αδερφή μου, Αγγελική, η μητέρα μου, η μητέρα της και ο δεύτερος σύζυγος της γιαγιάς μου. Πολλές φορές η γιαγιά μου έπιανε σπίτι αλλού. Στο σπίτι σπάνια έμπαιναν γειτόνισσες και φίλες της μαμάς μου. Ο κόσμος ερχόταν όταν υπήρχε γιορτή. Είχαμε μια παραδουλεύτρα, την Ελένη, και μια γυναίκα που ερχόταν και έπλενε τα ρούχα. Μια βασανισμένη γυναίκα. Είχε πολλά παιδιά.
Τον πατέρα μου τον γνώρισα μεγάλος, έξι χρονών πρέπει να ’μουνα. Λόγω του πολέμου είχε αποκλειστεί στο εξωτερικό και δεν μπορούσε να έρθει στην Ελλάδα. Όταν επέστρεψε, το 1945 έμεινε μαζί μας μέχρι το 1953. Τότε γεννήθηκαν και τα άλλα δύο αδέλφια μου, ο Στέλιος και η Λιλή. Η μητέρα μου γεννήθηκε στη Σύρο και η μητέρα της επίσης. Ο προπάππους μου από την πλευρά της μητέρας μου ήταν ή Μυκονιάτης ή Παριανός. Η προγιαγιά μου ήταν από την Πάρο. Είχε έλθει στη Σύρο για καλύτερη τύχη, μαύρη τύχη, στα τέλη του 19ου αιώνα. Η μητέρα του πατέρα μου μαζί με όλη την οικογένειά της είχαν έρθει από τη Χίο κι αυτή στο τέλος του 19ου αιώνα. Ο πατέρας μου έχασε πολύ νωρίς τον πατέρα του και αναγκάστηκε από μικρό μωρό να πηγαίνει να εργάζεται. Αυτός ο παππούς πρέπει να ήταν από την Απείρανθο της Νάξου. Υπάρχουν πολλοί εκεί μ' αυτό το όνομα. Και όλοι γράφουν μαντινάδες. Αυτό σημαίνει ότι είχαν ξεκινήσει από την Κρήτη και πιο μπροστά από την Κωνσταντινούπολη. Πολλές χώρες, πολλά βάσανα. Για τον μαύρο επιούσιο.
Τη γιαγιά μου, τη μητέρα της μητέρας μου, την έλεγαν Ευαγγελία Αντωνοπούλου Τη μαμά μου Ευδοξία. Τη βλέπω μέχρι και σήμερα, έρχεται καμιά φορά στον ύπνο μου. Ήταν πάντα κοντά στα παιδιά της. Τραγουδούσε, είχε καλή φωνή. Κάποτε, την περίοδο του πολέμου, ένας ελληνο-αμερικανός συγγραφέας, όταν ήταν νέα - εγώ ήμουν δυόμιση χρονών - της είπε να καλλιεργήσει τη φωνή της. Και εκείνη διερωτήθηκε: «Να καλλιεργήσω τη φωνή μου; Τι πάει να πει “καλλιεργώ;”». Στο νου της καλλιεργούνταν τα χωράφια. Και είχε δίκιο. Είχε πράγματι ωραία φωνή. Και η γιαγιά μου είχε ωραία φωνή. Η αδερφή μου, Αγγελική, το 1978, έκανε μια εκπομπή στο ραδιόφωνο και έβαλε τη γιαγιά μου και τραγούδησε, 78 χρονών γυναίκα. Είχε μια φωνή κοντράλτα. Η μητέρα μου έγραφε και ποιήματα - τα έδωσε κάπου και χαθήκαν. Ζωγράφιζε κιόλας, και έχω αρκετά έργα της, λίγο τρομακτικά, εντελώς καφκικά έργα. Έγραψε και μια μικρή αυτοβιογραφία. Την δακτυλογράφησα σε τέσσερα αντίτυπα και τη μοιραστήκαμε τα τέσσερα παιδιά. Έχει και μια φοβερή, τραγική σκηνή εκεί. Γνώρισε τον πατέρα της, παιδάκι μια φορά, και αυτός δεν της έδωσε ούτε ένα δωράκι. Και τον ξαναείδε πια μεγάλη, ύστερα από 20-25 χρόνια, την περίοδο της Κατοχής. Και τη ρώτησε μόνο «πώς περνάς;». Ο παππούς μου είχε αρκετά κτήματα και χρήματα, αλλά δεν της έδωσε ποτέ τίποτα. Αλλά αυτή στα παιδιά της έδωσε τα πάντα.
Από τον πατέρα μου δεν θυμάμαι απολύτως τίποτα από εκείνη την εποχή. Ήταν ένας ξένος. Τον απωθούσαμε κι εγώ και η αδερφή μου. Δεν έχω αναμνήσεις, μόνο δυο-τρεις εικόνες. Θυμάμαι μονάχα ότι του ζήτησα δυο φορές - στην Τετάρτη Δημοτικού ήμουνα - να με βοηθήσει σε μια διαίρεση, θυμάμαι σε ένα τραπέζι όπου ήπια για πρώτη φορά μπύρα, δεν θυμάμαι άλλες εικόνες. Δεν μπορούσε να δουλέψει επειδή είχε κηρυχθεί «εις αφάνειαν», και όταν πήγε να ψηφίσει το ’46, και εκείνος και πολλοί άλλοι ναυτικοί είχαν διαγραφεί. Τότε είχε βγάλει διαταγή ο Ζαχαριάδης: «αποχή από τις εκλογές». Ένα από τα πολλά θανάσιμα λάθη του Ζαχαριάδη, τη στιγμή που μπορούσε να έχει τουλάχιστον το 25% της ελληνικής Βουλής. Πιθανόν να ήταν της Μόσχας η διαταγή, αυτός ήταν λακές της Μόσχας. Την πλήρωσαν οι πολίτες. Μετά αναγκάστηκαν και πήγαν στους πολιτευτές του νησιού, και τους είπαν ότι «δεν μας αφήνουν να ψηφίσουμε, δεν μας βρίσκουνε». Οι περισσότεροι ήταν «αιρετικοί» αριστεροί, από τότε, και το 'καναν για να τιμωρήσουν το λάθος του Ζαχαριάδη. Στέλνουν επείγον τηλεγράφημα στο υπουργείο Εσωτερικών. Η απάντηση ήρθε την ίδια μέρα αλλά ήρθε αργά, όταν είχαν κλείσει οι κάλπες. Από τότε αρχίζει ένα κυνηγητό της αστυνομίας. Ο πατέρας μου απαγορευόταν να εργαστεί οπουδήποτε, αν έβρισκε δουλειά τον έδιωχναν ύστερα από μια βδομάδα. Οι γονείς μου παντρεύτηκαν από συνοικέσιο. Δεν ευδοκίμησε ο γάμος. Οι σχέσεις τους δεν ήταν ευχάριστες. Αισθανόμασταν ότι υπάρχει ένας πόλεμος. Η μητέρα μου έγραψε πολλά πράγματα στην αυτοβιογραφία της. Πολλά που δεν φανταζόμασταν. Τρομακτικά.
Με τα αδέλφια μου είχα άψογη συνεργασία και αγάπη. Πρώτος ήμουν εγώ, μετά η Αγγελική, μετά ο αδελφός μου, ο Στέλιος, και οι δυο πλέον πεθαμένοι, και μετά η Λιλή. Ο καθένας είχε τα δικά του. Η μεγάλη μου αδελφή έγινε ηθοποιός. Είχε γράψει και στίχους, κύκλους τραγουδιών με τον Θεοδωράκη και ήταν καλύτερη ποιήτρια από εμένα. Ο αδελφός μου έμαθε μουσική, έπαιζε στην μπάντα του Χαλανδρίου σχεδόν μέχρι το τέλος. Η μικρή σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στο Παρίσι, έγινε ζωγράφος και ζει από αυτό.
Πρώτη μέρα στο σχολείο, μπήκα στο προαύλιο και η μαμά μου μίλησε με μια κυρία και είπε: «Θα σου γνωρίσουμε ένα συμμαθητή σου που λέγεται Γιώργος Σαρλής». Έδωσα το χέρι μου, και έκτοτε γίναμε φίλοι. Έγινε καθηγητής στη Γεωπονική. Με τους συμμαθητές μου από την πρώτη δημοτικού έχω διατηρήσει σχέσεις μέχρι σήμερα.
Ήμουν πολύ ήσυχος στην τάξη. Κάθε πρωί έπρεπε να έχουμε καθαρό μαντήλι, απαραιτήτως. Η δασκάλα μας, η δεσποινίς Αντωνακοπούλου μάς κοίταζε τα νύχια, να είμαστε καθαροί. Επίσης, κοίταζε τα αυτιά μας. Κυκλοφορούσαν κοριοί, ψείρες, ποντίκια και κατσαρίδες. Πρώτη ζήτηση σε όλη την Ελλάδα. Γι’ αυτό αναγκάστηκε και ο Μεταξάς να διατάξει να βαφτούν άσπρα τα νησιά. Ασβέστης μέσα-έξω για να φεύγουν τα μαμούνια, και έτσι έγιναν τα άσπρα νησιά.
Στο απολυτήριο έπαιρνα 10. Αιφνιδίως, όμως, ανακαλύφθηκαν έλεγχοι που εμφάνιζαν βαθμούς 8 και 9, μια ορισμένη χρονιά. Μάλλον τετάρτη ή πέμπτη δημοτικού. Θυμάμαι, ακόμα, ότι ζωγράφιζα πολύ ωραία τα νησιά. Έσκιζα όμως τα έργα μου για να έχω τη χαρά να τα ξανα-ζωγραφίσω. Ο τρόμος μου πάντως ήταν τα Μαθηματικά. Δεν καταλάβαινα με τίποτα τη μέθοδο των τριών. Διάβαζα με πάθος τα σχολικά βιβλία και το Μέγα Ωρολόγιον. Είχα μάθει απέξω όλους τους ύμνους. Το βιβλίο ανήκε στη μάνα του πατέρα μου - λίγα πράγματα μου έχουν μείνει από αυτή τη γυναίκα: ένα τραπέζι, μια φωτογραφία και ένα εκπληκτικό σακάκι γεμάτο χάντρες και πούλιες που η αδελφή μου το έβαζε τις Απόκριες. Χάθηκε κι αυτό. Σε ηλικία 11-12 χρονών, διάβαζα με μανία μια εφημερίδα που ερχόταν καθημερινά. Ήταν μια δεξιά εφημερίδα, ο «Εθνικός Κήρυξ». Κάποια στιγμή έφυγε μια οικογένεια από δίπλα μας και μας άφησαν τα βιβλία τους. Εκεί διάβασα πρώτη φορά την «Ωραία του Πέραν». Μετά το είδα και στον κινηματογράφο. Διάβαζα, επίσης, τα λαϊκά φυλλάδια, τα εικονογραφημένα, δηλαδή, φυλλάδια των 40 σελίδων που πουλούσαν τα περίπτερα. Διάβαζα τα ψευτο-λαϊκά, τα ψευτο-αστυνομικά μυθιστορήματα, λαϊκά περιοδικά, τον «Θησαυρό», ό,τι μου έπεφτε στα χέρια. Τότε γνώρισα για πρώτη φορά τους «Αθλίους» που με τρόμαξαν. Δεν έχω κρατήσει όμως καμία παιδική έκθεση, τίποτα από εκείνα τα χρόνια.
Η μητέρα μου είχε φωνόγραφο στο σπίτι, εγώ δεν τον πρόλαβα. Ραδιόφωνο αποχτήσαμε πολύ αργά, το ’50. Είχαμε το πρώτο ραδιόφωνο στη γειτονιά. Πρώτο τραγούδι από μεγάφωνο άκουσα σε ένα καφενείο, μεγάλος πια. Κατέβαινα κάτω στην Ερμούπολη, εκεί που είναι σήμερα το ΙΚΑ, στο καφενείο του Καλόγερα. Αυτός έβγαινε κάθε απόγευμα, έπλενε καλά τα μαρμάρινα τραπεζάκια, έριχνε νερό γύρω γύρω για να κατακαθίσει η σκόνη. Το μαγαζί έλαμπε. Έβαζε το γραμμόφωνο αλλά ακουγόταν από μεγάφωνο. Θυμάμαι το τραγούδι «Ο Πασατέμπος». Τα μαγαζιά της παραλίας στην Ερμούπολη, δεν έπαιζαν ρεμπέτικα αλλά ελαφρά, έπαιζαν την Βέμπο. Όταν πια έκανα τον κύκλο για να πάω στο μάθημα των γαλλικών – εκεί όπου σήμερα είναι η Νομαρχία - ήταν ένα σπίτι (εκεί μέσα διαδραματίζεται ο «Καιρός των Χρυσανθέμων»). Άκουγα από τα γύρω σπίτια στο πιάνο τα «Νυχτερινά» του Σοπέν.
Στο θέατρο πήγα για πρώτη φορά με τη μητέρα μου - στο θέατρο Απόλλων - στα 13 με 14. Με έπαιρνε μαζί της γιατί δεν είχε σύζυγο, είχα εγώ, ας το πούμε, αυτόν το ρόλο. Το καλοκαίρι πίσω από εκεί υπήρχε ένα υπαίθριο θέατρο. Είδα πολλές επιθεωρήσεις, μουσικό θέατρο. Μάλιστα μέχρι κάποια ηλικία δεν ήξερα ότι υπάρχει θέατρο πρόζας, νόμιζα ότι υπάρχει μόνο μουσικό θέατρο. Άκουγα και λίγα θεατρικά έργα στο ραδιόφωνο αλλά δεν με ενθουσιάζανε. Θυμάμαι μια εκπομπή «Το θέατρο στο μικρόφωνο» ενός δημοσιογράφου του «Έθνους», Αχιλλέας Μαμάκης λεγόταν, από την οποία κάθε Κυριακή μεσημέρι περνούσαν οι Έλληνες ηθοποιοί οι οποίοι παρουσίαζαν τα έργα που έπαιζαν και μια μικρή σκηνούλα από αυτά. Ήταν μια διαφήμιση του έργου που θα ανεβάζανε. Ήταν και η μόνη παρηγοριά για αυτούς τους ανθρώπους. Τρέχανε από την Κυβέλη, που ήταν υποτίθεται μια μεγάλη πρωταγωνίστρια με μύθο πίσω της, μέχρι τον τελευταίο της επιθεώρησης. Ευτυχώς αυτή η εκπομπή έσωσε τις φωνές ορισμένων ηθοποιών που δεν θα ήταν αλλιώς πότε καταγεγραμμένες.
Η πρώτη μνήμη που μου έρχεται σήμερα όποτε πηγαίνω στη Σύρο είναι αυτά τα παιδικά μου χρόνια. Μια σκηνή με τον πατέρα μου να διασχίζουμε το δρόμο. Μια σκηνή με κάποιο θείο μου που είχε έρθει από Αγγλία, ξάδερφος του πατέρα μου, κι εγώ πήγαινα πρώτη Γυμνασίου και του είπα «δεν μπορώ να σας ακολουθήσω μέχρι την πλατεία». Δεν επιτρεπόταν οι μαθητές του Γυμνασίου να κυκλοφορούν μετά τις 9 το βράδυ. Και μου λέει: «ποιος θα μου πει εμένα κάτι, ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Τίποτα δεν ήταν, αλλά αυτό είναι το αιώνιο ελληνικό «ξέρεις ποιος είμαι εγώ;». Εικόνες θυμάμαι, μια παραμονή Χριστουγέννων, μία σκηνή όπου η μητέρα μου φέρνει ένα γλυκό από ένα γάμο. Αυτή που παντρεύτηκε, η Αθηνά Μιχάλοβιτς, τώρα δεν γνωρίζει κανέναν, είναι 95 χρονών. Πρόσφατα πέθανε και η Ούρσουλα Ζησίδου. Αυτές ήταν οι δύο καλύτερες φίλες της μητέρας μου. Όταν πηγαίνω στη Σύρο, ρωτάω για ορισμένους, αν ζουν, αν υπάρχουν. Ένας - δυο συμμαθητές υπάρχουν επίσης εκεί, καθώς και μία κυρία που μου λέει για όλους τους θανάτους. Όλα αυτά δεν είναι ευεργετικά, βέβαια, αλλά σκέφτεσαι και τον εαυτό σου, καθώς μαθαίνεις όλο δυσάρεστα νέα. Θυμάσαι και τον στίχο του Σεφέρη «η ζωή μας κάθε μέρα λιγοστεύει», τον οποίο έγραψε νεότατος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου