"Η σχέση μουσικής και εικαστικής τέχνης είναι αδελφική"
"Το Περιοδικό" συναντά τον Φοίβο Δεληβοριά και τον Στέφανο Ρόκο
τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
Είναι λαμπρά
δείγματα της γενιάς τους, ο καθένας στο χώρο του. Στο έργο τους επιστρέφω
συχνά, όχι τόσο για να βρω απαντήσεις, όσο για να θυμηθώ τα ερωτήματα. Γιατί αυτά
λείπουν σήμερα - ο προβληματισμός και η αμφισβήτηση της κατεστημένης αλήθειας -,
και οι δυο τους έχουν φροντίσει με τις μουσικές και εικαστικές τους δημιουργίες
να θέτουν ερωτήματα, να ξεβολεύουν, να ενοχλούν. Τον Σεπτέμβριο ο τραγουδοποιός Φοίβος
Δεληβοριάς και ο ζωγράφος Στέφανος
Ρόκος «συναντιούνται» για άλλη μια φορά, στον κήπο του Μεγάρου, στη συναυλία
του πρώτου με την αφίσα που φιλοτέχνησε ο δεύτερος. Φροντίσαμε να συναντηθούν
και στη συνέντευξη που κρατάτε στις οθόνες σας.
Ευχαριστούμε θερμά τη Μαρία Μπαχά για τις φωτογραφίες των δύο
καλλιτεχνών.
Τι θα ακούσουμε στον κήπο του Μεγάρου;
Φ. Δεληβοριάς: Ο κήπος του Μεγάρου είναι το ωραιότερο
μέρος για να παίξει μουσική κάποιος το καλοκαίρι στην Αθήνα, μες στις ακακίες.
Και σκέφτηκα να κάνω εκεί μια τελευταία αρμένικη βίζιτα. Έμαθα πρόσφατα από πού
προήλθε ο όρος «αρμένικη βίζιτα». Οι οικογένειες των Αρμενίων πήγαιναν σ’ ένα
απομακρυσμένο χωριό όπου ζούσαν οι συγγενείς τους και έμεναν αυστηρά 25 μέρες.
Οπότε, είπα να το ονομάσω έτσι ώστε να υποχρεώσω τους ανθρώπους του Μεγάρου να
με αφήσουν 25 μέρες στον κήπο, να κάνω ό,τι θέλω. Θα παίξω κάποια τραγούδια απ’
αυτά που ετοιμάζω, πολλά παλαιότερα, και στο τέλος θα κάτσω μόνος μου με την
κιθάρα και θα παίξω ό,τι μου ’ρθει.
- Πώς γνωριστήκατε;
Και τι συμπαθήσατε - ή αντιπαθήσατε - με μια πρώτη ματιά στον άλλο;
Φ. Δεληβοριάς: Τον γνώρισα
στο σπίτι του επίσης φίλου ζωγράφου Αχιλλέα Ραζή. Μας είχε καλέσει για
«παιχνιδο-βραδιά». Παίξαμε παντομίμα, «καπέλο» και «η νύχτα πέφτει στο Παλέρμο»
και - παρότι η κοπέλα που ήταν μαζί του ήταν εκνευριστικά αξιέραστη και ο ίδιος
χυδαίος και αδίστακτος «μαφιόζος» στο παιχνίδι - τον συμπάθησα αμέσως. Είχε
κάτι το απολύτως ανοιχτό και παιδικό στον τρόπο με τον οποίο επικοινωνούσε με
την άγνωστή του παρέα. Και αυτό το βλέμμα του ανθρώπου που δεν αντλεί τη
σιγουριά του από το εγώ ή τις βεβαιότητές του, αλλά από έναν κόσμο που έχει
φτιάξει - και του έχει αποτυπωθεί στο πρόσωπο. Ήμουν σίγουρος ότι θα ήταν πολύ
καλός ζωγράφος. Το ίδιο βράδυ έσπευσα να δω ζωγραφική του στο ίντερνετ. Επιβεβαιώθηκα
- και πολύ σύντομα πήγα στον χώρο που εξέθετε.
Σ. Ρόκος: Ο ίδιος δεν το θυμάται, αλλά η πρώτη
φορά που μίλησα με τον Φοίβο ήταν αμέσως μετά από μια εμφάνισή του στο
αντιρατσιστικό φεστιβάλ του 2004. Μόλις είχα απολυθεί από τον στρατό και
ακούγοντας την «Υβρεοπομπή» αισθάνθηκα την ανάγκη να του πω ότι είχα
επιχειρήσει να κάνω κάτι παρόμοιο με αυτόν, αλλά με το δικό μου μέσο, την
ζωγραφική. Λίγους μήνες μετά, τον συνάντησα πράγματι στο σπίτι του Αχιλλέα, και
τον κάλεσα στην ατομική μου έκθεση που πραγματοποιείτο εκείνη την περίοδο.
Ήρθε, τα είπαμε, και κανονίσαμε να ξεκινήσουμε να βλέπουμε το «Lost» σε DVD στο σπίτι
μου. Το παρατήσαμε στον δεύτερο κύκλο γιατί δεν μας άρεσε, αλλά έκτοτε ενώθηκαν
οι παρέες μας, προέκυψαν καλλιτεχνικοί και προσωπικοί δεσμοί, στενή φιλία και
πολλές συνεργασίες.
- Πώς σας
φαίνεται η τέχνη του Ρόκου, Φοίβο; Θα πηγαίνατε σε μια έκθεσή του αν δεν τον γνωρίζατε;
Φ. Δεληβοριάς: Η τέχνη του
χαρακτηρίζεται από την αναζήτηση ενός αληθινού σώματος μέσα στις
κατακερματισμένες εντυπώσεις που την κατακλύζουν. Ποπ μουσική, ταινίες,
αυτιστικά δωμάτια, χώροι σύγχρονοι που μοιάζει να έχουν χάσει κάθε νόημα,
ισχυροί γονείς που τους αγαπάμε αλλά δεν μπορούμε και δεν θέλουμε να είμαστε το ίδιο. Όλα αυτά γίνονται σώμα στο έργο του
Στέφανου. Και όπως συμβαίνει με όλους τους αληθινούς καλλιτέχνες δεν ξέρει να
σου πει πώς και γιατί. Απλά κοιτάζει πάντα στο σωστό σημείο και του ρουφάει την
πραγματικότητα. Ναι, θα πήγαινα να δω πώς το κάνει, πώς είναι από κοντά αυτή η
τέχνη.
- Και πώς σας φαίνεται η τέχνη του
Δεληβοριά, Στέφανε; Θα πηγαίνατε σε μια συναυλία του αν δεν τον γνωρίζατε;
Σ. Ρόκος: Από τα 15 μου σνόμπαρα επιδεικτικά την
ελληνόφωνη μουσική σκηνή. Είχα βρει ένα τεράστιο μέρος του εαυτού μου και της
αισθητικής μου κυρίως στον αμερικάνικο και βρετανικό εναλλακτικό ήχο, και οι
μόνοι καλλιτέχνες που γράφανε ελληνικό στίχο και που παραδεχόμουν ήταν οι
Τρύπες, τα Ξύλινα Σπαθιά και ο Διονύσης Σαββόπουλος. Χάρη στον τελευταίο είδα
για πρώτη φορά τον Φοίβο στην σκηνή, το 1995, και συνειδητοποίησα ότι υπάρχει
κάτι στον στίχο του που με αφορά. Από τότε δεν έχω χάσει καμία παράστασή του.
- Ποιούς
εικαστικούς συναντάμε στην ιδανική αίθουσα τέχνης σας Φοίβο; Και γιατί;
Φ. Δεληβοριάς: Μου αρέσουν
οι πρώτοι μοντέρνοι, από το 1890 ως το 1940 περίπου, από τον Ματίς και τον
Μπρακ στον Κλιμτ και στον Καντίνσκυ. Και στη μουσική τα ίδια, αντίστοιχα, από
τον Φωρέ και τον Ραβέλ στον Μάλερ και στον Προκόφιεφ. Όλοι αυτοί συντηρούν και
γκρεμίζουν ταυτόχρονα, είναι εθνικοί και ανήκουν παντού, είναι τολμηροί, αλλά
δεν φεύγουν ποτέ από το σώμα του ανθρώπου. Επίσης μου αρέσουν οι Έλληνες της
ίδιας περιόδου: ο Παρθένης, ο Μπουζιάνης, ο Κόντογλου - και πιο μετά ο
Τσαρούχης, ο Μόραλης... Πολύ μεγάλο Έλληνα ζωγράφο, μεταγενέστερο, θεωρώ τον
Νίκο Χουλιαρά.
- Και ποιους μουσικούς συναντάμε στην
ιδανική δισκοθήκη σας Στέφανε;
Σ. Ρόκος: Τα άπαντα του Nick Cave και της πολύ ευρείας και πολυποίκιλης καλλιτεχνικής του
οικογένειας, γιατί αν υπάρχει ένα πράγμα που έχει στιγματίσει ανεξίτηλα την
προσωπικότητά μου και την ζωγραφική μου είναι αυτή η τεράστια παρέα. Και φυσικά
πάρα πολλούς ακόμα. Σε μια πρόσφατη συζήτηση με τον Φοίβο, με ρώτησε αν θα
προτιμούσα να ακούω από εδώ και στο εξής μόνο την μουσική που έχω ήδη ακούσει
στην ζωή μου και ποτέ πια κάτι καινούριο, ή μόνο καινούργια μουσική και ποτέ
τίποτα από την μουσική που έχω ακούσει μέχρι σήμερα. Διάλεξα το πρώτο. Το ξέρω
ότι μπορεί να θεωρηθεί αρκετά γεροντίστικο ή στάσιμο, αλλά είναι αλήθεια.
Πιστεύω πως θα νιώθω πιο σίγουρος και πλήρης.
- Ποια είναι η
σχέση μουσικής και εικαστικής τέχνης; Και γιατί επιλέγετε συχνά εικαστικά εξώφυλλα
για τους δίσκους σας Φοίβο;
Φ. Δεληβοριάς:
Είχα
από πρώτο χέρι την ευκαιρία να ξέρω πως η σχέση τους είναι αδελφική. Η αδελφή
μου Μυρτώ είναι ζωγράφος και στην καλλιτεχνική μας εφηβεία δεν κάναμε βήμα
χωρίς να συνυπολογίζουμε το τι κάνει ο άλλος. Έτυχε μέσω του Στέφανου, του
Δημήτρη Ρόκου και του Αχιλλέα, να γνωρίσω κι άλλους σημαντικούς εικαστικούς της
γενιάς μου και να συνυπάρξουμε για λίγο στους δίσκους. Για έναν απ’ αυτούς - τον
Τζουλιάνο Καγκλή - έγραψα κι ένα κείμενο που το αγαπώ πολύ, το «Τι να βλέπει ο
Τζουλιάνο».
- Κι εσείς Στέφανε πώς και είστε τόσο
δραστήριος στο χώρο του εικαστικού εξωφύλλου δίσκων;
Σ. Ρόκος: Δεν είμαι ιδιαίτερα δραστήριος στον
χώρο αυτό, με την έννοια ότι τα εξώφυλλα που έχω κάνει είναι λίγα και για
συγκεκριμένους καλλιτέχνες. Θέλω να πω ότι δεν το έχω δει ποτέ αυτό σαν
δουλειά, δεν συνεργάζομαι με εταιρείες, ούτε πρόκειται να κάνω ποτέ ένα εξώφυλλο
για έναν μουσικό που δεν εκτιμώ. Όσον αφορά την σχέση μουσικής και εικαστικών,
είμαι από αυτούς που αγοράζουν ακόμα δίσκους γιατί θέλω να κρατάω στα χέρια μου
την επιλογή του μουσικού για την εικόνα με την οποία διάλεξε να επικοινωνήσει με
το κοινό του. Είναι πάντα η πρώτη εντύπωση, η πρώτη επαφή, και μια οπτικοποίηση
που σου δίνει τις πρώτες πληροφορίες για το τι θα ήθελε ο μουσικός να νιώσει ο
ακροατής.
Ποια
διαδικασία ακολουθείτε Στέφανε στη δημιουργία ενός εικαστικού εξωφύλλου για τον
Φοίβο;
Σ. Ρόκος: Το εξώφυλλο
διαφέρει ανάλογα με το concept, τον τίτλο
του άλμπουμ, και τα τραγούδια που μου δίνει ο Φοίβος και τα ακούω σε πρωτόλεια
μορφή. Για την αφίσα της «αρμένικης βίζιτας», με κάλεσε στο σπίτι του όπου
γυριζόταν ένα teaser για τις συναυλίες. Εκεί έβγαζα φωτογραφίες για
2-3 ώρες, και στο τέλος έβγαλα και μια αναμνηστική φωτογραφία με τους μουσικούς
στον καναπέ και τους ηθοποιούς πίσω, την οποία τελικά χρησιμοποίησα ως αφετηρία
για την αφίσα. Πήγα τρεις φορές στην «αρμένικη βίζιτα». Νομίζω ότι τόσα χρόνια
γινόταν η ζύμωση για να βγει αυτό το live. Και τη θεωρώ
ως την κορυφαία συναυλιακή στιγμή του Φοίβου.
Φ. Δεληβοριάς: Όταν γνώρισα
τον Στέφανο, είχα ενθουσιαστεί μαζί του. Βλεπόμασταν συνέχεια, κάθε Τρίτη
πηγαίναμε στους «Χάρτες» στα Εξάρχεια, και κάθε δεύτερη Κυριακή κάναμε βιντεολέσχη
εναλλάξ στα σπίτια των μελών της βιντεολέσχης. Περάσαμε ένα χειμώνα ολόκληρο
μαζί. Και όταν ετοίμαζα τα τραγούδια του «Έξω», του είπα ότι ήθελα να μου κάνει
το εξώφυλλο. Μου απάντησε ότι θα είχε πιο πολύ ενδιαφέρον για κάθε τραγούδι να
κάνει ένας εικαστικός από ένα έργο. Κι εγώ ετοίμαζα το κάθε τραγούδι, και
αμέσως μετά σκεφτόμουν σε ποιον εικαστικό να το δώσω! Ο Στέφανος το συνέλαβε
όλο αυτό.
Και πώς πρωτο-αποφασίσατε
να εντάξετε στην τέχνη σας και την απέναντι τέχνη, τη μουσική ή εικαστική;
Σ. Ρόκος: Πάντα ήθελα
τα έργα μου να συνοδεύουν μια μουσική. Ο πρώτος δίσκος που φιλοτέχνησα ήταν των
Interstellar Overdrive το 1999 - και έτυχε να είναι και ο δικός τους
πρώτος δίσκος. Με τον Φοίβο το 2006 ήταν η πρώτη φορά που εικονογράφησα δίσκο
ενός ήδη καταξιωμένου καλλιτέχνη.
Φ. Δεληβοριάς: Σε αντίθεση
με τους εικαστικούς που δουλεύουν μοναχικά, ο δίσκος είναι αποτέλεσμα πολλών
ανθρώπων. Βγαίνεις απ’ το δωμάτιό σου και έρχεσαι σε επαφή με μουσικούς, με
τεχνικούς, με παραγωγούς, με άλλους τραγουδιστές, με σκηνοθέτες. Όλο αυτό μου
αρέσει πολύ: για έναν ολόκληρο χρόνο είμαι ολομόναχος και φτιάχνω ένα μικρό
εργάκι, και τον επόμενο χρόνο επικοινωνώ το έργο σε έναν κύκλο 40-50 ανθρώπων
που θα δουλέψουμε μαζί. Όλο αυτό με εμπνέει. Και το να μπλεχτεί στο παιχνίδι
αυτό ένας εικαστικός ή μια παρέα εικαστικών που θαυμάζω, είναι ακόμα ωραιότερο.
Πώς έχει
αλλάξει ο Δεληβοριάς όλα αυτά τα χρόνια της γνωριμίας σας;
Σ. Ρόκος: Εγώ βλέπω μια
τεράστια διαδρομή που έχει διανύσει τα τελευταία οχτώ χρόνια και τον έχει πάει
από κάτι σε κάτι τελείως διαφορετικό. Προσωπικά μιλώντας, πλέον είναι πολύ
κοντά στα δικά μου ακούσματα, και μουσικά. Στιχουργικά πάντα τον παραδεχόμουν.
Πλέον, είναι κοντά μου και σαν παραγωγή και σαν ενορχήστρωση και σαν μουσικές
ιδέες.
Κι ο Ρόκος;
Φ. Δεληβοριάς: Ο κόσμος του
Στέφανου ήταν συμπληρωμένος και ολοκληρωμένος απ’ την πρώτη στιγμή, απ’ τις
πρώτες του εκθέσεις. Ήταν σαφές πώς αντιλαμβάνεται τις μορφές, τα χρώματα, τον
κόσμο, την ποπ κουλτούρα. Είχε απαντήσεις για όλα. Αλλά κάθε φορά κατακτά ένα
επίπεδο πιο πάνω. Αυτός ο γνώριμος κόσμος, με κάθε νέα έκθεση, αποκτά νέες, πιο
φιλόδοξες διαστάσεις. Συμμετείχα και σε ένα σημαντικό του βήμα, το «Τρόμος και
ρομάντζο σ’ έναν άλλο πλανήτη», εμπνευσμένο ακριβώς από τη σχέση εικαστικών και
μουσικής.
Πρέπει η τέχνη
να υπηρετεί ένα μήνυμα ή απλώς να είναι καλαίσθητη, να ευχαριστεί;
Σ. Ρόκος: Θεωρώ ότι
πρέπει να υπάρχει μήνυμα, αλλά δεν είναι ανάγκη να γίνεται σύνθημα ή να γίνεται
φανερό και κατανοητό από το πρώτο επίπεδο. Εκτιμώ, βεβαίως, και το έργο που
είναι μόνο καλαίσθητο. Στόχος μου είναι να υπάρχει μήνυμα και σκέψη πίσω απ’
ότι κάνω, χωρίς όμως να γίνεται κραυγαλέο. Και δεν με ενδιαφέρει να γίνεται
κατανοητό απ’ όλο τον κόσμο.
Φ. Δεληβοριάς: Θέλοντας και
μη, ακόμα και το πιο κενό έργο, το πιο άθλιο τραγούδι, φέρνει ένα μήνυμα. Η
κενότητα η ίδια είναι νόημα. Ένας συνειδητός καλλιτέχνης την ώρα που δημιουργεί
αντιλαμβάνεται τι υπηρετεί. Αλλά ένα έργο τέχνης δεν πρέπει να εξαντλείται στο
νόημα, στο μήνυμα. Αν είναι απλά να πω ότι στηρίζω μια ιδέα, μπορώ απλώς να το
γράψω σ’ ένα κομμάτι χαρτί: «στηρίζω την τάδε ιδέα». Το θέμα είναι ένα σώμα,
ένα ζωντανό πράγμα, να σε παραπέμπει στην ιδέα. Κι αν αυτό που δημιουργήσεις
είναι πραγματικά ζωντανό, μπορεί να περιέχει και τέσσερις και πέντε ιδέες, και
όχι μόνο μία.
- Σε ένα ποίημά του εμπνευσμένο από ένα
έργο του Ρόκου, ο Δεληβοριάς γράφει: «Εσύ ήσουν κάποτε εκεί μες στον
υπνόσακο που είχε αδειάσει απ' τους γονείς σου /
Απ' τα κουλά λεφτά, τις ποιητικές βραδιές, τις καθιστικές απεργίες τους».
Πόσο δύσκολη υπήρξε για σας η άρθρωση ενός αυτόνομου λόγου, έχοντας βαριά τη
σκιά της «γενιάς του Πολυτεχνείου» και του φετιχισμού του παρελθόντος;
Φ. Δεληβοριάς: Όσο δύσκολο ήταν και γι’ αυτούς να
ξεπεράσουν τη γενιά του ’30, της Κατοχής ή των Δεκεμβριανών. Ίσως να ήταν και
λίγο πιο εύκολο. Εμένα οι δικοί μου είναι οι αμέσως προηγούμενοι απ’ του
Πολυτεχνείου, οι του 114. Και ζηλεύω ιδιαίτερα τα χρόνια της πολιτικής,
πολιτιστικής και σεξουαλικής έκρηξης με τα οποία συνέπεσαν. Σκέψου μόνο το
πολιτιστικό: παραστάσεις του Κουν, αυτοσυνειδησία του ελληνικού τραγουδιού,
πρώτες προβολές του «8 ½» ή του «Τρελού Πιερό». Σ’ ένα απ’ τα καινούργια,
ακυκλοφόρητα τραγούδια μου μιλάω για όλο αυτό, για το πόσο είναι εξιδανικευμένο
και πόσο είναι αληθινό. Το ονομάζω «Ο Μπάσταρδος Γιος».
Σ. Ρόκος: Μεγάλωσα σε αριστερή οικογένεια και
μετέπειτα υιοθέτησα συνειδητά αριστερές ιδέες, αλλά δεν αισθάνθηκα ποτέ, ούτε
για μια στιγμή, δέσμιος κάποιου κόμματος ή κάποιας παράταξης, και χαίρομαι γι’
αυτό. Με βοήθησε στο να μπορώ να κριτικάρω ελεύθερα χωρίς αναστολές, να λέω
ακόμα πιο ελεύθερα την γνώμη μου και να έχω μια ψύχραιμη αντίληψη των
πραγμάτων.
- Και ποιο είναι το μυστικό ώστε να έχεις
αποδοχή, να παράγεις έργο που μιλά στην εποχή σου, και την ίδια στιγμή να μην
γίνεσαι ένα με τον πολτό του lifestyle και της χυδαιότητας;
Σ. Ρόκος: Δεν ξέρω κανένα μυστικό, ούτε καν
πιστεύω ότι έχω καταφέρει όλα τα παραπάνω. Είναι όμως στόχος ζωής, που μάλλον
βγαίνει αβίαστα.
Φ. Δεληβοριάς: Να μην κάνεις
τον πιο χαζό ή τον πιο έξυπνο απ’ ό,τι είσαι. Είσαι κάτι συγκεκριμένο, με τη
δική του δύναμη, τη δική του μετριότητα, τη δική του ομορφιά και το δικό του
χαμηλότερο σημείο. Αν το εκφράζεις πιστά, ακόμα και οι αποτυχίες σου θα είναι
μέρος μιας έκφρασης. Έχω δει ανθρώπους αληθινά ιδιοφυείς που τελικά εξαφανίστηκαν
στην προσπάθειά τους να εξομοιωθούν με κάποιο αποδεκτό γούστο, υψηλό ή χαμηλό.
Τι θα λέγατε
σε έναν νέο άνθρωπο που θα ήθελε να ασχοληθεί με την τέχνη σας;
Σ. Ρόκος: Εγώ θα του
έλεγα αμέσως να γίνει ό,τι θέλει, χωρίς δεύτερη κουβέντα. Θυμάμαι πως παλαιότερα,
αρκετοί άνθρωποι του χώρου προσπαθούσαν να μας επισημάνουν τις δυσκολίες του να
γίνεις καλλιτέχνης, αποτρέποντάς μας ώστε να συνειδητοποιήσουμε γιατί έχουμε
πάρει αυτή την απόφαση. Η δική μου προσέγγιση είναι «αφού το θέλεις, προσπάθησε
να γίνεις». Αλλά πρέπει να συνειδητοποιήσει τις ευκολίες - δηλαδή τις δυσκολίες
- της εποχής. Υπάρχουν πολλά μέσα, πολλοί τρόποι να κάνεις κάτι και να γίνεις εύκολα
γνωστός. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δουλέψεις εκατό φορές πιο σκληρά, για να
υπάρξεις σαν οντότητα πλάι στους τόσους πολλούς που υπάρχουν και τους βλέπεις
παντού.
Φ. Δεληβοριάς: Δεν είμαι
άνθρωπος που εμπιστεύομαι τις συμβουλές. Είμαι φειδωλός να τις δίνω, γιατί κάτι
που είναι παράδεισος για κάποιον μπορεί να είναι κόλαση για άλλον. Θα έλεγα σε
κάποιον να το κάνει αρκεί να είναι η πραγματική του έκφραση. Να μη μπορεί να
ζήσει χωρίς αυτό. Ο Ντύλαν είπε: «Δεν χρειάζεται να γραφτεί ούτε ένα καινούργιο
τραγούδι. Ούτε ένα. Έχουν ειπωθεί τα πάντα για όλα τα θέματα. Έχουμε αρκετά
αριστουργήματα για να ζήσουμε μια ζωή ανακαλύπτοντάς τα. Αν είσαι όμως ένα
παιδί με καθαρή καρδιά και αγαπάς να γράψεις τραγούδια, τότε υπάρχει χώρος και
για σένα».
- Για να μην
ξεχνιόμαστε, ο Ψινάκης σάρωσε, ο Μπέος σάρωσε, ο Μώραλης επίσης. Τελικά, θα μας
σώσουν οι μάνατζερ της μπάλας και της νύχτας;
Φ. Δεληβοριάς: Δεν θα μας
σώσει κανείς. Και όχι επειδή δεν σωζόμαστε, αλλά επειδή δεν θέλουμε να σωθούμε
όλοι μαζί. Δεν ακούμε ποτέ παρά το φόβο της δικής μας συντεχνίας, του δικού μας
μικροκλάδου. Και αδιαφορούμε για τους υπόλοιπους, τους θεωρούμε άξιους
τιμωρίας. Ο κάθε μάνατζερ ή τεχνοκράτης ή «πετυχημένος» που θα εμφανίζεται, θα
πατάει στο δικό μας κενό, στην δική μας διάσπαση. Αλλά αυτό συμβαίνει σε όλον
τον κόσμο, δεν συμβαίνει μόνο εδώ. Όλοι, παντού τα τελευταία 30 χρόνια είδαν
και πίστεψαν το «πολύ σκληρός για να πεθάνει». Και φυσικά πεθαίνουν όλοι σαν
ηλίθιοι.
Σ. Ρόκος: Φυσικά και δεν θα μας σώσουν!
Πραγματικά αναρωτιέμαι πώς τέτοιοι άνθρωποι είναι ακόμα δημοφιλείς, και ποιοι
είναι αυτοί που τους στηρίζουν. Στεναχωριέμαι πάρα πολύ, κάθε μέρα
στεναχωριέμαι και περισσότερο. Πιστεύω ότι με κάθε ευκαιρία πρέπει να
εκφράζουμε δημόσια την απέχθειά μας για κάποια πράγματα, όπως για την Χρυσή
Αυγή. Σιχαίνομαι την Χρυσή Αυγή, θέλω να το λέω συνέχεια. Πρέπει να το λέμε
συνέχεια, είναι απαραίτητο. Αλλά δεν είναι κρίμα μια ωραία συνέντευξη για
μουσική και εικαστικά να κλείνει με την αναφορά κάποιων λίγων αλλά τελικά
υπεραρκετών επικίνδυνων ηλιθίων?
Σωστά. Πώς θα βγούμε απ’ το αδιέξοδο;
Σ. Ρόκος: Βλέπω στο περιβάλλον που κινούμαι ότι
όλοι μας έχουμε πάρει τη δουλειά μας πιο σοβαρά. Κι αυτό είναι μια λύση: να
είμαστε πιο συνεπείς και πιο συνειδητοί σ’ αυτό που κάνουμε.
Φ. Δεληβοριάς: Οι λεγόμενες πρωτοβουλίες αλληλεγγύης
- μια μορφή εθελοντισμού όχι για κάτι χαρούμενο, όπως π.χ. η Ολυμπιάδα, αλλά
για τα δύσκολα - είναι κάτι πρωτοφανές για την ελληνική κοινωνία. Κι αν
πετύχουν, θα υπάρχει αυτό που είναι η ουσία της πολιτικής: πολλοί άνθρωποι να
κάνουν κάτι πολύ καλό για όλους.