(1) Θεάματα που περπατάνε δίπλα μας.
Μετά ήρθε πάλι μια γριά.
Πήγαινα στο δάσος, που το περνούσα όταν ήτανε και χωρίς
φώτα, γιατί είμαι ανήσυχος, με περίμενε κάποιος πάντα και πάντα πίστευα ότι δεν
είναι ο δολοφόνος, αλλά εκείνος που του έχω δώσει ραντεβού.
Ήτανε πολύ σκοτεινά και ξαφνικά συνειδητοποίησα ότι
βάδιζε δίπλα μου κάποιος. Πρέπει να βάδιζε αρκετήν ώρα γιατί την κατάλαβα απ᾽
την αίσθηση που έχεις όταν κάποιος περπατάει δίπλα σου αρκετήν ώρα και το
συνειδητοποιείς ξαφνικά.
Γύρισα και είδα μια κοντή γρια με μαύρα που κουβαλούσε
δύο τεράστιες καρέκλες, μία σε κάθε χέρι. Μού χαμογέλασε.
―Είναι αυτή η μετακόμιση. Απ᾽ το πρωί πηγαινοέρχομαι.
Πήρα τη μία καρέκλα και δυσκολεύτηκα να την ακολουθήσω,
γιατί, με το μισό βάρος, έτρεχε σχεδόν.
Βγήκαμε απ᾽ το δάσος, της ξανάδωσα την καρέκλα και μού
είπε πως είχε ακόμα δύο―τρεις βόλτες.
Κάποιος με δοκίμασε. Σαν
γλυκό.
(Από το «Παραμύθια σαν αστεία άστρα», 1984)
(2) Πώς λέω να μην πεθάνω.
Λέω να μη γίνω ποτέ ζωντοχήρα και να μην αφήσω ποτέ να με
πυροβολήσει ο Γκιωνάκης. Ούτε ως Διαμαντόπουλος θα καταδεχτώ ποτέ να μου ρίξει ενενήντα
πέντε σφυριές όποιος θα φέρνει στον Νάσιουτζικ. Τέλος, λέω να μην πεθάνω από
έρωτα, λέω να ζήσω από έρωτα.
Μια καλή ιδέα είναι να βγω εκτός παιδειάς και να
παρακολουθήσω μαζί με το χαρούμενο πλήθος τον θάνατό μου. Ο Χρήστος
Βακαλόπουλος, εκείνο το καλό παιδί που με στήριξε ηθικά στο προηγούμενο
επιθετικό/τρυφερό βιβλίο μου δημοσιεύοντας δικό του μυθιστόρημα μαζί, μού ᾽χει
δώσει μια ιδέα.
Μού ᾽χε διηγηθεί κι αυτός δηλαδή μια σκηνή και τη λέω με
δικά μου λόγια για να δω πώς μπορεί να επαναληφθεί κάτι παρόμοιο στο θάνατό
μου.
Όταν μαζεύονται πολλοί και κάνουνε μάτι σ᾽ έναν δικό τους
που γαμάει στο ρετιρέ, και σπρώχνονται όλοι στη βεράντα να δούνε και σε κάποιο
κορυφαίο σημείο χειροκροτούν, μπορεί ο εραστής, ζώντας το θρίαμβό του
ακομπλεξάριστα, να πεταχτεί απ᾽ το κρεβάτι―αρένα, και να τρέξει απ᾽ την πόρτα
της κουζίνας κι εκείνος στη βεράντα, να βρεθεί πίσω τους και να φωνάξει:
―Κάν᾽τε χώρο, ρε παιδιά, να με δω κι εγώ!
Αφού έχει γίνει αυτό και πιστεύω τον πληροφοριοδότη μου
Χρήστο, θα καλέσω μερικά άτομα όταν είναι να επιστρέψω στην πραγματική μου θέση
παρά τον Πατέρα ―χωρίς «πάλι ερχόμενος μετά δόξης», σας προειδοποιώ―, και θα
κάνουμε μάτι όλοι μαζί που θα πεθάνω.
Από γυναίκες ακόμα είμαι σε δίλημμα αν θα καλέσω καμία.
Μπορεί εμένα.
Από άντρες θα πω στον Κύριλλο, στον Στέφανο, στον Κώστα,
στον Κώστα, στον Χρήστο, στον Νίκο, στον Νίκο, στον Γιώργη, στον Ευγένιο και σε
μερικούς άλλους, κρυφούς.
Από άντρες επίσης θα πω και σ᾽ εμένα.
(Από το «Μέρη που χάσανε τη μαγεία τους», 1985)
(3) Γιατί
είσαι λυπημένος;
Είμαι λυπημένος γιατί δεν αφήνω τις γυναίκες κατά μέρος, γρήγορα θα γίνω
γέρος. Λέτε;
Πώς όμως ν᾽ αφήσεις κατά μέρος το μέρος το καλύτερο, το
καλύτερο κομμάτι τού γλυκού και του ψητού, τα μπουτάκια τα τραγανά, τα ματάκια
τα πλάνα; Πώς ν᾽ αφήσεις κατά μέρος τις κοπέλες τις τρελές, και πώς να ζήσεις
λογικός σαν κύβος με χρώματα ολόκληρη αιωνιότητα, λογικός σαν γαμήλιο ταξίδι
ολόκληρο ημίχρονο;
Όσο κι αν μ᾽ αγαπάτε, λοιπόν, το ιπτάμενο χαλί μου εγώ
δεν το αλλάζω με ακίνητη περιουσία. Το χαλί μου το περιούσιο έχει συστηθεί
αυθόρμητα σε τρεις―τέσσερις ήλιους, έχει επέμβει.
Έχει επέμβει την κατάλληλη στιγμή και έχει χωρίσει τ᾽ ανθρωπάκια από τον καβγά,
τον καβγά από τ᾽ ανθρωπάκια.
Πήγα και την πήρα οχτώ και δύο ακριβώς από το σπίτι της,
κι ήτανε πριν και μετά με άλλον. Της είχα φέρει ένα πιτσιλωτό ασπροκόκκινο
γαρίφαλο και της το ᾽δωσα, που κάθισε δίπλα μου συνοδηγός των βλεμμάτων μου για
λίγο. Τα μαλλιά της τα είχε κότσο και πήρε και το φόρεσε στο λαστιχάκι τους, κι
είπε πως θα το φορούσε όλη την ώρα που θα έπαιζε βόλεϊ, κι εγώ της είπα πως
μύριζε ωραία αυτό το ασπροκόκκινο γαρίφαλο το πιτσιλωτό, το στα μαλλιά της
τώρα, και το ᾽βγαλε πάλι και το μύρισε κι είπε: ―Ναι, και το ξανάβαλε.
Κόψαμε από τα χωράφια για να την πάω στο γήπεδο, κι έγινε
άνοιξη πάνω και πλαγίως του αυτοκινήτου. Το απόγευμα σουρούπωσε και σορόπιασε,
ένα ποταμάκι στάθηκε να το περάσουμε μέσα στο 1986, και εγώ ο ίδιος που διαβάζετε μας κοίταξα από ψηλά. Τι
είμαστε; Γιατί είμαστε; Γιατί είμαστε λυπημένοι; Ένα αυτοκινητάκι μάτσιμποξ και δύο μυρμήγκια να, που σκέφτεται μέσα στα χόρτα, που τα
νερά θυμάται και δεν κάνει πίσω.
Μάντρα―μάντρα πριν πάρω τη στροφή πήρα το δρόμο για το
σπίτι της από το νοσοκομείο Ένα και
μάντρα―μάντρα βρεθήκαμε σ᾽ ένα χωματόδρομο πίσω από το νοσοκομείο Δύο: ―Όλο μάντρα―μάντρα πάμε απόψε με τα
νοσοκομεία, είπαμε και γέλασε το χειλάκι μας, μέχρι που στη μεγάλη στροφή μια νεκροφόρα
φάνηκε κατάφωτη να παραμονεύει, και κοίταξα με τρόπο εγώ ο άντρας. Το φέρετρο
είχε διαφάνεια αλλά δεν έκλεινε μέσα του κανέναν, και καθησυχάσαμε. Δεν πήγαν
είκοσι δευτερόλεπτα κολλητά στο νοσοκομείο, και, μες στα σκοτάδια πια,
φωτίστηκε ένας άλλος χώρος, ένα ιπποδρόμιο μικρό σαν φέρετρο κι αυτό από τα
ψηλά που μας ξαναβλέπω, κι ένα άλογο να τρέχει ολόγυρα με τον αναβάτη του. Τι
ωραία, τι ωραία! Όλα μπορούμε και τα βλέπουμε απόψε, ανέγγιχτοι, με λίγη καρδιά
ο ένας προς τον άλλον, κι έχουμε μάλλον χαθεί στα χωράφια, και πάμε πίσω, πάλι
απ᾽ τ᾽ άλογο, πάλι από το νοσοκομείο Δύο,
πάλι από τη νεκροφόρα.
Άφησα τ᾽ αυτοκίνητο μακριά από την είσοδο του γηπέδου.
Γιατί το άφησα τόσο μακριά; Γιατί είμαι λυπημένος;
Είμαι λυπημένος γιατί είμαι γεροντάκι δίπλα της, όπως
φοράει τη φόρμα της, με τον κότσο της και το γαριφαλάκι μου, κι ένα φιλάκι δεν
της λέω να μου δώσει, απ᾽ τα τόσα που θα σκορπίζει πριν και μετά φιλότιμα.
Είμαι λυπημένος γιατί μου λέει: ―Να οι συμπαίκτριές μου και ο προπονητής.
Κάθονται όλοι μαζί έξω.
Καλά, θα μείνω εδώ κάτω, και θα σε δω λίγο μετά να
ζεσταίνεσαι, να ζεσταθώ κι εγώ φιλαθλητικά, όλο υπονοούμενα. Δεν είμαι
συμπαίκτριά σου δυστυχώς, είμαι εχθρός. Άρχισε, μπρος, το αργό σου γδύσιμο.
Πρώτα, να βγάλεις το άνορακ το λαδί που φοράς πάνω απ᾽
όλα. Να τ᾽ αφήσεις αργά στον πάγκο, και για πρώτη φορά, πάνω απ᾽ όλα, να
γυρίσεις να με δεις με την άκρη του ματιού σου, αν είμαι επιτέλους στην εξέδρα
με τ᾽ άλλα ρεμάλια, αν, πάνω απ᾽ όλα, σε κοιτάω αμείωτα, καυστικά. Μετά, να
κάνεις πρώτη ένα γύρο χαλαρωτικό με τα χέρια προς τα κάτω και τα δάχτυλα των
ποδιών σου ψηλά προς τα γόνατα, ψηλά―ψηλά. Συνεχίζω να μη σε χάνω από τα μάτια
μου, μη φοβάσαι. Σκέφτομαι πώς είσαι πιο μέσα, πιο κάτω από τα υπόλοιπα, τη
φόρμα και το παντελονάκι. Ξέρω ότι σήμερα φοράς σουτιέν, που συνήθως δεν φοράς,
γιατί εδώ είναι αθλοπαιδιά, δεν είναι πασαρέλα. Γι᾽ αυτό, άλλωστε, δεν φοράς
και τακούνια, αλλά βρωμοπάπουτσα, ντάνλοπ,
ντιάντορα. Με τα τακούνια χορεύεις και λικνίζεσαι, δεν αποκρούς, δεν
καρφώνεις. Καρφώνεις λίγο αλλιώς. Καρφώνεις με τα τακούνια τα δικά μου πόδια
στην εξέδρα, με τα τακούνια που φαντάζομαι μέσα από τα ντάνλοπ σου, μέσα από τα ντιάντορα.
Καρφώνεις με ό,τι φοράς και μ᾽ ό,τι δεν φοράς αλλιώς τον χώρο, αλλιώς οι
κινήσεις μου γίνονται, είναι σαν το βλέμμα σου, σαν τα δικά σου όλα.
Πλησιάζεις πάλι αργά τον πάγκο. Μιλάς σε κάποιον στον
πάγκο, αδιαφορείς. Έχεις τώρα το ύφος του αθλητή, ύφος αφοσιωμένο στη μπάλα
αλλά κομμάτι τεράστιου πίνακα μ᾽ εσένα και τη μπάλα προς τ᾽ άστρα. Τη μπάλα σού
δίνουνε τώρα να ζεσταθείς κι άλλο, να ανταλλάξεις μπαλιές με μια φίλη σου,
ματιές στην πραγματικότητα συνωμοτικές που είμαι εκεί κι εγώ με τα μάτια μου.
Κι όταν σου φεύγει στα καρφιά τής φίλης σου η μπάλα και σκάει δίπλα μου,
έρχεσαι και λες γλυκά και πονηρά: ―
Κουνήσου λίγο, Σωτήρη!
Κουνιέμαι λίγο και τσιμπιέμαι να ξυπνήσω. Σαν όνειρο
πλατύ και μαλθακό κάνω το κομμάτι μου για σένα, το ξέρω και το ξέρεις και το
ξέρουνε κι οι μελετητές μου. Αύριο θα γράφουνε «Ύστέρησε ο Κακίσης», ή «Από
λάθος του Κακίση χάθηκε το παιχνίδι».
Γι᾽ αυτό ρίχνω μια φανταστική βουτιά, μπαίνω στον
αγωνιστικό χώρο, βουτάω επιπλέον στο εσωτερικό σου, κατρακυλάω και σκορπίζομαι
από μέσα σου, και στρέφομαι μαζί σου προς τον φιλέ. Σφυρίζω. Το παιχνίδι δεν
χάθηκε. Το παιχνίδι δεν άρχισε ακόμη καν.
Βγάζουμε το κάτω τής φόρμας και το παντελονάκι μας
υπερτερεί σε σεξουαλικότητα από το κιλοτάκι στο καμπαρέ. Βγάζουμε το πάνω τής
φόρμας μας και η καρδιά πίσω από τα βυζάκια είναι σε μεγάλο χοροπήδημα,
υπερτερεί σε όλα, δεν συγκρίνεται με τα κόκκινα φώτα τού καμπαρέ.
Γι᾽ αυτό είμαι λυπημένος.
(Από το «Οι καλές γυναίκες», 1986)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου