Παρασκευή 29 Νοεμβρίου 2019

Ο μαύρος χάρτης της ρατσιστικής βίας




«Βάλ’ τους Χ – Ο Μαύρος Χάρτης της Ρατσιστικής Βίας»
ISBN: 978-618-00-1574-4 
Κατηγορία: Λεύκωμα/ Comics • Σελ.: 296
• Σχήμα: 17X24 • Τιμή: 15,00€ 
ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ: ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ 2019

Μια ιδέα που έγινε καμπάνια, μια καμπάνια που έγινε έκθεση, μια έκθεση που έγινε βιβλίο.

Η διαδρομή της καμπάνιας «Βάλ’ τους Χ – Ο Μαύρος Χάρτης της Ρατσιστικής Βίας» είναι μακριά και συναρπαστική. Η αποτύπωσή της σε βιβλίο από τις εκδόσεις «Τόπος» σηματοδοτεί την ολοκλήρωση μιας περιόδου αγώνα για το βασικό: Να γίνει γνωστή η εγκληματική δράση της Χρυσής Αυγής ώστε το σύνολο της κοινωνίας να αντιληφθεί το εύρος της δράσης της. 

Η ιδέα που γεννήθηκε πριν από περίπου δύο χρόνια, πήγασε από μία πολύ συγκεκριμένη ανάγκη: Να έρθει στο προσκήνιο η οργανωμένη ρατσιστική βία που συνδέεται με τη δικογραφία της Χρυσής Αυγής. Για να γίνει αυτό ορατό και συγκεκριμένο, αποφασίσαμε να αποτυπώσουμε τη ρατσιστική βία εκεί ακριβώς όπου συμβαίνει: στον δρόμο. Έτσι, τοποθετήσαμε στα σημεία των επιθέσεων αυτοκόλλητα με QR Codes με τα οποία ο καθένας να μπορεί να «πλοηγηθεί» με το κινητό του στον μαύρο χάρτη της ρατσιστικής βίας. 

Αφού εντοπίσαμε, μέσα από τεκμηριωμένες καταγραφές, τα πιο σοβαρά περιστατικά, ζητήσαμε από 50 Έλληνες δημιουργούς οπτικής εικόνας να τα αποτυπώσουν – ο καθένας με τη δική του προσωπική ματιά. Στη συνέχεια τοποθετήσαμε κάθε επίθεση με την αντίστοιχη εικόνα και περιγραφή πάνω στον χάρτη της Ελλάδας και την ανεβάσαμε στον ιστότοπο valtousx.gr. Με ένα κλικ πάνω στα σημεία του χάρτη, ο επισκέπτης αντιλαμβάνεται ότι το κάθε τοπωνύμιο είναι ένας τόπος αιματηρής επίθεσης – συχνά ατιμώρητης. 

Τέλος, ζητήσαμε από ξένους και Έλληνες εικαστικούς καλλιτέχνες να σκιτσάρουν τα βασικά πρόσωπα στη δίκη της Χρυσής Αυγής, δίνοντας έτσι ένα συναρπαστικό οπτικό υλικό από μια δίκη που μοιάζει αθέατη για τα ελληνικά και ξένα ΜΜΕ. 

Αυτή η πολυδιάστατη και συλλογική προσπάθεια αποτελεί τη ραχοκοκαλιά της πρωτοβουλίας «Βάλ’ τους Χ – Ο Μαύρος Χάρτης της Ρατσιστικής Βίας». 

Το ίδρυμα «Ρόζα Λούξεμπουργκ» και η «HumanRights360» με την κομβική συνδρομή των εκδόσεων «Τόπος», αποφασίσαμε να εκδώσουμε αυτό το βιβλίο ως μια τεκμηρίωση της ιστορίας της ρατσιστικής βίας στην Ελλάδα αλλά και ως μια ελάχιστη συμβολή στον πολυετή αγώνα των δικηγόρων της Πολιτικής Αγωγής στη δίκη της Χρυσής Αυγής, καθώς όλα τα έσοδα του βιβλίου θα διατεθούν σε αυτούς.

Το Λεύκωμα Ο Μαύρος Χάρτης της Ρατσιστικής Βίας αποτελεί τη συμπύκνωση ενός εφιαλτικού χρονικού. Ταυτόχρονα όμως ένα εργαλείο γνώσης, κατανόησης και υπέρβασης στα χέρια της κοινωνίας μας.

Η καμπάνια «Βάλ’ τους Χ – Ο Μαύρος Χάρτης της Ρατσιστικής Βίας» αποτελεί μια πρωτοβουλία του ιδρύματος «Ρόζα Λούξεμπουργκ» και της «HumanRights360». 

Σχεδιάζουν οι:
Δήμητρα Αδαμοπούλου, Τάσος Αναστασίου, Ευάγγελος Ανδρουτσόπουλος, John Antono, Aspalax, Μάριος Μπόρας, Γιώργος Μπότσος, Bratimoto, Γιώργος Χαλκιάς, Chrispy Sift, Molly Crabapple, Σπύρος Δερβενιώτης, Vasco Gargalo, Δημήτρης Γεωργοπάλης, Τομέκ Γιοβάννης, Γιώργος Γούσης, Kanellos COB, Βάλια Καπάδαη, Λουίζα Καραγεωργίου, Θανάσης Καραμπάλιος, Θωμάς Κεφαλάς, Σταύρος Κιουτσούκης, Κώστας Κυριακάκης, Μιχάλης Κουντούρης, Άρης Λάμπος, Λέανδρος, Stephen Livanos, Πάνος Μαραγκός, Δημήτρης Μαστώρος, Γιώργος Μικάλεφ, Παναγιώτης Μητσομπόνος, Δήμητρα Νικολαΐδη, No Budget Epics, Noir Captain, Αλεξία Οθωναίου, Γαβριήλ Παγώνης, Πανάγος, Παναγιώτης Πανταζής, Βαγγέλης Παπαβασιλείου, Παύλος Παυλίδης, Θανάσης Πετρόπουλος, Θανάσης Πέτρου, Piotr, Kianoush Ramezani, Tjeerd Royaars, Soloup, Στέλλα Στεργίου, Maria Stoian, Tasmar, Σάββας «The Pack» Αμπατζίδης, Έφη Θεοδωροπούλου, Αντώνης Βαβαγιάννης, Ξανθός Βενιζέλου, Λευτέρης Γιακουμάκης, Γεωργία Ζάχαρη.

Τετάρτη 27 Νοεμβρίου 2019

Συνέντευξη με την Ερωφίλη




Ερωφίλη:

«Βρίσκομαι τόσο σε μια μοναχική μπαλάντα όσο και σ’ ένα δυνατό ζεϊμπέκικο»


Τρεις προσωπικοί δίσκοι λίγο πριν, λίγο μετά την αλλαγή του αιώνα. Άλλοι τέσσερις δίσκοι ως μέλος του συγκροτήματος «Τρίφωνο» μαζί με τον Νίκο Κουρουπάκη, τον Δημήτρη Υφαντή, και τον πρόωρα χαμένο Γιώργο Περαντάκο. Μουσική για παιδικά τραγούδια και παραστάσεις. Συνεργασίες με μεγάλα ονόματα στο στούντιο και επί σκηνής. Και πολύ πρόσφατα, ένας ακόμη δίσκος - «Στα Λόγια η Ψυχή» - με τραγούδια σε μουσική του Δαμιανού Πάντα. Πολυδιάστατη δημιουργός, αλλά πάνω απ’ όλα μια εκφραστική, ευαίσθητη και επιτυχημένη ερμηνεύτρια. Η Ερωφίλη!


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τ. 69-70, Ιανουάριος-Μάρτιος 2019)


«Στα λόγια η ψυχή». Πώς θα συνοψίζατε την αίσθηση του νέου σας δίσκου;

Νιώθω ότι είναι μια γυναίκα που μιλάει για όλα μέσα σ αυτό το άλμπουμ: για έναν χωρισμό, μία εκδίκηση, για επιθυμίες, τη ματαιότητα, τη μαγεία, την αγάπη, τη μοναξιά, τη φλόγα μιας ιδέας. Ο δίσκος έχει άρωμα γυναίκας. Σε αυτό συντελούν όλοι οι στίχοι που διάλεξε ο Δαμιανός να μελοποιήσει - των Δημήτρη Αναγνωστόπουλου, Αντώνη Παπακωνσταντινίδη, Ηλία Μάστορη και της Πόπης Μαγουλά Γαϊτάνου. Εννέα διαφορετικές ιστορίες που αφηγείται μια γυναίκα.

Πώς προέκυψε η συνεργασία σας με τον Δαμιανό Πάντα;

Με τον Δαμιανό πρωτογνωριστήκαμε το 2011. Είχα ακούσει από τότε κάποια τραγούδια του, όμως επειδή ακόμη υπήρχε το «Τρίφωνο» δεν είχαμε διευκρινίσει κατά πόσο μπορούσαμε να δισκογραφούμε εκτός γκρουπ. Είχε επιμονή ως συνθέτης, σίγουρος για το τι μιλούν αυτά τα τραγούδια, και ότι έπρεπε να ειπωθούν από μία μόνο γυναικεία φωνή - τη δική μου. Όταν ωρίμασαν οι συνθήκες και για τους δύο, καταφέραμε να πραγματοποιήσουμε τη δεύτερη αυτή δισκογραφική δουλειά του με «τα γυναικεία τραγούδια» του, όπως την ονομάζει ο ίδιος, μιας και τον πρώτο κύκλο τραγουδιών του, για ανδρική φωνή, τον έκανε με τον Βασίλη Γισδάκη λίγα χρόνια πριν.

Και ποια στοιχεία, ως έμπειρη τραγουδίστρια που είστε, ξεχωρίζετε στη συνθετική εργασία του;

Αυτό που με συγκινεί στον Δαμιανό είναι το ότι μπορεί να αποτυπώνει τις ανησυχίες ενός νέου μοναχικού ανθρώπου που αγαπά πολύ τη μουσική, δίνοντάς σου ταυτόχρονα την αίσθηση ότι συναντάς ένα συνθέτη παλαιάς κοπής, σίγουρο και πολύ μελωδικό. Στα τραγούδια του πρωταγωνιστούν οι δυνατές μελωδίες που σου μένουν, σε αγγίζουν, και είναι δύσκολο να τις αγνοήσεις. Διαλέγει με τόλμη τους στίχους που μελοποιεί. Δεν ένιωσα ποτέ ότι είναι τα τραγούδια του κατασκευές για να εντυπωσιάσει, αλλά εξυπηρετούν απόλυτα την ιστορία που θέλει να μας παρουσιάσει. Στη διάρκεια της χρονιάς που ηχογραφούσαμε προέκυψαν και δύο νέα τραγούδια, η «Πυξίδα» και η «Καιόμενη βάτος», σε δικούς του στίχους, μετά από κουβέντες που είχαμε για πραγματικά γεγονότα που συμβαίνουν ή έχουν συμβεί.





Ο μουσικοκριτικός Αντώνης Μποσκοΐτης έγραψε για σας και τον δίσκο ότι «τα τραγούδια αυτά ‘της πάνε’ πολύ». Το νοιώσατε κι εσείς αυτό; Κι αν ναι, γιατί;

Με συγκίνησε το σύνολο, οι μελωδίες του και όλοι οι στίχοι που είχε διαλέξει. Ένιωσα ότι ήθελα να πω αυτές τις ιστορίες, αυτήν ακριβώς τη στιγμή. Σαν να ήμουν το κομμάτι που ολοκλήρωνε τη μουσική αφήγηση. Πάντα έψαχνα το γιατί πίσω από κάθε τραγούδι. Αυτό το βρήκα σε καθένα από αυτά που παρουσιάζουμε σε αυτήν την καινούργια δουλειά. Χαίρομαι που διαπίστωσε ο Αντώνης ότι μου ταιριάζουν αυτά τα τραγούδια, τα τραγούδησα με την ψυχή μου και ταίριαξαν πολύ με το ηχόχρωμά μου. Είμαι ευαίσθητη και δυναμική σαν άνθρωπος, αλλά ένιωσα ότι αυτό χρειαζόταν και σ’ αυτά τα τραγούδια.

Πάντως, στις μέρες μας το να βγαίνει δίσκος με έναν συνθέτη, έναν τραγουδιστή, και μία ενιαία μουσική ατμόσφαιρα είναι από σπάνιο έως εξωτικό. Συνεχίζετε, στην εποχή του youtube, του spotify και του απόλυτου κατακερματισμού του μουσικού προϊόντος, να πιστεύετε στην αξία ενός ενιαίου έργου - δίσκου;

Ένας συνθέτης πάνω απ’ όλα πρέπει να έχει ολοκληρωμένη τη δουλειά του, το αποτύπωμά του, την αισθητική του. Η συνεργασία σε αυτό το άλμπουμ με τον Κώστα Παρίσση, και ως ενορχηστρωτή και ως μουσικό, ενίσχυσε την προσπάθειά μας. Επιπλέον, λίγοι μπορούν ακόμη να αντέξουν τον κόπο και το κόστος μιας τέτοιας παραγωγής, και σ’ αυτήν την περίπτωση ο ίδιος ο συνθέτης τα ανέλαβε όλα. Μακάρι η ευκολία της χρήσης του διαδικτύου να μη γίνει συνήθεια και στο μέλλον να μπορούμε να έχουμε τη βιβλιοθήκη μας γεμάτη βιβλία και τη δισκοθήκη μας επίσης γεμάτη με cd ή βινύλια, με εξώφυλλα, στίχους, σημειώματα των δημιουργών.

Κοιτώντας πίσω, ποιες ήταν οι μεγάλες γυναικείες φωνές που σας άγγιξαν και σας ενέπνευσαν στα πρώτα σας βήματα;

Η Χάρις Αλεξίου, η Φλέρυ Νταντωνάκη, η Βίκυ Μοσχολιού, η Δήμητρα Γαλάνη, η Αρλέτα, η Άλκηστις Πρωτοψάλτη.

Και ποια συνεργασία σας ξεχωρίζετε από την δισκογραφική και συναυλιακή σας πορεία πριν το «Τρίφωνο»;

Δισκογραφικά, θα έλεγα η συνεργασία μου με τον παραγωγό Κώστα Χατζηδουλή και τα τρία άλμπουμ που έκανα μαζί του. Το «Πάμε για το Γιάχο Βάχο» θα το ξεχωρίσω - ήταν η πρώτη μου συνεργασία μαζί του - και όσα μου εμπιστεύθηκε,  Κώστα Βίρβο, Μπάμπη Μπακάλη, Κώστα Καπνίση, Μίμη Τραϊφόρο, Μιχάλη Σουγιούλ, Χρήστο Νικολόπουλο. Συναυλιακά, η μεγάλη περιοδεία - ένα μήνα - μαζί με τη Χαρούλα Αλεξίου και τον Νίκο Παπάζογλου στον Καναδά, τις ΗΠΑ και τη Λατινική Αμερική το 1998. Επίσης, οι συναυλίες με τη Χαρούλα Αλεξίου και τη Sezen Aksu σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη.

Φαντάζομαι ότι είναι δύσκολο να συμπυκνώσεις τόσα τραγούδια και τόσες στιγμές, αλλά τι κρατάτε περισσότερο από το ταξίδι με το «Τρίφωνο»;

Τη στιγμή που γεννήθηκε η πρώτη τριφωνία, στο «Τραγούδι της ξενιτιάς» του Μίκη Θεοδωράκη - ήταν και η πρώτη μας διασκευή. Τον ενθουσιασμό μας κάθε φορά που ξεκινούσαμε πρόβες για οτιδήποτε καινούργιο, τη συνεργασία μας για τρία χρόνια με την Ορχήστρα «Μίκης Θεοδωράκης» και το ταξίδι μας στη Λατινική Αμερική το 2006. Τη συνεργασία μας με τη Λίνα Νικολακοπούλου, όπου προέκυψε και το αγαπημένο όλων μας «Να μ’ αγαπάς», τις συναυλίες το 2007 με τη Χαρούλα Αλεξίου στο αφιέρωμα στον Μάνο Λοΐζο. Τη συναυλία μας το 2011 στο «Ellis Island» στη Νέα Υόρκη. Και πολλές άλλες…

Και βέβαια την ανάγκη να κάνουμε ατέλειωτες πρόβες οι τρεις μας, για να είναι όσο το δυνατόν καλύτερο το αποτέλεσμα στα live μας. Οι πρόβες ήταν περισσότερες από τις παραστάσεις, αλλά είχαμε καταφέρει να ακούμε ο ένας την ανάσα του άλλου για να μπαίνουμε σ ένα τραγούδι ή για να κάνουμε τις τριφωνίες μας, ακόμη και a cappella.






Πάντως, σαν πρόταση το «Τρίφωνο» ήταν αναμφισβήτητα κάτι πραγματικά πρωτότυπο και «φρέσκο». Πώς σας φαίνεται το τωρινό κύμα επανεκτελέσεων; Ως ακροάτρια, βρίσκετε κάτι που να σας εξιτάρει πραγματικά;

Ήμασταν πρωτότυπη πρόταση και φρέσκια, αλλά ταυτόχρονα αντιμετωπίσαμε αρκετές δυσκολίες. Δεν κάναμε πολλές ραδιοφωνικές επιτυχίες, δύσκολα συντηρούσαμε μία φουλ μπάντα για τις εμφανίσεις μας. Νιώθω όμως ότι εμπνεύσαμε πολλά νέα παιδιά να πειραματιστούν και να χρησιμοποιήσουν τις φωνές τους σαν όργανα. Δεν με συγκινούν πια οι διασκευές τύπου σουίνγκ των λαϊκών και ρεμπέτικων τραγουδιών, με κούρασαν.

Ωραία ήταν η ματιά της Μαρίας Παπαγεωργίου στις επανεκτελέσεις στα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Μου άρεσε πολύ και η διασκευή που μου έκανε ο Βαγγέλης Τούντας στο «Έτσι απλά σ αγαπώ» του Λάκη Παπαδόπουλου και του Κυριάκου Ντούμου, το περασμένο καλοκαίρι. Και άρεσε και στους δημιουργούς.

Σε ποιο τραγούδι βρίσκουμε την Ερωφίλη στην πληρέστερη έκφρασή της; Πού να ψάξω αν θέλω να βρω την πολύ βαθιά ερμηνευτική σας ουσία, και γιατί;

Βρίσκομαι τόσο σε μια μοναχική μπαλάντα όσο και σ’ ένα δυνατό ζεϊμπέκικο. Δεν ξέρω αν το ότι πατώ σε διαφορετικούς κόσμους στοίχισε στην καριέρα μου, αλλά δεν μπορώ να κάνω αλλιώς. Στο συγκεκριμένο cd πάντως, μου αρέσει που δοκιμάζω τα όριά μου, σε συναίσθημα αλλά και σε νότες. Η πρόκληση για μένα είναι τα live μου, όπου μπορώ να επιλέγω το ρεπερτόριο που αγαπώ να μοιραστώ.

Πολιτικά, έχετε κατά καιρούς πάρει θέση κριτική και ριζοσπαστική απέναντι στα πράγματα. Παρά την κρίση, όμως, και τα εντεινόμενα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, η αριστερά δεν λέει να πάρει τα πάνω της. Πού το αποδίδετε αυτό;

Νιώθω ότι το πολιτικό σύστημα έχει καταρρεύσει στη χώρα μας. Η αποχή είναι μεγαλύτερη από ποτέ. Ο δικομματισμός, που μας έφερε ως εδώ, χτυπήθηκε με λάθος τρόπο. Ο Έλληνας δεν ψηφίζει - καταψηφίζει ή απέχει - αλλά αυτό δεν είναι λύση. Υπάρχει μία εσκεμμένη συντήρηση του φόβου, που οδηγεί τους περισσότερους πολίτες να ψηφίσουν κάτι δοκιμασμένο.

Δεν θα πάψω ποτέ να ονειρεύομαι και να επιδιώκω, με τις πράξεις μου, να συμβάλω σε μία πιο δίκαιη κοινωνία. Για μένα είναι ξεκάθαρη η επιλογή γι’ αυτό που ονειρεύομαι. Όταν καταλάβουμε πόση δύναμη έχουμε, όταν πεισθούν οι νέοι άνθρωποι ότι αξίζει να παλέψουν γι’ αυτήν τη χώρα, τότε πιστεύω ότι η πραγματική αριστερά θα πάρει τα πάνω της. Θα δανειστώ μία φράση του Σταμάτη Κραουνάκη για την κρίση που βιώνουμε: αυτό που συμβαίνει στην περίοδο της κρίσης είναι ότι «το παλιό πεθαίνει και το καινούργιο δεν μπορεί να γεννηθεί».

Μελοποιήσατε και ερμηνεύσατε και το τραγούδι «Άρη μου», που αναφέρεται στον Άρη Βελουχιώτη. Βλέπετε κάποια διαχρονικότητα στον αγώνα κατά του φασισμού; Σας φοβίζει η άνοδος της ακροδεξιάς;

Το θεατρικό έργο «Άρης» της Σοφίας Αδαμίδου είναι συγκλονιστικό για μένα από κάθε άποψη: και σκηνοθεσίας (του Βασίλη Μπισμπίκη), αλλά και ερμηνείας (του Τάσου Σωτηράκη, ο οποίος φέτος βραβεύθηκε με το βραβείο πρώτου ανδρικού ρόλου στα Κορφιάτικα βραβεία, όπως και η Σοφία για το έργο). Ευχαριστώ τη Σοφία Αδαμίδου που μου έδωσε την ευκαιρία να γίνω μέρος αυτής της παράστασης μελοποιώντας στίχους της μητέρας του Άρη, Αγλαΐας Κλάρα.

Φυσικά και είναι ανησυχητική η άνοδος της ακροδεξιάς, είτε με νεοναζιστικά χαρακτηριστικά είτε κρυμμένη πίσω από πατριωτικό μανδύα, και απειλεί τη δημοκρατία όχι μόνο στη χώρα μας αλλά πανευρωπαϊκά. Η κοινωνικοοικονομική κρίση, η μετακίνηση πληθυσμών και ο εγκλωβισμός των προσφύγων είναι οι αιτίες που δημιουργούν συνθήκες ευνοϊκές γι’ αυτό το φαινόμενο, κυρίως της ξενοφοβίας. Αντί να αποδίδονται ευθύνες στους πολιτικούς που δημιούργησαν τις παραπάνω συνθήκες, μετατίθενται στους πολίτες κάθε εθνικότητας που ζουν και φιλοξενούνται στη χώρα μας ή και αλλού. Ο Άρης, σαν προσωπικότητα, συμβολίζει τον αγώνα ενάντια σε κάθε μορφή φασισμού και υπάρχει αναγκαιότητα ύπαρξης τέτοιων ανθρώπων-συμβόλων, αγωνιστών. Ποιος γόνος εύπορης οικογένειας - τηρουμένων των αναλογιών πάντα - θα έκανε σήμερα έναν αντίστοιχο αγώνα;

«Είμαστε άδειοι και ίδιοι / κι έτσι πάει το παιχνίδι…» τραγουδάτε στο «Πιόνι». Αλήθεια, μήπως έχουν αγριέψει λίγο τα πράγματα σε διαπροσωπικό επίπεδο με όλη αυτή την έλευση της τεχνολογίας και των social media; Και «τελικά τι μας σώνει / και δεν μένουμε μόνοι;».

Για μένα η κινητήριος δύναμη είναι μία: η αγάπη - για τον συνάνθρωπό μας, για την οικογένεια, για την τέχνη μας. Η τεχνολογία έχει μπει για τα καλά στη ζωή μας αλλά δεν γίνεται, ας πούμε, σε μία συναυλία, να μην απολαμβάνουμε τη στιγμή και να έχουμε στο νου μας να βιντεοσκοπήσουμε ή να βγάλουμε φωτογραφίες. Δεν γίνεται να πίνουμε καφέ με τους φίλους μας και να πρέπει να παρακολουθούμε μέσω διαδικτύου ποιος άλλος πίνει καφέ, τι φωτογραφία ανέβασε, πόσα like πήρε.

Χάσαμε την ουσία τού να απολαμβάνουμε κάθε στιγμή ως μία και μοναδική. Χάσαμε αξίες, τρέχουμε σε έναν κύκλο επιβίωσης (είμαστε τυχεροί όσοι δημιουργούμε ακόμη), επαναλαμβάνουμε διαδρομές και κινήσεις, κοιτάμε χωρίς να βλέπουμε γύρω μας. Η δική μου σωτηρία είναι η αγάπη, ο σεβασμός και η δημιουργία.

«Γιατί μου πήρε πολλά το ’07» τραγουδήσατε σε μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες της καριέρας σας. Το ’18 τι σάς πήρε και τι έδωσε; Και το ’19 τι θέλετε να σας φέρει;

Ο στίχος της Λίνας Νικολακοπούλου έμεινε διαχρονικός στα στόματα όλων μας, και αν και κυριολεκτικά μας πήρε κάτι το ΄07 - που δεν θα ήθελα να το αναφέρω -, το ’18 μου έφερε καινούργιους φίλους, συνεργασίες και μία όμορφη δισκογραφική δουλειά. Ήταν μία πολύ δημιουργική χρονιά που, ακόμη και στην εκπνοή της, μου δημιούργησε συνθήκες για μελλοντικά σχέδια. Γράφω τη μουσική για ένα καινούργιο έργο της Σοφίας Αδαμίδου με τίτλο «Αφήστε μου την άνοιξη» που ξεκινάει στο θέατρο Αλκμήνη, καθώς και παιδικά τραγούδια για το καινούργιο βιβλίο της Κατερίνας Παπαποστόλου.


Κάθε χρονιά που φεύγει κάτι μας παίρνει - στιγμές, λάθη, ανθρώπους - και κάτι νέο φέρνει - μια ελπίδα για κάτι καλύτερο, μία προσμονή για καινούργια πράγματα. Θέλω κάθε χρονιά να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος μέσα από τις εμπειρίες μου, να αντιμετωπίζω με σεβασμό και υπομονή κάθε σύγκρουση και κάθε δυσκολία. Να είμαι ενεργή, να έχω ιδέες, να ταξιδεύω.



Τρίτη 26 Νοεμβρίου 2019

Συνέντευξη με τον Δημήτρη Βεριώνη





Δημήτρης Βεριώνης:

«Η καρδιά μας χτυπάει, κι αυτό είναι το πιο σημαντικό»


Τη δεκαετία 2006-2016 έβαλε στις αποσκευές του τρεις δίσκους: «Το πιο όμορφο παράθυρο της πόλης», «Κάτω απ’ το ίδιο φεγγάρι», και «Το καλοκαίρι του άχυρου». Οι «Φωτογραφίες από τη Νάξο» είναι η περσινή σοδειά από τα καλοκαιρινά του ταξίδια - ένα απόλυτα βιωματικό έργο με αφετηρία μια ερωτική απογοήτευση και τερματισμό 15 τραγούδια μιας αθωότητας από τα παλιά. Στα χρόνια της πόζας και της σύγχυσης, τα τραγούδια του υπενθυμίζουν ότι το ερωτικό σμίξιμο, το συναίσθημα και το δόσιμο είναι ανάγκη και προϋπόθεση της ευτυχίας. Ο Δημήτρης Βεριώνης!


τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τ. 69-70, Ιανουάριος-Μάρτιος 2019)


Θα μου επιτρέψετε η κουβέντα μας να κινηθεί με μπούσουλα κάποιους στίχους σας. Για αρχή: «Φωτογραφίες από τη Νάξο, το πρόσωπό της όπου κοιτάξω». Η Νάξος φιλοξένησε απλά την ερωτική ιστορία σας, ή σημαίνει και κάτι παραπάνω ως τόπος για σας;

Η Νάξος αποτελεί το φόντο της ερωτικής ιστορίας που περιγράφεται στον δίσκο «Φωτογραφίες από Τη Νάξο» και που απλώνεται στα 16 κομμάτια του. Ωστόσο, δεν είναι απλά ένα φόντο, καθώς έχω βιωματική σχέση με το νησί, πηγαίνω εκεί από 16 χρονών. Αλλά και στον προηγούμενο δίσκο μου, «Το Καλοκαίρι Του Άχυρου», υπήρχαν κομμάτια που είχανε ως σημείο αναφοράς τη Νάξο, όπως το ομότιτλο, το οποίο και αναφερόταν στο πρώτο μου καλοκαίρι εκεί, το 1988. Η Νάξος παραμένει αγαπημένος τόπος για εμένα κι ανυπομονώ να ξαναπάω. Μακάρι να συνοδευτεί και από κάποια συναυλία, θα ήταν το ιδανικό!

«Κι όταν τα μάτια ανοίξεις, τα καλοκαίρια ξυπνάνε». Το καλοκαίρι λειτουργεί ως σκηνικό σε ένα μεγάλο μέρος των τραγουδιών σας. Ποιες μνήμες σας έρχονται αυθόρμητα; Και προς τα πού κάθεται η μπίλια, στην ξεγνοιασιά ή την αναπόληση;

Ναι, είναι έτσι ακριβώς, το καλοκαίρι υπάρχει συνέχεια στο μυαλό μου. Δεν ξέρω, ίσως είναι η αίσθηση της ελευθερίας που έχουμε τότε, η επαφή μας με τη φύση που είναι πιο άμεση, οι μέρες του που είναι μεγάλες και φωτεινές. Το καλοκαίρι θα το παρομοίαζα με τα νιάτα της ζωής ή μια παρατεινόμενη εφηβεία. Έχω αυτή την αίσθηση, ιδιαίτερα για τους πρώτους δύο μήνες του καλοκαιριού. Συχνά λέω πώς θα ήθελα να έκανα ένα γκρουπ με το όνομα «Καλοκαιριστές»! Οι μνήμες συνδέονται και με την ξεγνοιασιά και ανήκω στους ανθρώπους που αγαπάνε την αναπόληση - όχι ότι αγνοώ το σήμερα, αλλά επειδή αντιμετωπίζω τη ζωή ως ένα συνεχές και όχι ως διακεκομμένα ή αυτοτελή επεισόδια. Το χθες υπάρχει μέσα μας, μας έχει διαμορφώσει. Το σήμερα είναι μάλλον ένα τυχαίο σημείο της διαδρομής από το χθες στο αύριο, στηρίζεται στο χθες και προσδοκά το αύριο. Σκεπτόμενος τη Νάξο, μέσα στο μυαλό μου υπάρχουν ακόμα τα καλαμόσπιτα στην Αγία Άννα μιας άλλης εποχής, οι παρέες απ’ όλη την Ευρώπη, οι έρωτες των καλοκαιριών, οι μακρινές βόλτες σε όλο το νησί, όλοι οι κρυμμένοι «θησαυροί» του νησιού, όπως οι πύργοι, η ιδιαίτερη φύση του. Αλλά και άλλοι αγαπημένοι καλοκαιρινοί προορισμοί όπως τα Κύθηρα ή το Ποτάμι στη Νότια Εύβοια παραμένουν στο μυαλό μου και περιμένω να επιστρέψω σε αυτούς, με την πρώτη ευκαιρία.






«Κάθε λέξη που ’ταν βάλσαμο, μία-μία την πληρώνω». Έχει τίμημα τελικά η τέχνη; Μπορείς να κάνεις τέχνη χωρίς να πληρώσεις; Και άραγε θα θυσιάζατε τα τραγούδια σας εάν κάποιος σας γλίτωνε από την πληρωμή;

Σαφώς και έχει τίμημα η Τέχνη: την αγωνία να δημιουργήσεις, να μεταφέρεις όσα σκέφτεσαι και να τα επικοινωνήσεις. Η ολοκλήρωση ενός δίσκου είναι μια μακρόχρονη, επίπονη, χρονοβόρα και κοστοβόρα διαδικασία. Έως και μάταιη, μπορώ να πω – ή τουλάχιστον αυτό σκέφτομαι κάθε φορά που πέφτει λίγο το …ηθικό. Ας πούμε λοιπόν τα πράγματα με το όνομά τους: ο δίσκος δεν καλύπτει ποτέ τα έξοδά του, η συντριπτική πλειοψηφία των ΜΜΕ θα σε αγνοήσει παραδειγματικά (με την εξαίρεση της ΕΡΤ, του ιντερνετικού ραδιοφώνου και κάποιων «Κόκκινων», βάσει της εμπειρίας μου), πολλοί χώροι για να παίξεις δεν υπάρχουν, τουλάχιστον με τις συνθήκες παλαιότερων εποχών. Η κριτική, επίσης, είτε θετική, είτε αρνητική, συχνά λειτουργεί με μια λογική με την οποία προσωπικά διαφωνώ. Γενικώς, κάνεις έναν δίσκο που σχεδόν σίγουρα δε θα ακουστεί, δε θα φτάσει στον κόσμο - ο οποίος είναι μονίμως πολιορκημένος από τα εμμονικά playlists των 500 συγκεκριμένων εναλλασσόμενων τραγουδιών - και τελικά το αποτέλεσμα είναι ο δίσκος να είναι σα να μη βγήκε ποτέ. Μη ξεγελιόμαστε, δεν ξεκινάνε από την ίδια αφετηρία οι δίσκοι, ώστε να δούμε αν και ποιοι αρέσουν. Είναι σα να τρέχουμε αγώνα δρόμου 100 μέτρων και οι περισσότεροι να ξεκινάμε από τα 200 ή και σαν να μη ξεκινάμε καθόλου. Πάντως, είναι τέτοια άγρια χαρά η χαρά της δημιουργίας, της διαδικασίας της ηχογράφησης, της φροντίδας του υλικού, της στιγμής που ολοκληρώνεται ο δίσκος και της παρουσίασής του, που το ξέρεις: ο επόμενος δίσκος θα έρθει πάλι να σε βρει.

"Δυο ποτήρια κίτρο στο τραπέζι / τώρα το θαύμα μπορεί και να βγει". Το θαύμα στα τραγούδια σας έρχεται μοναχά μέσα από τους άλλους, μέσα από το "μαζί". Ποιοι πορεύτηκαν μαζί σας στην πορεία αυτού του δίσκου; Ποια είναι η παρέα σας;

Είμαστε κοινωνικά όντα και έχουμε ανάγκη ο ένας τον άλλον. Αυτό που διακρίνει τις καλές προθέσεις από το καλό αποτέλεσμα είναι η συμμετοχή των άλλων, η συνδημιουργία, η συμπόρευση. Αυτό ισχύει και για τη μουσική και τη δημιουργία ενός δίσκου. Στους δίσκους μου έχω τη χαρά να δουλεύω με περίπου την ίδια ομάδα ανθρώπων όλα αυτά τα χρόνια. Κάθε δίσκος είναι μια συνάντηση που προσδοκώ. Πριν και πάνω απ' όλους, ο καλός φίλος και εξαίρετος μουσικός και ηχολήπτης, Όμηρος Κομνηνός που με τιμά με την παρουσία του, μια παρουσία άκρως καθοριστική, καθώς κάνει την ηχοληψία, τη μίξη, το mastering, παίζει το μπάσο, κάνει το programming και έχει τη γενικότερη επιμέλεια παραγωγής. Τίποτα δε θα ακουγόταν ίδιο χωρίς τον Όμηρο που με γλιτώνει από τις όποιες κακοτοπιές με τις μουσικές συμβουλές του στις ενορχηστρώσεις μου, την αισθητική του και το ταλέντο του. Αλλά και οι υπόλοιποι μουσικοί σταθερά προσφέρουν το ταλέντο τους στους δίσκους μου: Ο Πάνιος Τόλιος και ο Χρήστος Ζελελίδης στα τύμπανα, ο Φώτης Σιώτας στο βιολί και τη βιόλα, η Κατερίνα Σιαμά στο φλάουτο, ο Δημήτρης Τσέλιος στο σαξόφωνο και ο Λεωνίδας Βλάχος στην τρομπέτα. Ακόμη συμμετέχουν η Ελένη Λίγγρη στο βιολί, η Χριστίνα Κολοβού στο τσέλο και η Αθηνά Τσαρνά στο πιάνο. Επίσης, στο εικαστικό κομμάτι, το οποίο για εμένα έχει μεγάλη σημασία, συνεργάζομαι με τους ίδιους ανθρώπους: και αυτός ο δίσκος έχει ως εξώφυλλο έναν πίνακα της ζωγράφου Γιώτας Γεωργαλή - πίνακα που δημιουργήθηκε, όπως και οι προηγούμενοι στα υπόλοιπα εξώφυλλα των δίσκων μου, αποκλειστικά για τον δίσκο. Τη φωτογραφία του πίνακα έχει τραβήξει ο Κωνσταντίνος Πατραμάνης και τα γραφικά έχει κάνει η Αργυρώ Σταυράκου.

«τούτη η γη βουτάει στο ψέμα, μόνο τρέφεται με όνειρα και διψάει για νέο αίμα». Αν καταλαβαίνω καλά, αισθάνεστε κι εσείς την επέλαση της βαρβαρότητας στις μέρες μας. Από πού πηγάζει αυτή;

Η βαρβαρότητα υπάρχει γύρω μας, αλλά ας μη γελιόμαστε ότι είναι σημερινή η εικόνα αυτή. Η ιστορία του ανθρώπου μάς δείχνει πως είμαστε ικανοί για το καλύτερο και το χειρότερο. Δυστυχώς, βιώνουμε την ιστορική συγκυρία της επέλασης του χειρότερου, της βαρβαρότητας, όπως λέτε. Κατά την εκτίμησή μου, η σημερινή επέλαση της βαρβαρότητας στηρίζεται σε δύο δεδομένα: την άγνοια της ιστορίας και την κατίσχυση των νεοφιλελεύθερων πολιτικών. Φοβάμαι για την εποχή που ζούμε, τα πράγματα δείχνουν να παίρνουν μια εφιαλτική τροχιά, η εποχή «διψάει για νέο αίμα», όπως λέει ο στίχος. Πολλοί, διαβάζοντας άρθρα, κείμενα, πηγές μετά από μεγάλες συμφορές, όπως ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος ή η δικτατορία στην Ελλάδα, έχουν την απατηλή πεποίθηση ότι «αυτά ανήκουν πλέον στο παρελθόν». Δυστυχώς, όμως, αυτό δεν είναι παρά ευχολόγιο. Και αυτό επιβεβαιώνεται με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, καθώς καταστρατηγούνται τα βασικότερα ανθρώπινα δικαιώματα, παζαρεύεται η ανθρώπινη αξιοπρέπεια και ευζωία για χάρη της οικονομικής ανάπτυξης - που, φυσικά, αφορά ελάχιστους - και η δημοκρατία διαρκώς χάνει έδαφος, με την παράλληλα ανόρθωση του ρατσισμού, των διακρίσεων, της επιθετικότητας, της βίας. Για να μπορούμε να αισιοδοξούμε, θα πρέπει να έχουμε γνώση και αποφασιστικότητα, και να ξεφύγουμε από τα μικροπολιτικά συμφέροντα ή τις διαφορές, απέναντι στη βαρβαρότητα. Όσο τα κόμματα παλεύουν απλά να μαζέψουν ψήφους και να ορθώσουν εκλογικό ανάστημα - εξαπολύοντας αμετροεπείς χαρακτηρισμούς για τους πολιτικούς αντιπάλους - τόσο αφήνουν χώρο στο πραγματικό αντίπαλο στρατόπεδο της βαρβαρότητας να μεγαλώνει.







«Νικημένα, ξεχασμένα, παρατημένα, τα χαρούμενα τραγούδια». Ερωτικό το πλαίσιο του στίχου σας, κοινωνικό το πλαίσιο της ερώτησής μου: τα καινούργια χαρούμενα τραγούδια από ποιους θα γραφτούν, κι από ποια οράματα θα τροφοδοτηθούν; Πού βλέπετε τη διέξοδο;

Νομίζω πως υπάρχει περιθώριο να είμαστε αισιόδοξοι, αρκεί να δούμε τη μεγάλη εικόνα και να συνειδητοποιήσουμε την αληθινή εικόνα της βαρβαρότητας. Αλλά είναι πολύ δύσκολο να δούμε τι θα γεννηθεί μέσα σε αυτό το πλαίσιο. Ο πολιτισμός, η μόρφωση, η γνώση αποτελούν βασικό υπόστρωμα για κάθε βελτίωση της ζωής. Δεν γίνεται αυτά να αποτιμώνται με χρηματιστηριακούς ή οικονομικούς όρους. Θυμάμαι πόσο τραγικά αστεία μού είχε φανεί κάποτε η συνένωση του Υπουργείου Πολιτισμού και του Υπουργείου Τουρισμού. Τι να πεις για ανθρώπους που αντιλαμβάνονται τα πάντα - και, εν προκειμένω, τον πολιτισμό - με όρους οικονομικών ανταλλαγμάτων; Τα πραγματικά νέα οράματα δε γίνεται παρά να είναι υπόθεση των νέων και όσων διαθέτουν πνευματική νιότη. Όχι όσων βαφτίζουν όραμα τη νέα συντήρηση, τον κόσμο των λίγων, την ευημερία των αγορών σε βάρος των ανθρώπων.

«Γι’ άλλη μια φορά, έπαιξα και έχασα». Πώς διαχειριστήκατε τις ήττες σας στο παιχνίδι του έρωτα, κύριε Βεριώνη; Και τι αντλήσατε απ’ αυτές, εκτός από την έμπνευση για ωραία τραγούδια;

Καθετί που ζούμε αποτελεί «προίκα» μας για το μετά, με τα καλά του και τα αρνητικά του. Αναρωτιέμαι συχνά πόσο διαφορετικός θα ήμουν αν μου συνέβαιναν άλλα, δεν ξέρω καλύτερα ή χειρότερα, απλώς άλλα. Όμως κανείς δεν ξέρει όταν ξεκινά κάτι ούτε που θα τον οδηγήσει, ούτε ποια τύχη θα έχει. Διαμορφωνόμαστε από αυτά που ζούμε, ή καλύτερα από την επίδραση που ασκούν πάνω μας όλα όσα ζούμε. Τελικά, νομίζω ότι το πρόσημο είναι θετικό: η καρδιά μας χτυπάει κι αυτό είναι το πιο σημαντικό και τελικά αυτό που μένει περισσότερο. Αλλά φυσικά, θέλουμε και να μας πάνε καλά τα πράγματα και να ευτυχούμε!

«Προχωράω κι ούτε ξέρω που τραβώ και κανείς δεν περιμένει». Πού θα θέλατε να σας βγάλουν οι επόμενες διαδρομές σας; Ποιο είναι το ανεκπλήρωτο προσωπικό ή καλλιτεχνικό σας αίτημα;


Το σίγουρο είναι πως πάνω απ’ όλα εύχομαι να συνεχίσω να είμαι δημιουργικός, με την ορμή και την φροντίδα που το κάνω έως τώρα. Κανείς μας ποτέ δεν ξέρει αν ή πόσο θα κρατήσει αυτό. Επίσης, θα ήθελα να μπορώ να τα βγάζω πέρα με την …εμπορική ματαιότητα των δίσκων, κοινώς, να συνεχίσω να χρηματοδοτώ αυτό που αγαπώ να κάνω. Σε πιο συγκεκριμένα πράγματα, θέλω πολύ να κάνω πάλι έναν δίσκο με «μικρού μήκους» ιστορίες, όπως ήταν ο προηγούμενος, καθώς και έναν δίσκο με ορχηστρικά θέματα μόνο. Ελπίζω, τέλος, να καταφέρω να κάνω κάποιες συναυλίες. Αρκεί να υπάρχουν ευήκοα ώτα, να υπάρχει κάποιος κόσμος που να ενδιαφέρεται να ακούσει. Είδα κάπου μια ατάκα που έλεγε “support living artists” («ενισχύστε τους ζώντες καλλιτέχνες»). Ε ναι, αυτό ακριβώς. Ακούστε, δοκιμάστε, στηρίξτε, υπάρχουν τόσοι άνθρωποι γύρω που δημιουργούν και κάτι έχουν να σας πουν.




Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

Ο Ηλίας Ανδριόπουλος για τους "Προσανατολισμούς"



Κυριάκος Μαραβέλιας, Άκης Γκολφίδης, Ρηνιώ Παπανικόλα, Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Ηλίας Ανδριόπουλος, φωτογραφία από το στούντιο, 1984. Αρχείο Ηλία Ανδριόπουλου



Οι ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ με κυνηγούν από την πρώιμη εφηβεία μου. Ήταν τότε, Άνοιξη του 1966 στον Πύργο,  όταν ένας φίλος – συμμαθητής μου δώρισε ένα μικρό βυσσινί βιβλιαράκι με αυτά τα ποιήματα. Ένοιωσα θυμάμαι, ξεφυλλίζοντάς τα ένα πρωτόγνωρο και δυνατό ξάφνιασμα.

Πέρασαν τα χρόνια, ανέβηκα στην Αθήνα, σπούδασα μουσική και στα 1984 καταθέτω την πρώτη μου μουσική μαρτυρία, θα ακολουθήσουν άλλες δύο, πάνω στους Προσανατολισμούς.  Εκείνη η ματιά  μου, αν και εύστοχη , ως προς το μουσικό κλίμα που δημιουργούσε, ήταν  νομίζω περισσότερο παρορμητική. Άλλωστε μην ξεχνάμε πως αυτό το στοιχείο της παρόρμησης, διακατείχε τότε, μεταξύ των άλλων και τον Ελύτη,  γιατί κι αυτός υπήρξε νέος όταν έγραφε τους Προσανατολισμούς. Εδώ θα πρέπει να σας εκμυστηρευθώ ότι νοιώθω ευγνωμοσύνη, γιατί ο Ελύτης μου έδωσε την ευκαιρία, να τραγουδήσω μαζί του το ελληνικό καλοκαίρι.

Οι Προσανατολισμοί συγκροτούν έναν κόσμο, που κινείται τελετουργικά μέσα στο φως του ελληνικού καλοκαιριού, όπου κυριαρχεί ο έρωτας, η νοσταλγία και η νεότητα. Εξυφαίνονται ύμνοι κατανυκτικοί, μεθυστικοί, υπέροχοι, που εικονογραφούν μορφές ωραίων κοριτσιών - παραπέμπουν σε αρχαίες κόρες -, τραγουδούν φεγγαρόφωτες νυχτιές, θαλασσινούς αγέρηδες, μελτέμια και αύρες, ροδιές και κυπαρίσσια, βράχους και ξωκλήσια νησιών, χρωματιστά πλεούμενα, όπου όλα κινούνται με  τρόπο ονειρικό, και τα αποθεώνει  μία υψηλή πνοή ολάνθιστου λυρισμού.  Μην κάνουμε όμως το λάθος και τα δούμε όλα αυτά μέσα από το βλέμμα της τουριστικής ελαφρότητας.

Έχω την γνώμη ότι οι Προσανατολισμοί αποκωδικοποιούν όλη την ποιητική πορεία του Ελύτη, γιατί μέσα τους υπάρχουν εκείνα τα υλικά που θεμελιώνουν την μετέπειτα δημιουργική του εξέλιξη.

Σε αυτή λοιπόν την τελευταία και οριστική μουσική μου επεξεργασία, δεν θα ήθελα να παρεκκλίνω από την αρχική μου ευαισθησία, αλλά να ενσωματώσω νεότερα στοιχεία της έκφρασής μου - πιο περίτεχνα ίσως – που θέλω να πιστεύω ότι συνιστούν ένα προχώρημα των μουσικών ιδεών μου πάνω στους Προσανατολισμούς. Αναλογίζομαι κάποιες φορές, πως οι πηγές της ευαισθησίας μου, που εμποτίζουν ολόκληρο το σώμα της μουσικής μου, εντοπίζονται στα χρόνια της εφηβείας μου. Τότε υπήρξαν για μένα οι μεγάλες συναισθηματικές φορτίσεις. Το μόνο που καταθέτω στην μετέπειτα καλλιτεχνική μου διαδρομή είναι, να εμπλουτίζω αυτή την νεανική ευαισθησία με  νέους και πιο ώριμους εκφραστικούς τρόπους. Τίποτε περισσότερο.

Η σύζευξη ποίησης – μουσικής μεταφέρει τα πράγματα σε μία τρίτη κατάσταση όπου οι δύο τέχνες, ισοδύναμες πια, επιδιώκουν με την συνένωσή τους να μεταδώσουν απρόβλεπτες καινούργιες συγκινήσεις, να ξαφνιάσουν ευχάριστα και να αποκαλύψουν στις αισθήσεις και στην ευαισθησία μας μια καινούργια δημιουργική κίνηση, που προκύπτει φυσική και αβίαστη στα όρια της ανθρώπινης αναπνοής. Δηλαδή, εδώ υιοθετώ πλήρως την αρχαιοελληνική αντίληψη, που θέλει την μουσική και την ποίηση να συνυπάρχουν αδιάσπαστες.

Κατά τα άλλα, για την ιστορία θα έλεγα, πως η δεύτερη, μετά την πρώτη του 1984, ενορχηστρωτική επεξεργασία και απόπειρα να ανοιχτούν οι Προσανατολισμοί σε μεγάλη ορχήστρα, χορωδία κλπ, έγινε δέκα χρόνια αργότερα, στα 1994. Τον Σεπτέμβριο της ίδιας χρονιάς το έργο παίχτηκε στο Ηρώδειο. Ελπίζω και εύχομαι η καινούργια μουσική μου κατάθεση  στους Προσανατολισμούς να βρει σύμφωνους και να ικανοποιήσει τους φίλους της μουσικής μου, αλλά και το ευρύτερα φιλόμουσο κοινό.

ΗΛΙΑΣ  ΑΝΔΡΙΟΠΟΥΛΟΣ
Ιούνιος 2010

Σάββατο 16 Νοεμβρίου 2019

Δήλωση του Γιώργου Μεράντζα


Καλή σας μέρα. Έχω εξοργιστεί με τα τελευταία γεγονότα και τις επιθέσεις της αστυνομίας στο προαύλιο των σχολών ΑΣΟΕΕ βομβαρδίζοντας με χημικά, ασκώντας πρωτοφανή βία στους συγκεντρωμένους φοιτητές . Οι φοιτητές πάνε στις σχολές τους για να αποφασίσουν στη γενική τους συνέλευση, τις εκδηλώσεις για την επέτειο του πολυτεχνείου. Αναφαίρετο δικαίωμά τους και υποχρέωσή τους. Η παλιά ΕΡΕ ωχριά μπροστά στην σημερινή πολιτική κατάσταση.

Έτσι πιστεύουν ότι θα καταργήσουν το άσυλο; Πληροφορήθηκα ότι υπάρχουν και τραυματίες. Για που το πάτε πατριώτες; Ας έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά και ας βάλουμε το μυαλό μας να δουλέψει, γιατί σε τέτοιες στιγμές όλοι κρινόμαστε, όχι στον άλλο κόσμο αλλά σε τούτο που είναι στο χέρι μας να τον κάνουμε καλύτερο.

Γιώργος Μεράντζας

Πέμπτη 14 Νοεμβρίου 2019

The Soul of Epirus



Δελτίο τύπου


Δύο σημαντικές προσωπικότητες της παραδοσιακής μας μουσικής, ο ζωντανός θρύλος Πετρολούκας Χαλκιάς και ο βιρτουόζος λαουτίστας Βασίλης Κώστας, συναντιούνται στην πολυαναμενόμενη δισκογραφική δουλειά «The Soul of Epirus», η οποία κυκλοφορεί από τις 4 Οκτωβρίου στην Ελλάδα και στις ΗΠΑ, από την Artway – Τεχνότροπον. 

H μουσική της Ηπείρου είναι ένας πολιτιστικός θησαυρός ανυπολόγιστης αξίας για την Ελλάδα. Η συγκεκριμένη μουσική παράδοση έχει χαρακτηριστεί ως " The World's Most Beguiling Folk Music" από τους New York Times. Χρησιμοποιεί το τεράστιο και ποικίλο ρεπερτόριό της για να εκφράσει τα συναισθήματα της χαράς και της λύπης του λαού, να αποδώσει φόρο τιμής στους ανθρώπους που έχουν φύγει από τη ζωή ή που ζουν στην ξενιτιά, αλλά και ταυτόχρονα να γιορτάσει την ίδια τη ζωή και τη φύση. 

Στο album “The Soul of Epirus”, το επίκεντρο είναι ένας καινούριος διάλογος μεταξύ του κλαρίνου και του λαούτου, μέσα από τον οποίο μεταφράζεται αυτή η μουσική βασισμένη στη συνομιλία των δύο μουσικών οργάνων.

Μια δημιουργική προσέγγιση πάνω στα ορχηστρικά κομμάτια και στον τρόπο παιξίματος που καθιέρωσε ο Ηπειρώτης κλαρινίστας Κίτσος Χαρισιάδης τη δεκαετία 1920-30, ο οποίος δημιούργησε μία μοναδική και παράλληλα πολύπλοκη μουσική γλώσσα πάνω στο ρεπερτόριο της Ηπείρου, την οποία ο Πετρολούκας Χαλκιάς διατήρησε και εξέλιξε περαιτέρω όλα τα χρόνια της ζωής του. Αυτή η φιλοσοφία παιξίματος, ύστερα από μελέτη χρόνων, προσαρμόστηκε από το κλαρίνο του Πετρολούκα Χαλκιά στο λαούτο από τον Βασίλη Κώστα. 

Ο Πετρολούκας λέει, χαρακτηριστικά, για τη συνάντησή του με τον Βασίλη Κώστα:

«Γνώρισα τον Βασίλη στην Βοστώνη τον Νοέμβριο του 2015 … Δεν τον ήξερα πιο πριν, αν και οι δύο καταγόμαστε από την περιοχή του Πωγωνίου στην Ήπειρο. Μόλις τον άκουσα να παίζει τον «Σκάρο», ακριβώς με τις ίδιες φράσεις που τον παίζω και εγώ, κατάλαβα ότι αυτό το παιδί μπορεί να κάνει μεγάλα πράγματα...

… Η κάθε καινούρια γενιά μπορεί να βάλει και από ένα πετραδάκι σε αυτά που βρήκε από τους παλιότερους με τον ίδιο τρόπο που έκανε και η δική μου η γενιά. Παλιότερα, ο Κίτσος Χαρισιάδης ήταν εκείνος ο μουσικός που δημιούργησε τη δική του φιλοσοφία και ένα νέο ύφος παιξίματος στα σολιστικά Ηπειρώτικα κομμάτια, πάνω στο οποίο βασίστηκε και το δικό μας.

Έπειτα, αναλάβαμε εγώ και ο Βασίλης να βάλουμε το δικό μας πετραδάκι σε κάθε φράση του Κίτσου. Δεν χαλάσαμε τις κολώνες της Ακροπόλεως, παρά μόνο ενισχύσαμε ό,τι παραλάβαμε πριν από μας ώστε να το βρει η επόμενη γενιά και να κάνει κάτι ακόμη καλύτερο.

Σε όλη μου τη ζωή προσπάθησα να βάλω όλα τα διαφορετικά συναισθήματα μέσα στο κλαρίνο. Εκείνο της χαράς, εκείνο της λύπης, το συναίσθημα να είσαι ευγενικός και καλός με τους ανθρώπους αλλά να πληγώνεσαι. Η μουσική δεν έχει τέλος και είναι η ελπίδα μου ότι η νέα γενιά θα πάρει αυτό που δημιουργήσαμε και θα το αναπτύξει ακόμη πιο πολύ”!

Ο 4 φορές βραβευμένος με Grammy τσελίστας και μαέστρος Eugene Friesen περιγράφει τον δίσκο, λέγοντας: This brilliant Greek duo springs from ancient ground but fluently speaks to modern times”, ενώ ο επίσης βραβευμένος παραγωγός Christopher King αναφέρει: «The dialogue between the clarinet and the laouto of virtuosos Petroloukas Halkias and Vasilis Kostas transports us back to a time over a hundred years ago when legendary Kitsos Harisiadis defined the philosophy of Epirotic music. That this primal way of making music has survived and flourished despite the ravages of time is astonishing”.

Λίγα λόγια για τον Βασίλη Κώστα:

Ο λαουτίστας Βασίλης Κώστας, με καταγωγή από τα Ιωάννινα της Ηπείρου, είναι μέλος του μουσικού σχήματος Global Messengers του βραβευμένου με Grammy πιανίστα της Τζαζ, αλλά και πρεσβευτή της Ειρήνης στην UNESCO, Danilo Perez. Έχει εμφανιστεί στη σκηνή τουCarnegie Hall αλλά και σε κορυφαία μουσικά φεστιβάλς των Η.Π.Α. και του Καναδά, όπως το Montreal Jazz Festival, το Monterey Jazz Festival, τοPanama Jazz Festival και το WOMEX στην Πολωνία. Έχει συνεργαστεί σαν σολίστας με την Berklee String Orchestra του βραβευμένου μεGrammy μαέστρου Eugene Friesen έχοντας συμπράξει με μεγάλα ονόματα της διεθνούς τζαζ σκηνής όπως είναι οι Tigran Hamasyan, ΑntonnioSerrano και Simon Shaheen.
Απόφοιτος του μεταπτυχιακού προγράμματος του Global Jazz Institute του Berklee College of Music της Βοστώνης, ύστερα από πλήρη υποτροφία, επιχειρεί να ανοίξει νέους ορίζοντες για το λαούτο και στην Ελληνική παραδοσιακή, αλλά και στη Τζαζ μουσική. Η προσέγγισή του βασίζεται στη μελέτη του τρόπου παιξίματος του Πετρολούκα Χαλκιά, στη συνεργασία του με τον ζωντανό αυτό θρύλο της Ελληνικής παραδοσιακής μουσικής, καθώς και στη χρήση των εργαλείων του τζαζ αυτοσχεδιασμού μέσα από το λαούτο. Ο Βασίλης Κώστας ζει και εργάζεται στη Βοστώνη διδάσκοντας και παρουσιάζοντας την Ελληνική παραδοσιακή μουσική σε πολλά μέρη της Αμερικής, αλλά και διεθνώς.

Δευτέρα 11 Νοεμβρίου 2019

Ο Γιώργος Ε. Παπαδάκης για τα δημοτικά τραγούδια και τον Μπάμπη Τσέρτο





Μπάμπης Τσέρτος: «ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής»


Τα δημοτικά τραγούδια δεν είναι εκθέματα μουσειακά, παρ’ ότι καμιά φορά παρουσιάζονται έτσι. Αν και είναι δημιουργήματα παλαιότερων εποχών και κοινωνιών, διαφέρουν ωστόσο, από τα παλαιά αντικείμενα τέχνης που κοσμούν τα μουσεία (π.χ. ένας αμφορέας, ένας κύλιξ, ή ο Παρθενώνας) κι αυτό, για τον απλούστατο λόγο ότι η μουσική, μαζί με το θέατρο και τον χορό, ανήκουν στις τέχνες εκείνες που, προκειμένου να γίνει το έργο τους αντιληπτό, είναι απαραίτητο να μεσολαβήσει ο ζωντανός άνθρωπος για να το υλοποιήσει. Έτσι, ενώ για τα παλαιά έργα των πλαστικών τεχνών μπορούμε να ξέρουμε πώς ακριβώς ήταν αυτά την εποχή που δημιουργήθηκαν, για τα δημοτικά τραγούδια γνωρίζουμε μόνο τη μορφή με την οποία έφτασαν μέχρι τον κάθε ερμηνευτή που ακούμε να τα αποδίδει. Τα έργα, ακόμα και της γραμμένης με νότες, μουσικής, κάθε φορά που παίζονται αναδημιουργούνται. Ως εκ της φύσεώς, κάθε μουσική εκτέλεση είναι μοναδική και ανεπανάληπτη επειδή ενσωματώνει όχι μόνο τις ικανότητες και τις ιδέες του ερμηνευτή για το έργο, αλλά ολόκληρη την ψυχοσύνθεσή του, καθώς και τις διαθέσεις του, που εξαρτώνται από πολλούς μεταβλητούς παράγοντες κάθε στιγμή.

Πολύ περισσότερο ισχύουν όλα αυτά για τα δημοτικά τραγούδια που, όχι μόνο δεν βρήκαμε τη μουσική τους γραμμένη, αλλά επιπλέον η διαδικασία της προφορικής διάδοσης την υποβάλει σε μια αέναη επεξεργασία στο στόμα και στα χέρια εκατοντάδων τεχνιτών που ο καθένας, ως ζωντανός και φυσικός εκπρόσωπος της εποχής του και της κοινωνίας του, προσθέτει ή αφαιρεί, μεταποιεί ή δημιουργεί, εκατοντάδες εκδοχές που είναι πάντα «σύγχρονες» και «σύμφωνες» με το πνεύμα της κάθε κοινωνίας στην κάθε εποχή. Έτσι δημιουργήθηκαν οι δεκάδες παραλλαγές των τραγουδιών με το ίδιο θέμα και παρόμοια μουσική, οι οποίες καταγράφονται σήμερα στον ελληνικό χώρο. Μια απλή σύγκριση ανάμεσα στο πως παίζεται και πώς τραγουδιέται ένα δημοτικό τραγούδι σήμερα από τους φυσικούς του εκπροσώπους και πώς ακούγεται, το ίδιο τραγούδι, σ’ έναν δίσκο γραμμοφώνου π.χ. του 1920 θα μας δείξει αρκετά καθαρά μια πτυχή αυτής της μεταβολής.


Ανεξάρτητα λοιπόν από το γεγονός ότι πολλές φορές η παραδοσιακή μουσική χρησιμοποιείται (και όχι μόνο στην Ελλάδα) για να υπηρετήσει μη καλλιτεχνικές ή ακόμα και αντι-καλλιτεχνικές ανάγκες και σκοπιμότητες (μουσειακές, προγονολατρικές, φολκλοριστικές, πολιτικές ή προπαγανδιστικές) η μεγάλη της αξία βρίσκεται, χωρίς αμφιβολία, στην πρωτογενή καλλιτεχνική ύλη που εμπεριέχει και η οποία αποτελεί σπουδαία προσφορά - πρόκληση για κάθε ικανό και ευαίσθητο δημιουργό - ερμηνευτή που θέλει να δοκιμαστεί σε ένα από τα πιο δύσκολα και ταυτόχρονα πιο ενδιαφέροντα πεδία της τέχνης του.






Ο Μπάμπης Τσέρτος, εκτός από το ειλικρινές και ζωηρό του ενδιαφέρον για τη μουσική που μας κληροδοτεί η παράδοση καθώς και το φυσικό του χάρισμα, το οποίο τον τοποθετεί αξιοκρατικά στις πρώτες θέσεις των ερμηνευτών παραδοσιακών τραγουδιών, διαθέτει επίσης και δυο συγκριτικά πλεονεκτήματα έναντι των παλαιών μεγάλων «μαστόρων του δημοτικού τραγουδιού. Το πρώτο είναι πως ζει και δραστηριοποιείται σε μια εποχή που αρχίζουν διεθνώς να εκτιμώνται - με πολλούς και διάφορους τρόπους - τα προϊόντα των εθνικών παραδόσεων των λαών, πράγμα που γενικά εξασφαλίζει περισσότερες ευκαιρίες και δυνατότητες καλλιέργειας στον τομέα αυτόν.

Το δεύτερο και σπουδαιότερο είναι ότι, ως τραγουδιστής, δεν είναι, από θέση, εγκλωβισμένος σε ένα μόνο είδος τραγουδιού και μάλιστα με αυστηρά οριοθετημένα στυλιστικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά. Το γεγονός αυτό διευρύνει σε μεγάλο βαθμό τους ορίζοντες και τις αναζητήσεις του σε ένα τόσο γόνιμο, αλλά ταυτόχρονα και επικίνδυνο, έδαφος, όπως είναι το παραδοσιακό μουσικό υλικό. Η προσέγγιση αυτής της μουσικής χρειάζεται μεγάλη προσοχή καθώς από τη μια μεριά παραμονεύει ο κίνδυνος της γραφικότητας που αφυδατώνει την παράδοση και την καθιστά νεκρό γράμμα, κι από την άλλη η πλαστογράφησή της από μια ενδεχόμενη κατάχρηση της «ποιητικής αδείας» που συνήθως απομακρύνει τον ερμηνευτή από το πνεύμα της μουσικής που θέλει να υπηρετήσει. Στον «κίνδυνο» αυτό, ο Μπάμπης Τσέρτος προτάσσει το αυτονόητο οφειλόμενο δέος που προκαλούν: η μακραίωνη ιστορία της μουσικής παράδοσης και οι κατακτήσεις των παλαιών γνωστών κορυφαίων μαστόρων της.

Επιπλέον, επειδή μεγάλωσε σε τόπο που το δημοτικό τραγούδι αποτελούσε ζωντανή καθημερινή έκφραση της κοινότητας, δεν είναι υποχρεωμένος - όπως άλλοι - να πιάσει, από την αρχή του, το νήμα που καθοδηγεί τον τραγουδιστή στους ερμηνευτικούς λαβυρίνθους του δημοτικού τραγουδιού. Είναι, δηλαδή, ένας φυσικός εκπρόσωπός του και ταυτόχρονα εκφραστής μιας γόνιμης ανησυχίας και αναζήτησης που προέρχεται από τη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι εκείνο με το οποίο καταπιάνεται δεν έχει να κάνει απλώς με την τεχνική απόδοση των μουσικών φθόγγων, αλλά κυρίως με ανθρώπους, τωρινούς και περασμένους, που, δια των φθόγγων, δημιούργησαν μοντέλα της ζωής τους και του γύρω τους κόσμου, αποτυπώνοντας μέσα σ’ αυτά, ακέραια την ψυχή τους. Έχει δηλαδή να κάνει με το πνεύμα, το οποίο σε αντίθεση με το γράμμα, είναι λιγότερο ευπρόσιτο και απαιτεί ευρύτερη επισκόπηση προκειμένου να το εντοπίσει κανείς, να το κατανοήσει και, το κυριότερο, να το εκφράσει.

Αυτό ακριβώς ήταν και το ζητούμενο στον δίσκο αυτόν και προς τα εκεί προσανατολίστηκε η προσπάθεια προσέγγισης των προβλημάτων ερμηνείας εκ μέρους τόσο του Μπάμπη Τσέρτου, και των εκλεκτών στο είδος τους μουσικών συνεργατών, όσο και των διακεκριμένων συναδέλφων του ερμηνευτών Σάββα Σιάτρα, Χρόνη Αηδονίδη, Τζίμη Πανούση, Νάντιας Καραγιάννη και Μαρίας Φαραντούρη, που τιμού με τη συμμετοχή τους την εργασία αυτή. Το γεγονός μάλιστα ότι οι δυο τελευταίοι, αν και προέρχονται από διαφορετικό από το δημοτικό τραγούδι μουσικό χώρο, κατέθεσαν πρωτότυπες και εξαιρετικές ερμηνείες, υπογραμμίζει, πιστεύουμε, την αξία που έχει η αναζήτηση της καλλιτεχνικής ουσίας που εμπεριέχεται στο σχετικά «συντηρητικό» παραδοσιακό τυπικό. Το ιδιωματικό χρώμα και ο παλαιός τύπος είναι στοιχεία σεβαστά και πρέπει να τιμώνται και κυρίως να μας εμπνέουν. Είναι όμως ταυτόχρονα απαραίτητο να μη θυσιάζεται η ελεύθερη δημιουργική ορμή και φλόγα, που συνδιαλέγεται με τη σημερινή κοινωνία, καθώς η δημιουργία είναι συνώνυμο της ελευθερίας. Διαφορετικά, τα δημοτικά τραγούδια, αργά ή γρήγορα, θα οδηγηθούν στο μουσείο.

Γιώργος Ε. Παπαδάκης
CD Μπάμπης Τσέρτος - "Ανάγλυφα μιας τέχνης ταπεινής", WEA, 2002.





Κυριακή 10 Νοεμβρίου 2019

Συνέντευξη με τον Λεωνίδα Μαριδάκη




Λεωνίδας Μαριδάκης:

«Πιστεύω στη φωτεινή πλευρά του ανθρώπου»



τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
(δημοσιεύτηκε στο περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ, τ. 69-70, Ιανουάριος-Μάρτιος 2019)


Η δική του «Βάρκα στο σπίτι» συγκαταλέγεται με διαφορά στις πολύ δυνατές δισκογραφικές στιγμές του 2018 για την ελληνική τραγουδοποιία. Αξιοθαύμαστη ρυθμική ευχέρεια, διακριτές μελωδίες, και μια ατμόσφαιρα σοβαρής ελαφρότητας χωρίς ευκολίες. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τον συναντάμε στην πιο ώριμη φάση του αλλά και στην πιο δυνητικά ρισκαδόρικη - ισορροπώντας μεταξύ μιας εξωστρέφειας που είναι πλέον mainstream και μιας εσωστρεφούς αναζήτησης που πηγάζει κι αυτή από βαθιά μέσα του. Κυρίες και κύριοι, ο Λεωνίδας Μαριδάκης!

«Βάρκα στο σπίτι» - νέος δίσκος και ομώνυμο τραγούδι σε στίχους του Μάνου Ελευθερίου. Δεν μπορώ παρά να σας ρωτήσω για τη γνωριμία σας μαζί του.

Η γνωριμία μου μαζί του ήταν μια ευλογημένη στιγμή. Έγινε πολύ φυσικά και αβίαστα όταν με κάλεσε να παρουσιάσουμε το δεύτερο cd μου στη ραδιοφωνική εκπομπή του στον Αθήνα 9.84. Ήταν ήρεμος, στοχαστικός, και με ένα απόλυτα απροσδόκητο χιούμορ. Ένιωσα πως υπήρχε μια εκτίμηση κι από την μεριά του, και πως είχαμε μια καλή χημεία. Αυτό ήρθε να επιβεβαιωθεί λίγες μέρες μετά όταν βρεθήκαμε και μου έδωσε στίχους του χωρίς να έχει προηγηθεί κάποια κουβέντα και χωρίς να το περιμένω. Αυτή η πρωτοβουλία του έμελε να μου δώσει κι έναν άλλο μουσικό προσανατολισμό: να αναμετρηθώ και με πιο συναισθηματικές και αφηγηματικές φόρμες τραγουδιού που, ενώ τις περιείχα σαν καλλιτέχνης, δεν είχαν ξεδιπλωθεί ως τότε. Η είδηση της απώλειάς του με βρήκε απροετοίμαστο και με πότισε με πολλή θλίψη.

Από τον προηγούμενο δίσκο σας, «Σε βάθος δρόμου», μεσολάβησαν οχτώ χρόνια. Γράφατε τραγούδια όλα αυτά τα χρόνια, ή τα βρήκατε σκούρα σε επίπεδο εταιρειών;

Αυτή η οκταετία ήταν ένα διάστημα πλούσιο σε ερεθίσματα αλλά και προκλητικό για μένα γιατί προσπαθούσα να βρω τις ισορροπίες μου. Έγραφα φυσικά τραγούδια όλο αυτό το διάστημα, έγραφα-έσβηνα, προσπαθώντας να δω προς τα πού πρέπει να κινηθώ. Εκεί συναντήθηκα με τον Ελευθερίου και η συνάντησή μας λειτούργησε σαν πυξίδα για μένα. Ταυτόχρονα, η κρίση μεσουρανούσε και οι δισκογραφικές είχαν συρρικνωθεί. Διάφοροι επιτήδειοι μπήκαν στην πιάτσα πουλώντας φούμαρα και προσπαθώντας να αρπάξουν ό,τι μπορούσαν από τους καλλιτέχνες. Αυτή ήταν και η δική μου εμπειρία - μια αναξιόπιστη δισκογραφική εταιρία που με έκανε να χάσω χρόνο και χρήμα. Περάσαμε δύσκολα πρόπερσι το καλοκαίρι. Ο Αντώνης Μποσκοΐτης, ένας δημοσιογράφος με τσαγανό και έγνοια για τους καλλιτέχνες, έβγαλε στο φως την αλήθεια βοηθώντας με, όπως και άλλους, να απεμπλακούμε και να ξαναβρούμε το βήμα μας. Κι έτσι η «Βάρκα στο σπίτι» βγήκε τελικά στον Μετρονόμο του Θανάση Συλιβού μια μικρή εταιρία με σημαντικό έργο που εκτιμώ και τη νοιώθω σαν σπίτι μου.

Στο έργο σας συνυπάρχουν η ανεμελιά με την ενδοσκόπηση, η ελαφρότητα με την υπαρξιακή αναζήτηση. Πόσο εύκολο είναι - σε ψυχολογικό, καταρχήν, επίπεδο - να διαχειριστείς αυτό το συναισθηματικό σταυροδρόμι;

Όσο περνάει ο χρόνος μαθαίνω να ζω με τις αντιφάσεις μου. Είναι κομμάτια του εαυτού μου όλα αυτά και όταν αφήνω κάποιο έξω από τη καλλιτεχνική μου διαδρομή δεν αισθάνομαι ολόκληρος. Δεν είναι εύκολο πάντα να συνδυάζω όλα αυτά τα αντίθετα στοιχειά μέσα σε ένα τραγούδι, όπως π.χ. το κέφι με ένα βαθύτερο περιεχόμενο, αλλά δεν μπορώ να κάνω και διαφορετικά. Είναι κάτι που μου βγαίνει φυσικά και όσο περνάει και ο χρόνος βλέπω πιο καθαρά πως αυτό είναι το δικό μου αποτύπωμα, η δική μου ταυτότητα στο τραγούδι.

Τι ακριβώς συνέβη και μεταπηδήσαμε από τη μελαγχολία της τραγουδοποιίας των 1990s στο μοντέλο του «χαρούμενου τραγουδιού»;

Αυτό το είδος τραγουδιού, ας το πούμε «μεταχατζιδακικό» έντεχνο (ως ύφος με πολλές αποχρώσεις βέβαια) έκανε έναν μεγάλο ωραίο κύκλο από τους πρωτεργάτες του που κάπως ολοκληρώθηκε ανοίγοντας σιγά σιγά ένα καινούργιο τοπίο. Υπάρχει τα τελευταία χρόνια μια βάθια ανάγκη να μπολιαστεί αυτό το είδος με νέους ήχους και ρυθμούς ώστε να μιλήσουμε για τον έρωτα, την απώλεια, τα όνειρα μας ή οτιδήποτε με έναν πιο πρωτότυπο και άφθαρτο τρόπο. Στην πραγματικότητα, βέβαια, στην εποχή μας όλα αυτά συνυπάρχουν. Στην φάση αυτή της ανανέωσης έχουμε την ευκαιρία εμείς οι νεότεροι καλλιτέχνες να προσεγγίσουμε την ανάγκη μας αλλά και την ανάγκη του κόσμου για απενοχοποίηση της χαράς, δημιουργώντας αυτό το ρεύμα που αναφέρεις.






Αυτά τα χρόνια της κρίσης, πού στραφήκατε για να διατηρήσετε τη θετική σας ματιά - όπως αυτή αντανακλάται στον δίσκο; Από πού αντλήσατε δύναμη;

Η αλήθεια είναι πως αυτά τα χρόνια της κρίσης ένιωσα κι εγώ πολλές φορές να γονατίζω από το γκρέμισμα του κόσμου γύρω μου και τις πρακτικές δυσκολίες που προέκυπταν. Υπάρχουν δυνάμεις μέσα μας να ξεπεράσουμε πολλά και δύσκολα αρκεί να διατηρούμε την ψυχραιμία μας και να μη μας αποπροσανατολίζουν αυτοί που έχουν τα μέσα, από την ικανότητα μας να αγαπάμε. Η θετική ματιά τώρα που υπάρχει στο δίσκο, είναι κάτι που υπάρχει στο πετσί μου. Αυτή είναι η δική μου πίστη: πίστη στη φωτεινή πλευρά του άνθρωπου.

Στην ιστοσελίδα σας έπεσα πάνω σε έναν εντυπωσιακό κατάλογο από έργα σας για το θέατρο. Ποιες είναι οι απαιτήσεις της σύνθεσης μουσικής για το θέατρο;

Όντως έχω την τύχη και τη χαρά να έχω συνεργαστεί με πολλούς και σημαντικούς σκηνοθέτες: Σάββας Στρούμπος, Λιλλύ Μελεμέ, Γιώργος Παλούμπης, Βασίλης Νικολαϊδης, Κωστής Καπελώνης, Νίκος Χατζόπουλος, και τόσοι άλλοι. Είναι μια προίκα, μια κληρονομιά μέσα μου αυτή η διαδρομή. Αγαπάω να κάνω μουσική για το θέατρο. Πλάθεις έναν κόσμο ήχων πάνω σε μια ιστορία - είναι γοητευτικό. Η μουσική για το θέατρο και η τραγουδοποιία έχουν πολλές διαφορές. Στο θέατρο εντάσσεσαι και υπηρετείς ένα έργο, πράγμα που είναι απελευθερωτικό πολλές φορές αφού το πλαίσιο και ο στόχος είναι δοσμένα ενώ στο τραγούδι τα αποφασίζεις όλα μόνος από την αρχή. Στο τραγούδι παίζει μεγάλο ρόλο το μοτίβο και η σύντομη ανάπτυξή του ενώ στο θέατρο η φόρμα καθορίζεται κάθε φορά από το έργο.

Η εμπλοκή σας με τη μουσική για το θέατρο προδίδει και ένα υπόβαθρο μουσικών σπουδών. Τι προσφέρει στο ταλέντο η οργανωμένη καλλιέργειά του;

Είναι πολύ σωστό που τα συνδέεις αυτά. Έχω τελειώσει αρμονία, αντίστιξη και φούγκα, και έχω παρακολουθήσει 5 χρόνια μαθήματα σύνθεσης με τον Μπάμπη Κανά. Δεν την τέλειωσα γιατί με τράβηξε από το μανίκι το τραγούδι. Για τη δουλειά μου στο θέατρο με έχει βοηθήσει πολύ και η μελέτη της ιστορίας της μουσικής για θέατρο και κινηματογράφο. Προσπαθώ πάντα να καταλάβω σε ποια μουσική γλώσσα ή θεατρική παράδοση έχουν αναφορά οι οδηγίες που μου δίνει ο σκηνοθέτης και, παίρνοντας υπόψιν μου και τις πρόβες, να του προτείνω ένα υλικό για να συζητήσουμε εκ νέου πάνω σ’ αυτό. Έτσι βρίσκουμε μια κοινή γλώσσα και αρχίζουμε να χτίζουμε τη μουσική της παράστασης.







Πώς βγήκε το αριστουργηματικό «Κάποτε στη ράδα», που παραπέμπει στις καλύτερες στιγμές π.χ. ενός Καββαδία, και ποιος είναι ο συνεπώνυμός σας στιχουργός Μάρκος Μαριδάκης;

Ο Μάρκος Μαριδάκης είναι ο πατέρας μου. Με πληθωρική προσωπικότητα, με χιούμορ, είναι άνθρωπος της παρέας και μηχανικός στα καράβια στο επάγγελμα. Μικρό με έπαιρνε μαζί του σε ταξίδια με περιπετειώδεις εικόνες, τρικυμίες με κύματα που σκεπάζανε ολόκληρο το καράβι, μακρινούς παράξενους προορισμούς. Με κατέβαζε στο μηχανοστάσιο μαζί του, έναν τόπο γεμάτο σωλήνες, στρόφιγγες και μηχανές, οπού είχε εκκωφαντικό θόρυβο και όλα βράζανε από τη ζέστη... Μαγικά για το παιδικό μου μυαλό όλα αυτά. Κάποια στιγμή ο Μάρκος άρχισε να μεταφέρει τα μπάρκα του στο χαρτί - σε ποιήματα, γραφτά, βιβλία. Έτσι περνούσε τον χρόνο του μες στο καράβι. Στην εφηβεία μου έπιασα και άρχισα να μελοποιώ κάποια από αυτά τα ποιήματα και τα τραγουδούσα με την κιθάρα μου στα παρεάκια που κάναμε τότε. Το «Κάποτε στη ράδα» είναι το πρώτο από αυτά που μελοποίησα κάπου στα 17 μου. Ίσως να είναι και το πρώτο τραγούδι που έχω γράψει. Πριν 3 χρόνια καλοκαιράκι, μια γλυκιά βραδιά, στην πίσω αυλή, στο χωριό μου ήμασταν με μια όμορφη παρέα πίναμε και τραγουδάμε διάφορα. Κάποια στιγμή πέφτει η ιδέα –δεν θυμάμαι από ποιον- να πω το ανέκδοτο τότε «Κάποτε στη ράδα». Τραγουδώντας ένιωσα πως είναι ένα τραγούδι που δεν έχει φθαρεί, αλλά είχε ακόμα την δύναμη και τη φρεσκάδα του καιρού που γράφτηκε. Εκείνη τη στιγμή πετάχτηκε η Νικόλ Κατσάνη (στιχουργός και αυτή του δίσκου) που ήταν και εκείνη στην παρέα και μου λέει: «Είναι πολύ καλό, πιστεύω πως πρέπει να το βάλεις στο δίσκο». Είχε δίκιο, και το έβαλα. Είναι κάτι σαν ένα ναυτικό μπλουζ που το μοιραστήκαμε στο δίσκο με τον συνοδοιπόρο τραγουδοποιό Αργύρη Λούλατζη. Αυτό το τραγούδι αντιπροσωπεύει για μένα έναν ολόκληρο κόσμο.

Ο «Ντρούπι» είναι η «πολιτική» πινελιά του δίσκου. Πώς αποτιμάτε την εμπειρία του «πρώτη φορά αριστερά»;

Ο Ντρούπι σε στίχους του Πάνου Αντωνάτου μου έδωσε την ευκαιρία να μιλήσω με χιούμορ για πράγματα που μας βασανίζουν εντός και εκτός κρίσης τα τελευταία χρόνια. Στον καιρό μας όμως υπάρχει πόλωση και ακραία προπαγάνδα και είναι απαραίτητο να πάρει κανείς απόσταση από όλον αυτό τον θόρυβο για να αντιληφθεί και να αξιολογήσει τα δεδομένα. Στην σημερινή κυβέρνηση βλέπω προσπάθεια και έργο που έχει φέρει μια ανανέωση, στα πολιτικοκοινωνικά πράγματα, σε σχέση με τις καταστάσεις που είχαν προηγηθεί. Μένει να δούμε τη συνέχεια. Ως δημιουργός, στο δικό μου τομέα, αυτόν της είσπραξης των πνευματικών δικαιωμάτων, έγιναν εξαιρετικά βήματα τα τελευταία χρόνια, καθώς οι δημιουργοί που είχαν τη στήριξη κάποιων ανθρώπων της παρούσας κυβέρνησης κατάφεραν να βάλουν φρένο στο πανίσχυρο και αμαρτωλό, επί δεκαετίες, καθεστώς της ΑΕΠΙ που έκλεβε και χρήστες και δημιουργούς. Τώρα είμαστε σε μια μεταβατική φάση με την ΕΥΕΔ και σύντομα ελπίζω θα έχουμε έναν σύγχρονο ευρωπαϊκών προδιαγραφών φορέα που θα ελέγχεται από τους ίδιους τους δημιουργούς.

«και ευτυχία παντού να δίνω» τραγουδάτε στο «Μια Μαίρη Πόππινς», σε στίχους της Νικόλ Κατσάνη. Πώς αντιλαμβάνεστε τον κοινωνικό ρόλο σας ως καλλιτέχνη;

Το «Μια Μαίρη Πόππινς» είναι ένα τραγούδι πολύ τρυφερό, ένα τραγούδι-ευχή για την αθωότητα και την ανθρωπιά. Σίγουρα ένας καλύτερος κόσμος προϋποθέτει αγώνα, αυτοκριτική, και έναν έλεγχο της έμφυτης ανάγκης μας ως άνθρωποι για εξουσία και κυριαρχία. Τι έχουμε αυτή τη στιγμή; Έναν πλανήτη ρημαγμένο από την απληστία, γεμάτο πόνο, και κάποιους παρανοϊκούς εξουσιαστές που οδηγούν τα πράγματα. Αυτή η κατάσταση πρέπει να μας βρίσκει απέναντι και τον έναν πλάι στον άλλον με την αλληλεγγύη μας, το χαμόγελό μας, το τραγούδι μας.

Το 2013 ερμηνεύσατε μαζί με τη Φωτεινή Βελεσιώτου το «Χαράματα η ώρα τρεις», σε σουίνγκ εκδοχή. Εκτός από εξασφαλισμένη εμπορική επιτυχία, υπάρχει κάποιο καλλιτεχνικό πρόταγμα στο να χορεύουμε σουίνγκ με Τσιτσάνη και Βαμβακάρη;

Ως προς τη διασκευή που έχω κάνει στο «Χαράματα η ώρα τρεις», δεν ξέρω αν βοήθησε που μπήκαμε στο ρεύμα κάποιας μόδας ή αν πετύχαμε με τη Βελεσιώτου και το εξαιρετικό ακορντεόν του Ηρακλή Βαβάτσικα μια ταυτότητα που άρεσε στον κόσμο. Ίσως και τα δύο. Το σημαντικό σε όλα αυτά είναι να μην προδοθεί ο πυρήνας του τραγουδιού. Από εκει και πέρα οι μόδες πάνε και έρχονται, όπως πάντα, προσανατολίζοντας την αγορά και τα αυτιά του κόσμου πότε προς τα εδώ και πότε προς τα εκεί. Και μέσα στα ρεύματα αυτά, άλλα τραγούδια αφήνουν ένα αποτύπωμα στην ψυχή και άλλα όχι.

Στον έναν δίσκο σας ήταν ο δρόμος, τώρα μια βάρκα - είναι εμφανές ότι κάτι έχετε με τα ταξίδια. Ποιο υπήρξε το καλύτερό σας, κύριε Μαριδάκη; Και το επόμενο πού θέλετε να σας βγάλει;


Αντιλαμβάνομαι την ίδια τη ζωή σαν ένα ταξίδι. Και οι δράσεις μας, οι έρωτες μας, τα έργα μας είναι τα χνάρια μας σε αυτή τη διαδρομή. Το καλύτερό μου ταξίδι δεν το ξέρω, αλλά το πιο παράξενο ταξίδι που έχω κάνει ήταν το μακρινό 2000 όταν οργώσαμε με την τότε σύντροφο μου την Κούβα. Γυρίζαμε όλο το το νησί για δύο μήνες χωρίς πρόγραμμα, με πυξίδα την περιέργεια για ένα άγνωστο πολιτισμό, γνωρίζοντας επαναστάτες, συγγραφείς, ιερείς, ανθρώπους όλων των ειδών. Το επόμενο ταξίδι θα ήθελα να με βγάλει στα ανοιχτά, σ’ ένα μέρος ονειρικό, όπως είναι η σκηνή της γιορτής των γλάρων στο video clip του τραγουδιού «Βάρκα στο σπίτι».





Το περιοδικό ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ το βρίσκετε ΕΔΩ.