Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020
"Εκείνα τα Χριστούγεννα ήρθαν τα κάτω πάνω" - Ένα παραμύθι της Μαρίας Παπαγιάννη με μουσική Θάνου Μικρούτσικου
Baby it's cold outside - Cover by Katerina Meliti & Vangelis Makris
Γιώργος Σταυριανός - "Η αλήθεια της νύχτας" (6)
ΚΛΟΒΙΣ
Με το τέλος της παράδοσης της γλωσσολογίας, έφυγα στα γρήγορα. Η Ανιές απουσίαζε, πράμα σπάνιο για τις συνήθειές της, και αυτό με προβλημάτιζε.
Κατεβαίνω την οδό Ζακινό. Έχει κιόλας βραδιάσει κι ας μην έχει πάει ακόμα έξι. Επιταχύνω το βήμα μου την στιγμή που ένα ξέφωτο γεμάτο μουσική φωτίζει τη σκιά του κόσμου. Η σκέψη αστράφτει σαν το παρθένο και καθαρό φως που ανθίζει στο χάραμα. Μια ανατριχίλα διαπερνά όλο μου το κορμί, πρέπει να φτάσω όσο πιο γρήγορα γίνεται στο δωμάτιό μου, και να την ασφαλίσω στην μυστική μου κρύπτη, εκεί που δεκάδες άλλες έχουν στοιβαχτεί περιμένοντας...
Στη γωνία με την οδό Ντεζίλ επιβραδύνω το ρυθμό μου μέχρι που σταματώ εντελώς.
Ο δρόμος ξανοίγεται στα δεξιά με μια ευλυγισία φιδιού, σκιερός, ευκολοπερπάτητος, με μια δόση μυστηρίου έτσι καθώς η προοπτική ανακόπτεται από την καμπύλη στο βάθος.
Εκεί, σε μια από τις τελευταίες μονοκατοικίες πριν τη στροφή βρίσκεται το νέο σου σπίτι. Ένα παράθυρό που δίνει στο δρόμο φωτίζει το δωμάτιό σου που θα πρέπει να στέγαζε παλιότερα τον κηπουρό του παλιού αρχοντικού. Οι τωρινοί όμως ιδιοκτήτες αποφάσισαν να το νοικιάσουν, με βάση τα νέα οικονομικο-κοινωνικά δεδομένα της εποχής.
Άραγε πού να βρίσκεσαι; Την ξαφνική παρόρμηση να πλησιάσω και να διαπιστώσω αν οι γρίλιες του παραθύρου σου ήταν φωτισμένες, την εξουδετέρωσε ακαριαία η σκέψη πως θα ένιωθα άβολα αν τύχαινε και αντιλαμβανόσουν την παρουσία μου. Σαν αστραπή πέρασε απ’ το μυαλό μου η τελευταία μας συνάντηση, το πολύβουο εκείνο βράδυ στο μεγάλο σαλόνι.
Περίεργες εκρήξεις του μυαλού, ακατανόητες, γυμνές από κάθε άλλοθι, φωτογράφιζαν με ακρίβεια το μέγεθος της αμηχανίας μου. Αποφασίζω να μην ενδώσω στην επιθυμία της στιγμής και συνεχίζω να προχωρώ προς την οδό Μπαρόν-Λουί.
Η πόλη αρχίζει σιγά σιγά να καθρεφτίζεται στη λεπτή και διάφανη επιφάνεια των δρόμων που γυαλίζουν παραδομένοι στη νυχτερινή λεηλασία, κάτω από την αδιαπραγμάτευτη προστασία των ουρανών.
Κάποια στιγμή μου μπαίνει η υποψία ότι μια σκιά με ακολουθεί. Βήματα δεν ακούγονται, τόσο ανάλαφρο είναι το περπάτημα, διστάζω να γυρίσω και να κοιτάξω πίσω. Ενστικτωδώς επιβραδύνω τον βηματισμό μου. Η ανάλαφρη σκιά μοιάζει να με πλησιάζει όλο και περισσότερο…, δεν απέχει πια παρά μιαν ανάσα από ’μένα... Σε λίγο φτάνει ακριβώς δίπλα μου... στρέφω τα μάτια...
«Κλοβίς...»
Ήταν η τρίτη φορά που συναντούσα τυχαία το αινιγματικό αυτό πρόσωπο, που άκουγε στο περίεργο και ιστορικό αυτό όνομα. Τον αναγνώρισα αμέσως. Στ’ αφτιά μου ηχεί ακόμα ο ήχος της φωνής του που θύμιζε βουή ανέμου βγαλμένη από θαλασσινό κοχύλι.
«Ποτέ διό χωρίς τρεις’» είπα γελώντας.
«Μόλις βγαίνω από μια προβολή στη λέσχη. Παρακολούθησα την Βιριδιάνα του Μπουνιουέλ, δεν ξέρω αν το έχετε δει...»
Ναι, το είχα δει. Περισσότερο κι από ’ μένα είχε εντυπωσιασθεί θυμάμαι ο Ζαν-Λουί, το είχαμε δει μαζί, ήταν από τις καλές στιγμές του σκηνοθέτη.
Και συνεχίσαμε παρέα τον δρόμο συζητώντας ώσπου φτάσαμε στην είσοδο του οικοτροφείου. Κατά ένα περίεργο τρόπο άρχιζε και πάλι να πέφτει μια διάφανη όμως αυτή τη φορά ομίχλη. Η περιέργειά μου να τον γνωρίσω καλύτερα τιθασεύτηκε από μιαν ανεξήγητη γνώση. Είχα την βεβαιότητα ότι θα μου πρότεινε κάτι ανάλογο ο ίδιος ο συνοδοιπόρος μου, κάτι που δεν άργησε να επιβεβαιωθεί.
«Θέλετε να περπατήσουμε ακόμα λίγο..., ή και να πάρουμε ένα καφέ κάπου εδώ κοντά; Είναι ακόμα νωρίς...»
Η Μαρσελίν μάς υποδέχτηκε πληθωρικά κι ήταν όπως πάντα ένας χείμαρρος λέξεων για να καταλήξει λέγοντας.
«Τι καιρός κι αυτός… Χρόνια έχουμε να δούμε τέτοιο χάλι!»
Χαμογέλασα και σκέφτηκα πως σε κάθε ανάλογη περίσταση θα ’πρεπε ν’ ακούγονται τα ίδια πράγματα. Κι αμέσως μετά «Διό εσπρέσο;»
Γνέψαμε καταφατικά και καθίσαμε σ’ ένα τραπεζάκι στο βάθος. Περιμένοντας τους καφέδες, βρήκα την ευκαιρία να παρατηρήσω καλύτερα τον καινούριο μου φίλο. Ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία, πως φυσιογνωμικά ήταν μια εντελώς ιδιαίτερη προσωπικότητα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου ήταν τόσο λεπτά που δεν έμοιαζαν γήινα, οι γραμμές τόσο κανονικές, που δεν ξέφευγαν ούτε κατά ένα χιλιοστό από το περίγραμμα που λες και είχε σμιλέψει κάποιος τελειομανής τεχνίτης. Η φωνή, ναι, η φωνή είχε κάτι το εντελώς ξεχωριστό, κι αυτό ήταν κάτι που μόνο απόψε συνειδητοποιούσα. Και τώρα που ανατρέχω στις μνήμες εκείνες, είμαι σίγουρος πως θα την αναγνώριζα ανάμεσα σε χίλιες άλλες. Ήχος μελωδικός που τέλειωνε σε απόηχο με δεδομένες χρωματικές αναφορές... Κι ύστερα ήταν το βάθος… Ένα βάθος που θύμιζε τον ήχο που κάνει ο άνεμος όταν βγαίνει από θαλασσινό κοχύλι σε ταξίδευε σε ωκεανούς... Ναι, αυτή η φωνή είχε κάτι το μοναδικό. Θα ’λεγες πως ο Κλοβίς δεν υπήρχε παρά μόνο σαν πρόσχημα για να υπάρχει αυτή η φωνή, που λες και δεν ήταν του κόσμου ετούτου.
Υπήρχε κάτι που να αναγνώρισα σ’ αυτόν; Πολλές φορές τ’ αναρωτήθηκα. Η αίσθηση πως, μαζί του μεταφερόμουν σε ένα περίεργα οικείο χώρο, που εξελισσόταν πατώντας σε μιαν άγνωστη γεωμετρία, με γοήτευε. Αδύνατον όσο κι αν προσπαθώ να ξαναφέρω στο νου την συνομιλία που είχαμε. Θυμάμαι μόνο πως, όταν πια φύγαμε κι εγώ επέστρεψα μόνος στο οικοτροφείο –ο ίδιος είχε προφασιστεί μια συνάντηση με κάποιους γνωστούς– μου ’χε μείνει η εντύπωση ότι είχαμε πει τόσα, όσα δεν θα λέγαμε συζητώντας μέρες και νύχτες ολόκληρες.
Το πιο περίεργο όμως απ’ όλα ήταν η γνώση…, μια γνώση χωρίς ίχνος φιλαρέσκειας και ματαιοδοξίας που είχα την αίσθηση ότι αποκόμισα, προσαρμοσμένη σε άλλο, διαφορετικό αυτή τη φορά, αλλά ομόκεντρο με τον προηγούμενο της ζωής μου κύκλο.
Μια θύμηση που με παρέπεμπε σε μιαν ανάλογη αναγωγή ανασύρθηκε αργότερα λύνοντας το μυστήριο του ακαθόριστα οικείου χώρου που μου δημιουργούσε το ηχόχρωμα της φωνής του Κλοβίς. Τότε, εκείνη την αυγουστιάτικη βραδιά, και μες στον απόηχο του κρητικού πανηγυριού... η αναπάντεχη συνάντησή μου με τον μυστηριώδη επισκέπτη… Ναι, η φωνή του ήταν ανάλογης χρωματικής συχνότητας.
Ο Κλοβίς όπως απρόσμενα είχε εμφανιστεί έτσι και χάθηκε. Όσο κι αν φανεί περίεργο, στάθηκε αδύνατον να τον εντοπίσω ξανά, και, στους ελάχιστους που προσπάθησα ν’ αναφέρω με τρόπο τ’ όνομά του στη συζήτηση, δεν εισέπραττα από μέρους τους παρά άγνοια.
Σήμερα πια που γράφω τις γραμμές ετούτες ξέρω, πως οι τρεις και μοναδικές εκείνες φορές που συναντηθήκαμε ήταν αρκετές... Το γιατί..., αρχίζει μόλις να διαφαίνεται, τώρα που αρχίζω ν’ ανασυνθέτω το τοπίο του παρελθόντος, και προσπαθώ μέσα από τις ακριβείς του συντεταγμένες να κατανοήσω το παρόν και να ψηλαφίσω το μέλλον. Και θαρρώ πως μια τέταρτη συνάντηση επίκειται, σε χρόνο και τόπο που θα έχουμε προεπιλέξει και αυτός και εγώ, και πως αυτή η συνάντηση θα είναι και η καθοριστική.
Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2020
Ο Μικρούτσικος για τη νέα ηχογράφηση της "Καντάτας για τη Μακρόνησο"
«Το ΚΚΕ, στο πλαίσιο του εορτασμού των 100 χρόνων από την ίδρυσή του, με κάλεσε να δώσω τρεις συναυλίες με αυτά τα έργα και αυτό ήταν μέγιστη τιμή για μένα. Ήταν όμως ταυτόχρονα και μία μεγάλη πρόκληση.
Ειδικά η ‘Καντάτα’ είναι οριακό έργο στη δημιουργία μου, σε ό,τι αφορά και το περιεχόμενο αλλά και τη φόρμα. Παίχτηκε όμως λίγες φορές από το 1976 έως το 1983 στην Αθήνα, στο Βερολίνο, στη Βιέννη και στην Όπερα της Γλασκόβης και μετά... κοιμήθηκε.
Δουλεύοντας την ‘Καντάτα’ και τη ‘Σπουδή’, αρχικά για τις συναυλίες, ενορχήστρωσα εκ νέου πολλά μέρη τους, διατηρώντας απολύτως τη φόρμα της αρχικής εκδοχής. Πρόσθεσα όμως στοιχεία, πρόσθεσα και αφαίρεσα ταυτοχρόνως όργανα, κάνοντας ακόμα πιο στέρεη τη φόρμα, που στηρίζεται σε εναλλαγές του ατονικού τρόπου με το τονικό σύστημα. Η παλιά ενορχήστρωση και μορφή είναι ‘εδώ’ αλλά ταυτοχρόνως είναι ‘άλλη’. Πρόκειται δηλαδή για μια επαναδημιουργία, με όλο το προηγούμενο υλικό να είναι παρόν.
Η ‘Καντάτα για τη Μακρόνησο’ είναι ένα έργο που δεν ανήκει μόνο στους δημιουργούς του. Ανήκει σε όσους αγωνίστηκαν και πάλεψαν μέσα από τις γραμμές του Κόμματος αλλά και δίπλα σ' αυτό, σε χρόνους ζοφερούς. Σε όσους εκτελέστηκαν, βασανίστηκαν, φυλακίστηκαν και αντιστάθηκαν. Σε όσους πάλεψαν για μια δίκαιη κοινωνία. Όπως και η ‘Σπουδή σε ποιήματα του Βλαδίμηρου Μαγιακόβσκη’, του ποιητή που εξέφρασε με τη μεγάλη τέχνη του την πιο δημιουργική και απελευθερωτική δεκαετία που γνώρισε ποτέ ο κόσμος. Τη δεκαετία του '20 στην ΕΣΣΔ. Ποιήματα μεταφρασμένα έξοχα από τον Γιάννη Ρίτσο.
Τα έργα αυτά παίχτηκαν στον φυσικό τους χώρο και οι 22.000 θεατές που τα παρακολούθησαν δημιούργησαν την πιο κατανυκτική ατμόσφαιρα που έχω ζήσει ποτέ. Τους ευγνωμονώ. Όπως και τον Δημήτρη Κουτσούμπα για το απίστευτα συγκινητικό αλλά και καίριο κείμενό του γι' αυτά τα έργα και γενικότερα για τη συνολική εργασία μου.
Μπήκαμε στο στούντιο ενθουσιασμένοι και ηχογραφήσαμε εκ νέου τα δύο αυτά οριακά μου έργα. Το αποτέλεσμα έξοχο χάρη στους μουσικούς, στους τεχνικούς, στο στούντιο και τους δύο σπάνιους συνεργάτες μου που τραγούδησαν εκπληκτικά. Την Ρίτα Αντωνοπούλου και τον Κώστα Θωμαΐδη. Τους ευχαριστώ όλους από την καρδιά μου για την ψυχική ανάταση που μου χάρισαν».
Θάνος Μικρούτσικος
Απόσπασμα συνέντευξης του Μανόλη Αναγνωστάκη στον Θάνο Μικρούτσικο (αρχείο Γιώργου Ζεβελάκη)
Συνέντευξη
του Μανόλη Αναγνωστάκη
στον
Θάνο Μικρούτσικο και το Γ’ Πρόγραμμα, 17.1.1987
Η συνέντευξη προέρχεται από
το αρχείο του Γιώργου Ζεβελάκη, τον οποίο και ευχαριστούμε θερμά για την
ευγενική παραχώρηση. Δημοσιεύτηκε ολόκληρη στο τεύχος 67 (Απρίλιος-Ιούνιος 2018) του περιοδικού ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ.
Θάνος Μικρούτσικος: Γεια σας. Έχουμε την τιμή να έχουμε
μαζί μας σήμερα το στέλεχος του ΚΚΕ Εσωτερικού κι έναν από τους σημαντικότερους
Έλληνες ποιητές, τον Μανόλη Αναγνωστάκη. Μανόλη, καλωσόρισες. Μαζί σου βέβαια
δεν θα συζητήσουμε τα τρέχοντα ζητήματα του ελληνικού τραγουδιού αλλά θα
συζητήσουμε κάποιες γενικότερες απόψεις γύρω από πολιτιστικά ζητήματα και πρώτη
είναι πώς βλέπεις σήμερα γενικότερα την πολιτιστική κατάσταση, και ειδικότερα
στους χώρους της λογοτεχνίας-ποίησης που είναι ο δικός σου χώρος, και της
μουσικής;
Μανόλης Αναγνωστάκης: Βέβαια,
μου βάζεις από την αρχή ένα θέμα που με υποχρεώνει ή με εξαναγκάζει να
προσπαθήσω να μιλήσω εφ’ όλης της ύλης, όπως λέμε τώρα. Αυτό το πράγμα είναι
εξαιρετικά δύσκολο για μένα, όχι μόνο γιατί το χρονικό όριο είναι πολύ
περιορισμένο, αλλά γιατί έρχομαι εδώ και σαν εκπρόσωπος ενός κόμματος. Το είπες
άλλωστε και πριν. Αυτό με δυσκολεύει ακόμα περισσότερο. Γιατί, αν ερχόμουνα εδώ
να μιλήσω για τα μεσογειακά προγράμματα, ή για το Κυπριακό, ή για τα οικονομικά
μέτρα του κυρίου Τσοβόλα κ.λ.π., θα μπορούσα να εκφράσω μια άποψη, ή ορισμένες
απόψεις, εν πάση περιπτώσει, που εκπροσωπούν την κυριαρχούσα άποψη του κόμματός
μου, η οποία βγαίνει ύστερα από συζητήσεις, ύστερα από ψηφοφορίες, κι εκφράζει
την άποψη που έχει διαμορφώσει το κόμμα πάνω στα θέματα αυτά.
Ειδικά
στα πολιτιστικά θέματα, και μάλιστα με τον τρόπο αυτόν που τα βάζεις, σε όλη
αυτή τη γενικότητά τους, δεν υπάρχουν θέσεις κι απόψεις του κόμματος πάνω στα
θέματα αυτά. Υπάρχουν ορισμένοι άξονες, βασικοί άξονες της πολιτιστικής
πολιτικής. Αυτοί οι άξονες έχουν κάπως έναν γενικόλογο χαρακτήρα, αλλά σε
συγκεκριμένα καθημερινά θέματα πολιτιστικής πολιτικής δεν μπορούμε να πούμε ότι
το κόμμα παίρνει θέσεις ύστερα από συζητήσεις και από μια απόφαση την οποία θα πάρει
πάνω στα θέματα αυτά. Ίσα-ίσα που εμείς αρνούμαστε τις αποφάσεις πάνω στα
θέματα αυτά. Είναι πολύ ανοιχτό το πολιτιστικό θέμα.
Βεβαίως,
εδώ θα ξεχωρίσουμε το θέμα της προσωπικής δημιουργίας και το θέμα γενικότερα
της πολιτιστικής διαδικασίας. Είναι δύο θέματα ξεχωριστά. Ειδικά στο θέμα της
προσωπικής δημιουργίας, όχι μόνο το κόμμα δεν μπορεί να παρέμβει σε καμμία
περίπτωση, αλλά εμείς το θεωρούμε τελείως απαράδεκτο. Δεν μπορεί να πάρει μια
απόφαση το κόμμα απάνω στη δημιουργία του Θάνου Μικρούτσικου, π.χ., εάν είναι
καλός μουσικός ή εάν είναι κακός μουσικός. Αυτά τα πράγματα δεν λύνονται με
αποφάσεις. Από τη στιγμή που ο Θάνος Μικρούτσικος είναι φορέας μιας
πολιτιστικής πολιτικής, ο ίδιος είναι φορέας μιας πολιτιστικής πολιτικής που
απασχολεί γενικότερα, δηλαδή εκφράζει κάποιο πνεύμα πολιτιστικής πολιτικής μέσα
από το ραδιόφωνο, μέσα από πολλές εκδηλώσεις που γίνονται, εκεί μπορεί να
υπάρχουν θέσεις, μπορεί να υπάρχουν μερικές απόψεις, πάλι όμως δεν μπορούμε να
πούμε ότι οι απόψεις αυτές εκφράζουν οριστικά και τελεσίδικα την άποψη των
μελών του κόμματος ή όλων των ανθρώπων που κινούνται μέσα στον χώρο αυτόν.
Είναι
πολύ λεπτά ζητήματα αυτά. Είναι άλλη διαδικασία, δηλαδή. Είναι τελείως
διαφορετική η διαδικασία που ακολουθούμε στα θέματα... στην προσέγγιση, μάλλον,
του οικονομικού θέματος, των εθνικών θεμάτων, των θεμάτων παιδείας ακόμα
περισσότερο, και στα θέματα αυτά που σχετίζονται με τον πολιτισμό και με την
κουλτούρα είμαστε, και πρέπει να είμαστε, πάρα πολύ διακριτικοί. Να τα
προσεγγίζουμε με πολύ διακριτικό, και ευαίσθητο, και ευπαθή τρόπο.
Αυτό που είπες είναι πάρα πολύ
σημαντικό και είναι και γνωστό ότι ισχύει στο ΚΚΕ Εσωτερικού, από τότε που
ιδρύθηκε μέχρι και σήμερα. Βέβαια, πρέπει να πω κι εγώ ότι τα τελευταία χρόνια
αυτό το πράγμα έχει αρχίσει και περνάει και στους άλλους χώρους νομίζω, ενώ
παλιότερα...
Νομίζω
πως –με συγχωρείς που σε διακόπτω– αυτό είναι ένα επίτευγμα του ΚΚΕ Εσωτερικού:
ότι κατορθώνει, ότι κατόρθωσε να πει ορισμένες αλήθειες πάνω στα θέματα αυτά
πολύ νωρίς, πολύ πρόωρα. Οι αλήθειες αυτές ήταν στην αρχή λίγο καινά δαιμόνια.
Ενώ τώρα έχουν γίνει κοινοί τόποι. Δηλαδή, πολλοί ακολουθούν αυτά τα πράγματα,
όλοι μιλούν για προαιρετισμό πλέον, δεν μπορεί κανείς να μη μιλήσει για προαιρετισμό,
όλοι μιλούν για πολυφωνία, όλοι μιλούν για διαδικασίες δημοκρατικές, όλοι
μιλούν για σχετικότητα της πολιτιστικής δημιουργίας κ.λ.π., αλλά όλα αυτά από
κάπου προέρχονται. Όλ’ αυτά βγαίνουν από έναν προβληματισμό που αναπτύχθηκε
μέσα στις γραμμές του χώρου αυτού, ακόμα κι από όταν ήταν ενιαίο το ΚΚΕ. Όταν
ακόμα ήταν ενιαίο είχε αρχίσει αυτή η διαδικασία που αναπτύχθηκε μέσα στη
δικτατορία και κορυφώθηκε τα πρώτα μεταπολιτευτικά χρόνια.
Κι εγώ πρέπει να πω εδώ ότι έχοντας
διαβάσει μάλλον όλα σου τα ποιήματα, αυτό το λες εσύ ήδη από τη δεκαετία του ’50.
Δηλαδή, υπάρχει στα ποιήματά σου... Στα ποιήματα, αυτά τα πράγματα μπαίνουν με
άλλο τρόπο.
Ε,
ναι, αλλά πάντως υπάρχει αυτό το πράγμα, γιατί... M’ έναν υπαινικτικό τρόπο...
Ζούσες έντονα τότε.
Μ’
έναν διαφορετικό τρόπο μπαίνουν στα ποιήματα τα πράγματα.
Εν πάση περιπτώσει, όμως, επειδή έχουμε
εσένα εδώ, που είσαι όπως είπα ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές,
θα ήτανε ωραίο και για τους ακροατές μας...
Όχι
τους σημαντικότερους, βέβαια.
Εν πάση περιπτώσει, αυτό είναι δικό μου
ζήτημα, όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ, είμαι ελεύθερος να λέω ό,τι θέλω, όπως κι
εσείς, σαν ΚΚΕ Εσωτερικού, είστε ελεύθεροι να λέτε ό,τι θέλετε. Υπό αυτή την
έννοια, λοιπόν, θα ’θελα να μου πεις την προσωπική σου άποψη, αφού έκανες αυτή
τη διευκρίνιση, που ’ναι πολύ σημαντική, για τη σημερινή κατάσταση... Δηλαδή,
ακούγονται πολλά πράγματα, εάν υπάρχει κρίση αξιών, πώς ακριβώς είναι η
κατάσταση στον χώρ, ειδικότερα της λογοτεχνίας και της ποίησης, που είναι ο
χώρος σου, και αν μπορούμε και της μουσικής.
Ναι,
βέβαια, κι αυτό είναι πολύ μεγάλο θέμα. Όλοι μιλάμε για κρίση. Από παντού και
για όλα τα πράγματα, μιλάμε για κρίση. Δηλαδή, κρίση στη λογοτεχνία, κρίση στο
τραγούδι, κρίση στην επιστήμη, κρίση στην ηθική, κρίση στη συμπεριφορά,
παντού... Και το περίεργο είναι ότι είμαστε όλοι ταυτόχρονα εμπρηστές και
πυροσβέστες. Γιατί όλοι, ας πούμε, βάζουμε φωτιές, εμείς δημιουργούμε την κρίση
σε ορισμένα πράγματα, και κατόπιν ερχόμαστε πάλι εμείς να σβήσουμε την κρίση.
Εμείς πάλι φωνάζουμε πως υπάρχει κρίση. Εγώ νομίζω ότι αν υπάρχει σήμερα κρίση
στην ελληνική κοινωνία, αυτή είναι η κρίση της μη σωστής ιεράρχησης των
προβλημάτων. Δηλαδή, δεν ιεραρχούμε σωστά τα προβλήματα: ποια είναι πρώτα, ποια
είναι δεύτερα, ποια είναι τρίτα. Και για να έρθουμε στο τραγούδι, που λες
τώρα... Μπορώ να μιλήσω ελεύθερα, έτσι;
Βεβαίως. Απολύτως ελεύθερα!
Ναι,
γιατί δεν απευθύνομαι σ’ εσένα, ούτε εσένα θίγω καθόλου στα θέματα αυτά, αλλά
το ’χουμε παρακάνει λιγάκι αυτό το πράγμα. Δηλαδή, η κρίση στο τραγούδι, τι θα
πει κρίση στο τραγούδι. Επί χρόνια θυμάμαι όλη αυτή την ιστορία: «η κρίση στο
τραγούδι». Λες κι αυτό το πράγμα απασχολεί τον κόσμο περισσότερο από τ’ άλλα
προβλήματα, επί χρόνια τώρα, πολλά χρόνια. Σήμερα συγκεκριμένα που μιλάμε,
άνοιξε εφημερίδες, άνοιξε περιοδικά: όλοι μιλάνε για την κρίση. Συνεντεύξεις με
μουσικούς, συνεντεύξεις με τραγουδιστές, συνεντεύξεις με διευθυντές κέντρων...
«Γιατί περνάει κρίση το ελληνικό τραγούδι;» Και στην τηλεόραση και στο
ραδιόφωνο «γιατί περνάει κρίση το ελληνικό τραγούδι;» Είναι ένα θέμα
αβανταδόρικο κατεξοχήν, βέβαια απαντούν πάντοτε επώνυμοι και άνθρωποι που ένας
κύκλος τούς ξέρει, ή πολλοί κύκλοι ξέρουν διάφορους ανθρώπους απ’ αυτούς, και
δημιουργείται κάποιος αβανταδορισμός στο θέμα. Είναι πραγματικά, όμως, έτσι;
Υπάρχει πραγματικά κρίση στο ελληνικό τραγούδι; Και αν υπάρχει, είναι τόσο
σοβαρό;
Η προσωπική μου άποψη είναι ότι δεν
υπάρχει, αλλά εν πάση περιπτώσει απαντώ ως προς το «αν υπάρχει, είναι κάτι
σοβαρό;». Αυτό βγαίνει σαν σοβαρό, Μανόλη, διότι θέλουμε δεν θέλουμε, καλώς ή
κακώς, λόγω της τρίλεπτης διάρκειάς του το τραγούδι είναι το πιο άμεσο
καλλιτεχνικό προϊόν. Υπό αυτή την έννοια κιόλας, κάποιοι τραγουδοποιοί είναι
γνωστότεροι από κάποιους ποιητές, κάποιοι τραγουδιστές είναι δυνατότεροι από
κάποιους ηθοποιούς κ.ο.κ. Δηλαδή, υπάρχει ακριβώς αυτό, το οποίο αιτιολογεί
–χωρίς να δικαιολογεί– το γιατί τελικά αφορά περισσότερο κόσμο το τραγούδι.
Και
επηρεάζουν περισσότερο. Και επηρεάζουν όχι με
το τραγούδι τους μονάχα, αλλά...
...και με όσα λένε...
...και
με την προσωπική τους ζωή. Και με όσα λένε. Δηλαδή, επειδή ένας έχει αποκτήσει
ένα όνομα ας πούμε τραγουδιστή, καλό όνομα εν πάση περιπτώσει –άσε που τώρα
λέμε και το «υπάρχει ήθος στη φωνή»– εγώ δεν καταλαβαίνω τι θα πει αυτό το
πράγμα. (Γελούν.) Λοιπόν, αυτός είναι
ικανός να μιλάει εφ’ όλης της ύλης. Και τον ρωτούν για διάφορα πράγματα... Να,
αυτά που λέμε και τώρα εμείς, για την κρίση της ελληνικής κοινωνίας, τι γνώμη
έχετε για τον έρωτα, τι γνώμη έχετε για την εισαγωγή των αρχαίων στο σχολείο (γελούν)... δεν δικαιολογείται αυτό το
πράγμα... απλώς επειδή έχει μια δημοσιότητα. Κι απάνω εκεί ποντάρουν όλοι.
Είναι το σταρ-σύστεμ, Μανόλη.
Εγώ
πιστεύω, κι επιμένω σε αυτό το πράγμα, ότι η κρίση –που πραγματικά υπάρχει μια
κρίση σήμερα στην ελληνική κοινωνία– οφείλεται στο ότι δεν έχουμε ιεραρχήσει
σωστά τα προβλήματα: ποιο είναι πρώτο πρόβλημα, ποιο είναι δεύτερο, ποιο είναι
τρίτο, ώστε να ξέρουμε μια σειρά προβλημάτων σήμερα που δυναστεύουν πραγματικά
την ελληνική κοινωνία. Και παίρνουμε προβλήματα που υπάρχουν, αλλά είναι και
λίγο ψευδοπροβλήματα, κι αυτά θεωρούμε ότι είναι τα σπουδαιότερα προβλήματα που
απασχολούν τον ελληνικό λαό. Δεν τον απασχολούν αυτά.
(...)
Η συνέχεια στο τεύχος 67 του περιοδικού ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ
«Ονειρευόμαστε την άλλη κοινωνία» - Ο Θάνος Μικρούτσικος για το βιβλιοπωλείο Χνάρι
Στις 26 Μαρτίου
2019 έγινε μια εκδήλωση στο Polis Café για το βιβλιοπωλείο «Χνάρι», τον χώρο για
το βιβλίο που άνοιξαν ο Γιώργος Τσιλδερίκης και η Μαρία Δημητριάδη τον Ιούνιο
του 1974, στον πεζόδρομο της οδού Κιάφας πίσω από την Ακαδημίας. Ο Θάνος
Μικρούτσικος είχε προσκληθεί στην εκδήλωση αλλά η κατάσταση της υγείας του δεν
του είχε επιτρέψει να παρευρεθεί. Ακολουθεί το κειμένό του
που διαβάστηκε εκείνο το βράδυ εκ μέρους του. ηρ.οικ.
Αγαπητέ Γιώργο,
γνωρίζεις ότι είμαι ένας άνθρωπος που μου αρέσει να ταξιδεύω στο παρελθόν, σε όσα έζησα αλλά και σ’ άλλα πολλά που γνώρισα από τα διαβάσματά μου και τη φαντασία μου. Το «Χνάρι» όλα αυτά τα χρόνια ήταν ένας από τους αγαπημένους μου προορισμούς των ταξιδιών μου. Γιατί το «Χνάρι» σου έγινε «Χνάρι» μας, έγινε το σπίτι μας σε καιρούς δύσκολους. Εκεί μεγαλώσαμε, εκεί ονειρευτήκαμε, εκεί μάθαμε. Εκεί συζητούσαμε, διαφωνούσαμε, συμφωνούσαμε, εκεί διευρύναμε τις γνώσεις μας.
Σήμερα μας λένε ότι αλλάξαμε. Αν εννοούν ότι δεν έχουμε μακριά μαλλιά και δεν φοράμε αμπέχονα, έχουν δίκιο. Αλλά πολλοί από μας και σήμερα, όπως και τότε, ονειρευόμαστε την άλλη κοινωνία. Μόνο που δεν ξέρουμε πώς θα έρθει και πότε. Ίσως αυτό να είναι πιο ηρωικό τώρα απ’ ό,τι τότε, στην ηρωική εποχή των νεανικών μας χρόνων.
Θέλω να σ’ ευχαριστήσω από την καρδιά μου αναδρομικά για το σπίτι που μας πρόσφερες και να σου ευχηθώ, όπως και σ’ όλους που είναι μαζί σου σήμερα, υγεία, δύναμη, δημιουργία και ευτυχία.
Δικός σου πάντα,
Θάνος
Μικρούτσικος
Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2020
Κώστας Θωμαΐδης: "Μαέστρο μου"
Η Λιάνα Μαλανδρενιώτη για τον Θάνο Μικρούτσικο
Ο Θάνος Μικρούτσικος για το "Ευριπίδης IV"
Η δουλειά μου εκτείνεται από τον χώρο του απλού τραγουδιού μέχρι και την
ηλεκτρονική μουσική. Γράφω τραγούδια απλά, μερικές φορές μάλιστα κατάλληλα για να
τραγουδηθούν από πολύ κόσμο. Περνώ μέσα από τη θεατρική μουσική, ασχολούμαι με
χώρους συνθετότερης μουσικής με βάση το τραγούδι, με μουσική δωματίου, μέχρι και
ηλεκτρονική μουσική. Υπάρχει δηλαδή εδώ - και αυτό δεν είναι άξιο λογικό πού
λέω, αλλά οπωσδήποτε είναι ένα αντικειμενικό στοιχείο - ένα ευρύ φάσμα μουσικής
δραστηριότητας. Ορισμένοι από τούς δίσκους μου είναι τραγούδια ή κύκλοι τραγουδιών.
Χωρίς να υποτιμώ καθόλου αυτή μου τη δουλειά (είναι γνωστό πια, ότι δεν συμφωνώ
και το έχω πει επανειλημμένα, με τον διαχωρισμό σοβαρός και ελαφριάς μουσικής),
πιστεύω ότι στην καλύτερη περίπτωση θα έχουμε να κάνουμε με μια σειρά από καλά
τραγούδια. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Εκείνο πού έχει σημασία για
μένα και τη δουλειά μου είναι εργασίες πού πρόθεσή τους (για το αποτέλεσμα
είμαι ό πλέον αναρμόδιος να μιλήσω) είναι ένα βήμα παραπέρα. Ο στόχος τους
είναι κάτι το καινούργιο. Και φυσικά πιστεύω πώς οι στόχοι τού «Ευριπίδη IV» εκ
προθέσεως είναι τέτοιοι. Ο «Ευριπίδης IV» αποτελεί μια συνέχεια, ένα τέλος και μια
καινούργια αρχή για τη μουσική μου.
Πριν συνεχίσω για τον «Ευριπίδη IV» θα κάνω μια παρένθεση.
Συνηθίζουν κριτικοί πού γράφουν - ειδικά σε μερικά νεολαιίστικα περιοδικά πού ασχολούνται
με τη μουσική - να ταυτίζουν την εξέλιξη τού συνθέτη με την δισκογραφική του
πορεία. Και αυτό μπορεί να είναι σωστό όσον αφορά π.χ. συνθέτες ή γκρουπ πού εκδίδουν
όλα τα έργα τους ή για συνθέτες πού γράφουν μόνο τραγούδια. Για μουσικούς όμως
πού κινούνται σε ένα μεγαλύτερο φάσμα μουσικής η ταύτιση αυτή είναι λαθεμένη.
Για να πάρω μόνο τον εαυτό μου σαν παράδειγμα θα σάς πω ότι έχω γράψει 42
έργα ποικίλης μουσικής και έχουν εκδοθεί 8 δίσκοι. Και βέβαια, σε μια αγορά
μικρή όπως είναι η ελληνική θα ήταν αστείο να είχα εκδώσει 30 δίσκους μου μέχρι
τώρα. Έτσι, μια και γράφω όπως σάς είπα, σε αρκετά είδη μουσικής, η όποια μου εξέλιξη
δεν μπορεί να φανεί μόνο από τη δισκογραφική μου παρουσία αλλά και από έργα μου
πού παίζονται ή πού ακούγονται από το ραδιόφωνο ή από θεατρικές μου δουλειές.
Το λέω αυτό γιατί όταν π.χ. γράφω απλά τραγούδια, το ζητούμενο είναι για παράδειγμα
η στρογγυλή μελωδία. Όταν γράφω ένα συνθετότερο έργο μπορεί το ζητούμενο να
είναι το σπάσιμο της μελωδίας. Και βέβαια, η εξέλιξη μου σαν συνθέτη
προσδιορίζεται απ’ όλη μου την εργασία, αλλά οπωσδήποτε τη νέα φόρμα την κυνηγώ
και την αναζητώ σε συνθετότερες δουλειές. Με αυτή την έννοια, ό «Ευριπίδης IV» αποτελεί
μια συνέχεια της μουσικής μου, αποτελεί το κλείσιμο μιας πρώτης περιόδου και την
αρχή, πιστεύω, για μια νέα εξέλιξη μου.
Για μένα ό «Ευριπίδης IV» είναι μια καμπή στη μουσική αλλά και δισκογραφική
μου παρουσία.
Τί είναι με λίγα λόγια, ό «Ευριπίδης IV». Κατ’ αρχήν είναι η τέταρτη εργασία
μου σε κείμενα Ευριπίδη. Η πρώτη ήταν η μουσική για τις «Τρωαδίτισσες» του Γ.
Μιχαηλίδη με το Ανοιχτό Θέατρο στο Λυκαβηττό το 1977.
Η δεύτερη ήταν η μουσική για τον «Ίωνα» πού ανέβασε το Εθνικό στην Επίδαυρο
πέρσι και η τρίτη μουσική μου για τον «Ορέστη», παράσταση τού Λ.Π.Θ. στον
Λυκαβηττό και στο Βουκουρέστι πέρσι.
Στον «Ευριπίδη IV» χρησιμοποίησα στοιχεία της μουσικής μου από τον «Ίωνα» και
τον «Ορέστη» αλλά σε μια νέα επεξεργασία. Στο έργο αυτό δεν επιχειρώ μια
μελοποίηση τού Ευριπίδειου λόγου. Χρησιμοποιώ αποσπάσματα από τις δύο
τραγωδίες, αλλά σπάζοντας τον οποιονδήποτε μύθο. Πολλές φορές μπλέκονται στίχοι
από τις δύο τελευταίες τραγωδίες, άλλοτε τεμαχίζονται για να απομείνει στο
τέλος μία πρόταση, φράση ή και λέξη που επαναλαμβάνεται επίμονα.
Το βασικό πού μ' ενδιαφέρει εδώ δεν είναι μια όπερα πάνω σε κείμενα τού Ευριπίδη.
Προσπαθώ να κάνω μια μουσική ανάγνωση της τραγικής δομής Μύησις - πάθος - κάθαρση
μέσα από μια σύγχρονη οπτική. Ακόμα και στο λόγο που παρεμβάλλεται δύο φορές
μέσω τού αφηγητή, υπάρχει μια χρονική ασυνέχεια. Προσπαθώ πολύ σύντομα να
τοποθετήσω την ίδια χρονική στιγμή την αφήγηση της καταγωγής της Ηλέκτρας, την
διαπίστωση της τραγικής στιγμής και την πρόταση για λύση-κάθαρση και με μια αφηγήτρια
πού δεν περιορίζεται στο ν’ αφηγηθεί αλλά να παίξει τον ρόλο της Ηλέκτρας. Ένα
ρόλο που δεν τον βλέπω απαλλαγμένο από ψυχοπαθητικές προεκτάσεις, αρκετά λεπτής
ισορροπίας όμως. Από ’δω και η διαφοροποίηση της αφήγησης.
Έτσι λοιπόν συμπερασματικά η εργασία μου στον Ευριπίδη δεν είναι η
μελοποίηση με την παραδοσιακή ερμηνεία της λέξης. Ενδιαφέρομαι για μία μουσική ανάγνωση
της τραγικής δομής. Δεν μ’ ενδιαφέρει ό μύθος. Δεν υπάρχει τίποτα τέτοιο.
Περισσότερο ενδιαφέρομαι για τα ηχητικά συμβάντα και λιγότερο για τις έννοιες των
λέξεων και των φράσεων.
Θάνος Μικρούτσικος
Πηγή: Ποπ-Ροκ, τεύχος 34, Δεκέμβριος 1980
"Δεν θα πρέπει λοιπόν να φανταστούμε τον στίχο ως έκφραση της ιδεολογίας και τη μουσική φόρμα ως όχημα της ιδεολογίας..."
Μάρω Δούκα: "Αστείρευτος ο Θάνος..."
Σαν σήμερα, πριν από έναν χρόνο, θα μας αφήσει ο Θάνος.
Τον θυμάμαι γαλήνιο σαν να είχε επιτέλους ελευθερωθεί από την ανάγκη και την ευθύνη του να μας παρηγορήσει.
Ακροβάτης ο Θάνος, χορευτής, τολμηρός στις επιλογές του, ισόβιος ακόλουθος της εφηβείας και της ευφυίας του. Αναγνώστης και λάτρης της ποίησης, ικανός να εντοπίσει και να ανασύρει το νόημα, την ουσία των λέξεων, να απελευθερώσει τη μαγεία τους, να εμπνευστεί απ’ αυτές, να τις διαποτίσει με τη μελωδία της μουσικής του και να τις ανυψώσει.
Βασίλης Παπαστεργίου: Ο γείτονάς μου Θάνος Μικρούτσικος
Ο γείτονάς μου Θάνος Μικρούτσικος
(Με αφορμή τον ένα χρόνο από τον θάνατό του)