Ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;
Ένας σοφός ρώτησε κάποτε ένα τρελό, ποιός είναι ο δρόμος της ευτυχίας. Και ο τρελός απάντησε αμέσως, σαν να τον είχανε ρωτήσει ποιος είναι ο δρόμος για τη γειτονική πολιτεία: «Να θαυμάζεις τον εαυτό σου και να ζεις στον δρόμο». «Σταμάτα», φώναξε ο σοφός.
«Αρκεί να θαυμάζεις τον εαυτό σου!». Και ο τρελός: «Μα πως να θαυμάζεις διαρκώς σαν δε περιφρονείς αδιάκοπα;» (Φ. Νίτσε, Η χαρούμενη γνώση).
Ο Νίκος Καββαδίας αφουγκράστηκε τα λόγια του τρελού σαν να ‘ταν αυτός που ο καθένας θάβει μέσα του. Βγήκε λοιπόν στο δρόμο, αρνούμενος το προκαθορισμένο, το γνώριμο, το οικείο. Και για να μπορέσει να θαυμάσει, περιφρόνησε. Όχι τη ζωή ή τον άνθρωπο, μα το κακέκτυπο συμπεριφοράς που ευνουχίζει την φυσικότητα του ανθρώπου, μέσα σε ρόλους καθωσπρεπισμού. Το ωραιοποιημένο, άψυχο πρότυπο, που προβάλεται ως ιδανικό και που στη μυθολογία του, το αντιπροσωπεύει η στεριανη ζωή. «Μας λυπάστε» λέει με τόνο αυτοσαρκασμού στη «Βάρδια», «γιατί δεν έχουμε σπίτι, γιατί περπατάμε μ´ ανοιχτά τα πόδια, γιατί φοράμε τσαλακωμένα πουκάμισα κι ασιδέρωτα ρούχα στο πόρτο. Εγώ σας χαίρομαι. Σίγουρο κρεββάτι, ήρεμος ύπνος. Καφέ στο κομοδίνο και εφημερίδες. Εκδρομή το Σαββατσοκύριακο με κεφτέδες. Όμως δεν αλλάζω την δουλειά μου με την δική σας, ούτε για μια μέρα».
Κατανοούσε – ως γνήσιος ποιητής- πως η αληθινή σκληρότητα δεν βρίσκεται στα αρνητικά συναισθήματα, αλλά στον ευνουχισμό και στην απονέκρωση τους. Γι’ αυτό και δεν αρνείται μόνο την ανελεύθερη ζωή των στεριανών, την πνιγμένη σε τύπους, συμβάσεις, και σχέσεις υποτέλειας και αλληλοεξάρτησης. Αρνείται πρωτίστως την κλίμακα αξιών της. Είναι ίσως αποκαλυπτικό αυτό που σκάρωσε στον Σεφέρη, και που θα ταν λάθος να του το χρεώσουμε απλά ως φάρσα, αρνούμενοι τον συμβολισμό της πράξης. Όταν ο τελευταίος, Πρέσβης της Ελλάδος στην Βηρυτό, επρόκειτο να πάει στην Πρεσβεία για μία απ’ τις εθνικές μας εορτές, του λέει ο Καββαδίας: «Άσε με να σε πάω εγώ». Τον οδήγησε λοιπόν από έναν δρόμο, που ταν γεμάτος με ελληνικές σημαίες. «Εδώ είναι Ελλάδα» λέει ο Σεφέρης. «Δεν τον ήξερα αυτόν τον δρόμο». «Είναι τα ελληνικά μπορντέλα», του απαντά ο Καββαδίας.
Αλλά και το απόσπασμα που ακολουθεί, απ τη «Βάρδια», είναι ενδεικτικό της διαφορετικής προσέγγισης και της ξεχωριστής κλίμακας αξιών του. “«Λατρεύω τους γλάρους – μου ‘πε κάποτε ένα ωραίο κορίτσι. Περήφανα πουλιά». Τι λες μωρή...Στεριανά σαν και σένα. Τραβούν ανοιχτά για να φάνε. Μόλις νοιώσουν καταιγίδα κουρνιάζουν στα λιμάνια. Παίζει το δελφίνι με τις πλώρες. Τότε σαλτάρουνε πολλοί μαζί, χυμάνε και του βγάνουν τα μάτια, το κομματιάζουνε και το τρώνε...Πουλιά του προλιμένα. Ξέρω κάτι πετούμενα ίσα με το μικρό σου δάκτυλο, που τα βλέπει στον ωκεανό και δεν καταδέχονται να ξεκουραστούν στο κατάρτι.“
Από πολύ νωρίς άλλωστε, ο Νίκος Καββαδίας, είχε τοποθετήσει τον εαυτό του, ανάμεσα σ αυτούς που δεν καταδέχονται το κατάρτι. Στο ποίημα του με τίτλο «Αγαπάω», που πρωτοδημοσιεύτηκε στο «Περιοδικό της Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας, στις 10 Μαρτίου 1929, είναι ξεκάθαρος:
Αγαπάω τ’ ό,τι είναι θλιμμένο στον κόσμο
Τα θολά ματάκια, τους αρρώστους ανθρώπους,
τα ξερά γυμνά δέντρα και τα έρημα πάρκα,
τις νεκρές πολιτείες, τους τρισκότεινους τόπους.
Τους σκυφτούς οδοιπόρους που μ’ ένα δισάκι
για μια πολιτεία μακρινή ξεκινάνε,
τους τυφλούς μουσικούς των πολύβουων δρόμων,
τους φτωχούς, τους αλήτες, αυτούς που πεινάνε.
Τα καράβια που φεύγουν για καινούρια ταξίδια
και δεν ξέρουν καλά – αν ποτέ θα γυρίσουν πίσω
αγαπάω, και θα θελα μαζί τους να πάω
κι ούτε πια να γυρίσω˙
«Ενέσεις αισιοδοξίας»
Βρισκόμαστε λίγα χρόνια μετά τη Μικρασιατική καταστροφή. Στον Ελληνικό λογοτεχνικό ουρανό στέκει ακόμα υπέρλαμπρος, ο «κομήτης» της μελαγχολίας, ο Κώστας Καρυωτάκης. Οι καιροί απαιτούν ενέσεις αισιοδοξίας, θετικά πρότυπα. Η θεματογραφία του Καββαδία λοιπόν, αν δεν είναι δυσάρεστη, είναι οπωσδήποτε, μη αρεστή. Για αυτό ίσως, όπως παρατηρεί γλαφυρά ο Δημήτρης Καλοκύρης, «τα ταξιδιωτικά πρακτορεία της φιλολογικής γραφειοκρατίας μας, δεν τον ναυτολόγησαν στο σκάφος της γενιάς του». Να είναι άραγε αυτός και ο λόγος, που μεινε αποκλεισμένος απ την ύλη των σχολικών αναγνωσμάτων μέχρι τις αρχές του αιώνα μας; Έχει δίκιο ο Γιώργος Ανδρειωμένος που αποφαίνεται μετά από ενδελεχή έρευνα, πως «κατα βάθος δεν ήταν συμβατός με την κυρίαρχη εκπαιδευτική «ιδεολογία της εποχής», η οποία αποζητούσε να φρονηματίσει και να καλλιεργήσει το εθνικό και θρησκευτικό συναισθημα των ελληνοπαίδων».
Μέχρι και σήμερα, ο πεζογράφος Καββαδίας, διεκδικεί μια θέση στα εν λόγω αναγνώσματα. Ούτε μια σελίδα της «Βάρδιας» ενός κορυφαίου έργου της νεώτερης πεζογραφίας μας, δεν κατόρθωσε να «κάμψει» τα κριτήρια των συντακτών τους. Βιβλίο, για το οποίο ο Η.Χ. Παπαδημητρακόπουλος έγραφε ήδη από το 1977: «Εδώ, το ήθος λειτουργεί χωρίς σκαμπανεβάσματα. Όλα είναι πάγια. Οι εραστές θα αγκαλιαστούν, με κάποια στοργή όταν ξαναβρεθούνε, οι φίλοι θα φιληθούν, θα φάνε και θα πιούν, η μάνα που έχασε το παλικάρι της στη θάλασσα δεν θα γευτεί ποτά πια ψάρι. Θεωρώ την «Βάρδια» μέγιστο μάθημα ήθους. Μακάρι να μπορούσε να διδαχθεί στα σχολεία».
(έργο του Γιάννη Μόραλη από την ποιητική συλλογή 'Τραβέρσο')
Ποιητής της «θάλασσας»;
Ίσως εξαιτίας των παραπάνω χαρακτηρίστηκε - θα υποστήριζα καταχρώμενος την φρασεολογία του, στιγματίστηκε – μονομερώς ως ποιητής της θάλασσας; Χαρακτηρισμός που δίχως να ναι εντελώς μετέωρος, παραμένει εν τούτοις βολικός. Μπόρεσε έτσι να προβληθεί πρωτίστως ο εξωτισμός του και να δικαιολογηθεί η θεματογραφία του, που περιλαμβάνει πόρνες των λιμανιών και αθεράπευτα βίτσια, νοσηρές επιθυμίες, ανείπωτα πάθη και ανομολόγητες ενοχές, μια πεισιθανάτια αίσθηση ανικανοποίητου κι ένα διαρκές φλερτ με το θάνατο. Σταχυολογόντας όμως ορισμένες κρίσεις οξυδερκών αναγνωστών του έργου του, αντιλαμβανόμαστε πως «η θάλασσα και τα λιμάνια...αποτελούν ένα χώρο επί τούτου επινοημένο, για να εμφυτευτεί εκεί ένα μύθος εντελώς προσωπικός». «Είναι ο ποιητής που πήγε τη θάλασσα κι όχι ο θαλασσινός που ανακάλυψε το ψόδεμα της ποίησης». «Παρουσιάζει τη θλίψη και όχι την αποδοχή της ναυτικής ζωής». «Οι ναύτες του δεν είναι προσωποποίηση ενός επαγγέλματος, αλλά η ποιητική σύνοψη μιας ανθρώπινης κατάστασης».
Αν αφαιρέσουμε το γεγονός, ότι ο ίδιος ήταν επαγγελματίας ναυτικός, καταλυτικά συνέβαλαν στην οριοθέτηση του ως «ποιητή της θάλασσας», οι συνεχείς αναφορές του σε εξωτικά τοπωνύμια, καθώς και η πληθώρα λέξεων και φράσεων, προερχόμενων απ την λαική ναυτική παράδοση και από ξένες γλώσσες. Ονόματα πόλεων, λιμανιών, ποταμών, δρόμων, ονόματα προσώπων υπαρκτών, μυθολογικών ή μυθιστορηματικών, ονόματα ζώων, πλοίων και πλοιοκτητών, αλλά και ονομασίες φαρμάκων, ποτών, τσιγάρων, βάφουν το σώμα της ποίησης του, όπως η σκουριά τα πλευρικά πολυταξιδεμένου πλοίου. Καραμοσάλι, καραντί, Μοράβια, Παταράτσο, στόκολο, Κονακρί, Μπατάβια, Τοκοπίλλα, Αρμίδα, είναι – για να θυμηθούμε δύο αγαπημένους ζωγράφους – λέξεις κηλίδες, στίγματα καθαρού χρώματος και αντίθεση συμπληρωματικών, σε πουαντιγιστικό πίνακα του Σερά˙ είναι τα συμβολικά γεωμετρικά σχήματα του κώνου, του κυλίνδρου και της σφαίρας, με τα οποία ο Σεζάν δόμησε, μέσω μιας αρχιτεκτονικής χρωμάτων, ένα πνευματικό οικοδόμημα. «Giorgione di Castel Franco…Εγώ που σου ‘γδυνα τα μοντέλα. Ο νάνος από την Καλαβρία...Βρες μου το πράσινο...Δώς μου την τίντα...καθάρισε τα πινέλα...Sandro Dato…Μαζί περπατήσαμε στο Firenze, προτού με σκοτώσουν οι βάλτοι...Γεώργιος Πέτρος Seurat. Τα τρία μεγάλα παιδιά της παλέτας. Είκοσι χρόνια έψαχνα για να βρώ το μυστικό του Cèzanne. Αυγή, μεσημέρι, δειλινό».
Η αγάπη του για τη ζωγραφική, εμποτίζει το σύνολο του έργου του. Προκειμένου να περιγράψει, καταφεύγει συχνά σε μια γλώσσα, απόλυτα εικαστική. Τι άλλο από ανάλυση του ιμπρεσσιονισμού μπορεί να είναι το ακόλουθο απόσπασμα; «Ο ήλιος. Μια λουρίδα πέφτει λοξά στο πρόσωπο του. Το σκορπίζει. Και μια άλλη από το φινιστρίνι, το πλάθει σε κύβους».
Αλλά και το λιτό, απέριττο «δωμάτιο του Καλλιτέχνη» του Βαν Γκογκ, δεν βρίσκει μήπως το αντίστοιχο του, στην καμπίνα του ασυρματιστή; «Χαμηλοτάβανη, στενόμακρη. Μια κουκέτα ξέστρωτη. Ένα λαβομάνο λερωμένο κι από κάτω ένα μπουγέλο γιομάτο θολό νερό. Ένα τραπέζι κολλημένο στο μπουλμέ, φορτωμένο βιβλία, παλιόχαρτα, κουτιά σπίρτα, ένα παλιό πορτοφόλι, μια κινέζικη ταμπακιέρα και σκόρπια τσιγάρα...Το κρύσταλλο του λαβομάνου γιομάτο φάρμακα...Απ’ την μια άκρη ως την άλλη σ’ ένα τεντωμένο σκοινάκι, κρεμόταν ένα σώβρακο, μια φανέλα κ’ ένα ζευγάρι κάλτσες...»
Όλες αυτές όμως οι αναφορές του σε εξωτικά τοπωνύμια και η «κατάχρηση» ναυτικών όρων, δεν αποτελούν παρά μετατόπιση μιας εσωτερικής γεωγραφίας, ενώ η εικαστική του γλώσσα λειτουργεί συμπληρωματικά και ενισχυτικά του συναισθήματος και του ανθρωποκεντρισμού της ματιάς του. Αναζητά και αγωνιά για τον δρώντα, ζωντανό άνθρωπο, με τις μικρότητες και το μεγαλείο του, τις διαψεύσεις, τα βάσανα, τους ανεκπλήρωτους πόθους˙ τα πάθη, τα βίτσια, τους αγώνες, τις αγωνίες και τις ήττες του.
«Και εκεί ακόμα που λείπει ο άνθρωπος, το κύριο βάρος το παίρνουν τα έργα του, τα καράβια και οι μηχανές, τα παράξενα φανάρια των θαλασσών, τα μυστηριώδη λιμάνια, και ακόμα και τα ζώα...που μπαίνουν κι αυτά στο ανθρώπινο κλίμα κ’ έρχονται συντροφικά να παρηγορήσουν τον άνθρωπο στην μοναξιά του» διαπιστώνει ο Ασημάκης Πανσέληνος. Είναι ενδεικτική η τρυφερότητα που μιλάει για τα καράβια, εξανθρωπίζοντας τα θαρρείς: «...όμως ποιος είδε πιο ανοιχτές πληγές απ’αυτές της σκουριάς στα πλευρά τους ή της παλιωμένης μοράβιας; Ποιος άκουσε πιο ανθρώπινο κλάμα από τούτο της τσιμινιέρας που μαρκαλίζει την ομίχλη, ή από κείνο που λαχαίνει σε θύελλα, χωρίς κανένα χέρι να σύρει το σύρμα της σφυρίχτας; Να σκούζει μονάχη της καθώς παντρεύεται με τον άνεμο...Δύο μάτια. Πράσινο τόνα, σμαραγδί. Το άλλο κόκκινο, ρουμπινί. Τα λένε πλευρικά. Φώτα γραμμης. Είναι μάτια».
Μακρινοί ορίζοντες
Η θάλασσα έρχεται σπάνια στο προσκήνιο. Συνήθως παραμένει μακρινό σκηνικό. Διότι το ταξίδι συντελείται εσωτερικά. Ο μεγαλύτερος και αγριότερος ωκεανός, αχαρτογράφητος κι ανεξερεύνητος είναι αυτός που διαπλέουμε ως άνθρωποι. Αγωνιζόμενοι και πάσχοντες. Γι’ αυτό και είναι αληθινή προδοσία να παραμείνεις στη στεριά. Να ζήσεις αταξίδευτος, ανυποψίαστος˙ αρνούμενος τις εσωτερικές εκτάσεις, αυτοπεριοριζόμενος σε προκαθορισμένους ρόλους. Να ονειρεύεσαι μα να μην τολμάς.
....να μείνεις για πάντα ιδανικός κι ανάξιος εραστής
Των μακρυσμένων ταξιδιών και των γαλάζιων πόντων
Και να πεθάνεις μια βραδιά σαν όλες τις βραδιές
Χωρίς να σκίσεις την θολή γραμμή των οριζόντων...
Και τούτο δεν αποτελεί προδοσία απέναντι μόνο στον εαυτό σου˙ να ζήσεις...
Σκυφτός σ’ενα γραφείο με χάρτες ναυτικούς
Αθροίσεις κάνοντας σε χοντρά λογιστικά βιβλία
αποτελεί μειοδοσία απέναντι στην ίδια τη ζωή. Γιατί αν μόνο ότι περισσεύει και ξεχειλίζει από τα καλούπια των λογής ρόλων, εμπλουτίζει και αναζωογονεί τον κόσμο, τότε ο αυτοπεριορισμός, η παραίτηση από έναν αγώνα αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας είναι έγκλημα, για το οποίο...
Ο εαυτός σου μια βραδιά εντός σου θα υψωθεί
Και λόγο ως ένας δικαστής στυγνός θα σου ζητήσει
Κι αυτό το ανάξιο χέρι σου που τρέμει θα οπλιστεί
Θα σημαδεψει κι άφοβα τον φταίχτη θα χτυπήσει.
Μα αυτό το ταξίδι δεν είναι δίχως κινδύνους. Ο μέγιστος απ’αυτούς, βρίσκεται μέσα σου. Να μην σε ωθεί στους μακρινούς ορίζοντες ο έρωτας, μα να ’ναι η περιφρόνηση, το μίσος και η αηδία, που σε απωθούν απ’τη στεριά. Τότε...
«Φάλτσο η πορεία»,
«Όλο τον κόσμο γύρισες μα τίποτα δεν είδες...»
«Ταξιδεύεις γιατί φοβάσαι τη στεριά. Πας με τις πόρνες γιατί είσαι δειλός. Νίκησες από ανάγκη την αηδία. Είσαι γιομάτος tattoo. Μασκαριλίκια. Δεν τα κέντησες από θαλασσινή πίστη. Όλοι σταμπάρουνται μεθυσμένοι και μετανιώνουν, εσύ πήγες ξεμέθυστος.» λέει σε μια στιγμή αυστηρής αυτοκριτικής στην «Βάρδια». Μήπως δεν προείπε ο Μπωντλαίρ πως «το μοναδικό ζήτημα, το παν, είναι να είστε πάντα μεθυσμένοι; Για να μην είστε βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου, μεθάτε αδιάκοπα. Αλλά με τι; Με κρασί, με ποίηση ή με αρετή, όπως προτιμάτε. Αλλά μεθύστε.» Ο Καββαδίας αναζήτησε τη μέθη στον έρωτα του αγνώστου, της απεραντοσύνης, των μακρινών οριζόντων. Πασχίζοντας να ενώσει τη θεωρία με την πράξη και την ζωή με τ’ όνειρο, ύψωσε μέσα του τούτο τον έρωτα σε ιδανικό. Γιαυτό και η αυτοκατηγορία «πήγες «ξεμέθυστος», δεν τα κέντησες με θαλασσινή πίστη.», είναι ομολογία αποτυχίας. Η ζωή πρόδωσε τ’ όνειρο, η θεωρία την πράξη. Κι άλλωστε, είμαστε σε τούτο το ταξίδι καπεταναίοι, κύριοι της μοίρας μας, ή μας ορίζουν οι περιστάσεις, οι φουρτούνες, οι καιροί; Ερώτηση που επαναδιατυπώνεται ξανά και ξανά, που επανέρχεται επίμονα. Μ’ αυτό το ερώτημα αρχίζει το μικρό πεζό του «Του πολέμου»: «Κείνο το χειμώνα σαλαγούσα ένα φορτωμένο μουλάρι...Λένε πως το ζώο με πήγαινε και με κυβερνούσε. Το ίδιο μου κάνει.» Και καθώς μιλάει στο άλογο του, ρωτάει στο ομότιτλο πεζό: «Θυμάσαι τη νύχτα με τη βροχή; Ανελέητα κι οι δύο μουσκεμένοι, προχωρούσαμε μέσα στη νύχτα. Μόνοι. Σε οδηγούσα ή με οδηγούσες;»...Ο μπούσουλας είναι που στρέφει ή το καράβι;...Η μπαρκέτα γυρίζει;...Τα πάμε τα καράβια ή μας πάνε;...Για να δώσει ο ίδιος την απάντηση: Δε γυρίζει η μπαρκέτα...Τα καράβια δε τα πάμε. Μας πάνε.
Να ενέχει άραγε μοιρολατρεία η απάντηση του ή μήπως υπαγορεύεται απ’ το ήθος, την αξιοπρέπεια και την αλληλεγγύη του στη ζωή; «Ότι είναι δικό σου μπορείς μονάχα να δώσεις. Όσα φτάνει το μάτι σου, όσα μπορείς να χαιδέψεις, να ακούσεις...Τα παραπέρα είναι ξένα και δεν τα ορίζεις.» Τα παραπάνω λόγια απ’την «Βάρδια» κρίνω πως είναι συμπληρωματικά και διευκρινιστικά της παραδοχής του, «τα καράβια μας πάνε». Δεν προκρίνει την παραίτηση. Καταγγέλει όμως την αδηφάγα πείνα, την άμμετρη φιλοδοξία και την αλαζονεία μιας εποχής παραδομένης στη λογική του κέρδους. Λογικής που υποκλέπτει το μέλλον˙ που το καταδικάζει έχοντας εξαγορασμένους τους περισσότερους ενόρκους. Σε μια τέτοια εποχή, μοιάζει να διασχίζει αφιλόξενη έρημο όποιος, όπως ο Καββαδίας, πιστεύει πως, «αυτός που κάνει το χρέος του χορταίνει από δαύτο.»
Και το «ταξίδι» είναι χρέος απένταντι στη ζωή: ο έρωτας για την ζωή είναι που επαναεφευρίσκει ακατάπαυστα τον κόσμο˙ που καθιστώντας τον ποθητό, τον κάνει απέραντο. Τότε, όλο και κάτι ξεφεύγει των αδηφάγων και των αρπακτικών.
Γιαυτό και είναι προδοσία να «λακίζεις αλυσόδετος του στεριανού καημού.» Γιαυτό...
«σιχαίνομαι το ναυτικό που εμάζεψε λεφτά
Εμούτζωσε τη θάλασσα και τηνε κατουρά.»
Γιατι αξίζει ένας τέτοιος αγώνας να τον αγωνίζεσαι˙ ακόμα και χωρίς ελπίδες˙ κι ας είναι «οι άγκυρες στο πέλαγο χαμένες»˙ ας πρόκειται για το «τρομακτικό ταξίδι του χαμού.». Άλλωστε...
«από ένα θάνατο σε κάμαρα
Κι απο ένα χωμάτινο πεζό μνήμα
Δεν θα’ναι πιο ποιητικότερο και πι’ όμορφο,
ο διάφεγγος βυθός και τ’ άγριο κύμα;»
Το τραγικό είναι συχνά, η μόνη έξοδος απ’ την φρίκη. Λειτουργεί λυτρωτικά και απελευθερωτικά. Σαν πλοίο που λίγο πολύ προτού βουλιάξει, πετά στην θάλασσα το πολύτιμο φορτίο του. Και συνεχίζει το ταξίδι του˙ ανάλαφρο πια κι αδέσμευτο από προορισμό. Από νωρίς ο Νίκος Καββαδίας το χε ξεκαθαρίσει: «Δεν ξεκίνησα για τίποτα. Μονάχα για να ταξιδεύω.» Απελευθερωμένος όντως, απτο βαρύ φορτίο των φιλοδοξιών.
Επίλογος
Ταξιδεύει λοιπόν ο Ν. Καββαδίας ακατάπαυστα. Μα όχι ως «τουρίστας που μετακινείται επειδή βρίσκει τον κόσμο ακαταμάχητα ελκυστικό, αλλά ως πλάνητας, που μετακινείται βρίσκοντας τον κόσμο αβάσταχτα αφιλόξενο.» Να ‘νοιωθε αυτό που έναν αιώνα νωρίτερα είχε μ’ απόλυτο τρόπο, εκφράσει ο Μπωντλαίρ; «Αυτή η ζωή είναι ένα νοσοκομείο, όπου ο κάθε ασθενής κατέχεται απ’την επιθυμία να αλλάξει κρεββάτι. Μου φαίνεται ότι θα ήμουν καλά, πάντα, εκεί όπου δεν είμαι, κι αυτό το ζήτημα της μετακίνησης είναι ένα από κεινα που συζητώ ασταμάτητα με την ψυχή μου. Πες μου, ψυχή μου, φτωχή παγωμένη ψυχή, τι θα έλεγες να κατοικήσουμε...εδώ...ή εκεί...ή...Σ’ αυτήν την ατελείωτη παράθεση τόπων ιδανικών, η ψυχή παραμένει βουβή, σιωπηλή. Ώσπου στο τέλος ξεσπάει και σοφά, φωνάζει...οπουδήποτε! Αρκεί έξω απ αυτόν τον κόσμο!»
Και επειδή το «έξω απ' τον κόσμο» είναι ανέφικτο, απομένει η διεύρυνση του κόσμου, ο έρωτας των ανοιχτών οριζόντων. Η συμμαχία με το όνειρο, την τέχνη, την φαντασία. Λέει ο Cesare Pavese: «Τα ταξίδια σε αναγκάζουν να λησμονείς εκείνη, τη γνώριμη άνεση της εστίας και των φίλων. Βρίσκεσαι συνεχώς έξω απτα νερά σου. Τίποτα δεν είναι δικό σου εκτός από τα ουσιώδη – τον άερα, τον ύπνο, τα όνειρα σου, τη θάλασσα, τον ουρανό».
Με αυτά τα υλικά στο δισάκι του, πλανήθηκε στον περίκλειστο κόσμο, ο Νίκος Καββαδίας. Εφευρέτης του εαυτού του. Γινόμενος ένα πρόσωπο πραγματικό μα και ταυτόχρονα μυθιστορηματικό. Έχοντας σταθερές μα και εξελισσόμενος διαρκώς, ντυμένος την μυθολογία του. Τα κείμενα του είναι συχνά, μη ανιχνεύσιμα. Υπάρχει κάτι θολό και απροσδιόριστο, ένα αγεφύρωτο χάσμα ανάμεσα στον ήρωα και και τον αφηγητή, στον μύθο και το βίωμα. «Που αρχινάει ο μύθος, που φτάνει η αλήθεια, που η αλήθεια κόβει το μύθο...που τελειώνει...που ξεπερνάει...». Με αυτήν την απορία τελειώνει το μικρό πεζό «Του πολέμου». Αλλά και τη «Βάρδια», μιλώντας για την αλήθεια, την χαρακτηρίζει ως «την πιο χοντροκομμένη, την πιο αφιλάνθρωπη μορφή της ψευτιάς». Γιαυτό και διηγείται την πραγματικότητα με γλώσσα τοσο αφοπλιστικά ειλικρινή, που την καθιστά απίστευτη. Πραγματικότητα, επιζωγραφισμένη, απ’ την προσωπική του αγωνία, και διαβρωμένη συχνά από μια ιδιοσυγκρασία αυτοτιμωρούμενου. Είναι κόσμος γυμνός, ειλικρινής μα και γεμάτος αντιθέσεις, χάσματα, δίχως στεγανά. Κόσμος διαρκούς πάλης, όπου συχνά τα άκρα συνυπάρχουν, τα όρια είναι δυσδιάκριτα ή έχουν καταργηθεί. Μα πουθενά ωραιοποιήσεις και εξιδανικεύσεις. Η αλήθεια υπάρχει αφτιασίδωτη.
Λέει ο Σέλλεϋ, πως «η ποίηση οδηγεί σε ενότητα όλα τα ασυμβίβαστα. Κάθε τι που αγγίζει, μετουσιώνεται. Με μυστική αλχημεία μετατρέπει σε πόσιμο χρυσό τα δηλητηριώδη νερά, που ρέουν απ’ τον θάνατο στη ζωή. Ο νους, βρίσκεται σ’ ένα δικό του χώρο και μπορεί να φτιάξει ένα Παράδεισο από Κόλαση ή μια Κόλαση από Παράδεισο».
Ο Νίκος Καββαδίας συνένωσε στην ζωή και την ποίηση του, Κόλαση και Παράδεισο. Κάποιοι ίσως πουν πως κηλίδωσε τον Παράδεισο… ίσως όμως να έσπειρε άστρα στο σκοτάδι˙ δώρο στους μελλοντικούς ταξιδευτές του απείρου.
Δημόκριτος
Πηγές
Γιώργος Τράπαλης, «Γλωσσάρι στο έργο του Νίκου Καββαδία», Άγρα (2010)
Μαρία Μικέ, «Η "Βάρδια" του Νίκου Καββαδία», Άγρα (1994)
Guy (Michel) Saunier, «Ετούτο το κορμί το τόσο αμαρτωλό..[έρευνα στον μυθικό κόσμο του Νίκου Καββαδία]», Άγρα (2004)
Δημήτρης Καλοκύρης, «Χρυσόσκονη στα γένια του Μαγγελάνου. Εισαγωγή στον Νίκο Καββαδία», Άγρα (2004)
(Το παραπάνω κείμενο παρουσιάστηκε το 2010 στη Ζυρίχη, στα πλαίσια αφιερώματος για τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Νίκου Καββαδία. Πηγή: https://xorisrefren.blogspot.com/2018/07/blog-post_76.html).
(Έργο του Γιάννη Τσαρούχη από την ποιητική συλλογή 'Μαραμπού')