Για τον Ρασούλη (εν μέσω
ενόχων και συνενόχων)
Τα μαχητικά στιχάκια, τα
τραγούδια που σηκώνουν μια παντιέρα και την ανεμίζουν με θάρρος μπροστά στους
ανθρωποφύλακες κάθε εξουσίας έχουν, δίχως αμφιβολία, την αξία τους. Αξία
χρήσης, σίγουρα. Και όχι μόνο. Ωραία τα «είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι
δεκατρείς» δεν λέω, όμως κι η τόση στράτευση στην τέχνη κάπου κλωτσάει μέσα
μου. Όχι μόνο τώρα, που έχει αρχίσει το δεύτερο ημίχρονο της ζωής (με βάση,
τουλάχιστον, τα χρόνια που δίνει ο κατασκευαστής) κι η επαναστατικότητα μοιάζει
αγαπημένος αλλά μακρινός συγγενής που έχει πια χαθεί. Πάντοτε προτιμούσα
τραγούδια που αφήνουν λίγο ν’ανασάνει κι η αμφιβολία ανάμεσα στη σιγουριά.
Κι είναι μαέστρος ο μπαγάσας
ο Ρασούλης στην αμφισημία των συναισθημάτων, στο μπόλιασμα των τραγουδιών με
«τούτα δω κι εκείνα εκεί». Στο παιχνίδι των αντιθέτων και στην λεξιπλασία που
χωράει Ιησού κι Ιούδα. Κι η «Αδελφή ψυχή» είναι, θαρρώ, ένα από τα πιο ακριβά
μονόπετρα της συλλογής του. Δεν υπάρχει εδώ ίχνος ακτιβιστικής διάθεσης. Κι ας
καταπιάνεται με κάτι που ακόμα και η Αριστερά της εποχής του θα δυσκολευόταν να
αναμετρηθεί χωρίς να μασάει τα λόγια της. Έχουν απαλειφθεί εντελώς λέξεις,
στοιχεία, χρωματισμοί που θα υπονοούσαν σκληρή κοινωνική κριτική, πόλεμο
ιδεολογικών χαρακωμάτων ή όποιο άλλο κινηματικό παρελκόμενο.
Όμως το τραγούδι του Ρασούλη
δεν είναι σούπα. Δεν είναι γλυκανάλατο έδεσμα που σερβίρεται σε κομψά μπιστρό
του Κολωνακίου ή σε μοντέρνα food bar των Πετραλώνων. Αμα
τ΄ακούσεις μια, δυο, τρεις φορές απανωτές, τότε οι λέξεις του αρχίζουν και σου
τριβελίζουν το μυαλό. Η «μοναξιά» προφανώς δεν επαναλαμβάνεται σε κουπλέ και
ρεφρέν από λεξιπενία. Και το αλάφρωμα της καρδιάς εκείνου που ήσασταν φίλοι από
παλιά δεν το προσπερνάς χωρίς να σου σφίξει -έστω λίγο- το στομάχι. Κι έχει
προειδοποιήσει, άλλωστε, εξαρχής ο στιχουργός ότι θα σου μιλήσει για μπελάδες.
Καμία σχέση δηλαδή ρομαντικές queer ιστοριούλες που θα μοσχοπουλούσανε στις
μέρες μας.
Από την άλλη, δεν ξεπέφτει
στο μελόδραμα και στην παρηγορητική ελεημοσύνη. Μιλάει για του έρωτα τη φόρα
που ψάχνει πόρτα για να βγει. Μιλάει για ορμές που έχουν στριμωχτεί σε στενές
φούστες και σε στενά δρομάκια. Αλλά εκείνο που με κάνει τριάντα χρόνια τώρα να
βάζω ξανά και ξανά το τραγούδι να παίζει είναι που δεν τα ξέρει όλα. Είναι
που προσπαθεί να μάθει. Είναι που ομολογεί ότι αυτός ο τραβεστί κόσμος τού
μοιάζει κάπως παράξενος. Είναι που συμπονά την παρενδυσία του άλλου κι ας μην
πολυκαταλαβαίνει τι θέλει να πει ο ρόλος του κι αυτή η κάπως εξαντρίκ
σκηνοθεσία. Είναι που ο ποιητής αφήνει στο τέλος της ιστορίας ένα σπόρο ενοχής
για όλα αυτά. Κι ας πιάσει μόνος του, όταν και όπου εκείνος θέλει μες στον
κόσμο.
Κωνσταντίνος Μαργιόλης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου