Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2020

Η "Ιχνογραφία" του Κώστα Παπαγεωργίου στην ηχογραφημένη εκδοχή της







Ιχνογραφία



(Οι στίχοι από το ποίημα του Κώστα Παπαγεωργίου με τη σειρά ακριβώς που ακούγονται στο δίσκο. Μουσική: Θάνος Μικρούτσικος, Ερμηνεία: Γιώργος Μεράντζας, Σάκης Μπουλάς, Δίσκος: Ιχνογραφία, 1983).


Μέρος Πρώτο

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί
δεν θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το έγια μόλα
ή ακούς την πολιτεία να σηκώνεται
αφήνοντας κενό ένα σχήμα στο σεντόνι

Γι’ αυτό ρωτάω να πεις για το σκυλί
από χαρά να πέθανε ή πίκρα
χρόνια που πρόσμενε και πήγανε χαράμι
να φτάσει ο Ξένος απ’ την Τροία

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί δεν θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το έγια μόλα

κι όμως που γνώριζε τους δρόμους του σπιτιού του
σημάδια απ’ το κορμί της Πηνελόπης
κι όμως που γνώριζε τους δρόμους του σπιτιού του
σημάδια απ’ το κορμί της Πηνελόπης

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί δεν θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το έγια μόλα

Γιατί δεν είναι ο νους για να θυμάται
Ούτε η μνήμη, ούτε η μνήμη, που κλοτσάει τον πεθαμένο
Μέχρι μετέωρα να κινείται το σκουλήκι
Άλλο μη βρίσκοντας τροφή από κρέας
Ούτε έχει ο θάνατος ποδάρια να στεριώσει
Και δε θυμάται ακόμα το όνομά του
Που έχουν συνήθειο και του δίνουν οι άνθρωποι
Φτέρνα για να κατέχει δρόμους
Μάτια να κρίνει το σωστό και το άδικο.

Πες τους μη ρίξουν φόλα στο σκυλί δεν θα κερδίσουν
φτάνει ν’ ανοίξεις τα παντζούρια το πρωί
κι ακούς των πεθαμένων το έγια μόλα







Μέρος Δεύτερο

Τώρα
δεν έχει χέρια να μαζέψουν την ελιά

Μα τον μηχανισμό ποιος τον κατέχει;

Γιατί σαν τ’ άλογα που χλιμιντρίζουν
τον κίνδυνο να φτάνει νοιώθοντας
όμοια της κάμαράς μου τα έπιπλα
μετακινούνται αλαφιασμένα
και παίρνουν θέσεις ασυνάρτητες

Γιατί σαν τ’ άλογα που χλιμιντρίζουν
τον κίνδυνο να φτάνει νοιώθοντας
όμοια της κάμαράς μου τα έπιπλα
μετακινούνται αλαφιασμένα
και παίρνουν θέσεις ασυνάρτητες

Ξάπλα στο φαλακρό τοπίο του έρωτα
με την αιχμή του μαχαιριού μου τραβηγμένη
απ’ την αιχμή του
καθώς ο ήλιος στάζει στο μυαλό
κι η τρέλα χασμουριέται, κι η τρέλα χασμουριέται
πίσω απ’ την πρόφαση της σκέψης
κι ο ίσκιος γίνεται κηλίδα κάτω από το τέλμα
και βαριανασαίνει.

Βλέπω το μάτι του νεκρού
κόκκινο απ’ την αγρύπνια του ύπνου
και τ’ όνειρο με οσμή καμένης σάρκας

κι άντρας λεβέντης ανέβηκε στον άμβωνα πως θα μιλήσει και διάκρινες στο στόμα του μπαμπάκι· αυτό που βάζουνε στους πεθαμένους κίτρινο από τσιγάρο και πάνω στις άκρες το μπαμπάκι στάλες αίμα που έζεχνε σκουλήκι και φλέβα μαύρη που έλεγες βαλσαμωμένη το σκοτάδι. Λοιπόν και άρχισε

η φλόγα
σάρκα της φωτιάς
άμα αποχτήσει συνείδηση
του οστού της
θα λυπηθεί το ξύλο

Θα παγώσει.

Κι ο ποιητής
κολλάει στη λαβωμένη λέξη
ρουφάει το σκοτωμένο αίμα
βδέλλα

Κι ο ποιητής
κολλάει στη λαβωμένη λέξη
ρουφάει το σκοτωμένο αίμα
βδέλλα

Κι ο ποιητής.

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν τα βήματά μου

Καθένα κι άλλο φως τον δυναστεύει

Κι ένας απ' το πλήθος που άκουγε του σβούριξε μαχαίρι μεθυσμένο

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν τα βήματά μου

Όχι αίμα
μα απ' τον ίλιγγο
διασχίζοντας
να βρει το σπλάχνο

Όχι αίμα
όχι αίμα
όχι αίμα
και το πουλί που ήτανε στον άμβωνα
όχι αίμα
με ανοιγμένα τα φτερά για ν’ ακουμπάει το ευαγγέλιο πέταξε ξαφνικά κι είπαν μερικοί είναι η ψυχή του σκοτωμένου. Κι αυτός με το μαχαίρι
όχι αίμα
στο λαιμό και με πληγές που άνοιξαν παλιές της Αλβανίας κι ακόμα πιο παλιές θαλασσινές
και σιγά μουγκρίζοντας διέσχισε το πλήθος

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν, γλίστρησαν, τα βήματά μου

και πάνω στον αητό αργά ξεψύχησε. Κι αφού τον σπάραξαν βρήκανε την καρδιά του σκουριασμένη αγάπη τα χείλια σάπια  από σιωπή και πήραν να τον θάψουνε και φτιάξανε πομπή κι ενώ όλοι πήγαιναν στον ίδιο τάφο καθένας άλλον είχε για νεκρό του.

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν, γλίστρησαν, τα βήματά μου

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν, γλίστρησαν, τα βήματά μου

όχι αίμα
μα απ' τον ίλιγγο του άδειου
διασχίζοντας

να βρει το σπλάχνο


Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν τα βήματά μου

και το πουλί, και το πουλί που ήτανε στον άμβωνα με ανοιγμένα τα φτερά για ν’ ακουμπάει το ευαγγέλιο πέταξε ξαφνικά κι είπαν μερικοί είναι η ψυχή του σκοτωμένου.

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν, γλίστρησαν, τα βήματά μου

Γλώσσα μου χωρισμένη
παραλίγο γλίστρησαν, γλίστρησαν, τα βήματά μου

Δεν υπάρχουν σχόλια: