«Εσύ ’σαι είκοσι χρόνια λωτοφάγος…»: Αναπαραστάσεις θανάτου στο έργο του Άλκη Αλκαίου
της Μαρίας Γεωργιάδου
(Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Μανδραγόρας, τ. 57, Δεκέμβριος 2017)
Ο Άλκης Αλκαίος –κατά κόσμον Βαγγέλης Λιάρος– γεννήθηκε το 1949 στην Κοκκινιά Φιλιατών, κοντά στα ελληνοαλβανικά σύνορα, όμως σε μικρή ηλικία πολιτογραφήθηκε κάτοικος Πάργας. Κατά τη διάρκεια των σπουδών του στη Νομική Σχολή των Αθηνών συμμετείχε ενεργά στον αντιδικτατορικό αγώνα και μετά την πτώση της Χούντας άσκησε για ένα διάστημα το επάγγελμα του δικηγόρου. Είχε δώσει μόνο δύο συνεντεύξεις, μια ραδιοφωνική, το 1982, και μια τηλεοπτική, το 1990, ενώ στο διαδίκτυο κυκλοφορούν ελάχιστες φωτογραφίες του, οι περισσότερες από τη φωτογράφηση των συντελεστών του δίσκου Εμπάργκο, το ’82. Πέθανε στην Αθήνα στις 10 Δεκεμβρίου του 2012.[1]
«Σε παίρνει για ταξείδι[2] μια σειρήνα»: Η πρώτη στιχουργική περίοδος
Όπως επισημαίνει ο φιλόλογος και ποιητής Σπύρος Αραβανής στη μελέτη του «Η στιχουργική του Άλκη Αλκαίου», το έργο του Αλκαίου διακρίνεται σε τρεις στιχουργικές περιόδους, η πρώτη από τις οποίες ολοκληρώνεται με την κυκλοφορία του δίσκου Εμπάργκο,[3] ή καλύτερα –αν δεν περιοριστούμε στη δισκογραφία– με την έκδοση του ομώνυμου βιβλίου. Η ποιητική συλλογή Εμπάργκο χωρίζεται σε τρεις ενότητες: «Ασκήσεις επί πάγου», «Εκδοχές για την παρακμή» και «Εμπάργκο». Αφήνοντας στην άκρη τη δεύτερη ενότητα που αποτελεί μια λογοτεχνική ανάγνωση της μεσαιωνικής ιστορίας, στις άλλες δύο ενότητες το θέμα του θανάτου επανέρχεται στον πυρήνα αρκετών ποιημάτων και αναδεικνύεται σε ένα από τα βασικά ζητήματα που απασχολούν τον ποιητή.
Το πρώτο ποίημα της συλλογής που θέτει στο επίκεντρό του το θάνατο είναι το ποίημα «Του ύπνου σου του μυστικού». Πρόκειται για ένα ποίημα που –όπως μας υποδεικνύει και η σημείωση που συνοδεύει τον τίτλο– ο ποιητής έγραψε για το θάνατο της μητέρας του που πέθανε σε ηλικία 43 ετών. Το συγκεκριμένο ποίημα, με εμφανείς καββαδιακές αναφορές (που ’λεγες πως το χτύπησε μαλάρια), έχει μελοποιηθεί από τον Θάνο Μικρούτσικο, αλλά δεν ηχογραφήθηκε ποτέ.[4] Εδώ ο θάνατος παραλληλίζεται με τον ύπνο, μοτίβο που εμφανίζεται στη χριστιανική παράδοση, όπου η λέξη «κοίμηση» συχνά αντικαθιστά τη λέξη «θάνατος», καθώς και στην ελληνική μυθολογία, όπου ο (θεός ή δαίμονας) Θάνατος είναι ο δίδυμος αδερφός του Ύπνου. Ακόμη μία μυθολογική αναφορά εντοπίζεται στο στίχο «κι αυτή χαραμιζόταν στην Αυλίδα», με τη νεκρή να παρουσιάζεται ως άλλη Ιφιγένεια. Στο ποίημα αυτό ο θάνατος δεν έχει μονάχα μία όψη. Το γκροτέσκο, σκοτεινό του πρόσωπο (Γελούσε κι ήταν θέμου τόσο κρύο), συνυπάρχει με την απελευθερωτική από τις έγνοιες της ζωής πλευρά του. Έτσι, η νεκρή, παρά το απότομο και άδικο τέλος της ζωής της (Με ξεφτισμένη τη στερνή σελίδα), έχει κατακτήσει τη λύτρωση και την ηρεμία που προσφέρει ένας βαθύς και ανόνειρος ύπνος.
Από την άλλη, το ποίημα «Γαμμαγραφία (Σαλβαντόρ ’80)» είναι ένα αμιγώς πολιτικό ποίημα που όμως περιλαμβάνει ορισμένες συγκλονιστικές εικόνες θανάτου. Όπως δηλώνει και η επεξηγηματική παρένθεση που συνοδεύει τον τίτλο, το ποίημα εντάσσεται στο διεθνιστικό κλίμα της εποχής και αναφέρεται στον εμφύλιο πόλεμο που ξέσπασε στο Ελ Σαλβαδόρ της Λατινικής Αμερικής στα τέλη του 1979 μετά την εγκαθίδρυση της Χούντας και ο οποίος διήρκεσε μέχρι το 1992 και στοίχισε τη ζωή σε περισσότερους από 75.000 ανθρώπους.[5] Σύμφωνα με τον Ηρακλή Οικονόμου στο άρθρο του «Το ιστορικό σύμπαν του Άλκη Αλκαίου», προκειμένου να γράψει τη «Γαμμαγραφία» «ο Αλκαίος εμπνέεται πρωτίστως από τα τραγικά γεγονότα του 1980, [τον Γενάρη του οποίου] δολοφονήθηκαν δεκάδες διαδηλωτές από τις δυνάμεις ασφαλείας, ενώ παραστρατιωτικές οργανώσεις άρχισαν να εκτελούν εν ψυχρώ άμαχο πληθυσμό.»[6] Σε ολόκληρο το ποίημα, το β’ και το γ’ πρόσωπο εναλλάσσονται με τον ίδιο τρόπο που εναλλάσσεται και η υπαινικτική περιγραφή των πολιτικών τεκταινόμενων με το ιδιόμορφο μοιρολόι[7] στον Μιγκέλ, πρόσωπο που συμβολίζει τον κάθε ανώνυμο άμαχο δολοφονηθέντα. Οι κηλίδες αίματος μετατρέπονται σε κηλίδες απουσίας, ενώ ο θάνατος υποστασιοποιείται μέσα από την εικόνα των κίτρινων τουλιπών που πλημμυρίζουν τον χώρο. Τέλος, στη απόκρυψη της σφαγής (ίσως από τα –καθεστωτικά;– μέσα μαζικής ενημέρωσης;) αναφέρεται η εικόνα των κρυμμένων τεφροδόχων.
Στη συλλογή Εμπάργκο όμως ο θάνατος είναι παρών και με τη μορφή της αυτοκτονίας. Το ποίημα «Γέννηση και θάνατος του Αλέξη Τραϊανού» αφορά ένα υπαρκτό πρόσωπο. Ο Αλέξης Τραϊανός καταγόταν από τη Θεσσαλονίκη και ήταν μεταφραστής, κριτικός ποίησης και ποιητής της γενιάς του ’70. Αυτοκτόνησε στις 7 Μαΐου του 1980, σε ηλικία 35 ετών, διοχετεύοντας στο εσωτερικό του αυτοκινήτου του τα καυσαέρια από την εξάτμιση.
Στο ποίημα αυτό (επίσης μελοποιημένο από τον Θάνο Μικρούτσικο, αλλά όχι ηχογραφημένο[8]), το γεμάτο συμβολισμούς και σκοτεινές εικόνες, ο θάνατος συνυπάρχει με τη γέννηση και από κοινού σχηματίζουν έναν κλειστό κύκλο οριστικότητας. Ο πλεονασμός (κακό κακόγουστο αστείο) υπογραμμίζει το ξαφνικό του τέλους, ενώ στην αυτοκτονία του ποιητή που πραγματοποιήθηκε Μάιο μήνα είναι πιθανό να αναφέρεται η «εαρινή μαχαιριά». Παράλληλα, ο αυτόχειρας ποιητής φέρεται να «ανάβει σιωπηλός σημαίες μυστικές», σε μια εικόνα κρυπτική μεν, που μπορούμε όμως να εντάξουμε με βεβαιότητα στα συμφραζόμενα του θανάτου, καθώς στην ποίηση του Αλκαίου το ρήμα «ανάβω» και ο θάνατος είναι στενά συνυφασμένα. Έτσι, αντίστοιχα, στο τραγούδι «Κάτω στο μεγάλο ύπνο» –στο οποίο θα αναφερθούμε αναλυτικότερα παρακάτω–, εντοπίζεται ο στίχος «Κάτω στο μεγάλο ύπνο μυστικό σου ανάβω δείπνο», ενώ στο τραγούδι «Ντόμινο» ακούγεται ο στίχος «Κι η μάνα του στις ρεματιές ανάβει στα νερά φωτιές».
Την αυτοκτονία υπονοεί όμως και το ποίημα «Μεταμεσονύχτιο» που, ερμηνευμένο από τον Κώστα Καράλη, συμπεριλήφθηκε επίσης στο δίσκο Εμπάργκο. Στο ποίημα αυτό συναντάμε κάτι από τον «μαύρο», γκροτέσκο ερωτισμό του Edgar Allan Poe ή του Tim Burton. Αν και οι τρεις πρώτοι στίχοι κάθε στροφής αφιερώνονται στην περιγραφή μιας ειδυλλιακής νύχτας, ο τέταρτος έρχεται να λειτουργήσει ανατρεπτικά, καθώς απευθύνεται σε ένα ερωτικό «εσύ», την Αλίκη, που στροφή τη στροφή φτάνει ένα βήμα πιο κοντά στην αυτοκτονία. Έτσι το ποίημα, αντί για μια νύχτα έρωτα, περιγράφει μια νύχτα θανάτου.
Το ποίημα «Το κακόηθες μελάνωμα»[9] από την άλλη, που μελοποιήθηκε και ερμηνεύτηκε από τον Θάνο Μικρούτσικο, είναι από τα πιο γνωστά και διαχρονικά κομμάτια του δίσκου Εμπάργκο και πιθανότατα γράφτηκε κι αυτό για το θάνατο της μητέρας του ποιητή. Παρόλα αυτά, ήδη από το 1980 (δύο χρόνια πριν το δίσκο και τρία πριν την ποιητική συλλογή Εμπάργκο) το τραγούδι αφιέρωσαν από κοινού Αλκαίος και Μικρούτσικος στη μνήμη του Νίκου Πουλαντζά που είχε αυτοκτονήσει στα τέλη του ’79 στο Παρίσι.
Το «Κακόηθες μελάνωμα» είναι ένα ποίημα πένθους. Σκιαγραφεί τη διαδικασία που ακολουθείται από τη στιγμή του θανάτου κάποιου προσώπου μέχρι και την ολοκλήρωση της ταφής του, ενώ η οπτική είναι αυτή ενός ατόμου του στενού του οικογενειακού περίγυρου. Όσον αφορά τη δομή του ποιήματος, συμβαίνει το εξής: Ενώ στην 1η, την 3η, την 5η και την 7η στροφή (ή –με μουσικούς όρους– στα κουπλέ) ο φακός εστιάζει στο νεκρό και στην προετοιμασία και την πραγματοποίηση της ταφής, οι στροφές 2, 4, 6 και 8 (ή τα ρεφρέν), οι οποίες μάλιστα μοιάζουν με παρεμβολές, θέτουν στο επίκεντρο το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο και την αντίδρασή του απέναντι στο θάνατο του οικείου του προσώπου.
Ειδικότερα, στις στροφές με μονή αρίθμηση δίνεται υπαινικτικά η εικόνα των συγγενών και φίλων που επισκέπτονται τον νεκρό στο σπίτι, ενώ η «άσπρη πρέσσα» και οι «ιωνικές κολώνες» αναφέρονται στο μαρμάρινο μνήμα. Επιπλέον, μέσα από το παιχνίδι με ομόρριζες λέξεις που συνθέτει ο ποιητής στον τελευταίο στίχο των στροφών αυτών, υπογραμμίζεται η αίσθηση του οριστικού και μη αναστρέψιμου. Στις στροφές με ζυγή αρίθμηση από την άλλη, εκφράζεται η επιθυμία του ποιητικού υποκειμένου να συνοδεύσει το νεκρό στο θάνατο, με τη λέξη «ναύλα» να αναφέρεται πιθανότατα στον οβολό που –σύμφωνα με την αρχαία ελληνική δοξασία– έπρεπε να πληρώσουν οι νεκροί στον Χάροντα προκειμένου να τους μεταφέρει στην απέναντι όχθη του ποταμού Αχέροντα, όπου βρισκόταν η πύλη του Άδη. Παράλληλα, στις ίδιες στροφές, μέσα από τους δύο τελευταίους στίχους που διαφοροποιούνται κάθε φορά, δίνεται η πορεία του ποιητικού υποκειμένου προς τη βαθμιαία αποδοχή του χαμού.
«Όσοι με τον Χάρο γίναν φίλοι»: Η δεύτερη και η τρίτη στιχουργική περίοδος
Συνεχίζοντας την περιοδολόγηση του έργου του Αλκαίου, ο Αραβανής θέτει την αρχή της δεύτερης περιόδου στο 1984 και τη μελοποίηση του ποιήματος «Πρωινό τσιγάρο» από τον Νότη Μαυρουδή, ενώ το τέλος της τοποθετείται στο 1999 και το δίσκο Εντελβάις.[10] Στα δεκαπέντε αυτά χρόνια, ο ποιητής «εκφράζει έναν πιο καθημερινό λόγο και κυρίως απευθύνεται πιο άμεσα στο άλλο πρόσωπο, στον μη εκπληρωμένο έρωτά του.»[11]
Η τρίτη και τελευταία περίοδος της ποιητικής δημιουργίας του Αλκαίου στην πραγματικότητα ξεκινάει ήδη από το 1998, με την πρώτη του συνεργασία με τον Σωκράτη Μάλαμα. Σύμφωνα πάλι με τον Αραβανή, κατά τα χρόνια αυτά, ο Αλκαίος «αρχίζει σιγά-σιγά να μας αποκαλύπτει μια ακόμα στιχουργική του έκφανση (…), αυτή του ποιητή που πατά πάνω στη δημοτική μας παράδοση, […] δανειζόμενος πολλές φορές αυτούσιους στίχους και νοηματικά μοτίβα.»[12] Η τελευταία αυτή περίοδος ολοκληρώνεται το 2012 με το δίσκο Η αυλή των τρελών, που αποτελεί και την τελευταία εν ζωή συνεργασία του ποιητή, αυτή τη φορά με τον Μπάμπη Στόκα.
Αναφορικά με το θέμα του θανάτου, πρέπει να σημειωθεί πως δεν εντοπίζεται καμία διαφοροποίηση μεταξύ των δύο τελευταίων περιόδων, παρατηρείται όμως μια σημαντική μετατόπιση ως προς την πρώτη: Ενώ στο Εμπάργκο ο θάνατος αναδύεται μέσα από έναν περισσότερο λόγιο και υπαινικτικό λόγο που εκμεταλλεύεται ενίοτε στοιχεία της ορθόδοξης παράδοσης, στις επόμενες δύο περιόδους ο Αλκαίος παύει να γράφει ποιήματα που θέτουν το ζήτημα αυτό στον πυρήνα τους. Αυτό που κάνει πλέον είναι να εντάσσει εικόνες που σχετίζονται με το θάνατο (ακόμη και μεταφορικά) σε τραγούδια διαφορετικής θεματολογίας, συχνά ερωτικής.
Όπως συμβαίνει με το γενικότερο ύφος των στίχων του στα χρόνια αυτά, ο Αλκαίος χρησιμοποιεί πλέον λαϊκότερη έκφραση και στη σύνθεση των αναπαραστάσεων θανάτου, αποστασιοποιείται από οποιαδήποτε χριστιανική αντίληψη για τον θάνατο και αντλεί σε μεγάλο βαθμό στοιχεία και μοτίβα από τη δημοτική παράδοση και τις λαϊκές δοξασίες περί Χάρου και Κάτω Κόσμου.
Χάρος
Η μορφή του Χάρου εντοπίζεται για πρώτη φορά σε μια ιδιαίτερη κατηγορία μοιρολογιών του 18ου αιώνα, «του Κάτω κόσμου και του Χάρου». Σύμφωνα με τον Λίνο Πολίτη, τον Χάρο ο λαός τον φαντάστηκε «πελώριο στο ανάστημα, αδάμαστο, μαυροφορεμένο τις περισσότερες φορές, και καβαλάρη, που σέρνει τους πεθαμένους στ’ άλογό του και σκορπίζει παντού τη φρίκη».[13] Μέσα από τη μορφή του Χάρου εμφανίζεται το μοτίβο του θανάτου σε αρκετά τραγούδια του Αλκαίου, με χαρακτηριστικότερα τα τραγούδια «Πατησίων και Παραμυθιού γωνία» και «Πάντα γελαστοί» στα οποία ακούμε τους στίχους:
Θέλω σήμερα παιχνίδι με το Χάρο
στο καζίνο της καρδιάς σου να ρεστάρω
και
Όσοι με το Χάρο γίναν φίλοι
με τσιγάρο φεύγουνε στα χείλη
Στις περιπτώσεις αυτές, οι έμμεσες αναφορές στο θάνατο δεν καθορίζουν το νοηματικό άξονα του τραγουδιού, αλλά λειτουργούν αποκλειστικά εικονοποιητικά. Έμμεση αναφορά στο Χάρο γίνεται και στο τραγούδι «Δρομολόγιο», αυτή τη φορά μέσα από ένα δίστιχο στο οποίο τα μαρμαρένια αλώνια –όρος σημασιολογικά φορτισμένος από τα δημοτικά τραγούδια, όπου σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση ο Διγενής Ακρίτας μονομάχησε με το Χάρο– γίνονται από τόπος θανάτου, τόπος γιορτής:
Μια νύχτα στήσαμε γιορτή
σε μαρμαρένια αλώνια
σε κάγκελα σφυρήλατα
μας βρήκανε τα χιόνια
Από την άλλη, στο τραγούδι «Στους πέντε ανέμους» διαβάζουμε τους στίχους:
Πάλι σε τρακάρω
βράδυ παγωνιάς
άνθη λησμονιάς
να κερνάς το Χάρο
Εδώ η υπερρεαλιστική κεντρική εικόνα αντιστρέφει αυτό που γνωρίζουμε: Αντί να είναι ο Χάρος αυτός που –μέσα από το θάνατο– οδηγεί στη λησμονιά, το «εσύ» στο οποίο απευθύνεται το ποιητικό υποκείμενο είναι αυτό που προσφέρει «άνθη λησμονιάς» στο Χάρο, ίσως σε μια προσπάθεια να τον κάνει να ξεχάσει το καθήκον με το οποίο είναι επιφορτισμένος.
Στίχους απευθείας από το δημοτικό λόγο αντλεί ο Αλκαίος στο τραγούδι «Του Έρωτα», του οποίου –όπως δηλώνεται και στο ένθετο του δίσκου Ένα (2002)– οι κεντρικές στροφές αποτελούν παραλλαγές σε αμοργιανά δίστιχα. Έτσι, ενώ στο δημοτικό λόγο συναντάμε τους στίχους:
Στου Χάρου τις λαβωματιές, βοτάνια δεν χωρούνε,
μήτε γιατροί γιατρεύουνε, μήδ’ άγιοι βοηθούνε,
γιατ’ είν’ η σκάλα του γκρεμός και πέλαγο η αυλή του
κι αν πάει γιατρός θε να πνιγεί, παπάς θα πέσει κάτου.
στον Αλκαίο συναντάμε την ελαφρώς παραλλαγμένη εκδοχή τους:
Στου Χάρου τις λαβωματιές, βότανα δε χωρούνε,
ούτε γιατροί γιατρεύουνε, ούτ’ άγιοι βοηθούνε
Οι στίχοι αυτοί ακολουθούνται από ένα δίστιχο στο οποίο εκφράζεται το μάταιο της διερώτησης των θνητών για το τι υπάρχει μετά:
Κέρνα με να σε κερνώ και μην ρωτάς τι μένει
στης μάνας γης την αγκαλιά η αλήθεια είναι κρυμμένη
Τέλος, ο Αλκαίος χρησιμοποιεί ως βάση το παραδοσιακό ηπειρώτικο:
Καλότυχα είναι τα βουνά
καλότυχοι είν’ οι κάμποι
που θάνατο δεν καρτερούν
και Χάρο δεν παντέχουν
στο οποίο αφαιρεί τη μορφή του Χάρου προκειμένου να δώσει ερωτικό πρόσημο και γράφει:
Καλότυχα είναι τα βουνά
ψυχή δεν έχουν να πονά,
καρδιά ν’ αργοπεθαίνει
Λησμονιά/Λήθη
Ένα άλλο μοτίβο που παραπέμπει στο θάνατο και επανέρχεται συχνά στο έργο του Αλκαίου είναι αυτό της λήθης ή της λησμονιάς. Στο τραγούδι «Ανεπίδοτο», σε μια στροφή με ρητή αναφορά στο θάνατο, οι άνθρωποι περνούν από τη ζωή στη λησμονιά:
Φεγγάρι κόκκινο
νεκρέ διαβάτη
ποια πόρτα διάβηκε
και ποια γωνιά
γράμμα ανεπίδοτο είν’ η αγάπη
μαζί σου πάρε με
στη λησμονιά
Ανάλογο χαρακτήρα έχει η αναφορά στη «λήθη» και στο τραγούδι «Πυρετός». Η σπουδαιότητα της βίωσης του –ερωτικού, στην περίπτωση αυτή– παρόντος δίνεται μέσω ενός απλού αλλά στιβαρού δίστιχου:
πριν μας τυλίξει η λήθη
πλέξε το παραμύθι
Με ανάλογο τρόπο μπορεί να ερμηνευτεί η έννοια της λησμονιάς και στο τραγούδι «Οι αγάπες μου»:
Πού να τις βρω;
(…)
Σε πουλιών φωνές, στάχτες ηδονές
ή στη λησμονιά;
Ακόμη πιο έντονη γίνεται όμως η παρουσία του θανάτου μέσα από την αναφορά στο «νερό της λησμονιάς». Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση που απαντά και στα δημοτικά τραγούδια, οι ψυχές στον Κάτω Κόσμο πίνουν το νερό της λησμονιάς και ξεχνούν αφενός τις χαρές της ζωής –έτσι δε θλίβονται που τις στερούνται– και αφετέρου τα βάσανα που έζησαν. Αν και ο Αλκαίος αντλεί το μοτίβο αυτό από τη δημοτική παράδοση, δεν το χρησιμοποιεί πάντα αυτούσιο, αλλά το μεταπλάθει σε διαφορετικές εκδοχές. Έτσι, στο τραγούδι «Άνοιξη»/«Κούκος μονός σ’ ένα ταμπλό»,[14] συναντάμε τον στίχο:
ήπια νερό της λησμονιάς – και σε θυμήθηκα
ενώ στο «Blues on the road» το «νερό της λησμονιάς» γίνεται «της λήθης το κρασί»:
Δραπέτες άγιοι και ληστές
μιλούν για το αύριο και το χτες
με λόγια κουρασμένα.
Πίνουν της λήθης το κρασί
σ’ αχαρτογράφητο νησί
και με ρωτούν για σένα.
Στο τραγούδι «Ένας αστείος ιδαλγός» από την άλλη, η λησμονιά αλλάζει και πάλι μορφή και αυτή τη φορά μετατρέπεται «στης λήθης τον καπνό», με την εικόνα εδώ να είναι εμφανώς ερωτική:
Σ’ ένα δωμάτιο σκοτεινό
πίνεις της λήθης τον καπνό
κι εγώ στο σώμα σου
δειλά ψιλαρμενίζω
Τέλος, εικονοποιητικά λειτουργεί η αναφορά στη «λησμονιά» και στα τραγούδια «Της αγκαλιάς η ξενητειά», «Τα διόδια» και «Φύλλα αλκαλικά» με τους εξής στίχους αντίστοιχα:
Βλέπω καράβια να περνούν
μ’ άσπρη σημαία να γυρνούν
στης λησμονιάς τα μέρη
και μια γοργόνα με ρωτά
αν είδα ήλιο τη νυχτιά
κι άστρο το μεσημέρι
·
στης λησμονιάς το μαγαζί μάτια κεριά σβησμένα
άμα δε λυώσουμε μαζί πώς θες να γίνουμ’ ένα;
·
Αν δεις λευκό καράβι με πορφυρά πανιά
θα ’ναι η δική μου αγάπη που πάει στη λησμονιά.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κατά τη δεύτερη και την τρίτη στιχουργική περίοδο του Αλκαίου ο θάνατος είναι παρών μονάχα σε επιμέρους στίχους και δεν τίθεται στο νοηματικό πυρήνα των τραγουδιών. Δύο εξαιρέσεις έρχονται να επιβεβαιώσουν τον κανόνα αυτό· πρόκειται για τα ποιήματα/τραγούδια «Η άνοιξη της Πάργας» και «Κάτω στο μεγάλο ύπνο». Τα κομμάτια αυτά δεν πραγματεύονται το ζήτημα του θανάτου ακροθιγώς, αλλά τον θέτουν στο επίκεντρο, αποτελώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο αντιπροσωπευτικά παραδείγματα της ποιητικής του θανάτου.
Η «Άνοιξη της Πάργας» (ο τίτλος «παίζει» με τον όρο «η Άνοιξη της Πράγας») δεν έχει την τυπική μορφή ενός τραγουδιού (κουπλέ-ρεφρέν-κουπλέ-ρεφρέν), αλλά εντάσσεται ευκολότερα στην κατηγορία του ποιήματος. Ως τέτοιο φαίνεται να το αντιμετωπίζει και ο Θάνος Μικρούτσικος, όπως αποδεικνύει μια απαγγελία του ποιήματος που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο, αυτή τη φορά χωρίς τη «μεταμφίεσή» του σε τραγούδι μέσω της μουσικής.
Στην «Άνοιξη της Πάργας» λοιπόν, ο Αλκαίος «παντρεύει» τη λαϊκή δοξασία περί λησμονιάς με τις μυθολογικές ιδιότητες του λωτού, σύμβολο που στην ποίησή του συναντάται άλλες δύο φορές, στα τραγούδια «Άνοιξη»/«Κούκος μονός σ’ ένα ταμπλό» και «Στης γοργόνας το φτερό (Το μυστικό μπάρκο του Ν.Κ.)». Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ελληνική μυθολογία, οι Λωτοφάγοι, που εμφανίζονται για πρώτη φορά στην Οδύσσεια, ήταν ένας φιλόξενος και ειρηνικός λαός, του οποίου η κύρια τροφή ήταν τα άνθη και οι καρποί του λωτού. Τον καρπό αυτό που προκαλούσε απώλεια της μνήμης προσέφεραν στους ταξιδιώτες επισκέπτες τους, κι έτσι αυτοί έχαναν την επιθυμία της επιστροφής στην πατρίδα τους ή τη συνέχιση του ταξιδιού τους.
Στο ποίημα, λωτοφάγος εδώ και είκοσι χρόνια είναι το «εσύ» στο οποίο απευθύνεται το ποιητικό υποκείμενο. Είκοσι χρόνια δίχως μνήμη, στη λησμονιά· είκοσι χρόνια νεκρή. Οι δύο αυτές δεκαετίες έχουν δημιουργήσει χάσμα ανάμεσα στο νεκρό πρόσωπο και το ποιητικό υποκείμενο που έμεινε πίσω. Μοιάζουν με δύο πάλαι ποτέ καλούς φίλους, αποξενωμένους πλέον, που συναντιούνται έπειτα από είκοσι χρόνια και δεν ξέρουν από πού να πιάσουν το νήμα. Μάταιες όλες αυτές οι σκέψεις όμως. Η νεκρή δεν μπορεί να επιστρέψει ούτε γι’ αστείο, ούτε για μια στιγμή.
Μια εικόνα θανάτου τίθεται όμως στο επίκεντρο και στο τραγούδι «Κάτω στο μεγάλο ύπνο», στον τίτλο ήδη του οποίου παντρεύεται η χριστιανική προσέγγιση του θανάτου ως ύπνου με τον Κάτω Κόσμο της δημοτικής παράδοσης και της μυθολογίας. Το ίδιο πάντρεμα χριστιανικών και παγανιστικών στοιχείων συνεχίζεται και στη δεύτερη στροφή του ποιήματος και συγκεκριμένα στο στίχο «στου σκότους το βασίλειο άγιο να γυρνά». Παράλληλα, το μονόστιχο ρεφρέν «Κάτω στο μεγάλο ύπνο μυστικό σου ανάβω δείπνο», που αποτελεί έναν από τους πιο «ερμητικούς» στίχους αυτής της στιχουργικής περιόδου του Αλκαίου, συνυπάρχει αρμονικά με αμιγώς ερωτικές εικόνες (κοχύλια κι αρμυρίκια στα μαύρα σου μαλλιά), βιβλικές αναφορές (τραπέζι του ασώτου), αλλά και σχήματα αντλημένα από το δημοτικό τραγούδι (Ποιος είδε δέντρο του βυθού ν’ αποζητά τον ήλιο / στου σκότους το βασίλειο άγιο να γυρνά).
Συνοψίζοντας συνολικά, ο Αλκαίος «είναι ένας ποιητής που καθ’ όλη τη διάρκεια της στιχουργικής του πορείας ισορροπεί ανάμεσα στην κοινωνική/πολιτική και την ερωτική ποίηση, με τη ζυγαριά να γέρνει πότε προς την πρώτη (ιδιαίτερα κατά το πρώιμο έργο του) και πότε προς τη δεύτερη […].»[15] Κοινωνία και έρωτας καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος του ποιητικού σύμπαντος του Αλκαίου, αφήνοντας όμως αρκετό χώρο για το θέμα του θανάτου που άλλοτε εισέρχεται μέσα από χαραμάδες και λειτουργεί σαν memento mori και άλλοτε τίθεται στο επίκεντρο του ποιητικού φακού και ανατέμνεται.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Για περισσότερα στοιχεία σχετικά με τη ζωή του Άλκη Αλκαίου βλ. Θανάσης Συλιβός (επιμ.), «Άλκης Αλκαίος: (1949-2012),» Μετρονόμος 62 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2017): 6-9.
[2] Στα ποιήματα της συλλογής Εμπάργκο κρατήθηκε η αυθεντική ορθογραφία.
[3] Σπύρος Αραβανής, «Η στιχουργική του Άλκη Αλκαίου,» Μετρονόμος 62 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2017): 17.
[4] Άλκης Αλκαίος, Εμπάργκο: Ποιήματα (Αθήνα: Εταιρεία Νέας Μουσικής, 1983), 46.
[5] Ηρακλής Οικονόμου, «Το ιστορικό σύμπαν του Άλκη Αλκαίου: Οδηγίες χρήσης,» Μετρονόμος 62 (Ιανουάριος-Μάρτιος 2017): 22.
[6] Οικονόμου, «Το ιστορικό σύμπαν του Άλκη Αλκαίου,» 22.
[7] Την αίσθηση ότι πρόκειται για ένα είδος μοιρολογιού επιτείνουν η μουσική με την οποία «έντυσε» το ποίημα ο Θάνος Μικρούτσικος, καθώς και η συγκλονιστική ερμηνεία της Μαρίας Δημητριάδη.
[8] Άλκης Αλκαίος, Εμπάργκο, 46.
[9] Ο τίτλος αποτελεί διακειμενική αναφορά στην «Ωχρά σπειροχαίτη» του –ιδιαίτερα αγαπητού στον Αλκαίο– Καρυωτάκη.
[10] Σπύρος Αραβανής, «Άλκης Αλκαίος: “Ωδή σ’ έναν δρομέα αντοχής”,» Απρίλιος 27, 2012, τελευταία ανάκτηση Σεπτέμβριος 15, 2017, www.musicpaper.gr/topics/item/1761-alkis-alkaios-stixoii-wdoi.
[11] Αραβανής, «Άλκης Αλκαίος: “Ωδή σ’ έναν δρομέα αντοχής”.»
[12] Αραβανής, «Άλκης Αλκαίος: “Ωδή σ’ έναν δρομέα αντοχής”.»
[13] Λίνος Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, 1985), 105.
[14] Οι στίχοι της «Άνοιξης» [μουσική: Μάριος Τόκας / ερμηνεία: Δημήτρης Μητροπάνος / δίσκος: Εντελβάις (1999)] σε μουσική του Θάνου Μικρούτσικου και τον τίτλο «Κούκος μονός σ’ ένα ταμπλό» τραγουδήθηκαν εκ νέου από τον Μανώλη Μητσιά στο δίσκο Υπέροχα μονάχοι (2006). Για περισσότερα: Θανάσης Γιώγλου, «“Παράλληλες ιστορίες” του Άλκη Αλκαίου με Τόκα και Μικρούτσικο,» Φεβρουάριος 19, 2017, τελευταία ανάκτηση Οκτώβριος 1, 2017, http://www.ogdoo.gr/diskografia/stigmes/paralliles-istories-tou-alki-alkaiou-me-toka-kai-mikroytsiko.
[15] Μαρία Γεωργιάδου, «Επιρροές και διακειμενικότητα στο έργο του Άλκη Αλκαίου,» Ουτοπία 117 (Μάιος-Ιούνιος 2016): 161-2.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου