Γιάννης Γεωργιλάς:
"Έχει χαθεί η στόχευση, που θα πρέπει να είναι ο ίδιος ο άνθρωπος"
τη συνέντευξη έλαβε ο Ηρακλής Οικονόμου
Ο δίσκος "Σιωπή ν' ακούσουμε", αν και ανομοιογενής και με πολλαπλές ατμόσφαιρες λόγω της στιχουργικής και ερμηνευτικής πολυσυλλεκτικότητας, κάνει μπαμ ότι έχει γραφτεί από άνθρωπο με ταλέντο και γνώση στη σύνθεση. Αλλά αυτό που πραγματικά τον ξεχωρίζει είναι το πόσο εύστοχα κλείνει το μάτι στη ροκ μπαλάντα των 1980s και των αρχών των 1990s, που τόσο πολύ με συγκινεί. Με δύναμη από το παρελθόν, κι ας είναι η πρώτη του δουλειά, και με πολλές υποσχέσεις για το μέλλον λοιπόν! Κυρίες και κύριοι, ο Γιάννης Γεωργιλάς!
Τα τραγούδια του δίσκου ξεκινήσατε να τα
γράφετε από το 2003. Γιατί περιμένατε τόσο πολύ; Ήταν θέμα δημιουργίας των
τραγουδιών, ή έκδοσής τους;
Μερικά από
τα τραγούδια του δίσκου, πράγματι γράφτηκαν στο μακρινό 2003 με μια ή δυο
κιθάρες και μια φωνή, ώστε να μην ξεχαστούν οι μελωδίες, κι έμειναν εκεί.
Εκείνη την εποχή δεν υπήρχε ούτε η ιδέα ούτε και η πρόθεση να εκδοθούν. Παρ’ όλ' αυτά, το ένα κομμάτι έφερνε το επόμενο,
ώσπου μαζεύτηκαν αρκετά, περισσότερα μάλιστα απ’ όσα ήταν δυνατό να
συμπεριληφθούν σε ένα δίσκο.
Οι
προτροπές φίλων αλλά και ιδιαίτερα του μέντορα και δασκάλου μου Γιώργου
Κωνσταντινίδη (στον οποίο και είναι αφιερωμένος ο δίσκος), καθώς και η προσωπική
μου ματαιοδοξία -όλοι οι δημιουργοί θέλουμε να βγει στο κόσμο η δουλειά μας- με
οδήγησαν στην απόφαση να προχωρήσω στην έκδοση, ιδιαίτερα όταν συνάντησα τρεις
εξαιρετικούς μουσικούς, τον Γρηγόρη Σημαδόπουλο, τον Δημήτρη Γουμπερίτση και
τον Γιάννη Ριμάρεφ, με τους οποίους
πορευτήκαμε από την αρχή ως το τέλος αυτού του δύσκολου εγχειρήματος. Βέβαια,
μέσα σε όλα αυτά, πάντα ενυπήρχε ως παράγοντας καθυστέρησης και η μεγάλη
οικονομική δαπάνη που απαιτείται σήμερα από τους δημιουργούς, προκειμένου να
εκδώσουν τη δουλειά τους.
Και πόσο λειτουργεί αποτρεπτικά στη δουλειά
ενός νέου δημιουργού η τρομακτική κρίση του συστήματος της δισκογραφίας;
Λειτουργεί
ιδιαίτερα αποτρεπτικά και μάλιστα σε δύο επίπεδα. Αρχικά θα πρέπει να σας πω ότι
ο δημιουργός στις μέρες μας «οφείλει» να έχει και την ιδιότητα του παραγωγού,
πέραν από αυτήν του συνθέτη, τραγουδοποιού ή μουσικού, αν θέλει να εκδώσει το
πόνημά του. Θα πρέπει να συγκεντρώσει τους μουσικούς που θα συμμετάσχουν στο
δίσκο, αλλά και τους ερμηνευτές που θα εκτελέσουν και θα ηχογραφήσουν το υλικό.
Να επιλέξει στούντιο, να οργανώσει πρόβες και να συντονίσει όλη τη διαδικασία,
με όλους τους συντελεστές. Να επεξεργαστεί το υλικό και να εποπτεύσει την
επεξεργασία του κατά τη διάρκεια της μίξης και του mastering. Να βρει γραφίστα
για το άλμπουμ και το ένθετό του και εταιρεία κοπής. Να διαβάσει και να
υπογράψει συμβόλαια με την εταιρεία διανομής
κλπ κλπ .
Και όλα
αυτά απαιτούν πέρα από προσωπική αφιέρωση ατελείωτων ωρών, ημερών, μηνών,
ενίοτε και χρόνων, και χρήματα εξ ιδίων για την υλοποίηση όλων των παραπάνω.
Φυσικά, όλα αυτά λειτουργούν σε βάρος του δημιουργού και περιορίζουν δραματικά
το χρόνο ενασχόλησης του από αυτό που γνωρίζει καλύτερα, τη δημιουργία. Εντέλει,
μετά από όλα αυτά, φτάνοντας κατάκοπος στο τέλος αυτού του -ωραίου κατά τ’ άλλα-
ταξιδιού, αναμένει να διαπιστώσει αν η τέχνη του, οι μουσικές του, τα τραγούδια
του έχουν λόγο ύπαρξης για τους ανθρώπους δίπλα του, αν συγκινούν και αν
κρύβουν ομορφιά. Τότε δυστυχώς βιώνει και συνειδητοποιεί ακόμη έναν από τους
λόγους εξαιτίας των οποίων δημιουργήθηκε η κρίση αυτή της δισκογραφίας. Ο
περισσότερος κόσμος δεν ακούει πλέον μουσική. Δεν ακούει δίσκους. «Βλέπει» λίγη
μουσική ενίοτε στο youtube, «τσιμπολογάει» κάποια δευτερόλεπτα από δω κι από κει
σκρολάροντας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Με λίγα λόγια, η τεχνολογία υπέταξε
τη μουσική και δυστυχώς «το παιχνίδι δύσκολα θα γυρίσει».
Ο δίσκος σας συγκεντρώνει μια εντυπωσιακή
γκάμα ερμηνευτών, από τον Κώστα Θωμαΐδη μέχρι τη Φωτεινή Βελεσιώτου. Με ποια
κριτήρια τους επιλέξατε; Εμπορικά, ή καλλιτεχνικά;
Τους
επέλεξα και με επέλεξαν ταυτόχρονα. Είναι ερμηνευτές που έχω παρακολουθήσει
στενά όλη τους την καλλιτεχνική πορεία, από την οποία δεν «λοξοδρόμησαν» ποτέ
μέχρι σήμερα. Λίγο νεότεροι ή παλιότεροι, καλλιτέχνες που έχουν ήδη προσφέρει
πολλά στο ελληνικό τραγούδι και θα συνεχίζουν να προσφέρουν, κρατώντας ψηλά τη
σημαία της διαφορετικής όχθης, του τραγουδιού που αποκαλύπτει -όπως έλεγε ο Μ. Χατζιδάκις-
που έχει ειλικρινείς προθέσεις, διαχωρίζοντας συνειδητά εαυτούς από την έτερη,
από αυτήν που συνδέεται άμεσα με το ευτελές και γρήγορο της κατανάλωσής του,
από αυτήν που εκπορνεύεται κουρέλι - όπως έλεγε ο Άσιμος-. Ερμηνευτές των
οποίων τις φωνές φαντάστηκα μέσα στα τραγούδια μου και, κατά την ταπεινή και
υποκειμενική μου άποψη, με δικαίωσαν.
Ο δίσκος είναι αφιερωμένος στον κιθαρίστα
Γιώργο Κωνσταντινίδη που «έφυγε» πρόωρα. Μιλήστε μου για τη γνωριμία σας, και
το σκεπτικό της αφιέρωσής σας.
Ο Γιώργος Κωνσταντινίδης,
για όσους γνωρίζουν, ήταν από τους κορυφαίους κιθαρίστες που έχουν περάσει από
αυτόν εδώ τον τόπο. Τον γνώρισα μετά από υπόδειξη του δάσκαλου μου στην κλασική
κιθάρα, όταν άρχισα να αναζητώ το επόμενο βήμα στη σπουδή μου προς τον
αυτοσχεδιασμό, την ενορχήστρωση και τα πιο σύγχρονα μουσικά ρεύματα,
απομακρυνόμενος οριστικά πλέον από την μελέτη της κλασικής. Αισθάνομαι τυχερός
που η γνωριμία μου μαζί του και σε προσωπικό επίπεδο, μου έδωσε τη δυνατότητα
και έγινε η αφορμή, αφενός να μυηθώ στα δύσκολα μονοπάτια της μουσικής σύνθεσης
και αφετέρου να ανακαλύψω και άλλους δικούς μου ορίζοντες. Ως μουσικό με
πίστεψε και ήταν αυτός που πολλές φορές που άκουγε τα demos των τραγουδιών
μου, έλεγε χαμογελώντας «Άντε, να κλείσω στούντιο;». Δυστυχώς η αναβλητικότητά
μου, όπως ήδη σας είπα και ένας μεθυσμένος οδηγός αποκλειστικά υπεύθυνος του
τροχαίου στο οποίο ο Γιώργος Κωνσταντινίδης σκοτώθηκε, δεν μας επέτρεψε να
κλείσει εκείνος το στούντιο. Το έκλεισα εγώ, μόνος, αρκετά χρόνια μετά αλλά η
σκέψη του, η θύμηση και η παρουσία του
ήταν πάντα εκεί και διαπνέει και όλο το άλμπουμ.
Ακούγοντας τον δίσκο σας, ένιωσα ότι εκφράζετε
πρωτίστως δύο πηγές μουσικής δημιουργίας. Η πρώτη είναι, ξεκάθαρα, η
αποκαλούμενη και «έντεχνη» τραγουδοποιία. Τι κρατάτε από το ρεύμα των
τραγουδοποιών από τα μέσα του ’80 μέχρι την αλλαγή του αιώνα, και πώς αποτιμάτε
τη συμβολή του;
Το ροκ, τα
φάδος, το φλαμένκο, η «έντεχνη» τραγουδοποιία κλπ είναι νομίζω τρόποι έκφρασης
και όχι καθεαυτές πηγές μουσικής δημιουργίας. Είναι κανάλια και διέξοδοι μέσα
από τα οποία, μετά από συνειδητή ή μη επιλογή, δύναται ο καθένας να
χρησιμοποιήσει και να εκφράσει αυτά που έχει να πει. Είμαστε δέκτες ήχων και
μουσικών, ανθρώπων που προέρχονται από κάθε γωνιά της γης, που στις
περισσότερες των περιπτώσεων και γι’ αυτούς τους ίδιους συμβαίνει το
αντίστοιχο. Στη συνέχεια, όταν δημιουργείται η ανάγκη να γράψουμε κάτι, αυτό
τις περισσότερες φορές διαλέγει μόνο του τον τρόπο με τον οποίο θα διατυπωθεί
και επιλέγει το «βολικό κανάλι» απ’ όλα αυτά που έχουμε μέσα μας και εκείνο που
του ταιριάζει.
Από κει
και πέρα θα σας πω ότι η πρώτη συναυλία που θυμάμαι να παρακολουθώ ήταν ενός
τραγουδοποιού. Του Βαγγέλη Γερμανού. Μια βραδιά που έμεινε ανεξίτηλα γραμμένη
στη μνήμη μου. Ένας άνθρωπος, με μια κιθάρα. «Γυμνός» εντελώς. Να εμφανίζεται
μπροστά στον κόσμο με σκοπό να συγκινήσει και να συγκινηθεί, να καταθέσει όλη
του την αλήθεια, με όλες τις τεχνικές ατέλειες που μπορεί να έχει πιθανότατα σε
κάποιο ή κάποια από τις συνισταμένες των τραγουδιών του (στίχο, μουσική) ή της
παρουσίασης-ερμηνείας αυτών (τραγούδισμα και συνοδεία τους).
Ως προς το
ερώτημα του τι κρατάω εγώ από το ρεύμα των τραγουδοποιών από τα μέσα του ’80
μέχρι την αλλαγή του αιώνα: κρατάω αγαπημένα τραγούδια που έμειναν στο χρόνο,
μουσικές με ήχο με μεγαλύτερα άκρα απ’ότι ίσως συναντούσαμε παλιότερα, στίχο
πιο προσωπικό και άμεσο, πιο κοντινό ίσως στην εποχή της μοναχικότητας που
βιώνουμε αλλά και επιπλέον σε κάποιες των περιπτώσεων κρατάω και τις
γοητευτικές προσωπικότητες των δημιουργών, όπως ξεδιπλώθηκαν τόσο επάνω όσο και
κάτω από τη σκηνή, τον δημόσιο λόγο, τις σκέψεις και τις κρίσεις που εξέφρασαν,
τη στάση ζωής, στοιχεία που αποτέλεσαν για μένα μουσική μαθητεία, αλλά και όχι
μόνο.
Η δεύτερη πηγή σας είναι η κλασική ροκ
μπαλάντα, όπως π.χ. ξεδιπλώνεται στην «Κραυγή» με τον Παντελή Θεοχαρίδη ή στο
«Οι τρελοί του κόσμου» με τον Βασίλη Πρατσινάκη. Είστε ροκ; Κι αν ναι, να σας
…φοβόμαστε;
Τί είναι
ροκ, τί είναι κροκ, τί είναι αριστερά, τί έντεχνο, τί άτεχνο. Είμαστε στην
εποχή που ό,τι δηλώσεις είσαι. Βέβαια τα
πράγματα έχουν θολώσει πολύ. Ίσως και επίτηδες να τα θολώνουν όσοι δηλώνουν
συγκεκριμένη ιδιότητα και θέλουν να κρατηθούν από αυτή. Ίσως επειδή έχουν
λιγοστέψει οι επιλογές, ίσως πάλι για να υπάρξουν δικαιολογίες σε περιπτώσεις
λοξοδρομήσεων και παρεκκλίσεων. Απ’ την άλλη μεριά βέβαια, οι εποχές αλλάζουν
και λογικό είναι, εκ των πραγμάτων, να απαιτείται ο αναπροσδιορισμός κάποιων
εννοιών.
Η ροκ ήταν
μουσικό ρεύμα και πρωταρχικό συστατικό κάθε μουσικού ρεύματος αποτελεί, όπως
είναι λογικό, η μουσική του. Στη συνέχεια μπορούμε να μιλήσουμε για την
κοινωνική προέκταση της ροκ και τις συμπεριφορές των υποστηρικτών της. Οπότε αν
ροκ σημαίνει αρχές και προσήλωση σε αυτές, δε νομίζω ότι θα πρέπει να τους
φοβόμαστε τους ροκάδες. Τα πράγματα σε πολλές περιπτώσεις είναι ξεκάθαρα, ακόμη
τουλάχιστον. Έστω σε αυτές, ας προσπαθήσουμε να αναδείξουμε τις διαφορές και ας
επιμείνουμε στην διατήρηση της πορείας μας. Αν το επιτύχω θα έχω ένα λόγο να
είμαι ευτυχής.
Κατάγεστε από τη Θεσσαλονίκη, όπως και πολλοί
συνάδελφοί σας τραγουδοποιοί. Πώς βλέπετε την εξέλιξη της πόλης αισθητικά και
καλλιτεχνικά;
Θεσσαλονίκη.
Η «ερωτική» πόλη; Η πόλη του Παπαγεωργόπουλου και του Ψωμιάδη. Συνάμα όμως η
πόλη του Παπάζογλου και του Μάλαμα. Ο
Παπάζογλου «έφυγε» γι’ αλλού και ο Μάλαμας μετακόμισε μακριά από δω. Αισθητικά
και καλλιτεχνικά η πόλη δεν είναι απλά στάσιμη. Κάνει πισωγυρίσματα, δυστυχώς
όχι προς το καλό παρελθόν της, όταν υπήρχαν μουσικά στέκια, αξιόλογες μουσικές
σκηνές, πυρήνες τέχνης που πραγματικά ήταν σημεία αναφοράς και για το μουσικό
κοινό της πόλης και τους καλλιτέχνες της. Από την άλλη τα τραπεζοκαθίσματα του
καφέ ήταν πάντα εδώ κι ενώ, όταν ήρθε η κρίση και κάποιοι πίστεψαν ότι αυτή θα
βοηθήσει την τέχνη, ότι θα στραφούμε λιγάκι προς τα μέσα μας και θ’ αναζητήσουμε
κάτι πιο ουσιαστικό, λιγότερη βιτρίνα, λούσα και φώτα, διαψεύστηκαν. Απ’ την
άλλη είναι λογικό θα μου πείτε. Αυτός που προσπαθεί να σε γεμίσει φόβο και
ενοχές, ταυτόχρονα να σου επιτρέψει, να προσφέρει ή να προτείνει τέχνη; Θα
χαλούσε το γλυκό από μόνο του.
Και ποιο το μυστικό της για να βγάζει συνεχώς νέους μουσικούς και νέες μελωδίες;
Δεν υπάρχει
κάποιο μυστικό. Αντίθετα, κοινό μυστικό είναι ότι ο τίτλος «Σχολή Θεσσαλονίκης»
είχε εφευρεθεί μάλλον από κάποιους δημοσιογράφους κάποια αρκετά χρόνια πριν και
προφανώς έχει παραμείνει αυτή η πεποίθηση ότι η πόλη βγάζει συνεχώς νέους
μουσικούς και νέες μελωδίες. Βγάζει. Συμφωνούμε. Αλλά όχι λιγότερους και
λιγότερες από άλλους τόπους. Νομίζω πως σε πείσμα των καιρών αλλά και όλων
αυτών που έχουν αποφασίσει ότι η μουσική και η τέχνη είναι δευτερεύουσας και
τριτεύουσας σημασίας στις ζωές μας, στα σχολεία μας, στην καθημερινότητά μας,
νέα παιδιά καταπιάνονται με τη μουσική, εξελίσσονται αστραπιαία, δημιουργούν
νέα πράγματα και αναπαράγουν εξαιρετικά τα παλαιότερα.
Θα ήθελα το σχόλιό σας για τον Θανάση
Γκαϊφύλλια, μια ιστορική φιγούρα της ελληνικής τραγουδοποιίας που πολύ θαυμάζω,
στον οποίον δώσατε τη «Διέξοδο». Σας ενώνει και η Κομοτηνή, σωστά;
Αειθαλής,
ακούραστος, με διαχρονικό έργο, ιδεολόγος και πάντα πρόθυμος να βοηθήσει νέους
ανθρώπους. Ναι, του
πρότεινα να ερμηνεύσει το κομμάτι «Διέξοδος», για την Κομοτηνή και την ομώνυμη μπουάτ
που λειτουργούσε για πολλά χρόνια εκεί. Δε νομίζω πως θα υπήρχε κάποιος
καταλληλότερος. Ως φοιτητής νομικής, από τα πρώτα πράγματα που έκανα στην πόλη
ήταν να επισκεφτώ το δισκάδικο που είχε, ώστε να του πω μια καλησπέρα. Έκτοτε
τον συναντούσα στις μουσικές εκδηλώσεις της πόλης και στη «Διέξοδο», όπου αρκετές
φορές είχε έρθει να μας ακούσει ή ακόμη και να συμπράξει μαζί μας.
15 χρόνια
μετά, όταν και πήρα την απόφαση να εκδώσω την πρώτη μου δισκογραφική δουλειά,
του έστειλα ένα μήνυμα μέσω facebook, μιας και δεν είχαμε άλλη προσωπική επαφή μετά το πέρας των
σπουδών μου και την αποχώρησή μου από την πόλη και μου απάντησε άμεσα πως του
άρεσε το κομμάτι και θα ήθελε να το ερμηνεύσει. Ενδιαφέρον έχει νομίζω να πούμε
ότι το στίχο του συγκεκριμένου τραγουδιού υπογράφει ο Θανάσης Πέτσας, ο οποίος επίσης
εργάστηκε στη συγκεκριμένη μπουάτ εκείνα τα χρόνια και μου τον έδωσε να τον
μελοποιήσω κάποια χρόνια αργότερα, όταν και οι δύο είχαμε αφήσει πίσω μας την
Κομοτηνή.
«Σιωπή ν’ ακούσουμε» λοιπόν. Να ακούσουμε τι;
Κάτι καλλιτεχνικό, ένα τραγούδι ίσως, ή κάποιο ευρύτερο μήνυμα;
Και τα δύο
απαραίτητα. Η δύναμη της σιωπής θα μας επιτρέψει, αφενός να ακούσουμε τη
μουσική όπως την ακούγαμε παλιά, να προσέξουμε το στίχο, να σεβαστούμε τον ερμηνευτή και να κρίνουμε το
συνθέτη για τη δουλειά του. Ταυτόχρονα η
«προσήλωση» θα μας οδηγήσει να «ακούσουμε»τον εαυτό μας και να γευτούμε τη
γαλήνη που -ίσως- μόνο η μουσική μπορεί να δώσει στις ανθρώπινες καρδιές.
Αξιακά, φιλοσοφικά και πολιτικά, ποιος
πιστεύετε ότι αρθρώνει σήμερα αυτό που πρέπει να ακούσουμε; Τι σας εμπνέει
σήμερα πνευματικά; Ποια (Δ)ιέξοδος;
Υπήρχαν
και υπάρχουν εξαιρετικά μυαλά στα γράμματα και τις τέχνες, στην επιστήμη, στο
δρόμο και στην καθημερινή ζωή. Τα πράγματα δεν είναι τόσο πολύπλοκα εν
προκειμένω, μάλλον έτσι τα έχουμε κάνει εμείς. Δεν υπολειπόμαστε λόγου ή ιδεών
αλλά πράξεων προς τη σωστή κατεύθυνση. Έχει χαθεί
η στόχευση, που θα πρέπει να είναι ο ίδιος ο άνθρωπος. Οι ίδιοι μας οι πρόγονοι,
οι «αρχαίοι ημών», για τους οποίους δε χάνουμε την ευκαιρία να κομπάσουμε,
έχουν δώσει τις κατευθύνσεις χιλιάδες χρόνια πριν.
Όλοι
είμαστε ένα, αν δεν το νιώσουμε και δε το κατανοήσουμε θα εξακολουθήσουμε να σκίζουμε
ο ένας τις σάρκες του άλλου στο κυνήγι της επίπλαστης
ευημερίας, καταστρέφοντας τον πλανήτη, εγκαταλείποντας συνανθρώπους μας χωρίς
τροφή και νερό και εμάς τους ίδιους στο καθημερινό κυνήγι της αναζήτησης του
χαμένου χρόνου.
Η κατάσταση που ζούμε τους τελευταίους μήνες νομίζω πως όλα τα παραπάνω τα έχει μεγεθύνει και τα έχει αναδείξει. Αρκεί κάποιος να έχει έστω και λίγο ανοιχτά τα μάτια για να τα δει. Κι ελπίζω και τη μνήμη να μην τα ξεχάσει πριν ακόμη προλάβουν να περάσουν.
Η κατάσταση που ζούμε τους τελευταίους μήνες νομίζω πως όλα τα παραπάνω τα έχει μεγεθύνει και τα έχει αναδείξει. Αρκεί κάποιος να έχει έστω και λίγο ανοιχτά τα μάτια για να τα δει. Κι ελπίζω και τη μνήμη να μην τα ξεχάσει πριν ακόμη προλάβουν να περάσουν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου