Τετάρτη 24 Ιουνίου 2020

Ο Βασίλης Δημητρίου για τον Αριστοφάνη





Τον Αριστοφάνη τον γνώρισα καλύτερα μέσα από τον Μποστ. Ο Αριστοφάνης διαθέτει αυτό που έχουν όλοι οι μεγάλοι σατιρικοί συγγραφείς: είναι άμεσος. Ταυτόχρονα, δεν είναι μόνο αυτό που φαίνεται σε μια πρώτη ανάγνωση, δεν είναι ένας σατυρικός χιουμορίστας· στο λόγο του διακρίνεις και μια πίκρα. Αυτή η άχνη πίκρας που υπάρχει πίσω από το χιούμορ και τη σάτιρα με ερέθισε. Επίσης, αγαπά τις γυναίκες, τις οποίες αγαπάω κι εγώ! Τέλος, δεν ξεχνάει το θέαμα. Αν έχεις φαντασία, μπορείς να κάνεις μαγικές παραστάσεις. Έχει έναν λόγο αυθόρμητο, καθημερινό, αλλά δίνει την ευκαιρία στους συντελεστές να κάνουν την τρέλα τους.


Πριν τον Χατζιδάκι, οι συνθέτες έγραψαν σε μια κλασικίζουσα μορφή. Ο Χατζιδάκις έδωσε ένα τελείως προσωπικό στυλ, πολύ ρυθμικό, προσεγγίζοντας έναν «αρχαϊκό ήχο». Κάποιοι άλλοι συνθέτες έδωσαν στον Αριστοφάνη ένα δημοτικό ή ακόμα και λαϊκό στοιχείο. Εγώ ήθελα να φτιάξω ένα προσωπικό ύφος και κατά κύριο λόγο στηρίχτηκα στο ύφος του μουσικού θεάτρου, όχι της επιθεώρησης αλλά της οπερέτας. Προσπάθησα, χωρίς να κάνω απομίμηση της οπερέτας, να γράψω μουσική με αναφορές σε αυτήν, χωρίς να πετάω έξω το λαϊκό και το δημοτικό τραγούδι.


Τον ήχο τον έχει πρώτα απ’ όλα η γλώσσα, γι’ αυτό η μετάφραση παίζει καταλυτικό ρόλο. Είχα την τύχη να δουλέψω πάνω σε πολύ καλές μεταφράσεις του Γεωργουσόπουλου, του Μάτεσι, του Δημητρακόπουλου, του Σταύρου.


Βασίλης Δημητρίου



Πρώτη δημοσίευση: Ηρακλής Οικονόμου, "Μουσικές για τον Αριστοφάνη", Δίφωνο, Ιούνιος 2010.




Τρίτη 23 Ιουνίου 2020

Κυκλοφόρησε ο Μετρονόμος με αφιέρωμα στον Μιχάλη Μπουρμπούλη!

Το νέο τεύχος του Μετρονόμου κυκλοφόρησε και είναι αφιερωμένο σε έναν τιτανοτεράστιο στιχουργό, τον Μιχάλη Μπουρμπούλη! Και γκαγκάν συνέντευξή του έχουμε, και ανέκδοτα ποιήματά του έχουμε, και άρθρα για το έργο του έχουμε, και συνέντευξη εκτός αφιερώματος με την εξαίρετη Εύη Μάζη έχουμε, και δεν περιγράφω άλλο τέλος πάντων. Ο Θανάσης Συλιβός για άλλη μια φορά έστησε και προσέφερε μια φιλόξενη πλατφόρμα γεμάτη ήθος και καλαισθησία, ο Μάκης Γκαρτζόπουλος για άλλη μια φορά όποτε αναλαμβάνουμε κάτι από κοινού έκανε όλη τη δουλειά ενώ εγώ άραζα κι έπινα καφέ, ο Δημήτρης Κατσιάνος για άλλη μια φορά έγραψε ένα αινιγματικό και πολλαπλών αναγνώσεων κείμενο, κι εγώ για άλλη μια φορά απολαμβάνω αναμνήσεις από το μέλλον του έρωτά μας: του ελληνικού τραγουδιού έρωτά μας, δηλαδή!
ηρ.οικ.






ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

- Mιχάλης Μπουρμπούλης, συνέντευξη στους Μάκη Γκαρτζόπουλου & Ηρακλή Οικονόμου
- Δύο κείμενα του Μιχάλη Μπουρμπούλη
- Ο ποιητής Μιχάλης Μπουρμπούλης. Ένα απάνθισμα από ανέκδοτες ποιητικές συλλογές του
- Ηρακλής Οικονόμου: Λαϊκά Προάστια. Μεταξύ ταξικού και εθνικού
- Δέσποινα Ραφαήλ: Μου έδωσε την απάντηση
- Γιάννης Κολλιάκος: Για τον Μιχάλη Μπουρμπούλη
- Δημήτρης Κατσιάνος: Mια παρέα ήμαστε. H σημασία της ορθογραφίας και οι δρόμοι της ενηλικίωσης

***


- Γιώργος Καγιαλίκος, συνέντευξη στην Μίνα Μαύρου
- Βιολέτα Ίκαρη, συνέντευξη στον Θανάση Προβελέγγιο
- Ιστορίες τραγουδιών, του Βασίλη Τραπέτσα
- Εύη Μάζη, συνέντευξη στον Ηρακλή Οικονόμου
- Αργύρης Λούλατζης, συνέντευξη στον Κώστα Προβατά
- Δαμιανός Πάντας: «Στα λόγια η ψυχή», του Ηλία - Βολιότη Καπετανάκη
- Σίσσυ Πιντέλα, συνέντευξη στον Αλέξανδρο Γερασίμου
- Τα δέκα μπουζούκια της Δόμνας, του Χρήστου Κουτσού
- Λάκης Φοινικιώτης. Ο τελευταίος εν ενεργεία μπουζουξής της γενιάς του στην Θεσσαλονίκη, αφήγηση στον Νίκο Βουλανά
- Κώστας Μαρσέλος ή Νούρος - Το αηδόνι της Σμύρνης, του Παναγιώτη Γερογιάννη
- H απώλεια που έγινε συνήθεια, του Κώστα Προβατά
- Τι ζητούσε ο Στέλιος (Βαμβακάρης) στο κυριακάτικο παζάρι; του Δημήτρη Μπαγιέρη
- Ο χρόνος, η τέχνη, ο Γιώργος (Ζήκας) κι εμείς, του Θωμά Κοροβίνη
- Αλέξης Βάκης: «Ένα παλιό πικάπ Dual με το ηχείο για καπάκι», του Κώστα Γρηγορέα
- Σωτηρία Λεονάρδου και η κουλτούρα της ανυπακοής, του Γιώργου Σταυριανού
- Carmina Burana, του Γιάννη Σουλιώτη
- Περί ρυθμού, του Κωνσταντίνου Τσικλέα
- Στην Ελευσίνα μια φορά, του Δημήτρη Φεργάδη

Κυριακή 21 Ιουνίου 2020

The Low Batsos Project







Το «The Low Batsos Project» είναι ένα εγχείρημα. Μια ιστορία που σε πρακτικό επίπεδο άρχισε λίγο για πλάκα, λίγο σαν απωθημένο και λίγο υποκινούμενο από προσωπικές ανάγκες που ψάχνανε διέξοδο έκφρασης. Κάπως έτσι πορεύθηκε. Η ιδέα της δημιουργίας, μέσω διάφορων πρακτικών, πάντα μας γοήτευε και πάντα κάτι κάναμε γι’ αυτό. Από παιδιά. Η ιδέα του συγκεκριμένου εγχειρήματος άρχισε να παίρνει μορφή το 2009 όπου είχαν ωριμάσει κατά κάποιο τρόπο τα σχέδια για να ηχογραφήσουμε κάτι. 








Αρχικά είχαμε σκεφτεί να κάνουμε μερικές διασκευές μόνο. Κυρίως τραγουδιών που αγαπήσαμε αλλά δεν είχαν ηχογραφηθεί. Οι πρώτες ηχογραφήσεις ήταν ο «Χωροφύλακας», το «Τσίπουρο» και το «Ακόρεστα» και δεν ήμασταν σίγουροι αν θα κάναμε κάτι πέρα από αυτά. Τα τρία αυτά κομμάτια, παρ΄όλες τις ατέλειές τους στις φωνές και στο στήσιμο, μπήκαν στο δισκάκι γιατί αποτέλεσαν την βάση σε πολλά επίπεδα για την εξέλιξη αυτού του εγχειρήματος. Το πιο σημαντικό μέρος αυτής της εξέλιξης είναι ότι μπήκανε κι άλλοι στο κόλπο. Μ’ έναν περίεργο τρόπο δουλειάς, βάζοντας διάφορους εκλεκτούς φίλους ή φίλους φίλων να παίξουν ή να τραγουδήσουν. Είμαστε ευτυχείς για τις μικρές και μεγάλες συνεργασίες και ευγνώμονες προς τους «συνένοχους» του αποτελέσματος.


released March 1, 2013





Σάββατο 20 Ιουνίου 2020

Ο Μιχάλης Τρανουδάκης για την "Ποδηλάτισσα" του Οδυσσέα Ελύτη






Οδυσσέα Ελύτη - Η Ποδηλάτισσα

μουσική: Μιχάλης Τρανουδάκης



Τα τραγούδια αυτά γράφτηκαν στα μέσα της δεκαετίας του ’70 όταν πρωτοκυκλοφόρησαν τα «Τα Ρω του Έρωτα». Το βιβλιαράκι αυτό περιείχε ποιήματα του Ελύτη που είχαν ήδη γίνει πολύ γνωστά και αγαπημένα τραγούδια, αλλά και κάμποσα που περίμεναν. Δεκατρία από αυτά μελοποιήθηκαν και παρουσιάστηκαν σε μια συναυλία, το 1975, με τη Μαρία Κάτηρα και τον Γιάννη Δημητρά, νέους τότε τραγουδιστές που είχαν τραγουδήσει στο δίσκο του Χατζιδάκι «Ο Αλκιβιάδης, ο Οδοιπόρος και το Μεθυσμένο Κορίτσι». 

Λίγο αργότερα άκουσε τα τραγούδια ο Χατζιδάκις, του άρεσαν και πρότεινε να δισκογραφηθούν στο «Πολύτροπον», την εταιρεία του, που λειτουργούσε στα πλαίσια της «Λύρας», πράγμα που δεν έγινε ποτέ μια και η εταιρεία σύντομα έπαψε να υπάρχει. 

Τελικά ο δίσκος εκδόθηκε από τη «Λύρα» του Πατσιφά, με την Αφροδίτη Μάνου και με έντεκα από τα τραγούδια, γιατί έτσι το ήθελε ο Ελύτης –είναι γνωστή η ιδιαίτερη σχέση του ποιητή με τους αριθμούς. Τα δύο που απέμειναν δισκογραφήθηκαν αργότερα με τη Σοφία Μιχαηλίδη στο δίσκο «Σύννεφο, σύννεφο, που πας». 

Έργο του Ελύτη ήταν και το εξώφυλλο, και μάλιστα ο δίσκος κυκλοφόρησε με δύο διαφορετικά εξώφυλλα γιατί το πρώτο δεν του είχε αρέσει. Όλα τα υπόλοιπα ήταν στη δικαιοδοσία του παραγωγού, που αποφάσισε τη σειρά των τραγουδιών, τον τίτλο - παρενέβη ακόμη και στην ενορχήστρωση του Τάσου Καρακατσάνη. 

Αξίζει να αναφέρουμε ότι στο δίσκο έπαιξαν οι καλύτεροι μουσικοί της εποχής, ανάμεσά τους ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, ο Φίλιππος Τσεμπερούλης, η Στέλλα Κυπραίου, ο Παντελής Δεσποτίδης, ο Τάσος Διακογιώργης, ο Κίμων Βασιλάς. 

Η «Ποδηλάτισσα» κυκλοφόρησε το χειμώνα του 1979, αμέσως μετά την απονομή του Νόμπελ στον Ελύτη. Η εισαγωγή του ομώνυμου τραγουδιού ήταν για πολλά χρόνια το ραδιοφωνικό σήμα της διαφημιστικής εκπομπής της «Λύρας».

Μιχάλης Τρανουδάκης


Πηγή: Ηρακλής Οικονόμου, "Μελοποιημένος Ελύτης: Ο ηλιάτορας του ελληνικού τραγουδιού", Δίφωνο, Ιούλιος 2010".






Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Δημήτρης Θεολόγου: "Φταίνε τα τραγούδια"



Δημήτρης Θεολόγου


Φταίνε τα τραγούδια


Εκδόσεις ΜΕΤΡΟΝΟΜΟΣ
ISBN: 978-960-99366-5-1, σχήμα 17x 24, σελ.144




Δελτίο τύπου (2011)

Τα κείμενα του Δημήτρη Θεολόγου τόσο τα πεζά, όσο και τα έμμετρα, ανακατεύουν μνήμες και εποχές, «Χρωματίζουν» μια πορεία ζωής, με στίχους, τραγούδια και έντονες βιωματικές αναφορές, δοσμένες με ευαισθησία και αφηγηματικό λόγο.

Στο βιβλίο του καταγράφει δυνατές στιγμές της διαδρομής του, από τις φτωχογειτονιές της Νέας Ιωνίας στο Βόλο στα δύσκολα μετεμφυλιακά χρόνια, στο Νέο Ψυχικό της δεκαετίας του ’60, το Νέο Ψυχικό των μικρασιατών προσφύγων , με τα μικρά σπιτάκια και τις αυλές. Και διατηρεί ζωντανή και δεμένη με όμορφα τραγούδια στιχάκια, αυτή τη διαδρομή με το δικό του πήγαιν’ έλα Βόλος – Αθήνα – Βόλος.

Μέσα από αφηγήσεις, ντοκουμέντα και φωτογραφίες μιλά για τους ωραίους ανθρώπους που τον έκαναν να αγαπήσει με πάθος την μουσική και τα τραγούδια. Τον Παναγιώτη Αχειλά, μεγάλο καλλιτέχνη στο βιολί και το κανονάκι και τον Νίκο Θεολόγου λαϊκό τραγουδιστή της μικρασιατικής παράδοσης. Δάσκαλοι κι οι δυο, στυλοβάτες της σχολής παραδοσιακής μουσικής της Νέας Ιωνίας του Βόλου, που έφεραν πολλούς νέους ανθρώπους κοντά στην μουσική παράδοση  των προσφύγων και έδωσαν δεκάδες συναυλίες σε όλοι την Ελλάδα.  

Στίχοι, λέξεις, μελωδίες. Καταφύγια μυστικά.
Καταπακτές αναμνήσεων για ωραίους και ηττημένους.
Για μαχητές και για ονειροπόλους.
Ανοίξτε την καρδιά σας... Σκύψτε με προσοχή σ’ αυτά τα γράμματα.
Αφεθείτε στις ιστορίες του... Ταξιδέψτε...
Η ζωή του όλη, είναι τραγούδια. Τραγουδήστε τα μαζί του.


Τις δύσκολες στιγμές λυτρώνουν τα τραγούδια
γλυκά σε παίρνουν αγκαλιά σαν τη μαμά
έχουν ζωή και μυρωδιά σαν τα λουλούδια
που μέσα κρύβεται των στίχων η ομορφιά.

Παναγιώτης Καλαντζόπουλος: "Κατάλαβα εγκαίρως ότι η παραγγελία ήταν δυνατότερη από την έμπνευση"




Από συνέντευξη του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου στον Αντώνη Περιβολάκη

Όλη η συνέντευξη ΕΔΩ



Έχετε κάνει μουσικές σπουδές στη Δύση. Η μουσική που κάνετε όλα αυτά τα χρόνια ανήκει στο Μεσογειακό κλίμα που μόλις περιγράψατε;

Έχω κάνει κιθάρα με τον Γεράσιμο Μηλιαρέση, μπουζούκι με τον Γεράσιμο Κλουβάτο που έγραψε το «Άναψε το τσιγάρο, δώσ΄ μου φωτιά»… Κατόπιν, πήγα στο Λονδίνο κλασσική κιθάρα με πολλούς καθηγητές αλλά κυρίως γνώρισα και με γοήτεψε ο Julian Bream. Πήγα στο Παρίσι και έκανα κι εκεί κάποια πράγματα στην Ecole Normale de Musique de Paris. Πάντως πέρασα κι εγώ την κρίση μου. Γύρω στον δεύτερο με τρίτο χρόνο άρχισε κάτι να με σπρώχνει να τα παρατήσω και να γίνω μπουζουκτσής (κάτι σαν καθυστερημένος εφηβικός καυγάς με τον πατέρα στον οποίο ανακοινώνεις ότι θες να τα παρατήσεις όλα για χάρη του μπουζουκιού). Εκεί βέβαια, ο πατέρας μου σοφά μου είπε «κάνε ό,τι θέλεις, αλλά μην γυρίσεις μετά από δέκα είκοσι χρόνια και μου ζητήσεις τα ρέστα γιατί δεν σε σταμάτησα…». Έβαλα την ουρά κάτω απ΄ τα σκέλια, πήρα το αεροπλάνο και γύρισα στην Αγγλία να τελειώσω αυτό που άρχισα. Έτσι πλησίασα τον Γεράσιμο Κλουβάτο στην συνοικία της Λαμπρινής κοντά στο Γαλάτσι. Βέβαια, δεν υπήρξα ποτέ καλός μπουζουκτσής και εγκατέλειψα το … σπορ γυρίζοντας στη κιθάρα στην οποία νομίζω πως τα καταφέρνω μάλλον καλά. Έτσι λοιπόν ήμουν ένα υβρίδιο ανατροφής από «Κονσερβατουάρ» και από Λαικοδημοτικά. Πάντα είχα μια τεράστια εκτίμηση σε αυτοδίδακτους μουσικούς, Τσιτσάνη, Λέννον και Μακ Κάρτνευ. Αυτοί οι τρεις άνθρωποι ήταν το «Ευ ζην» για μένα. Σήμερα πια είμαι ένας μουσικός που γράφω μουσική σχεδόν για όποιον μου το ζητήσει γιατί κατάλαβα εγκαίρως ότι η παραγγελία ήταν δυνατότερη από την έμπνευση.


Με ρίξατε τώρα με αυτό που είπατε…

Θα καταλάβεις: η παραγγελία γέννησε για μένα τα ωραιότερά μου τραγούδια. Για παράδειγμα, το μεν “Summertime in Prague” γράφτηκε για μια διαφήμιση που δεν παίχτηκε ποτέ και έτσι αργότερα βρέθηκε στα «Φτηνά Τσιγάρα». Το δε τραγούδι «Με τα Μάτια Κλειστά» γράφτηκε σε ένα βράδυ για μιά τηλεοπτική σειρά το «Εσύ αποφασίζεις». Μάλιστα το έγραψα μέσα σε μεγάλο θυμό γιατί προηγήθηκε ένα δυσάρεστο τηλεφώνημα. Εν τούτοις προέκυψε το τραγούδι ακριβώς όπως το ακούτε σήμερα και μέσα σε μία μόνο ώρα. Ή, ας πούμε για το τραγούδι «Λευκό μου Γιασεμί», το έγραψα σε διακοπές στη Μυτιλήνη, καθώς έλαβα ένα τηλεφώνημα από έναν παραγωγό που ήθελε επειγόντως ένα τραγούδι για τη σειρά «Μια ζωή για την Έλσα». Όντας 20 Αυγούστου σε διακοπές το μόνο που κατάφερα ήταν να αγοράσω μια παιδική κιθάρα των 30 ευρώ που την έχω ακόμη για γούρι. Έτσι μέσα σε δύο πρωινά Αυγουστιάτικων διακοπών έγραψα δύο από τα ωραιότερα μου τραγούδια που προέκυψαν από πιεστικές παραγγελίες.



Πηγή: Συνέντευξη του Παναγιώτη Καλαντζόπουλου στον Αντώνη Περιβολάκη, Δίφωνο, Απρίλιος 2009 και ιστολόγιο Enantiodromia, Ιούλιος 2011.

Τετάρτη 17 Ιουνίου 2020

Η Ρένα Στάμου στο Λονδίνο - Ένα μικρό ντοκιμαντέρ για μια μεγάλη ρεμπέτισσα






RENA STAMOU

A short documentary film about an authentic Rebetissa whose rich career spans across the globe singing alongside some of the greatest legends of Rebetiko music.

This doc features interviews, live performances and recording sessions which took place in 2011, together with the London-based music-collective, 'moosootoo'.

Filmed & Edited: Ivan Salfa
Photos: Georgia Konsta
Produced: Otium Works & Pavlos Melas

Παρασκευή 12 Ιουνίου 2020

Ελένη Τζατζιμάκη - "Κίρκη"





Με παρακαταθήκη το ποιητικό της έργο, η νεαρή ερμηνεύτρια Ελένη Τζατζιμάκη γνωστοποιεί μέσα από την «Κίρκη» μιαν άλλη πλευρά της, ερμηνεύοντας στίχους των Μάνου Ελευθερίου, Μιχάλη Γκανά και Χρύσας Κοντογεωργοπούλου, αναμετρούμενη έτσι, για πρώτη φορά, με το διττό ρόλο της καλλιτεχνικής πράξης, αυτής του δημιουργού και αυτής του ερμηνευτή.

Σε μουσικές των Λεωνίδα Μαριδάκη, Γιώργου Παπαχρηστούδη και Αποστόλη Βαζούκη, επιχειρείται μια πολυσυλλεκτική προσπάθεια μουσικής και μουσικών, μέσω της οποίας αναδύονται «πολύχρωμα» τραγούδια, διαφορετικές προσωπικές ιστορίες, με σημείο συνάντησης μεταξύ τους, το μουσικό ταξίδι μέσα από  την ιδιαίτερη φωνή και τις στιβαρές ερμηνείες της Ελένης Τζατζιμάκη.

(από το Δελτίο Τύπου, 2012)







Η Ελένη Τζατζιμάκη γεννήθηκε στην Αθήνα, το 1986. Είναι μεταπτυχιακή φοιτήτρια του Πανεπιστημίου της Σορβόννης, στον τομέα της Νεοελληνικής Φιλολογίας. Το 2009 κυκλοφόρησε η πρώτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο Η Μαγεία της Άνωσης, από τις εκδόσεις Μελάνι, η οποία συμπεριλήφθηκε στις υποψηφιότητες για το βραβείο Πρωτοεμφανιζόμενου Συγγραφέα (2010), του λογοτεχνικού περιοδικού Διαβάζω, καθώς και του Πρώτου Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών (2011). Έχει παρακολουθήσει μαθήματα κλασικού και μοντέρνου τραγουδιού, πιάνου και ακορντεόν.

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Ο Νίκος Ζουρνής για τον δίσκο "Στην εποχή του Δον Κιχώτη"







Αρχές της άνοιξης του 2015 λαμβάνω ένα μήνυμα από τη Φωτεινή Λαμπρίδη. Μου έστελνε στίχους για ένα τραγούδι τους οποίους είχε γράψει η Βασιλική Λαμπίρη. Τίτλος: «Μετανάστης». Η Φωτεινή είχε τη σκέψη να γράψω τη μουσική στα πλαίσια σεμιναρίου του Μικρού Πολυτεχνείου, όπου νέοι τραγουδοποιοί μελοποιούσαν νέους στιχουργούς. Μου άρεσαν πολύ και οι στίχοι και η όλη ιδέα του σεμιναρίου. Οπότε βάζω μπρος, δηλαδή αφήνω τους στίχους πάνω στο γραφείο μου, τους διαβάζω μερικές μέρες και σιγά - σιγά αρχίζω τις απόπειρες της μελοποίησης. Μετά από έναν μήνα είναι έτοιμο. Έτσι ξεκινάει η περιπέτεια του δίσκου «Στην εποχή του Δον Κιχώτη». 

Στη συνέχεια ζητάω από τη Φωτεινή να με φέρει σε επαφή με τη στιχουργό για να της ζητήσω κι άλλους στίχους. Πράγματι γνωριζόμαστε με την Βασιλική σε ένα καφέ στο Παγκράτι, ευχόμαστε «καλή αρχή» και ξεκινάει η συνεργασία μας. Εκείνη μου στέλνει στίχους κι εγώ φορτώνω τις δύο κιθάρες μου και φεύγω για Σύρο. Το κλασικό δρομολόγιο δηλαδή για να απομονωθώ και γράψω καμιά νότα. Συν τω χρόνω, σχηματοποιείται ένα υλικό για δίσκο και μάλιστα αρκετά διαφορετικό σε σχέση με τα παλιότερά μου τραγούδια. Οι στίχοι της Βασιλικής από μόνοι τους με οδήγησαν σε άλλους μουσικούς δρόμους. Θυμήθηκα επιρροές και τρόπους από είδη όπως η τζαζ, η φολκ, η επτανησιακή καντάδα κ.α. Δεν είχα ενσωματώσει μέχρι τότε αυτά τα ακούσματα σε τραγούδια μου. 

Γυρνάω Αθήνα. Εκείνη την εποχή έπαιζα και τραγουδούσα γύρω - γύρω όλοι σε μικρές μουσικές σκηνές μαζί με τη Νατάσα Καμπαστάνα. Όπως το συνηθίζω, με τον άνθρωπο που μοιράζομαι το πατάρι θέλω να μοιράζομαι και τους δίσκους. Οπότε λέω στη Νατάσα: «Αυτά είναι τα τραγούδια, πάμε να κάνουμε έναν δίσκο μαζί;». 







Ξεδιαλέγουμε μεταξύ πολλών οχτώ τραγούδια. Σκέφτομαι: «Μην κάνω πάλι εγώ την ενορχήστρωση και βγει μία από τα ίδια, να τα δώσουμε αλλού». Η σκέψη αυτή καταλήγει ως εξής: Τέσσερα τραγούδια εμπιστεύομαι στον πιανίστα Παντελή Μπενετάτο και τέσσερα στον πιανίστα Κώστα Στεργίου. Ο Παντελής από τον χώρο της jazz και ο Κώστας από τον χώρο του post - rock. Αγαπημένοι και οι δύο. Με ενδιέφερε η ποικιλία των επιρροών να πολλαπλασιαστεί με την ενορχήστρωση. Ήθελα μια καλειδοσκοπική ενορχήστρωση με όλα τα χρώματα. 

Ξεκινάμε ηχογραφήσεις στο στούντιο «Συν1» με ηχολήπτη τον Γιάννη Ταβουλάρη. Πρώτα με τα τραγούδια τα οποία ενορχήστρωνε ο Παντελής Μπενετάτος και έπειτα με τα υπόλοιπα τέσσερα στα οποία υπεύθυνος ήταν ο Κώστας Στεργίου. Τα τελευταία γράφτηκαν «live» στο στούντιο σχεδόν με όλους τους μουσικούς, πράγμα που δοκίμασα για πρώτη φορά. Πλέον το κάνω πιο συχνά. 

Πέρα από τη Νατάσα Καμπαστάνα συμμετείχαν ερμηνευτικά η πρωτοεμφανιζόμενη τότε Δήμητρα Μπουλούζου και, έκπληξη, ο Χρήστος Θηβαίος! Ο Χρήστος έτυχε να είναι στο στούντιο την ώρα που γράφαμε το τραγούδι «Δον Κιχώτης», του άρεσε πολύ και δέχτηκε με χαρά μεγάλη να κάνει φωνητικά στο ρεφρέν! 

Συνολικά η όλη εργασία από την αρχή (δηλαδή από το μήνυμα της Φωτεινής Λαμπρίδη) μέχρι το τέλος, μας πήρε σχεδόν τρία χρόνια (πάλι καλά, ο πρώτος δίσκος έκανε πέντε). Ο τίτλος ήταν δική μου ιδέα. Σκεφτόμουν τη συγκινητική διάθεση όλων των συντελεστών του δίσκου. Δηλαδή για παράδειγμα, οι μουσικοί την ώρα που γράφουν στο στούντιο (εάν οι συνθήκες είναι ανθρώπινες) βυθίζονται με μοναδικό πάθος σε αυτό που κάνουν. Σαν να είναι το πιο σημαντικό πράγμα στο κόσμο. Κι ας μην το ακούσει κανείς που λέει ο λόγος. Από το ίδιο πάθος εμφορούμαι κι εγώ. Το ίδιο πάθος έβλεπα να αντανακλάται και στους στίχους της Βασιλικής. Οπότε σκέφτηκα: «Τι είμαστε; Με Δον Κιχώτες μοιάζουμε». Κυνηγάμε ανεμόμυλους… 

Τα εικαστικά είναι δημιουργίες του Toni Demuro και την γραφιστική επιμέλεια ανέλαβε η Σοφία Μυτιληναίου. 

Πολλές φιλίες και συνεργασίες προέκυψαν από αυτόν το δίσκο και συνεχίζονται ακόμα. Γι’ αυτό είναι μια ωραία περιπέτεια ένας δίσκος. Ένα ταξίδι με πολλούς συντρόφους - συνταξιδιώτες. Που πηγαίνουμε δεν ξέρουμε ακριβώς. Πάντως όσο πιο πολλοί τόσο καλύτερα! Να γίνει μπούγιο και φραμπαλάς και χαμός! 

Νίκος Ζουρνής






«Στην εποχή του Δον Κιχώτη» 
Label: Studio Pazl 
Κυκλοφορεί ψηφιακά από την εταιρεία Spicy 

Συμμετείχαν οι μουσικοί: 
Nατάσα Καμπαστάνα: Τραγούδι 
Δήμητρα Μπουλούζου: Τραγούδι 
Χρήστος Θηβαίος: Φωνητικά 
Νίκος Ζουρνής: Ακουστική και κλασσική κιθάρα, τραγούδι 
Χρήστος Καλκάνης: Κλαρινέτο 
Βαγγέλης Παρασκευαΐδης: Βιμπράφωνο 
Παντελής Μπενετάτος: Πιάνο, μελόντικα 
Κώστας Κωσταντίνου: Κοντραμπάσο 
Σεραφείμ Μπέλλος: Τύμπανα 
Θάνος Σταυρίδης: Ακορντεόν 
Αλέξανδρος Δανδουλάκης: Ηλεκτρική κιθάρα 
Γιάννης Μανιάτης: Μπάντζο, slide κιθάρα 
Κώστας Στεργίου: Πιάνο 
Πέτρος Λαμπρίδης: Κοντραμπάσο 
Νίκος Παπαβρανούσης: Τύμπανα 

Ηχογράφηση - Μίξη: Γιάννης Ταβουλάρης, Στούντιο Συν1 
Mastering: Γιάννης Χριστοδουλάτος, Sweetspot Productions Studio 

To Cd "Στην εποχή του Δον Κιχώτη" διατίθεται στο δισκοπωλείο "Music Corner" (Πανεπιστημίου 56, Αθήνα)

Τετάρτη 10 Ιουνίου 2020

Η "Σεμίλα" της Σοφίας Καμαγιάννη





Σεμίλα ένα τραγούδι για τα παιδιά-θύματα του πολέμου στην Παλαιστίνη Μουσική: Σοφία Καμαγιάννη Στίχοι: Γιώτα Παρθενίου Τραγούδι: 'Αννη Ονουφρίου βιόλα Φώτης Παπαντωνίου κρουστά Νίκος Φορλίδας πιάνο Σοφία Καμαγιάννη ηχογράφηση και μίξη Σάκης Μπάστας Noisebox studio, Πάτρα, 2011 φωτογραφίες : Μαρίνα Κοντογιάννη και δημοσιεύματα ειδησεογραφικών πρακτορείων βίντεο : Kατερίνα Βασιλάκου μετάφραση στα Αραβικά και απαγγελία στίχων Χάλεντ Καμπάνι


***



Η Σεμίλα ή Σουμάγια είναι ενα αθώο παιδί, όλα τα αθώα παιδιά, του αιματοβαμμένου πολέμου στην Παλαιστίνη. Αφιερωμένο σε αυτά και το ομώνυμο ανέκδοτο τραγούδι που γράφτηκε κάποια χρόνια πριν σε στίχους της Γιώτας Παρθενίου για τη φωνή της Άννης Ονουφρίου. Επειδή αυτή την περίοδο η συλλογική μας συνείδηση αναζητά διεξόδους επικοινωνίας σε πολλά επίπεδα, σκέφτηκα να μην το αφήσουμε να περιμένει μια μελλοντική καταγραφή του στη δισκογραφία. Έτυχε και το είχαμε ηχογραφήσει με μια λιτή ενορχήστρωση. (Φώτης Παπαντωνίου-βιόλα, Νίκος Φορλίδας-κρουστά, Σοφία Καμαγιάννη-πιάνο, ένα σχήμα που τότε παίζαμε μαζί) 

Τώρα, μέσα στην καραντίνα, ήρθαν και οι φωτογραφίες από τη Μαρίνα Κοντογιάννη, μαζί και με αυτές από ειδησεογραφικά πρακτορεία, και όλες ενσωματώθηκαν στο βίντεο της Κατερίνας Βασιλάκου- έτσι άρχισε να προκύπτει το καινούριο σχήμα του τραγουδιού. Iδιαίτερες ευχαριστίες στον κ. Χάλεντ Καμπάνι για την τόσο πρόθυμη συνεισφορά του με τη μετάφραση στην αραβική γλώσσα και την απαγγελία κάποιων στίχων (από το τραγούδι) για να τους χρησιμοποιήσω στην τωρινή εκδοχή ως εισαγωγή. Με συγκίνησε. Ο ήχος, η φωνή, η σύνδεση με το εκεί. Πόσο ακόμα; 

Σοφία Καμαγιάννη
Μάϊος 2020

Τρίτη 9 Ιουνίου 2020

Ο Μάκης Γκαρτζόπουλος για τον Κοινό Βίο







Ο Μάνος Χατζιδάκις και ο Γιώργος Χρονάς ξεκίνησαν το 1977 να εργάζονται πάνω σε έναν κύκλο τραγουδιών βασισμένο σε μία ποιητική ιδέα του συνθέτη, και του έδωσαν τον τίτλο Κοινός Βίος.

Ο Χρονάς παρέδωσε δεκατέσσερα (14) τραγούδια, όμως τελικά μονάχα τέσσερα (4) από αυτά μελοποίησε και ηχογράφησε ο Χατζιδάκις δοκιμαστικά με τη φωνή του και παρέμειναν ακόμα κι αυτά ανέκδοτα, μέχρι που κυκλοφόρησαν το 1999 -πέντε (5) χρόνια μετά το θάνατό του- στο δίσκο 2000 M.X.

Το έργο στην τελική του μορφή θα αποτελούνταν από δεκαοκτώ (18) μουσικά και τραγουδιστικά μέρη για μικρή ορχήστρα, μικτή χορωδία, έναν τραγουδιστή και την μπάντα της αστυνομίας.

Για όλα αυτά τα χρόνια οι στίχοι του έργου στην ολοκληρωμένη του μορφή παρέμειναν κι αυτοί ανέκδοτοι, μέχρι που το 2019 -και συγκεκριμένα στα μέσα Ιουνουαρίου- τυπώθηκε η συγκεντρωτική έκδοση με τους στίχους των τραγουδιών που έχει γράψει μέχρι τώρα ο Γιώργος Χρονάς, και ανάμεσά τους βρίσκουμε και όλα τα τραγούδια του Κοινού βίου.

Φαίνεται όμως πώς η διαδρομή αυτών των τραγουδιών δεν τελειώνει με την μη ολοκλήρωση του έργου από τον Χατζιδάκι.

Το τεύχος 185 (Ιανουάριος - Μάρτιος 2020) του περιοδικού Οδός Πανός, βρίσκουμε να το συνοδεύει και ένα cd με μελοποιημένους στίχους του Χρονά από έναν πολύ αξιόλογο συνθέτη, τον Χαρίλαο Τρουβά. Ο τίτλος του cd είναι Οδός Χρονά, και περιλαμβάνει δώδεκα (12) μελοποιήσεις στίχων και ποιημάτων του Χρονά που ερμηνεύει ο Πάρις Κιμιωνής με την συνοδεία της Γιούλας Γιαννάκη στο πιάνο.

Ανάμεσα λοιπόν στα τραγούδια του cd, συναντάμε και τη μελοποίηση του ομότιτλου τραγουδιού από αυτόν τον κύκλο τραγουδιών που δεν πρόλαβε να μελοποιήσει ο Μάνος Χατζιδάκις.

Μάκης Γκαρτζόπουλος

Αλέξης Βάκης: Μια Πριγκιπέσα που πάει παντού






Μια Πριγκιπέσα που πάει παντού


του Αλέξη Βάκη

(Δημοσιεύτηκε στο Δίφωνο, τεύχος 168 – Φεβρουάριος 2010)


Οι πολλαπλές επανεκτελέσεις δημοφιλών τραγουδιών δεν είναι βέβαια καινούργιο φαινόμενο στην ελληνική δισκογραφία. Το συναντάμε ήδη από τα προπολεμικά χρόνια. Πάντως, αυτό που συμβαίνει τα τελευταία χρόνια με την Πριγκιπέσα του Σωκράτη Μάλαμα είναι πρωτόγνωρο. Γιατί δεν είναι δα και ό,τι πιο συνηθισμένο το τραγούδι ενός σύγχρονου δημιουργού, που είναι μεν αναγνωρίσιμος και δημοφιλής, μα κατ’ ουσίαν παραμένει underground ιδιοσυγκρασίας, να ακούγεται κάθε βράδυ σε κάθε νυχτερινό μαγαζί της ελληνικής επικράτειας: από τις πιο αυστηρές «έντεχνες» μουσικές σκηνές της Αθήνας ως το τελευταίο επαρχιακό σκυλάδικο. Και επιπλέον, να έχει καταγραφεί στη δισκογραφία μέσα από διαδοχικές επανεκτελέσεις, που όλες -κάτι εξίσου εντυπωσιακό- έγιναν κατά την τριετία 2006-2009. Αυτή τη στιγμή η Πριγκιπέσα κυκλοφορεί ταυτόχρονα σε τουλάχιστον δέκα διαφορετικές δισκογραφικές εκδοχές (με τη σιγουριά μάλιστα ότι μου έχουν διαφύγει μερικές ακόμη), πράγμα που -αν δεν κάνω λάθος- ουδέποτε είχε συμβεί στο παρελθόν με άλλο τραγούδι. Χωρίς φυσικά να συνυπολογίζω τις εκτελέσεις που μπορεί κανείς να βρει στο διαδίκτυο -σε βιντεάκια του τύπου YouTube- από καλλιτέχνες (Γλυκερία, Ματθαίο Γιαννούλη κ.ά.) οι οποίοι δεν έχουν συμπεριλάβει το εν λόγω τραγούδι σε κάποιο δίσκο τους ως τώρα, το διατηρούν όμως σταθερά στο ρεπερτόριό τους όπου και αν εμφανίζονται ζωντανά.

Έχουμε και λέμε

Εκτός λοιπόν της πρώτης εκτέλεσης (η οποία περιλαμβάνεται στον δίσκο του Σωκράτη Μάλαμα Ο φύλακας κι ο βασιλιάς, που κυκλοφόρησε το 2000), μπορεί κανείς να βρει την Πριγκιπέσα στις παρακάτω ηχογραφήσεις σε στούντιο:

* με τον Μανώλη Λιδάκη στον δίσκο Αυστηρώς λαϊκόν (2006)
* με τον Μπάμπη Τσέρτο στον δίσκο Το μονοπάτι (2006)
* με την Πίτσα Παπαδοπούλου στον δίσκο Όσα αγαπώ (2006)
* με τη Μελίνα Ασλανίδου στον δίσκο Στο δρόμο (2009)
* με τον Βασίλη Καρρά στον δίσκο Όπως παλιά (2009)

Για την περίπτωση που κάποιος προτιμάει τις ζωντανές ηχογραφήσεις (και εκτός της επανεκτέλεσης του τραγουδιού από τον ίδιο τον Μάλαμα στον δίσκο Live στο Λυκαβηττό – 2007), υπάρχουν οι εξής εναλλακτικές λύσεις:

* με τον Μπάμπη Στόκα στον δίσκο Τραγουδήστε, μην ντρέπεστε (2008)
* με την Ελένη Βιτάλη στον δίσκο Ζωντανό Κύτταρο (2009)

Αν μάλιστα όλες οι παραπάνω εκδοχές δεν σας ικανοποιούν και θέλετε κάτι πιο δραστικό, ενδέχεται να σας ενδιαφέρει ο «άρχοντας του κάμπου», ο -κατοικοεδρεύων στα cult μαγαζιά μεταξύ Καρδίτσας και Τρικάλων- Μίμης Γκιουλέκας, ο οποίος στον δίσκο του Μια βραδιά στις Δέκα Εντολές (κυκλοφόρησε το 2007) επίσης συμπεριέλαβε την Πριγκιπέσα.

Γιατί χαίρεται ο κόσμος και χαμογελάει, πατέρα;

Προς τι όμως όλος αυτός ο πανικός; Σαν να λέμε, ποιος είναι ο λόγος για τον οποίο ήταν η Πριγκιπέσα εκείνη που μπήκε στα χείλη όλων τα τελευταία χρόνια και όχι κάποιο άλλο τραγούδι; Ιδού ένα ερώτημα που χρήζει απάντησης. Μη βιαστείτε να απαντήσετε «εξαιτίας του ρυθμού της», πως είναι δηλαδή τσιφτετέλι και άρα είναι εύκολο να «εκμαυλίσει» τα πλήθη και να τα σηκώσει στην πίστα. Ο ρυθμός του τσιφτετελιού ήταν όντως εκείνος που έβγαλε τεράστια σουξέ τα τελευταία εικοσιπέντε χρόνια: Πότε Βούδας πότε Κούδας (Πέτρου Βαγιόπουλου-Μανώλη Ρασούλη), Βάλε το κόκκινο φουστάνι (Σταύρου Κουγιουμτζή-Κώστα Κινδύνη), Μία είναι η ουσία (Χρήστου Νικολόπουλου-Λευτέρη Χαψιάδη), Ρίξε στο κορμί μου σπίρτο (Γιάννη Σπανού-Τασούλας Θωμαΐδου) και άλλα, υπό τους ήχους των οποίων λικνίστηκαν εκατομμύρια Έλληνες και Ελληνίδες. Όμως, η ρυθμική αγωγή του τραγουδιού του Μάλαμα είναι κατά πολύ πιο αργή από των υπολοίπων που ανέφερα, κάτι που του δίνει έναν ράθυμο (και ως εκ τούτου πιο μοναχικό) χαρακτήρα, ακόμη και τη στιγμή του χορού. Αν μάλιστα συνυπολογίσω τον εξομολογητικό τρόπο με τον οποίο εκφέρονται -σε πρώτο πρόσωπο- οι στίχοι, θα μπορούσα άνετα να υποστηρίξω πως η Πριγκιπέσα είναι ένα τσιφτετέλι με ψυχολογία «βαριού» ζεϊμπέκικου. Για να είμαστε πάντως σοβαροί, υπάρχουν πολλοί αδιόρατοι παράγοντες που καθορίζουν ποιο τραγούδι γίνεται επιτυχία και ποιο όχι και κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι κατέχει το μυστικό στο θέμα αυτό. Πράγμα που σημαίνει πως όποια λογικοφανή εξήγηση κι αν δώσουμε στο φαινόμενο, ποτέ δεν θα είμαστε 100% σίγουροι ως προς την ορθότητα των ισχυρισμών μας.

Αφιερώνουμε τη νίκη στον υπέροχο λαό μας

Ένα πράγμα που μου έκανε μεγάλη εντύπωση όταν έψαχνα στοιχεία στο διαδίκτυο γι’ αυτό το άρθρο, είναι πως εκείνοι που δυσανασχετούν -και μάλιστα εμφανώς, αν μπείτε σε σχετικά ιστολόγια θα το δείτε- με την μεγάλη επιτυχία της Πριγκιπέσας είναι αρκετά άτομα από τον στενό πυρήνα των ακροατών του Μάλαμα όλα αυτά τα χρόνια. Που θεωρούν «προδοσία» το να αγγίζει π.χ. ο Βασίλης Καρράς ένα τραγούδι «του Σωκράτη», και μάλιστα με τη συγκατάθεση του τελευταίου. Εδώ που τα λέμε βέβαια, ο τραγουδοποιός ασφαλώς και δεν είχε κανένα λόγο για να αρνηθεί το σχετικό αίτημα, όσο και αν κάτι τέτοιο πληγώνει κάποιους οπαδούς του. Οι οποίοι (και δεν το εστιάζω φυσικά μόνο στους λάτρεις του Μάλαμα αλλά και αρκετών άλλων ομοτέχνων του), έχοντας αποκτήσει μια ιδιάζουσα -και σίγουρα στην αρμοδιότητα της ψυχοπαθολογίας- «συνιδιοκτησιακή» σχέση με το δημιουργικό έργο του ειδώλου τους, αισθάνονται ίσως ότι δικαιούνται να θέτουν όρους για το πλαίσιο και τους χώρους όπου μπορεί να κινηθεί το εν λόγω έργο.

Όμως αυτό, ειδικά στις συνθήκες της σημερινής «περίεργης» πνευματικής συγκυρίας που ζούμε, είναι διαφορετικής τάξεως ζήτημα.

Λιάνα Μαλανδρενιώτη: Ελληνική επανάσταση και μουσική





Ελληνική επανάσταση και μουσική

της Λιάνας Μαλανδρενιώτη

(Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα Η ΕΠΟΧΗ, 29 Μαρτίου 2020, http://epohi.gr/mousikes-protaseis-83/)



«Δες πώς χορεύει ο Νικηταράς κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς»

Θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε ως ορόσημο μιας σύντομης μουσικής ανασκόπησης στα χρόνια πριν και κατά τη διάρκεια της Ελληνικής Επανάστασης τη στιγμή που ο οραματιστής Ρήγας Φεραίος σε ένα σαλόνι της Βιένης τραγουδά «Ως πότε παλικάρια…» προσαρμόζοντας τα λόγια στη μουσική του δημοτικού τραγουδιού «Μια προσταγή μεγάλη». Είναι το 1796, δύο χρόνια πριν το μαρτυρικό θάνατό του. Με το όνομα «Θούριος» ως τίτλο, το όλο κείμενο είναι έμμετρο με αφηγηματικά στοιχεία και αναφέρεται κυρίως στην αξία της ελευθερίας και στα «Δικαιώματα του Ανθρώπου». Ο Ρήγας ορμητικός και μαινόμενος, φλογίζει και εμψυχώνει τους ραγιάδες αλλά εκφράζει επίσης και το κλίμα του επαναστατικού κλασικισμού της εποχής του.

Ο αγώνας των Ελλήνων για ανεξαρτησία ενέπνευσε πολλά και σημαντικά έργα σε μουσουργούς της Ευρώπης και ειδικά της γειτονικής μας Ιταλίας. Ένα από τα πλέον εµβληµατικά έργα της εποχής του Ροµαντισµού, αφιερωµένα στον αγώνα των Ελλήνων για ανεξαρτησία, είναι η χορωδιακή «Ηρωική σκηνή» του Μπερλιόζ, σε αυτό το έργο ο Μπερλιόζ εξιδανικεύει τον αγώνα, συνδέοντας τους αγωνιστές του ’21 µε τους µυθικούς ήρωες της αρχαίας Ελλάδας. Ο ευαίσθητος γείτονάς μας Ιταλός Ροσίνι εμπνέεται από το ηρωικό Μεσολόγγι και γράφει το έργο «Η Πολιορκία της Κορίνθου» και την καντάτα «Ο Θρήνος των Μουσών για τον θάνατο του λόρδου Βύρωνα».

Από την κεντρική Ευρώπη ο Τσεχος Ντβόρζακ συνθέτει «Τρία νεοελληνικά τραγούδια για φωνή και πιάνο» και ο Γερμανός Μπετόβεν τη σκηνική μουσική για τα «Ερείπια των Αθηνών» του φον Κότσεμπου, γραμμένη το 1811, λίγα χρόνια πριν από την έκρηξη του Αγώνα. Η ιδεολογικά φορτισμένη παρτιτούρα αναφέρεται ακριβώς στο πένθος της Ευρώπης για την υποδούλωση της Ελλάδας στους Οθωμανούς. Αυτά είναι τα πιο γνωστά προβεβλημένα έργα.

Η μουσική παραγωγή των φιλελλήνων συνθετών ξεκινά από τα χρόνια του Αγώνα και συνεχίζεται μετά την ίδρυση του ελληνικού βασιλείου, καθώς η Ελληνική Επανάσταση συνεχίζει να εμπνέει δημιουργούς που προέρχονται από χώρες οι οποίες δεν είχαν κερδίσει ακόμα την ανεξαρτησία τους (π.χ. Ιταλία, Γερμανία).

Οι Ευρωπαίοι συγκινούνται και εμπνέονται

Από τα γεγονότα της Ελληνικής Επανάστασης, δύο κυρίως επιλέγουν, την Έξοδο του Μεσολογγίου και τη Ναυμαχία του Ναβαρίνου. Η Έξοδος του Μεσολογγίου συγκίνησε την παγκόσμια κοινή γνώμη, τόσο λόγω της τραγικής έκβασής της όσο και λόγω του προηγηθέντος θανάτου του Λόρδου Βύρωνα (1824). Η Ναυμαχία του Ναβαρίνου, με την εμπλοκή των τριών Μεγάλων Δυνάμεων (Αγγλίας, Γαλλίας και Ρωσίας) και τη νικηφόρα έκβασή της, την ανέδειξαν σε σύμβολο της κατίσχυσης του σταυρού έναντι της ημισελήνου. Ένα από τα πρώτα έργα που αναφέρεται στο Μεσολόγγι, είναι το τρίπρακτο δράμα «Η πτώση του Μεσολογίου» του Γερμανού Gustav Joseph Krahe, που γράφτηκε το 1826. Την ίδια χρονιά εκδίδεται το έμμετρο δράμα «Η τελευταία ημέρα του Μεσολογγίου» σε ποίηση Georges Ozaneaux και μουσική Ferdinand Hérold. Καθώς και το «Άσμα του Μεσολογγίου» από τον Ιταλό συνθέτη Antonio Francesco Gaetano Saverio Pacini (1778-1866). Επίσης, έχουν μεγάλο ενδιαφέρον τα σκηνικά έργα συνθετών λιγότερο γνωστών, όπως οι όπερες «Η ναυμαχία του Ναυαρίνου» του Τζουζέπε Στάφα, που πρωτοπαρουσιάστηκε στο περίφημο Σαν Κάρλο της Νάπολης το 1837, «Οι τελευταίες μέρες του Σουλίου» του Τζοβάνι Μπατίστα Φεράρι, όπερα που ανέβηκε στον εξίσου διάσημο Φοίνικα της Βενετίας το 1843 και παιζόταν για περισσότερο από δεκαπέντε χρόνια σε διάφορα ιταλικά θέατρα, ο «Ορκος του Γερμανού ή Η Απελευθέρωση της Ελλάδος» του Μαλτέζου συνθέτη Ναπολεόνε Μιφσούντ (Ρώμη 1849) ή ακόμα το μπαλέτο «Η τελευταία μέρα του Μεσολογγίου» του Λουίτζι Βιβιάνι (Βενετία 1832/33). Και ο κατάλογος είναι πραγματικά μακρύς.

Ελληνική μουσική δημιουργία

Η ελληνική μουσική δημιουργία άνθισε στα Επτάνησα και ανέδειξε σπουδαίους συνθέτες. Ένας μεγάλος Επτανήσιος μουσουργός, είναι ο συνθέτης του Εθνικού μας Ύμνου, ο Νικόλαος Χαλικιόπουλος – Μάντζαρος, (1795-1872), ο οποίος θεωρείται όχι μόνο ο αρχηγός της επτανησιακής σχολής, αλλά και γενικότερα ο θεμελιωτής της δυτικότροπης μουσικής στην Ελλάδα. Ο Μάντζαρος ήταν φίλος του Διονύσιου Σολωμού και εκτιμούσε πολύ το έργο του εθνικού μας ποιητή. Μελοποίησε ολόκληρο τον Ύμνο στην Ελευθερία – σε τέσσερις διαφορετικές γραφές – από τον οποίο οι δύο πρώτες στροφές καθιερώθηκαν ως Εθνικός Ύμνος της Ελλάδας το 1865 και της Κύπρου το 1966. Έγραψε μουσική και για άλλα ποιήματα του Σολωμού «Φαρμακωμένη», «Ύμνος εις τον Μπάιρον» κ.ά. Ένα μικρό αριστούργημά του είναι η «Χορωδιακή καντάτα» για υψίφωνο και ανδρική χορωδία γραμμένη στα 1823/4, κατά τη διάρκεια της Επανάστασης. Χαρακτηριστικό δείγμα της καθαρόαιμα ιταλικής παιδείας του συνθέτη, η καντάτα παραπέμπει ευθέως στο μεταιχμιακό ύφος μιας εποχής, κατά την οποία η δύση του κλασικισμού συνέπιπτε με τη γέννηση και άνθηση του ρομαντικού μπελ-κάντο. Όμως, «συνθέτης της Επανάστασης του 1821» θεωρείται ο Παύλος Καρρέρ (Ζάκυνθος, 1829-1896). Ο Καρρέρ μας κληροδότησε και το δημοφιλέστερο ελληνικό κομμάτι του 19ου αιώνα, τον Γεροδήμο. Ο «Γεροδήμος» δημιουργήθηκε ως τραγούδι ανεξάρτητο και κατόπιν εντάχθηκε από τον συνθέτη ως άρια στην περίφημη όπερα του, «Μάρκος Μπότσαρης». Πρόκειται για μελοποίηση του ποιήματος «Ο Δήμος και το καριοφίλι του» από τη συλλογή «Μνημόσυνα» (1857) του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Εκτός από την όπερα «Μάρκος Μπότσαρης», εμπνευσμένη από το ’21 είναι και η όπερα «Δέσπω». Από το 1821 εμπνεύστηκαν επίσης οι Σαμάρας, Ξύνδας, Καλομοίρης.

Με το καριοφίλι, την πένα και τον ταμπουρά

Με το καριοφίλι, την πένα και τον ταμπουρά κερδήθηκε ο αγώνας. Ο ταμπουράς μάλιστα, αυτό το ελληνικό παραδοσιακό όργανο, συντρόφευε πολλούς αγωνιστές της επανάστασης του 1821, σύμφωνα με μαρτυρίες. Οι μελωδίες του τους έδιναν κουράγιο και δύναμη. Ο στρατηγός Μακρυγιάννης κουβαλούσε πάντα επάνω του τον ταμπουρά του. Μια ιστορία λέει πως στην πολιορκία της Αθήνας, εκείνο τον Σεπτέμβριο του 1826, ο Γκούρας και οι άλλοι οπλαρχηγοί αντιστέκονταν με σθένος και, όταν έπεσε η νύχτα και ο Μακρυγιάννης τους κάλεσε κουρασμένους στο οχυρό του, έπιασε τον ταμπουρά του και άρχισε να χαϊδεύει με τα δάχτυλά του τις τρεις διπλές χορδές του οργάνου και να τους τραγουδάει. Εκείνη ήταν η νύχτα που ο Μακρυγιάννης αυτοσχεδίασε και τραγούδησε το θρυλικό μοιρολόι, «Ο ήλιος εβασίλεψε και το φεγγάρι εχάθη». Σήμερα, ο ταμπουράς που αποδίδεται στον Μακρυγιάννη φυλάσσεται στο Εθνικό Ιστορικό Μουσείο. Την ιστορία για το παραπάνω μοιρολόι την γνωρίζουμε από τα απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη. Αλλά και ο άλλος μεγάλος ήρωας του ’21, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης προσάρμοζε σε γνωστά δημοτικά τραγούδια δικά του λόγια ανάλογα με την περίσταση και τα τραγουδούσε στα παλληκάρια του.

Η φλογέρα, το νταούλι, ο μπαγλαμάς, ο ταμπουράς, η πίπιζα, η λύρα, το τουμπερλέκι και το λαούτο ήταν τα όργανα που συνόδευαν τα κλέφτικα τραγούδια. Οι ραψωδοί ακολουθούσαν το ασκέρι στις μάχες και εμψύχωναν τα παλικάρια. Γνωστός ο Τσοπανάκος από τη Δημητσάνα που ακολουθούσε τον Νικηταρά και του σκάρωσε το κλέφτικο «Στα τρίκορφα μες στη κορφή» και αναφέρεται στη μάχη του Βαλτετσίου. Τα τραγούδια αυτά τα «Κλέφτικα» καλλιέργησαν τη συλλογική μνήμη, συνέβαλαν στη διαμόρφωση της εθνικής συνείδησης και ταυτότητας αλλά και της αίσθησης τοπικής ιδιαιτερότητας όσο κανένα άλλο είδος της λαϊκής καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους

Με τη συγκρότηση του νεοελληνικού κράτους έχουμε αρχικά την ένταξη του μαθήματος της μουσικής στο Κεντρικό Σχολείο και το Ορφανοτροφείο, που ίδρυσε ο Καποδίστριας στην Αίγινα. Παράλληλα, αποκτούμε την καταστατική αρχή θεσμοθέτησης της μουσικής παιδείας στη χώρα και το πρώτο εγχειρίδιο Θεωρίας της Μουσικής στα ελληνικά από τον φιλικό και αγωνιστή Νικόλαο Φλογαΐτη (Αίγινα, 1830), ενώ οι πρώτες παραστάσεις όπερας στην Αθήνα πραγματοποιούνται το 1840. Η σοβαρή θεμελίωση της μουσικής παιδείας στη χώρα ξεκινά με την ίδρυση του Ωδείου Αθηνών το 1871.

Στη σύγχρονη ελληνική μουσική δημιουργία έχουμε δύο σημαντικά έργα, το πρώτο «Η χορωδιακή συμφωνία 1821» ανήκει στον συνθέτη Νίκο Αστρινίδη. Το 1971, ο Δήμος Θεσσαλονίκης του ανέθεσε τη σύνθεση συμφωνικού έργου για τον εορτασμό της εκατοπεντακονταετίας από την Ελληνική Επανάσταση. «Η χορωδιακή Συμφωνία 1821» παίχτηκε στις 27 Οκτωβρίου 1971 στα ΣΤ’ Δημήτρια. Το δεύτερο, τα «Οράματα και θάματα του Στρατηγού Μακρυγιάννη» του συνθέτη Δημήτρη Μαραγκόπουλου, αποτελεί ένα πρώτο δείγμα προσέγγισης του θέματος από τη σύγχρονη ελληνική δημιουργία και είναι παραγγελία από την Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ.

Από το γεγονός της Ελληνικής Επανάστασης εμπνεύστηκαν και σύγχρονοι συνθέτες και στιχουργοί. Ξεχωρίζω το «Τσάμικο», σε μουσική του Μάνου Χατζιδάκι και στίχους του Νίκου Γκάτσου. Το τραγούδι περιλαμβάνει τον εξής χαρακτηριστικό στίχο: «Δες πώς χορεύει ο Νικηταράς κι αηδόνι γίνεται ο ταμπουράς».

Δευτέρα 8 Ιουνίου 2020

Ο Σωτήρης Κακίσης για τον Χρήστο Βακαλόπουλο


(Βακαλόπουλος - Κακίσης - Μπακιρτζής - φώτο: Αρχείο Σωτήρη Κακίση)



Κάθε Φεστιβάλ τον Χρήστο τον Βακαλόπουλο σκέφτομαι. Και κάθε Ντόλτσε όμως, κάθε Φίλιον, το φίλο μου δεν μπορώ να ξεχάσω, τη γλυκύτητά του τη μεγάλη του τελευταίου καιρού, τις συζητήσεις μας τις ελλειπτικές για τον Ντάγκλας Σερκ και τον Φορντ, εκείνες τις πολύ προσωπικές Αθηναϊκές Ιστορίες μας, τη Μαρία, την Κευή, την Αριάνα, την Έλσα, τη Ρούλα, την Όλια, τη Γιώτα, την Ηλέκτρα. Κι ύστερα, πάλι κάθε φθινόπωρο, ραντεβού στο Φεστιβάλ, για ακόμα πιο νέες, θεσσαλονικιώτικες, Χειμερινοί Κολυμβητές, με τον Αργυράκο μας τον Μπακιρτζή πάντα να μας περιμένει, πάντα να έχει στη διάθεσή μας την αόρατη ασημένια του, αρχαία Μερσεντές, τα όνειρά του κι αυτός, δηλαδή, μαζί με τα δικά μας, πάντα σε πρώτη ζήτηση, παρακαλώ, Σταύρο, Χάρη, Μάκη, μην κλαίτε. Από τις «Βεράντες» του τις κινηματογραφικές ως την «Υπόθεση Μπεστ-Σέλερ» του, που μαζί, για ένα ωραίο φεγγάρι, το βγάλαμε με τα «Παραμύθια σαν αστεία άστρα» τα δικά μου, από την «Όλγα Ρόμπαρτς» του και τον πολύπλοκο υποκριτικά ρόλο μου στα είκοσι εκεί μέσα μου δευτερόλεπτα, ως τον «Τζέρι Λούις» το βιβλίο μας, το αφιερωμένο στον άλλο αγαπημένο μας, τον Θανάση Βέγγο, Θανάση, πολλά περάσαμε με το Χρήστο τον χριστό, συχνά κι από μακριά, κάθε φορά μάλιστα που ο Παναθηναϊκός σας ο αμφιλεγόμενος τα ’φτυνε, το τηλέφωνό μας τότε το αναλυτικό κι αναλγητικό έπιανε εξαίσια φωτιά, κι ο Χρήστος, πάντα ΑΝΤΙ, πάλι είχε την άποψή του την ιδιαίτερη για όλους κι όλα, από τον Δομάζο, θέλω να πω, ως τον Χιούστον, από τον Ντεμέλο και τον Βερόν ως τον Χοκς και τον Ρενουάρ διαλεγόμενος, διαλέγοντας με ιερή διάθεση και διάχυση πάντα εκλεκτά πρόσωπα και πράγματα. Γιατί πάντα, ΑΥΤΗ Η ΝΥΧΤΑ ΤΟΥ ’ΜΕΝΕ και του Χρήστου του εκλεκτού, από τον «Κουασιμόδο» και το οπισθοδρομικό «Άλσος» ως το καταραμένο «Decadence» και τον ανάμεικτο «Βρούτο», το ξέρεις.

Τι να λέω; Ο Χρήστος μια μουσική υπέροχη θ’ ακούει πάντα, όπως τη μέρα εκείνη τη μοιραία, μετά τη σκληρή εκκλησία, με τα κλαρίνα. Μια μουσική σαν τη ζωή του μαγική και λιτή, σαν τον καιρό του πλήρη κι, ευτυχώς, αιώνια ανικανοποίητη. Και κάθε Φεστιβάλ πιο πολύ κι από το Φεστιβάλ κι απ’ όλα, εγώ για το Χρήστο το Βακαλόπουλο λέω να λέω, τον χωρίς ορισμούς κι όρια, τον πέρα κι από συγγραφέα και κριτικό και σκηνοθέτη, τον πάντα, πάλι ευτυχώς, τον ΓΙΑ ΠΑΝΤΑ, πάλι και πάλι, ΠΑΙΔΙ. Μετρώντας στη Γη πιο πολύ τα πεσμένα άστρα, τσουρουφλίζοντας κάθε φορά τ’ ακροδάχτυλά του ο Χρηστάκης, όσο ήταν μαζί μας, ζώντας ουσιαστικά, βρήκε κι άγγιξε πρώτος ένα σωρό Χαμένους Θησαυρούς, αφήνοντάς τους μάλιστα γενναιόδωρα σ’ άλλους, ακόμα κι από μας, πιο Φτωχούληδες των Θεών.

Σωτήρης Κακίσης


Πηγή: περιοδικό Symbol, Επενδυτής, 1998




(Χρήστος Βακαλόπουλος - φώτο: Αρχείο Σωτήρη Κακίση)

Κυριακή 7 Ιουνίου 2020

"Αντίο κι ευχαριστώ" στην Χαρούλα Αλεξίου







Επί τάπητος


Το πικάπ με τους δίσκους του πατέρα μου βρισκόταν από πάντα σε μια εσοχή στο σαλόνι, πάνω στο έπιπλο που είχε σχεδιάσει ο ίδιος για να στεγάζει δίσκους, κασέτες και αργότερα cd-προσφορά των κυριακάτικων εφημερίδων. Το αυτοσχέδιο ξύλινο έπιπλο πατούσε πάνω σ’ένα χοντρό χαλί. Το καφέ φόντο με τα πολύχρωμα γραμμικά σχέδια έμοιαζαν στα παιδικά μου μάτια με δαιδαλώδες οδικό δίκτυο. Ιδανικό πεδίο για φανταστικούς αγώνες, νοητά ταξίδια και πραγματικούς, άγριους τσακωμούς με το μικρότερο αδερφό που μοιραζόμασταν τα ίδια αυτοκινητάκια και τις ίδιες πίστες ταχυτήτων. Όλα πάνω στο χοντρό, καφέ χαλί. Αυτό που δεν μοιραζόμασταν με τον Αλέξανδρο ήταν το πάθος της ακρόασης των δίσκων του πατέρα. Ευτυχώς. Αν τσακωνόμασταν με έπαθλο τα βινύλια, το πιθανότερο είναι ότι θα είχαμε ατυχήματα. Με σπασμένα τα μέλη των δίσκων και με τον πατέρα-δικαστή σε αναζήτηση ενόχων.

Όταν ήμουν ο απόλυτος κυρίαρχος του σαλονιού, άπλωνα τους δίσκους, τους χώριζα σε ομάδες και έφτιαχνα πρόγραμμα ακρόασης. Τη μια μέρα κλασική μουσική, την άλλη ροκ του ’70 και άλλοτε «τα ελληνικά». Μέχρι τα 10 μου θα πρέπει να είχα ακούσει δεκάδες, αμέτρητες φορές εκείνους τους τρεις δίσκους με τα εντυπωσιακά εξώφυλλα: «Μικρά Ασία», «Βυζαντινός Εσπερινός», «Λαϊκές Κυριακές». Καθισμένος οκλαδόν μπροστά ακριβώς απ’τα μεγάφωνα, τ’αυτιά μου γέμιζαν με μια ζεστή φωνή -αλλού νεανική, σχεδόν εφηβική, κι αλλού γεμάτη σαν μεταλλικό χτύπημα καμπάνας- που τραγουδούσε τραγούδια που δεν καταλάβαινα και πολύ. Κι όμως, με κάποιο τρόπο ταυτιζόμουν μαζί τους. Ακουγα για μια «γυναίκα του Αϊβαλιού ωραία» και οι οιδόποδειοι συνειρμοί με οδηγούσαν, μέσω της εικονιζόμενης τραγουδίστριας, στη μορφή της μάνας. Άκουγα λέξεις όπως «σεβντάς» και «μορτάκια» που δεν μπορούσα να υποψιαστώ το νόημά τους. Αλλά κι εκείνο το «βαρανταγερέ» που δεν ήξερα καν αν ήταν όνομα, επιφώνημα ή ολόκληρη φράση μιας άγνωστης γλώσσας. Κι όσο οι ακατάληπτες λέξεις έχτιζαν μέσα μου λαβύρινθους σκέψεων και σκηνικά φαντασμαγορίας, άλλο τόσο οι συνθέσεις του Κουγιουμτζή και του Καλδάρα ανακατεύονταν σ’ένα χαρμάνι που άνοιγε διάπλατα μπροστά μου αχαρτογράφητους μουσικούς ορίζοντες.

Λίγο μετά τα 20, στο τέλος του 18μηνου των συμβατικών μου υποχρεώσεων ως έλληνας πολίτης, βρέθηκα σε ένα στρατόπεδο-εργοστάσιο παραγωγής αρτοσκευασμάτων στο Μενίδι. Ένα βράδυ του Σεπτέμβρη πήρα το ψηφιακό μου ραδιοφωνάκι, πάτησα το κουμπί που με οδηγούσε στη συχνότητα του «Μελωδία» και συντονίστηκα με τον παλμό μιας επετειακής συναυλίας στη μνήμη του Μάνου Λοΐζου. Δεν ξέρω αν ακούστηκε εκείνη τη βραδιά το τραγούδι, αλλά εγώ το είχα έτσι κι αλλιώς στα αυτιά μου, σε ένα ενσωματωμένο προσωπικό τζουκ μποξ: κι εγώ σαν πόλη αφήνομαι, τη νύχτα του Σαββάτου να κάνεις στην αγκάλη μου το γύρο του θανάτου... Η άσκοπη θητεία στο στρατό, η βραδινή σκοπιά στους πρόποδες της Πάρνηθας, με όλο τον πολεοδομικό ιστό της πρωτεύουσας φωτισμένο μπροστά μου, και η -ίδια όπως πάντα, έστω κι αλλοιωμένη με τα χρόνια-  μητρικά ζεστή φωνή της Αλεξίου μαζί με τις λεξιπλασίες του Ρασούλη έφτιαχναν, πάλι, ονειρικούς κόσμους μέσα στο μυαλό. Όπως και τότε, στην πρώιμη παιδική ηλικία.







Περάσανε τα χρόνια. Αλλάξανε τα γούστα μου κι έμπλεξα τα μπούτια μου, που λέει και το άσμα. Ανέβαινα μια μέρα στον πέμπτο όροφο ενός κτηρίου κάπου στο κέντρο. Άνεργος. Σε μια ακόμα συνέντευξη για δουλειά. Πάτησα το φωτισμένο κουμπί του ορόφου-προορισμού. Στα ηχεία του θαλάμου έπαιζαν τα τελευταία δευτερόλεπτα μιας ηλίθιας διαφήμισης του Jumbo. Αμέσως μετά πρόλαβα να πιάσω λίγη βραχνάδα απ’τη φωνή της Αλεξίου σε κάποιο τραγούδι που δεν είχα ξανακούσει. Ο ρυθμός των σύντομων φράσεων ήταν καταιγιστικός. Όπως και το κέντρισμα από τα νοήματα. Γύρισα μετά από δυο ώρες σπίτι. Δεν θυμόμουν πολλά. Γκούγκλαρα στο περίπου «πάντα για άλλους μιλάμε / έτσι ξεχνάμε». Η μηχανή αναζήτησης μ’έβγαλε μπροστά σ’ένα κατεβατό από σφιχτούς στίχους και χτυπητές λέξεις. Έπαθα πλάκα. Νόμιζα ότι μόνο ο The Boy έγραφε πια τέτοια κομμάτια στα ελληνικά. Έκανα λάθος. Μεγαλώνω κι εγώ. Κι οι στίχοι το λένε χωρίς περιστροφές: «μεγάλωσα θα πει, να` ρχεται η ανατροπή, οι καιροί να στη φέρνουν, τα μυαλά σου να γδέρνουν».

Δεν μεγαλώνω. Μεγάλωσα ήδη. Και «μεγάλωσα θα πει να κάνεις το παπί, να ζεις την απουσία». Μεγάλωσα θα πει να βιώνεις τις απουσίες ως μικρούς θανάτους. Ήταν ωραία τα απογεύματα πάνω στο χαλί με τους δίσκους του πατέρα στο πικάπ. Ήταν ωραία να φτιάχνεις κόσμους με τραγουδισμένες λέξεις και με φωνές που δεν ήξερες ακριβώς αν αντιστοιχούν σε πρόσωπα ξένα ή εντελώς οικεία. Όπως και να΄χει, ήταν ωραία τα «τραγούδια της Χαρούλας». Αλλά εκτός από την κοινοτοπία του «χρόνου που περνάει» είναι ωραία να καταλαβαίνες και πότε έρχεται η στιγμή. Κι αφού η Αλεξίου έκρινε πως έχει έρθει η ώρα, ας πούμε εδώ ένα «αντίο κι ευχαριστώ».


Κωνσταντίνος Μαργιόλης
6.6.2020






Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

μποέμ θήτα





Η μουσική ομάδα μποέμ θήτα, ξεκίνησε το 2012 ως αφορμή μουσικής δημιουργίας και συνεργασίας δυο φίλων. Ο Δημήτρης Αποστολίδης που είναι αρχιτέκτονας και ο Κίμωνας Τερζανίδης που είναι τραγουδιστής, αποτελούν τον πυρήνα της ομάδας σε συνεργασία με φίλους μουσικούς και καλλιτέχνες.







Το πρώτο μουσικό άλμπουμ της ομάδας, έχει αρκετά στοιχεία πειραματισμού και αντλεί στοιχεία από διάφορες μουσικές φόρμες (ροκ, ρεμπέτικο, εναλλακτικό, κ.α.) - εμφανώς και όχι. Παράλληλα, υπήρξε ο στόχος, η μουσική να είναι καλλιτεχνικά ουσιαστική και ακέραια, ανεξάρτητη και ψυχαγωγική.
(από το Δελτίο Τύπου, 2014)

...όταν έρχεται ο καιρός του πράττειν



Ο Αργύρης Μπακιρτζής στη Βενετία το 1989
(Φωτογραφία Σωτήρης Κακίσης)




(από κείμενο του Αργύρη Μπακιρτζή στην Popaganda, 20 Ιουλίου 2015)


Νομίζω ότι λίγες αποφάνσεις ταιριάζουν τόσο πολύ στα πράγματα της ζωής, ανεξαρτήτως μάλιστα ιδεολογικοπολιτικής τοποθέτησης, όσο το «Αριστερισμός, παιδική αρρώστια του κομμουνισμού». Κάθε φορά που νιώθω να επαληθεύεται αυτός ο αφορισμός από την πραγματικότητα, έρχεται στο νου το επίγραμμα που κοσμεί τον τάφο του Καζαντζάκη. Συχνά, -δεν το πάω στο «πάντα» αν και κάτι μέσα μου με ωθεί σ’ αυτό-, η πίστη υποκρύπτει κάτι άλλο, ανεξερεύνητο για το υποκείμενο της πίστης. Ακόμη πιο συχνά τα συνηθισμένα ηθικά προκαλύμματα κρύβουν φόβους, αδυναμίες, ανωμαλίες. Άλλοτε συνειδητές, άλλοτε όχι. Θυμάμαι τα «πνεύμα και ηθική» του Αυλωνίτη στην Ωραία των Αθηνών. Αυτό που μας κάνει να γελάμε στην ταινία γίνεται καθημερινότητα όταν ανοίγεις την τηλεόραση και οι περισσότεροι μιλούν όπως ο Αυλωνίτης. Σε άλλες πάλι περιπτώσεις οι άκαμπτες θέσεις τσακίζονται σαν κλαράκια. Πιστεύεις σε κάτι ακράδαντα, είσαι σίγουρος, όμως πάντα τα γεγονότα της ζωής σε αλλάζουν και διαλέγεις κάτι άλλο να πιστέψεις ακράδαντα. Μόνο να πιστέψεις.

Όταν είχα πρωτοβγεί στη δουλειά, είχα γνωρίσει δυο αδέλφια, ακροοαριστερούς. Ό,τι και να λέγαμε, εμείς οι άλλοι, ήμασταν δεξιοί, πράκτορες του ταξικού εχθρού, νιώθαμε σχεδόν συνεργάτες των Γερμανών αν και γεννημένοι μετά την Κατοχή. Δεν τολμούσαμε να έχουμε γνώμη. Ο ένας, ο πλέον θεωρητικός, πρόκοψε και έγινε μεγάλος και τρανός με το ΠΑΣΟΚ, ο άλλος πήρε των ομματιών του και δεν ξέρω πού πήγε. Κάτι ανάλογο μου συμβαίνει πολλές φορές όταν κατεβαίνω στην Αθήνα. Ακούω τόσες ακραίες θέσεις που αισθάνομαι αμήχανα, παθαίνω κρίση ταυτότητας, λέω είναι δυνατόν να μην έχω κι εγώ ως «πιστεύω» αυτές τις ωραίες ιδέες και να μην τις ακούν και οι χωρικοί στα χωριά που συχνάζω και οι φίλοι μου εκεί. Και μετά, όταν έρχεται ο καιρός του πράττειν, οι άτεγκτοι ιδεολόγοι στηρίζουν το Ποτάμι και όχι μόνο.

Αργύρης Μπακιρτζής


η συνέχεια ΕΔΩ.