Επί τάπητος
Το πικάπ με τους δίσκους του πατέρα
μου βρισκόταν από πάντα σε μια εσοχή στο σαλόνι, πάνω στο έπιπλο που είχε σχεδιάσει
ο ίδιος για να στεγάζει δίσκους, κασέτες και αργότερα cd-προσφορά των
κυριακάτικων εφημερίδων. Το αυτοσχέδιο ξύλινο έπιπλο πατούσε πάνω σ’ένα χοντρό χαλί.
Το καφέ φόντο με τα πολύχρωμα γραμμικά σχέδια έμοιαζαν στα παιδικά μου μάτια με
δαιδαλώδες οδικό δίκτυο. Ιδανικό πεδίο για φανταστικούς αγώνες, νοητά ταξίδια
και πραγματικούς, άγριους τσακωμούς με το μικρότερο αδερφό που μοιραζόμασταν τα
ίδια αυτοκινητάκια και τις ίδιες πίστες ταχυτήτων. Όλα πάνω στο χοντρό, καφέ
χαλί. Αυτό που δεν μοιραζόμασταν με τον Αλέξανδρο ήταν το πάθος της ακρόασης
των δίσκων του πατέρα. Ευτυχώς. Αν τσακωνόμασταν με έπαθλο τα βινύλια, το
πιθανότερο είναι ότι θα είχαμε ατυχήματα. Με σπασμένα τα μέλη των δίσκων και με
τον πατέρα-δικαστή σε αναζήτηση ενόχων.
Όταν ήμουν ο απόλυτος κυρίαρχος του
σαλονιού, άπλωνα τους δίσκους, τους χώριζα σε ομάδες και έφτιαχνα πρόγραμμα
ακρόασης. Τη μια μέρα κλασική μουσική, την άλλη ροκ του ’70 και άλλοτε «τα
ελληνικά». Μέχρι τα 10 μου θα πρέπει να είχα ακούσει δεκάδες, αμέτρητες φορές
εκείνους τους τρεις δίσκους με τα εντυπωσιακά εξώφυλλα: «Μικρά Ασία», «Βυζαντινός
Εσπερινός», «Λαϊκές Κυριακές». Καθισμένος οκλαδόν μπροστά ακριβώς απ’τα
μεγάφωνα, τ’αυτιά μου γέμιζαν με μια ζεστή φωνή -αλλού νεανική, σχεδόν εφηβική,
κι αλλού γεμάτη σαν μεταλλικό χτύπημα καμπάνας- που τραγουδούσε τραγούδια που
δεν καταλάβαινα και πολύ. Κι όμως, με κάποιο τρόπο ταυτιζόμουν μαζί τους.
Ακουγα για μια «γυναίκα του Αϊβαλιού ωραία» και οι οιδόποδειοι συνειρμοί με
οδηγούσαν, μέσω της εικονιζόμενης τραγουδίστριας, στη μορφή της μάνας. Άκουγα
λέξεις όπως «σεβντάς» και «μορτάκια» που δεν μπορούσα να υποψιαστώ το νόημά
τους. Αλλά κι εκείνο το «βαρανταγερέ» που δεν ήξερα καν αν ήταν όνομα, επιφώνημα
ή ολόκληρη φράση μιας άγνωστης γλώσσας. Κι όσο οι ακατάληπτες λέξεις έχτιζαν
μέσα μου λαβύρινθους σκέψεων και σκηνικά φαντασμαγορίας, άλλο τόσο οι συνθέσεις
του Κουγιουμτζή και του Καλδάρα ανακατεύονταν σ’ένα χαρμάνι που άνοιγε διάπλατα
μπροστά μου αχαρτογράφητους μουσικούς ορίζοντες.
Λίγο μετά τα 20, στο τέλος του
18μηνου των συμβατικών μου υποχρεώσεων ως έλληνας πολίτης, βρέθηκα σε ένα
στρατόπεδο-εργοστάσιο παραγωγής αρτοσκευασμάτων στο Μενίδι. Ένα βράδυ του
Σεπτέμβρη πήρα το ψηφιακό μου ραδιοφωνάκι, πάτησα το κουμπί που με οδηγούσε στη
συχνότητα του «Μελωδία» και συντονίστηκα με τον παλμό μιας επετειακής συναυλίας
στη μνήμη του Μάνου Λοΐζου. Δεν ξέρω αν ακούστηκε εκείνη τη βραδιά το τραγούδι,
αλλά εγώ το είχα έτσι κι αλλιώς στα αυτιά μου, σε ένα ενσωματωμένο προσωπικό
τζουκ μποξ: κι εγώ σαν πόλη αφήνομαι, τη νύχτα του Σαββάτου να κάνεις στην
αγκάλη μου το γύρο του θανάτου... Η άσκοπη θητεία στο στρατό, η βραδινή σκοπιά
στους πρόποδες της Πάρνηθας, με όλο τον πολεοδομικό ιστό της πρωτεύουσας
φωτισμένο μπροστά μου, και η -ίδια όπως πάντα, έστω κι αλλοιωμένη με τα χρόνια- μητρικά ζεστή φωνή της Αλεξίου μαζί με τις
λεξιπλασίες του Ρασούλη έφτιαχναν, πάλι, ονειρικούς κόσμους μέσα στο μυαλό.
Όπως και τότε, στην πρώιμη παιδική ηλικία.
Περάσανε τα χρόνια. Αλλάξανε τα
γούστα μου κι έμπλεξα τα μπούτια μου, που λέει και το άσμα. Ανέβαινα μια μέρα
στον πέμπτο όροφο ενός κτηρίου κάπου στο κέντρο. Άνεργος. Σε μια ακόμα συνέντευξη
για δουλειά. Πάτησα το φωτισμένο κουμπί του ορόφου-προορισμού. Στα ηχεία του
θαλάμου έπαιζαν τα τελευταία δευτερόλεπτα μιας ηλίθιας διαφήμισης του Jumbo. Αμέσως
μετά πρόλαβα να πιάσω λίγη βραχνάδα απ’τη φωνή της Αλεξίου σε κάποιο τραγούδι
που δεν είχα ξανακούσει. Ο ρυθμός των σύντομων φράσεων ήταν καταιγιστικός. Όπως
και το κέντρισμα από τα νοήματα. Γύρισα μετά από δυο ώρες σπίτι. Δεν θυμόμουν
πολλά. Γκούγκλαρα στο περίπου «πάντα για άλλους μιλάμε / έτσι ξεχνάμε». Η
μηχανή αναζήτησης μ’έβγαλε μπροστά σ’ένα κατεβατό από
σφιχτούς στίχους και χτυπητές λέξεις. Έπαθα πλάκα. Νόμιζα ότι μόνο ο The Boy έγραφε
πια τέτοια κομμάτια στα ελληνικά. Έκανα λάθος. Μεγαλώνω κι εγώ. Κι οι στίχοι το
λένε χωρίς περιστροφές: «μεγάλωσα θα πει, να` ρχεται η ανατροπή, οι καιροί να
στη φέρνουν, τα μυαλά σου να γδέρνουν».
Δεν μεγαλώνω. Μεγάλωσα ήδη. Και «μεγάλωσα
θα πει να κάνεις το παπί, να ζεις την απουσία». Μεγάλωσα θα πει να βιώνεις τις
απουσίες ως μικρούς θανάτους. Ήταν ωραία τα απογεύματα πάνω στο χαλί με τους
δίσκους του πατέρα στο πικάπ. Ήταν ωραία να φτιάχνεις κόσμους με τραγουδισμένες
λέξεις και με φωνές που δεν ήξερες ακριβώς αν αντιστοιχούν σε πρόσωπα ξένα ή
εντελώς οικεία. Όπως και να΄χει, ήταν ωραία τα «τραγούδια της Χαρούλας». Αλλά
εκτός από την κοινοτοπία του «χρόνου που περνάει» είναι ωραία να καταλαβαίνες
και πότε έρχεται η στιγμή. Κι αφού η Αλεξίου έκρινε πως έχει έρθει η ώρα, ας
πούμε εδώ ένα «αντίο κι ευχαριστώ».
Κωνσταντίνος Μαργιόλης
6.6.2020
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου