Τρίτη 29 Σεπτεμβρίου 2020
"Οι χαλυβουργοί" της Σοφίας Καμαγιάννη
Ο Νότης Μαυρουδής για τις νεανικές καταλήψεις
ΓΙΑ ΤΙΣ ΝΕΑΝΙΚΕΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ
Οι νεανικές
καταλήψεις στα Σχολεία θα παίξουν τον δικό τους πρωτοποριακό ρόλο, σε μια
συνολική αντίδραση ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας μας που έχει στριμωχτεί
ποικιλόμορφα.
Όποιοι
λόγοι και να υπάρχουν (όλοι κατανοητοί, κατά τη γνώμη μου), οι πιτσιρικάδες,
για μια ακόμη φορά, αποδεικνύονται «σκληρά καρύδια» και βάζουν αιτήματα τα
οποία δεν αμφισβητούνται. Η εύκολη και απλοϊκή στο βάθος, σύνδεσή τους με τάχα
υπόγειες «κομματικές εξαρτήσεις», παρακάμπτουν τα πραγματικά προβλήματα και
όσοι σκέφτονται με αυτό τον τρόπο, κάνουν πως δεν αντιλαμβάνονται τα ουσιαστικά
και σύγχρονα αιτήματα, καθώς και το αέναο πάθος τής νεότητας για συμμετοχή στα
κοινά…
Πάντα οι
κομματικοί μηχανισμοί θα κοιτάζουν να επωφεληθούν από κάθε κινητοποίηση, ακόμα
κι από τις μαθητικές καταλήψεις και αυτό είναι κοινώς γνωστό από χρόνια τώρα…
Αυτό όμως από μόνο του δεν εκθέτει την ουσία του αγώνα, ο οποίος είναι ό,τι πιο
σοβαρό και υγειές, αφού στο κάτω-κάτω επισημαίνουν τα στραβά και αγωνίζονται
για την διόρθωσή τους.
Η υπουργός
Κα Κεραμέως, οφείλει να σεβαστεί τον αγώνα των νέων σχολαρόπαιδων, να ακούσει
τα αιτήματά τους και να «πάρει» από τις καταλήψεις το πιο ουσιώδες, που είναι η
διάθεση των μικρών σε ηλικία, να σκέφτονται και να αγωνίζονται για τα
προβλήματά τους και για την εκπαιδευτική τους πρόοδο.
Δεν θέλουμε
να αναπαράγονται άχρηστοι και αδιάφοροι πολίτες. Θέλουμε νέους
πολιτικοποιημένους με γνώση, κέφι και διάθεση, ώστε να δημιουργηθεί μια νέα
κοινωνία άξιων ανθρώπων, που πιστεύουν σε αξίες και σε έναν ποιοτικότερο
πολιτισμό.
Νότης Μαυρουδής (29/9/2020)
Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2020
Χωρίς Ρεφρέν - "Πάω να ξεχειμωνιάσω"
Δε σ’ έχω μάνα να θρηνείς, να βαριαναστενάζεις,
να μαυροντύνεις το κορμί και να κοψομεσιάζεις,
πάν’ από κρύα μάρμαρα, χειμώνα καλοκαίρι,
και στην καρδιά μου, δάκρυα, να μπήγεις σα μαχαίρι.
Εσύ μάνα με γέννησες, μα ‘γω θα σ’ αναστήσω,
για στα στερνά σου με αϊτού, φτερά να σε θωρήσω,
να στέκεις πα’ στα κράκουρα και μπόι να ορθώνεις,
να μη σ’ αγγίζει του καιρού, ο κουρνιαχτός της σκόνης.
Για να κοιτάζουν οι σκυφτοί, γκρεμών την περηφάνια,
πλοία να γένουν που ποθούν, κύματα ωκεάνια.
Εν’ άδειο τάφο μάνα μου, φωτίζει το καντήλι˙
είναι πουλιά όσα φιλιά, μου δρόσισαν τα χείλη,
και τραγουδούν καθώς πετούν˙ τρέχω να τα προφτάσω˙
στα καλοκαίρια των καρδιών, πα’ να ξεχειμωνιάσω.
Φοίβος Δεληβοριάς: "Δεν είναι αθώοι"
Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2020
Η Σύρος του Νίκου Ζουρνή
Ο γνωστός τραγουδοποιός Νίκος Ζουρνής διαπρέπει στη δισκογραφία και στις αθηναϊκές σκηνές αλλά δεν ξεχνά τη Σύρο, τόπο οικογενειακής καταγωγής και πηγή έμπνευσης για τα όμορφα τραγούδια του. Γι’ αυτό και ανταποκρίθηκε άμεσα στην πρόσκληση να μοιραστεί μαζί μας τις βιωματικές σημειώσεις του για τους δρόμους και τα στέκια της Ερμούπολης. Τον ευχαριστούμε!
***
Στη Σύρο
Η Σύρος είναι δισυπόστατη για εμένα.
Από τη μία πλευρά, αποτελεί ησυχαστήριο και τόπο απομόνωσης και συγκέντρωσης
ώστε να γράφω τα τραγούδια μου. Από την άλλη πλευρά, σε αυτό το μέρος έτυχε
κατά περιόδους να κοινωνικοποιηθώ έντονα και να γνωρίσω πολύ σημαντικούς ανθρώπους
στη ζωή μου.
Η σχέση μου με το νησί ξεκινάει από τη
γιαγιά μου, τη μητέρα της μητέρας μου. Γεννήθηκε και έζησε τα παιδικά της
χρόνια εδώ μαζί με τους γονείς της και τα δύο αδέρφια της. Στη συνέχεια,
ακολουθώντας το ρεύμα της εποχής, μετοίκησαν όλοι στην Αθήνα.
Εγώ ξεκίνησα να έρχομαι στη Σύρο από
το 1999 και έπειτα. Κατά κύριο λόγο, για τις διακοπές του Πάσχα μαζί με τους γονείς
μου, τους θείους μου και τα ξαδέρφια μου. Όταν μεγάλωσα λίγο ακόμα (φοιτητής πια)
ερχόμουν και μόνος μου ή με τους φίλους μου. Τότε ήταν που γνώρισα στο νησί τη
σύντροφο της ζωής μου και δύο από τις καλύτερες φίλες μου. Τότε ήταν που κάναμε
και τα πρώτα μας live σε μικρά μπαράκια στη Σύρο μαζί με τον Χάρη Μανουσάκη. Στο
«Ε-αμέ» και στο θρυλικό μαγαζί της Νινέτας, η οποία μας άφηνε τα κλειδιά να
κλείσουμε εμείς όταν το παρατραβάγαμε με το ξενύχτι! Ερχόμασταν καταχείμωνο,
άνοιξη ή καλοκαίρι με δύο κιθάρες και παίζαμε ένα ρεπερτόριο το οποίο ακόμα δεν
είχε γίνει κοινό κτήμα (Περίδη, Μάλαμα, Θ. Παπακωνσταντίνου κ.α.). Ταυτόχρονα,
περνάγαμε στο πρόγραμμα και μερικά από τα πρώτα δικά μας τραγούδια.
Οι δρόμοι της Ερμούπολης και τα στέκια
τα οποία έχουν κρατήσει από τότε είναι γεμάτα με αναμνήσεις. Από γλέντια με
κιθάρες και μπουζούκια ή από συζητήσεις φιλοσοφικού περιεχομένου μέχρι το πρωί.
Βέβαια, το νησί αλλάζει ραγδαία σε σχέση με άλλα μικρότερα νησιά. Άνθρωποι
έρχονται και φεύγουν (φοιτητές, καθηγητές κ.α.) και μαγαζιά ανοίγουν και κλείνουν
συνέχεια. Τα περισσότερα παλιά μου στέκια δεν υπάρχουν πια και έτσι χάνεται κι
ένα μέρος της ιστορίας. Δεν παύουν όμως τα πράγματα να ξαναγεννιούνται. Όλα
είναι ανεξάντλητα, καινούργιες ιστορίες πλάθονται από τους νεοφερμένους και οι
συντροφιές φτιάχνουν τα δικά τους σημερινά στέκια.
Παρόλα αυτά, κάποια στοιχεία
παραμένουν αμετάβλητα. Δεν αλλάζει το πώς αποτύπωσαν τη Σύρο στα έργα τους ο
Μάρκος Βαμβακάρης και ο Μάνος Ελευθερίου. Όταν περπατάω τα βράδια στους
ημιφωτισμένους δρόμους και ανάμεσα στα παλιά αρχοντικά νιώθω πως βρίσκομαι στην
άχρονη εποχή των χρυσανθέμων του Μάνου. Σκιές παλιών ηθοποιών χορεύουν γύρω μου
και από τα γραμμόφωνα ακούγονται απόκοσμες μουσικές.
Και άλλα πράγματα δεν αλλάζουν. Στα
σοκάκια ακόμα συζητούν ως το πρωί οι γειτόνοι. Το ξαναείδα αυτό το καλοκαίρι. Τα
παιδιά ακόμα ζωγραφίζουν καράβια στα σκαλοπάτια της Σύρου. Κι εγώ ακόμα αναζητάω -σαν τη Μαρίνα του
Καραγάτση- τη μεγάλη χίμαιρα.
Νίκος Ζουρνής
Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου 2020
Ο Κώστας Τζιαγκούλας για τον Γιάννη Σπανό
Το 2003 εμφανιζόμουν στη Μουσική Σκηνή Πλατώ στη Θεσσαλονίκη. Ένα βράδυ γύρω στις 12.30 π.μ. μπήκε στο χώρο ο Γιάννης Σπανός. Το σχήμα απαρτιζόταν από πολλούς τραγουδιστές κι εγώ έπαιζα και κιθάρα σε όλο το πρόγραμμα. Κάποια στιγμή λοιπόν ήρθε ο συνάδελφος, φίλος και επιχειρηματίας του Πλατώ, Δημήτρης Κεχαγιάς, μετά το δικό του στιγμιότυπο και μου λέει «Κωστή δε λες το Σπασμένο καράβι που το λες ωραία να το ακούσει κι ο Γιάννης;» Έτσι έγινε.
Μετά το τέλος του προγράμματος ήμουν στο μπαρ και μιλάγαμε με τους συναδέλφους. Περνά λοιπόν ο Γιάννης και χαιρετιόμαστε. Του λέω «κύριε Σπανέ μεγάλη μας τιμή!». Και ο συμπαθέστατος συνθέτης μου απαντά χαμογελώντας «Γιάννη με λένε... Κώστα, δεν ξέρω αλλά κάτι συνέβη με το Σπασμένο καράβι απόψε! Μπράβο σου!».
Αυτό ήταν λοιπόν! Ο Γιάννης με έκανε να νιώσω την αλλαγή του κύκλου ζωής έκτοτε. Ο πρώτος σταθμός της συνεργασίας μας ήταν μετά από λίγο στο Πλατώ και το επόμενο καλοκαίρι μετακόμισα στην Αθήνα. Γυρίσαμε όλη την Ελλάδα. Τα ταξίδια ήταν για μένα ευκαιρία να τον γνωρίζω και να μαθαίνω συνεχώς πράγματα για το πώς σκέφτεται και γενικά τη φιλοσοφία ζωής του.
Στο πρώτο μου Cd με τίτλο Άσε τη σκέψη εδώ μου εμπιστεύτηκε δύο τραγούδια σε επανεκτέλεση. Το Δεν είσαι έρωτας εσύ (Στίχοι: Μιχάλη Αβατάγγελου) και το Γιατί να 'ρθεις(Στίχοι Ιάκωβου Καμπανέλλη).
Επίσης σταθμός στη συνεργασία μας ήταν η μπουάτ Απανεμιά. Ο Γιάννης εκεί ήταν αλλιώς. Το απολάμβανε απόλυτα. Του θύμιζε τις μπουάτ του Παρισιού κι όλο το ρεύμα της τότε εποχής. Παίζαμε κάθε Δευτέρα και μετά ξενυχτούσαμε είτε συζητώντας είτε τραγουδώντας μέχρι το πρωί.
Τον χαιρόμουν γιατί ήξερε τι ήθελε από τη ζωή του και είχε πάντα ένα λόγο
να συνδέεται και να επικοινωνεί με τους ανθρώπους. Και κυρίως τους απλούς!
Γιατί κι ο Γιάννης ήταν απλός και τον θαύμαζα και γι' αυτό.
Αυτό που κυρίως εκτιμώ στο έργο του Γιάννη Σπανού είναι ότι οι μελωδίες του
έχουν τέτοιο βάθος που αν θέλεις μπορείς να ανακαλύπτεις για πολύ καιρό ως
ακροατής και ως ερμηνευτής πτυχές του ψυχισμού σου. Είναι τόσο εμπνευσμένος κι
εμπνευστικός που επιδέχεται σπουδή για να είμαι ειλικρινής. Επίσης έχει
μελοποιήσει με απόλυτο σεβασμό ποιήματα και στίχους. Το γεγονός βέβαια ότι έχει
γράψει τον Ιδανικό κι ανάξιο εραστή, την Αλάνα, το Προσωπικά και το Ρίξε στο
κορμί μου σπίρτο με ξεπερνάει κι αποτελεί ένα μοναδικό παράδειγμα-υπόδειγμα
ελευθερίας έκφρασης εκ μέρους του. Γιατί έτσι ήταν ο Γιάννης. Ελεύθερος από
ταμπέλες.
Τα τραγούδια τα προσέγγιζα (χρησιμοποιώ παρατατικό διότι ανακάλυπτα συνεχώς
νέες εκδοχές κι εκφάνσεις στις ερμηνείες και αυτό οφειλόταν στο βάθος του έργου
του) κυρίως με το ένστικτο της ψυχής μου. Ο Γιάννης έγραφε βιωματικά και δε
δυσκολεύτηκα ιδιαίτερα μιας και υπήρχε ευρύτερη συμπάθεια μεταξύ μας εξ' αρχής,
λόγω της ευγένειας και του μεγαλείου ψυχής του, που εξελίχθηκε σε αγάπη μιας
και γίναμε οικογένεια από κάποια στιγμή κι έπειτα.
Κώστας Τζιαγκούλας
Τετάρτη 9 Σεπτεμβρίου 2020
Χωρίς Ρεφρέν - Ποτέ σου!
Ο Λέων Κουκούλας (1894-1967) γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου. Ήταν θεατρικός κριτικός, συγγραφέας και μεταφραστής. Ασχολήθηκε κυρίως με το θέατρο και μετέφρασε σημαντικούς ξένους συγγραφείς (Ίψεν, Μολιέρος, Σίλλερ, κ.α.). Διετέλεσε καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Λογοτεχνών. Κατά τη διάρκεια της αντίστασης δραστηριοποιήθηκε μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ, ενώ υπήρξε βαθύτατα προοδευτικός σε όλη τη ζωή του. Ήταν συνεκδότης στο περιοδικό "Δρόμοι της Ειρήνης" και συνεργάστηκε με πολλές εφημερίδες και περιοδικά (Μούσα, Νουμάς, Νέα Εστία κ.α.).
Ποτέ σου!...
Μουσική: Κ.Μουγιάκος
Ποίηση: Λέων Κουκούλας
Ερμηνεία: Ζέτα Κολιού
Ποτέ σου, όσο γελούμενη κι αν είναι
κι απάνεμη η στεριά που σε καλεί,
μην πεις στο πλοίο σου: «εδώ για πάντα μείνε
κι ανήμεροι πιο πέρα είν’ οι γιαλοί».
Ποτέ σου, κι αν σε πρόλαβε το βράδυ
προτού χαρείς μια δόξα ημερινή,
μην κατεβάσεις μέσα στο σκοτάδι
της αυγινής σου ελπίδας το πανί.
Ποτέ σου, κι αν τη δίψα σου χορτάσεις
κι απ’ τον καρπό του μόχθου σου ευφρανθείς,
μπροστά στο νέο ταξίδι μη δειλιάσεις,
στις προκυμαίες τις ίδιες μη σταθείς.
Πεθαίνοντας της νίκης το στεφάνι
αν θες στο μέτωπό σου, όταν λυγά
το θάρρος σου, μην πεις: «Αυτό μου φτάνει»
κι ούτε ποτέ σου: «Τώρα πια είναι αργά».
***
- Κλασσική/ακουστική κιθάρα, μπουζούκι, φωνητικά, προγραμματισμός: Κώστας Μουγιάκος - Ηλεκτρική/ακουστική κιθάρα: Πάρης Παρασίδης - Τύμπανα: Βαγγέλης Τόμπρος - Μπάσο: Γιάννης Μαυρίδης - Σαξόφωνο: Γιώργος Δούλγερης - Φλογέρα: Μελίνα Μ. - Μίξη/mastering: Πάρης Παρασίδης - Φωτογραφία: Γιάννης Νείλας