Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΤΗΣ ΝΥΧΤΑΣ
του Γιώργου Σταυριανού
(2014, εκδόσεις Αντ. Σταμούλη)
ΠΑΙΧΝΙΔΙΑ ΤΟΥ ΝΟΥ
Τη θυμάμαι καλά εκείνη τη βραδιά που σηματοδοτούσε και την έναρξη της νέας πανεπιστημιακής χρονιάς. Οι διοργανωτές είχαν φροντίσει να δοθεί ένας ιδιαίτερα γιορτινός τόνος, με αφορμή την υποδοχή και το καλωσόρισμα των νεοφερμένων.
Από νωρίς και από τον προθάλαμο ακόμα, η κατάσταση γινόταν ασφυκτική. Η πρώτη μου διαπίστωση ήταν πως οι περισσότεροι που συνωστίζονταν στο χώρο ήταν καινούριοι. Ντυμένοι σχετικά πρόχειρα μέχρι και συμβατικά, είχαν στήσει πηγαδάκια και συνομιλούσαν δυο δυο, τρεις τρεις, σπανιότερα περισσότεροι. Μια ανομολόγητη αμηχανία που οξυνόταν από μια έμφυτη συστολή που ήταν διάχυτη σε όλο το «στήσιμο», έκανε να μοιάζουν ακόμα πιο συμπαθητικά τα παιδιά αυτά, χαμένοι πρωτάρηδες στο πρώτο ουσιαστικό τους μακροβούτι έξω από τα συνηθισμένα τους και ασφαλή νερά.
Προσπαθώντας να περάσω όσο μπορούσα πιο διακριτικά ανάμεσα από τις ανθρώπινες αυτές “συστάδες”, σκόνταψα, και σχεδόν έπεσα πάνω σε κάποιον που μου είχε γυρισμένη την πλάτη.
«Ω, σας ζητώ συγγνώμη...», η φωνή έμοιαζε περισσότερο με θρόισμα... Βαθύσκιωτα δάση του βορρά που φωτίστηκαν από μια δυνατή αστραπή, κι υποχρέωσαν τα μάτια να αλλαξοστρατίσουν αποφεύγοντας τα δικά μου. Το μόνο που πρόλαβα να παρατηρήσω για περισσότερο, ήταν τα φρύδια. Δυο συμμετρικά κλαδάκια φτέρης λεπτά και σχεδόν ζωγραφισμένα πάνω σ’ ένα πρόσωπο που έμοιαζε να ’ναι καμωμένο από φίλντισι. Το μαλλί κατάμαυρο και κοντοκουρεμένο, και η χωρίστρα τοποθετημένη δεξιά και ίσια, χωρίς ίχνος παρέκκλισης.
«Μα δικό μου ήταν το φταίξιμο, λυπάμαι...» πρόλαβα να ψελλίσω και προχώρησα, έχοντας ακόμα μπροστά μου την φευγαλέα και διάφανη εικόνα εκείνης της παρουσίας, με τόσο έντονα ανεπτυγμένη την ευγένεια, αλλά και τόσο υπερβολικά διογκωμένο το αίσθημα της ενοχής.
Λίγο πριν μπω στο μεγάλο σαλόνι, ενστικτωδώς γύρισα και κοίταξα πίσω μου. Τα σιωπηλά δάση του βορρά είχαν τώρα σχηματίσει ένα ξέφωτο. Η πορεία του βλέμματος είχε γίνει απροκάλυπτα ευθεία... Η έντασή της ήταν τέτοια, που υποχρέωσε σε άτακτη υποχώρηση τη δική μου. Τα μάτια αυτά έμελλε να τα ξανασυναντήσω, σκέφτηκα, χωρίς να ξέρω γιατί, και στρίβοντας απότομα το κεφάλι προχώρησα.
Με τις σκέψεις αυτές να στροβιλίζονται μέσα στο μυαλό μου, στάθηκα για λίγο χαζεύοντας αλλά και γεμάτος περιέργεια για το τι θα επακολουθούσε, τρεμάμενα κάτοπτρα ακροβολισμένων αισθήσεων περιέπλεκαν γοητευτικά την εικόνα…
...Ένας αέρας άρχισε ξαφνικά να φυσά, ο χαρακτηριστικός εκείνος άνεμος που κουβαλά τη μνήμη, η δύναμή του παρέσυρε τη σκηνή που είχα μπροστά στα μάτια μου εκείνη τη στιγμή και στη θέση της…
...Ξαναβλέπω την Σαμπίν Ντε Μπυσύ, που ετοιμάζεται να χαϊδέψει τα πλήκτρα του μεγάλου Pleyel.
Κλείνω τα μάτια, προσπαθώντας να μαντέψω τις προθέσεις της. Τα πρώτα ρυθμικά χτυπήματα σε φα ελάσσονα με δικαίωσαν, σωστά είχα μαντέψει. Εναρκτήρια συνθηματική αναφορά, η αγαπημένη Μουσική στιγμή του Σούμπερτ πεντακάθαρη και γεωμετρική, πετούσε τραυματίζοντας τις αψίδες που σχημάτιζαν οι εσωτερικοί κίονες, στην προσπάθειά τους να προεκτείνουν τον χώρο μέχρι βαθιά στον εσωτερικό κήπο.
Γέλια και ψίθυροι έφταναν στ’ αυτιά μου… Μόνο γέλια και μόνο ψίθυροι, κι αυτά τα γέλια έπαιρναν υλική υπόσταση μπροστά στα έκθαμβα μάτια μου, μεταμορφώνονταν σε μισάνοιχτα χείλη, χείλη που τρεμόπαιζαν, που οργάνωναν τα σχέδιά τους με συνωμοτική πάντα διάθεση, που προκαλούσαν, τόσο, όσο μόνο έπρεπε για να μπορεί να υπάρξει και πάλι το παιχνίδι και το μυστήριο του έρωτα... Χείλη μισάνοιχτα, που όμως ξανάκλειναν για να σφραγίσουν ένα διφορούμενο μυστικό που τόσο ζηλόφθονα κρατούσαν.
Η ματιά είχε παρασυρθεί σ’ ένα στροβίλισμα ανάλαφρο, δε σταματούσε πουθενά..., οι αισθήσεις, έμοιαζαν πέρα για πέρα παραδομένες...
Η Μουσική στιγμή ξανάφτανε πάλι στο αρχικό γεωμετρικό της πέταγμα, όταν για πρώτη φορά η εικόνα σου επιτέλους σχηματίστηκε πεντακάθαρη μπροστά μου. Και τι περίεργο! Δεν έκανα πια προσπάθεια να την αποφύγω. Αντίθετα, τα μάτια μου άνοιξαν διάπλατα, σαν τα παραθυρόφυλλα που αντικρίζουν ξαφνικά το φως της αργοπορημένης άνοιξης ύστερα από ένα μακρύ κι αβάσταχτο χειμώνα. Το κορμί συσπάστηκε, και τα χέρια έψαξαν μ’ αγωνία να σ’ αγγίξουν... Εκείνη ακριβώς τη στιγμή η συγχορδία η τελευταία της μουσικής σκάλας του πρώτου μέρους έπεσε με δύναμη, ξαναφέρνοντάς με στην πραγματικότητα. Ένας αρωματισμένος αέρας πήρε τη θέση της μορφής σου, αφήνοντάς με έκθετο και ευάλωτο στην απίστευτη αυτή ιεροτελεστία της ψευδαίσθησης.
Το μουσικό θέμα είχε ολοκληρωθεί, και άρχιζε η επανάληψη. Δεν υπήρχαν πια μουσικοί ακροβατισμοί, ούτε αποστασιοποιημένες καταστάσεις. Η κατασκευή ήταν συγκεκριμένη και απόλυτα τιθασευμένη στη γεωμετρία και στη διάθεση που της υπαγόρευαν οι διαστάσεις, οι φωτισμοί ήταν σωστοί, μη αφήνοντας θέση στο αίνιγμα ή στο μυστήριο... Μια πιθανή τάση εκμυστήρευσης αδιαμφισβήτητα πειθαρχημένης, στα όρια που καθορίζουν με όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ασάφεια τη νοσταλγία... Ίσως ένας παροξυσμός της μνήμης, υπόκωφη τεκτονική σύγκρουση που προαναγγέλλει τη μεγάλη δόνηση, που όμως δεν έρχεται ποτέ..., κι ύστερα, η προσωπική επιλογή... Το θέμα μάς δίνει την ευχέρεια να δώσουμε εμείς τη λύση, να αφεθούμε όσο θέλουμε κι ύστερα να επιστρέψουμε στην αρχική γεωμετρία, ήρεμοι, σχεδόν ατσαλάκωτοι, δικαιωμένοι από την επιλογή μας.
Όμως η Μουσική στιγμή έχει πια τελειώσει. Το πήρα είδηση, όταν βίαιοι κυματισμοί έπεφταν και θρυμματίζονταν στις άκρες γρανιτένιων τοιχωμάτων και, προσπαθούσαν να επανασυγκολληθούν προετοιμάζοντας μιαν ακόμα βιαιότερη επίθεση. Χωρίς να το έχω προσέξει, είχαμε περάσει στο πιανιστικό μέρος του Δεύτερου κοντσέρτου του Ραχμάνινωφ, αυτό όμως δεν ήταν εκείνο που με απασχολούσε τη συγκεκριμένη στιγμή.
Στέκομαι σε κάποια γωνία που μου επιτρέπει να έχω πανοραμική θέα του χώρου. Η ματιά απλανής σχεδιάζει την κόλαση. Έτσι, χωρίς αιτιολογία καμιά. Η μνήμη περιορίζει το χώρο, οργανώνει το τοπίο. Ο χρόνος κυρτώνει. Αποκαλύπτει όλες του τις πτυχώσεις, ρωγμές ανομολόγητες και σκοτεινές, λαγούμια που δεν αφήνουν την παραμικρότερη υποψία φωτός να εισχωρήσει.
...Ξαναβρίσκομαι στη θέση του συνοδηγού, δίπλα σου. Το λαχανιασμένο Ντεσεβώ έχει σταματήσει κι η βροχή πυροβολεί ασταμάτητα την οροφή, δίνοντας την εντύπωση πως θα την διαπεράσει.
Έχω κλείσει τ’ αυτιά μου στ’ αγρίμια που με προσκαλούν ασταμάτητα στην ιεροτελεστία της σφαγής.
Το πρώτο ουρλιαχτό λύκου αντηχεί στην παλλόμενη από σκιές και υγρασία ερημιά της απέραντης πλατείας Λεοπόλ. Μέσα μου αναρριγώ... Γιατί η ηδονή να σέρνει πάντα πίσω της το φόβο;
Η μνήμη, τη στιγμή εκείνη, ακινητοποιεί τον χρόνο. Ένας θεός γέρνει πάνω μου, αισθάνομαι το πυρωμένο του χνώτο να μου καίει το μάγουλο. Δεν υπάρχει σωτηρία, σκέφτομαι, η σωτηρία είναι ο ίδιος ο χαμός.
Ουρλιάζω, στ’ αυτιά μου όμως δεν φτάνει τίποτα... Βλέπω το πρόσωπό σου να έχει παραμορφωθεί, η φοβερή κι αγριεμένη μούρη ενός λύκου έχει πάρει τη θέση του, με διεσταλμένες τις κόρες, και αίμα να στάζει από τα χείλη... Παγώνω.
Δυνατοί κραδασμοί..., πρώτες ρωγμές στο χώρο που καθορίζει η μνήμη. Μια ακτίνα σωτηρίας... Μακρινοί οι απόηχοι της επίθεσης του πιανιστικού μέρους, που πρέπει να ’ταν το δεύτερο, κατορθώνουν να εισχωρήσουν μέσα από τα νωπά πρώτα ρήγματα. Σα μέσα σ’ όνειρο σκέφτομαι πως αυτός δεν είναι ο τρόπος παιξίματος της Σαμπίν. Είναι πιο επιθετικός, απογυμνωμένος από κάθε περιττή δραματικότητα. Βοηθά να παραμένει η σκέψη καθάρια, απείραχτη, οι διεργασίες αυτοκαθορίζονται, δεν υπάρχει καταναγκασμός εξωγενής..., μόνο το μακρινό χέρι ενός πολεμόχαρου και αινιγματικού θεού που απλά οργανώνει τις υποψίες φωτός σε δεσμίδα απαστράπτουσα, τις εκλάμψεις σε φωτοβολίδες.
...Θόρυβος από υαλοκαθαριστήρες που λειτουργούσαν ασταμάτητα μέσα σ’ ένα πανδαιμόνιο βροχής και αέρα.
Γιατί όμως, γιατί αναγκάζω τον εαυτό μου να φύγει πανικόβλητος ενώ δεν θέλει, γιατί υποκρίνομαι τον αποσβολωμένο ενώ εγώ ο ίδιος προκάλεσα τη μοίρα;
Μήπως ο λύκος είχε βγει από μέσα μου, επιχειρώντας να σε κατασπαράξει, και τώρα ήταν αυτός ο ίδιος που σατανικά με προκαλούσε γρυλίζοντας; Προσποιούμουνα λοιπόν το αγρίμι, παράσταινα το θύμα, όταν ο θύτης ήμουν εγώ και κανένας άλλος...
Το αίμα καυτό χτυπά στους κροτάφους μου, ματώνει τα μάγουλά μου..., τρομακτική η δύναμη του πόθου αναβλύζει από τα μάτια μου και τα κάνει να μοιάζουνε με λακκούβες πυρακτωμένης και θολής λάβας... Μυστήριο ο πόθος χλιμιντρίζει στα έγκατα του πιο σκοτεινού μου εαυτού, περιορίζοντας το θεό, σκοτώνοντας το φως...
Υαλοκαθαριστήρες πηγαινοέρχονται σκούζοντας αφηνιασμένα, στο βάθος της σκέψης μου μια σκοτεινή καταπακτή, δεν ξέρεις πού βγάζει. Τρομάζω βλέποντας μια και μοναδική οριζόντια γραμμή μπροστά μου... Διαστάσεις ισοπεδωμένες, αποχαυνωμένη συναίσθηση ύπαρξης...
Τρομάζω διπλά... Σκουξίματα αγριμιών και λαιμοί τσακισμένοι, γρυλίσματα λύκων που καταβροχθίζουν τη λεία τους... Αισθάνομαι έτοιμος να παραδοθώ στο θανατερό αγκάλιασμα..., όμως..., από πού ξεπηδά η δύναμη αυτή της τελευταίας στιγμής που με αποτρέπει, ύστατο και υπέρτατο δείγμα υποκρισίας και αυτοάμυνας...
Απεγκλωβίζω το χέρι μου, ανοίγω νευρικά την πόρτα του παλιού Ντεσεβώ..., πρέπει να φύγω, το συντομότερο δυνατόν..., τώρα.
«Γεια σου Ολιβιέ...»
Οι λέξεις σχηματίστηκαν χωρίς να μεσολαβήσει σκέψη, βγήκαν από δυο χείλη αλαφιασμένα, ήχος μετάλλου προσκρούει με βία πάνω στη γυάλινη επιφάνεια της ψυχής και την κάνει θρύψαλα... Οι αντανακλάσεις καταστρέφονται, ένα πρόσωπο, χιλιάδες πρόσωπα, αμφισβητούν την αβέβαιη, τη φρούδα –τώρα το ξέρω πια– δική μου νίκη...
Η βροχή μού ξεπλένει το πρόσωπο, μια τελευταία ματιά θα ’ταν ανώφελη, χύνομαι μες στην καταιγίδα σαν ζώο άγριο που το κυνηγούσαν και που τους ξέφυγε...
Κατηφορίζω την οδό Γκυστάβ Σιμόν... Όμως δεν μου λέει πια τίποτα η χοροεσπερίδα των φοιτητών της κοινωνιολογίας στο οποίο ήμουν καλεσμένος. Τα ηλεκτρικά όργανα του συγκροτήματος που έπαιζε εκείνη τη στιγμή ακούγονται από μακριά. Βλέπω νοερά την Κολέτ και την Ζοσελύν να ξεφαντώνουν με κάποιο σύντροφο περιστασιακό. Βαδίζω όλο και πιο αργά. Η βροχή έχει σχεδόν σταματήσει. Βήματα που καταπίνουν την άσφαλτο, δε θέλω να επιστρέψω στο οικοτροφείο. Ένα σύννεφο μουντό θολώνει τη σκέψη μου κι η βροχή ξαναρχίζει. Μα δεν είναι πια η δυνατή καταιγίδα, μόνο ένα ψιλόβροχο που πέφτει ασταμάτητα σε χαλαρούς ρυθμούς.
Πλησιάζω τον καθεδρικό ναό του Σαιντ-Εβρ, τρούλοι μεθυσμένοι στην ώχρα, δαντελωτή περίμετρος σιωπής που δεν ξυπνά ούτε στον ήχο της καμπάνας που ακούγεται καθώς οι ώρες κυλούν... Φτάνω στην οδό Ντε Λου... Η διαδρομή μου μοιραία πια θα καταλήξει και πάλι στη πλατεία Λεοπόλ για να εξαφανιστεί. Θα γίνω σκιά ανάμεσα στις σκιές που κυνηγιούνται, που αλληλοσπαράσσονται...
Η ώρα των αγριμιών που στήνουν καρτέρι στους λύκους... Τ’ απειλητικά δόντια καθώς οσμίζονται το άρωμα της κολασμένης σάρκας, το καθαρτήριο έγκλημα, οι οιμωγές και οι λυγμοί, τα κόκαλα των κατάλευκων λαιμών που τσακίζονται στην πρώτη, τη θανατερή δαγκωματιά που δεν λέει να χαλαρώσει... Ένα ποτάμι φουσκώνει μέσα μου κι ανεβαίνει προς το λαιμό μου, μα δεν είναι πια το γνώριμο, εκείνο που με μεταφέρει στις απρόσιτες και πανέμορφες κατοικίες των θεών και της μουσικής. Ένας χείμαρρος που κουβαλά μαζί του κοχλάζοντα ορμητικά και σκοτεινά νερά, που δεν τιθασεύονται, που δεν έχουν έλεος, που με πνίγουν.
Η ματιά, εξασκημένη πια στις επιταγές της άγριας και δίχως τέλος αναζήτησης της λείας, έχει προσαρμοστεί στα μέτρα της θεόρατης πλατείας, ξέρει πού συγκεντρώνονται τ’ αγρίμια πριν χωρίσουν λίγο πριν αρχίσει το κυνήγι.
Το πόδι μου πατά την μουλιασμένη γη των παρτεριών. Βρίσκομαι αρκετά κοντά στο οικοτροφείο που μόλις και ξεχωρίζει στην απέναντι μεριά. Τριγύρω μου, εκτάσεις απροσάρμοστες και περίεργα απειλητικές ξανοίγονται, στήνω τ’ αυτί καρτερικά... και περιμένω.
Είμαι έτοιμος να ενδώσω στο κάλεσμα που κάθε τέτοια ώρα ακούγεται. Είναι τόσο προσχηματικά φιλικό, τόσο απελπισμένα ωραίο.
Το «Γεια σου Ολιβιέ» μού ακούγεται παράταιρο και ξεδιάντροπα αδύναμο και δειλό... Και δεν είναι πως είπα ψέματα... Απλά δεν είπα όλη την αλήθεια...
Δυνατά φανάρια με τυφλώνουν για μια στιγμή... Προχωρώ με αναίδεια κατά πάνω τους, η έντασή τους χαλαρώνει.... Το αυτοκίνητο έχει πια φτάσει πολύ κοντά μου..., προχωρώ κατά πάνω του προκλητικά, ένα αδιάφορο χαμόγελο κολλημένο στα παγωμένα μου χείλη... Κάπως έτσι δεν πρέπει να προχωρά κι ο μελλοθάνατος στο ικρίωμα την ύστατη ώρα;
Σε λίγο, σε λίγο όμως όλα θα ’χουν τελειώσει, πρέπει να επισπεύσω τη διαδικασία που προκάλεσα, πρέπει να μείνω ως το τέλος όρθιος, και έτοιμος να αντιμετωπίσω τον λύκο που σε λίγο θα πέσει στην παγίδα μου...
...Αντιλαμβάνομαι δεκάδες αγρίμια να βγαίνουν από τις κρυψώνες τους και να με κοιτάζουν αδελφικά, χωρίς ίχνος καχυποψίας. Μου συμπαραστέκονται, στη πρώτη, την τρομερή μου αυτή δοκιμασία... Μα εγώ, εγώ πια δε φοβάμαι...
Ένας ήχος που βγαίνει σαν στριγκλιά, αλλόκοτος κι ανατριχιαστικός ακούγεται, επιτέλους συνέρχομαι, κοιτάζω με διεσταλμένες τις κόρες το αυτοκίνητο που φρενάρει ακριβώς ένα βήμα μπροστά μου. Μια πόρτα ανοίγει... Ένα γέλιο και μια ματιά γεμάτη έκπληξη και επίπληξη και ζεστασιά μαζί... Δυο μάτια σαν ουρανοί που μ’ αγκαλιάζουν προστατευμένα πίσω από ένα γνώριμο μυωπικό ζευγάρι γυαλιών σε σχήμα πεταλούδας... και η Φελισί που κατέβηκε. Μ’ αγκαλιάζει, συνέρχομαι..
«Μα τι στο καλό κάνεις τέτοια ώρα εδώ πέρα;»
Δεν απαντώ, χαμογελώ ηλίθια. Ο κόσμος ξαναβρίσκει τις πραγματικές του διαστάσεις...
«Έλα βιάσου, μπες μέσα. Νομίζεις ότι ο Ζαν-Ζακ κι εγώ δεν καταλάβαμε το παιχνίδι που μας έπαιζες; Νόμιζες πως δεν σε είχαμε αναγνωρίσει;»
Όχι, όχι, δεν είχατε καταλάβει. Όμως δεν μιλώ. Ένα δάκρυ που κυλά μένει απαρατήρητο. Μπερδεύτηκε με τη βροχή. Μπαίνω στ’ αμάξι, και σε λίγο σταματούμε έξω από το οικοτροφείο.
***
Η Κοκό μιλούσε ασταμάτητα εκείνο το βράδυ. Ευτυχώς, δεν είχα την αποκλειστικότητα των εκμυστηρεύσεών της, που τις περισσότερες φορές συνοψίζονταν σε πικρόχολους σχολιασμούς και πειράγματα που εκτοξεύονταν προς κάθε κατεύθυνση.
Όσο κι αν έψαχνα δεν την εντόπιζα πουθενά ακόμα μέχρι εκείνη τη στιγμή. Η Μαρί-Οντίλ λες κι είχε εξαφανιστεί, ούτε καν η υποψία του αρώματός της δεν γαργαλούσε την μύτη.
Έριξα γύρω μου μια ματιά. Οι περισσότεροι διατηρούσαν ακόμα το μαύρισμα από τις ζεστές θάλασσες του νότου όπου είχαν περάσει τις διακοπές, χρώματα ξεθωριασμένου μπρούντζου και χαλκού, πινελιά εφήμερη που όμως έδινε την ψευδαίσθηση ότι οι διακοπές παρατείνονταν, και πως το καλοκαίρι δεν είχε ακόμα σβήσει ολότελα.
Από το τραπέζι μας δεν έλειπε κανείς. Ή σχεδόν κανείς. Κοίταξα ολόγυρα. Μερικά καινούρια πρόσωπα μπαινόβγαιναν αμήχανα, τα περισσότερα κατέληγαν στο μπαρ όπου οι γνωριμίες γινόντουσαν ευκολότερα για κάποιον που δεν είχε ακόμα αποκτήσει τις απαραίτητες προσβάσεις και την ανάλογη εξοικείωση.
Η μουσική έπαιζε εκείνη τη στιγμή λατινοαμερικάνικα τραγούδια, σημάδι πως η ατμόσφαιρα ήταν ακόμα χαλαρή, πως η σύναξη δεν είχε ακόμα ολοκληρωθεί, η πόρτα του προθάλαμου δεν σταματούσε ν’ ανοιγοκλείνει.
Σε είδα να μπαίνεις μόνος. Φορούσες μια ελαφριά καμπαρτίνα ανοιχτού χρώματος και κρατούσες ένα χαρτοφύλακα μαύρο. Θα ’πρεπε να ψιλόβρεχε ακόμα γιατί τα μαλλιά σου ήταν βρεγμένα. Ακούμπησες το χαρτοφύλακα στο πάτωμα, και χαιρέτησες διό γνωστούς. Στον έναν χαμογέλασες και φιληθήκατε σταυρωτά. Παρατήρησα πως τα σημάδια των διακοπών ήταν ακόμα νωπά στο πρόσωπό σου, έτσι καθώς έβγαζες τα γυαλιά μ’ εκείνη τη χαρακτηριστική και γνώριμη κίνηση που είχα δει να κάνεις άπειρες φορές, για να τα σφουγγίσεις. Ξαναβάζοντάς τα, έριξες μια ματιά ολόγυρα ενώ συνέχιζες να συνομιλείς εγκάρδια.
Δεν ξέρω αν με εντόπισες, αλλά κι αν αυτό συνέβη δεν έδειξες τίποτα. Ένιωσα την καρδιά μου να κτυπά άτακτα. Σηκώθηκα και κατευθύνθηκα προς το μπαρ. Ο συνωστισμός ήταν μεγάλος κι αναγκάστηκα να περιμένω αρκετά μέχρι να ζητήσω έναν ακόμα καφέ.
«Κερασμένος», πέταξε ο Ζακ Νερού καθώς έψαχνα στο πορτοφόλι μου για ψιλά. Πήρα το φλιτζάνι με χέρια που έτρεμαν, και στάθηκα για λίγο αμήχανος, αδυνατώντας να σχεδιάσω την επόμενη κίνηση.
Η ματιά μου διαγράφει μια διαγώνια διαδρομή, πρόσωπα που συνομιλούν έντονα, τα περισσότερα γνωστά, χέρια που υψώνονται στέλνοντας χαιρετισμούς, ένα ασταμάτητο πηγαινέλα από ένα πλήθος που διψά να μιλήσει, πολύ περισσότερο όμως ν’ ακούσει, μ’ ένα “αλλιώτικο” αυτή τη φορά ενδιαφέρον, τον άλλο.
Είναι η στιγμή των επιπόλαιων συζητήσεων και ανταλλαγής πληροφοριών που είχαν να κάνουν με τόπους, λαούς, συνήθειες, θάλασσες... Α ναι, που και που μια λεπτομέρεια γαστρονομικής φύσεως αποσπούσε πιο έντονα την προσοχή, και συνήθως η συζήτηση κατέληγε σε κάποιο είδος κρασιού που είχε τύχει ιδιαίτερης επιδοκιμασίας, μέχρι και που είχε κριθεί εφάμιλλο των εγχώριων!... Συνήθως η λεπτομέρεια αυτή έκανε το γύρο του τραπεζιού, για να ξεπεραστεί στη συνέχεια απ’ την αναφορά κάποιου νησιού, μιας πόλης που ξέφευγε από τα συνηθισμένα και που έπρεπε οπωσδήποτε να λάβουν σοβαρά υπ’ όψη όσοι αναζητούσαν περιπέτεια και εξωτισμό.
Δεν αποφάσιζα να το κουνήσω από την γωνία που στεκόμουν, αισθανόμουν βολικότερα στριμωγμένος εκεί, ανάμεσα σε γνωστούς κι αγνώστους, με ένα Ζακ Νερού να προσπαθεί να τα βγάζει πέρα με τις παραγγελίες, χωρίς όμως και να θέλει να δείξει ότι εκ των πραγμάτων είχε ξεπεραστεί.
«Θα δώσεις κι εσύ ένα χεράκι;»
Η κυματιστή του φωνή έφτασε μέχρι τ’ αυτιά μου με μια δόση εκνευρισμού και υπευθυνότητας.
«Έλα, πέρνα από την πίσω πόρτα» συμπλήρωσε, και έπεσε πάλι με τα μούτρα στη δουλειά.
Αναπάντεχη και ουρανοκατέβατη διέξοδος, είπα μέσα μου, και χωρίς δεύτερη σκέψη συμφώνησα. Το στριμωξίδι ήταν τέτοιο, που μετά δυσκολίας έφτασα μέχρι την πίσω πόρτα, και σε λίγο εκτελούσα χρέη παραγγελιοδόχου με τέτοια άνεση, που θα ’λεγε κανείς πως δεν είχα κάνει τίποτα άλλο σ’ όλη μου τη ζωή.
«Ε, παιδιά, φωνάξτε κι άλλον, δεν προλαβαίνω», ο Σου-Σου ήταν διασκεδαστικός στο ρόλο του λαντζιέρη, Σου-Σου ήταν το παρατσούκλι του.
«Συνέχισε και μη μιλάς», ήρθε η απάντηση από τον Ζακ Νερού, που απτόητος συνέχιζε να ιερουργεί, μπροστά στην τεράστια μηχανή παρασκευής του καφέ εσπρέσο.
«Ε, Γιώργο, πιάσε το μεγάλο πακέτο καφέ, πρέπει να ’ναι και το τελευταίο. Μετά φέρε μερικά αναψυκτικά».
Εκείνη ακριβώς την στιγμή οι πρώτες νότες στο πιάνο αντήχησαν και πάλι, πραγματικά όμως αυτή τη φορά, οι συζητήσεις ως δια μαγείας άρχισαν να καταλαγιάζουν.
«Δεν πρέπει να ξεχάσω να καλέσω τον κουρδιστή αύριο», πρόλαβα ν’ ακούσω και… παραδόθηκα.
Το ανάλαφρο παίξιμο, το σίγουρο πάτημα στο πεντάλ, δεν άφηναν καμιά αμφιβολία ότι στο πιάνο είχε πάρει θέση η Σαμπίν ντε Μπυσύ. Το εναρκτήριο θέμα που «επιχειρούσε» να παίξει όπως με σεμνότητα συνήθιζε να λέει παλιότερα, δεν ήταν άλλο από τη μεγαλειώδη Μουσική στιγμή αριθμός τρία του Σούμπερτ. Πού πήγε στ’ αλήθεια όλη αυτή η οχλαγωγία που επικρατούσε λίγες στιγμές ακόμα πριν; Ένα υπόκωφο μουρμουρητό που μόλις και επέπλεε συνόδευε το εξαίσιο θέμα με την ανάλογη πάντα διακριτικότητα, χωρίς υπερβάλλοντα ζήλο στην επίδειξη προσοχής αλλά και χωρίς να παρεκτρέπεται.
Πηγαινοερχόμουν, ναι, είναι αλήθεια, όμως τις παραγγελίες τις εκτελούσα μηχανικά, υπακούοντας σ’ άλλους ρυθμούς, έχοντας αφεθεί ολοκληρωτικά στην μαγεία μιας αγαπημένης μελωδίας.
Δε σ’ αναζήτησα ποτέ μου τόσο. Και τι παράξενο! Σε είχα δίπλα μου... Γιατί λοιπόν αυτό το συναίσθημα το αξεπέραστο της νοσταλγίας να φωλιάζει στην ψυχή μου;
Η Μουσική στιγμή είχε σκαρφαλώσει στη λα ύφεση μείζονα, όταν ένας ξαφνικός ήλιος λες και σκοτείνιασε τα μάτια μου.
«Λοιπόν, θα περιμένουμε πολύ ακόμα αυτούς τους καφέδες;»
Κι ύστερα, ναι, το ίδιο αινιγματικό χαμόγελο, η ίδια πάντα αδιασαφήνιστη ειρωνεία, που ένας καλός σκιτσογράφος θα μπορούσε ίσως ν’ αναδείξει σε κύριο χαρακτηριστικό σου γνώρισμα.
«Πώς φαίνεται λοιπόν πως είσαι πρωτάρης στη δουλειά αυτή... Αλήθεια, πότε σε προσλάβανε;»
Οι ματιές μας επιτέλους διασταυρώθηκαν. Η Μουσική στιγμή του Σούμπερτ διέγραφε ήδη το τρίτο μέρος της, αναπάντεχα μελωδικό και χωρίς ίχνος δισταγμού στην εξέλιξη.
...Εκεί, στην άκρη της απέραντης πλατείας Λεοπόλ, στο σημείο που αρχίζει να κατηφορίζει η οδός Γκυστάβ Σιμόν... Το απειλητικό γρύλισμα των λύκων και το καρτέρι των αγριμιών... Η βροχή που δεν σταμάταγε να πέφτει και το παλιό Ντεσεβώ που τρέκλιζε σα να ’ταν μεθυσμένο... Ανοίγοντας αποφασιστικά την πόρτα και αποχαιρετώντας σε, ένιωσα εκείνο το βράδυ νικητής. Θυμούμαι ακόμα την άγρια λάμψη στο βλέμμα σου, τον υπόκωφο αναστεναγμό της φωνής σου. Και τα μάτια σου, άλογα αφηνιασμένα που καλπάζουν αναζητώντας τον ήλιο στη μέση τ’ ουρανού, εκεί που δεν υπάρχει παρά μόνο παγωνιά και σκοτάδι.
Δεν τελειώσαμε ακόμα Ολιβιέ. Η μνήμη πρέπει ν’ ανοίξει την πόρτα που βρίσκεται πολύ πριν από ’σένα, να φτάσει μέχρι την πιο σκοτεινή γωνιά του χώρου σου και να την φωτίσει. Και αυτό θα γίνει με τους δικούς σου προβολείς.
Τοποθετώντας το δίσκο με τους καφέδες μπροστά σου, κατάλαβα πως ο τρόπος συμπεριφοράς μου πρόδιδε ένα πανικό που μεταφραζόταν σε ξιπασμένη άμυνα. Κοιταχτήκαμε. Δευτερόλεπτα σιωπηλής αναμέτρησης, το αίνιγμα μιας απάντησης που δεν δόθηκε ποτέ σ’ ένα ερώτημα, που κι αυτό δεν είχε τεθεί. Υποψίες και δισταγμοί, η άλλη πλευρά του φεγγαριού, η σκοτεινή, ο λόγος ο πλάγιος, ο διφορούμενος, ο απόηχός του...
«Ο ήλιος σε μαύρισε...» ήταν ό,τι βρήκα να πω.
Στο γαλάζιο χρώμα των ματιών σου, μια ιριδίζουσα πινελιά κυμάτιζε αναδεύοντας τη μνήμη. Χρυσοπράσινες πινελιές ενός ήλιου που παίζει κρυφτό με τα σύννεφα και δεν λέει να ξεπορτίσει για τα καλά.
«Το καλοκαίρι όμως τέλειωσε» ήταν ό,τι βρήκες ν’ απαντήσεις. Κι ύστερα, τίποτα. Η ιριδίζουσα πινελιά είχε πια φύγει από τα μάτια σου και ταξίδευε στο χώρο επιμένοντας να υπάρχει ενάντια σε ’σένα, ενάντια σε ’μένα, και σ’ ό,τι αντιπροσωπεύαμε.
Πηγαινοερχόμουν ασταμάτητα εκτελώντας παραγγελίες και την έβλεπα μπροστά μου, άπιαστη σαν σκιά χρωματιστή, επίμονη σα μνήμη. Κι ήταν ό,τι είχε απομείνει από ’σένα και από την ολιγόλεπτη παρουσία σου μπροστά μου, μέσα σε μια αίθουσα κατάμεστη και θορυβώδη. Κι ήταν το καλοκαίρι που τέλειωσε, κι ήταν ό,τι ξέμεινε από το καλοκαίρι... Γύρω μου ο κόσμος, τ’ αντικείμενα, οι συζητήσεις, όλα ξανάπαιρναν τη θέση τους που για κάποια λεπτά, δευτερόλεπτα ίσως είχαν χάσει, όλα ξανάβρισκαν το ρυθμό τους.
***
Είχες λοιπόν επιστρέψει. Πτήση αναγνωριστική, ή επιστροφή στα πάτρια εδάφη; Δεν θ’ αργούσα να το μάθω.
Η κίνηση στο μπαρ είχε πια λιγοστέψει κι έτσι διακριτικά μπόρεσα ν’ αποδράσω. Άλλος πιανίστας δεν είχε πάρει τη θέση που είχε αφήσει κενή η Σαμπίν, και έτσι οι λατινοαμερικάνικοι ρυθμοί είχαν και πάλι επιστρέψει.
Δεν καθόσουν στην γνώριμη θέση στο τραπέζι της γνωστής παρέας των γιατρών, αλλά ένα τραπέζι πιο κάτω που σχεδόν άγγιζε την ουρά του μεγάλου πιάνου. Συνομιλούσες πάντα με τα δύο πρόσωπα που είχες συναντήσει μπαίνοντας. Εκείνη ακριβώς την στιγμή χειρονομούσες διακριτικά, περιγράφοντας προφανώς ένα συγκεκριμένο σχήμα, που όμως έβγαινε λίγο και σαν κατάσταση. Είχες προσηλωθεί σχεδόν κατά τρόπο απόλυτο στην περιγραφή σου, εγώ όμως είχα την περίεργη αίσθηση πως με την άκρη των ματιών με κατασκόπευες.
Στο πόστο της η Κοκό, σπάνια έφευγε πριν αποχωρήσει κι ο τελευταίος της παρέας, στη θέση της και η Μαριλίζ γελώντας και συζητώντας όπως πάντα με την ίδια ζεστασιά που της αναγνώριζα..., κι ο Υβ με την αιώνια μακαριότητα στην έκφραση, κι ο Ντενί, με το μόνιμα αλαζονικό ύφος που δεν υιοθετούσε απλά, αλλά είχε. Κι όμως, γιατί είχα την περίεργη αίσθηση πως ενώ τα πάντα έμοιαζαν να είναι φαινομενικά στη θέση τους, στην πραγματικότητα δεν ήταν;
Κάθησα δίπλα στη Κοκό, που δεν ήταν όμως και στην καλύτερη δυνατή διάθεση. Βέβαια, αυτό δεν ήταν κάτι το ασυνήθιστο σε ό,τι την αφορούσε, θα ’λεγα μάλιστα πως υιοθετούσε σκόπιμα το ύφος αυτό που είχε καταντήσει ένα είδος μανιέρας.
Τη στιγμή εκείνη είχε στραμμένη τη προσοχή της κάπου στο βάθος της ημικυκλικής προέκτασης με τις τζαμαρίες, και σίγουρα αργότερα θα σχολίαζε με την ανάλογη καυστικότητα την παρέα που συγκροτούσαν τέσσερις κατά πάσα πιθανότητα νεοφερμένοι.
Στράφηκα προς τον Υβ. Απορροφημένος στα όσα άκουγε από την Μαριλίζ, είχε ξεχάσει στην πορεία το χαμόγελο που μου είχε χαρίσει τη στιγμή που έπαιρνα θέση δίπλα τους.
Μισόκλεισα τα μάτια. Ναι, ήταν αλήθεια, τα πράγματα, τα πρόσωπα, και μαζί οι καταστάσεις που τα συνόδευαν, λες και είχαν όχι ακριβώς αλλάξει αλλά μετατοπισθεί. Δεν τα ’βρισκα πια στη θέση τη γνώριμη που τα είχα αφήσει...
Κι όμως, δεν είναι τόσο τα πράγματα που έχουν μετακινηθεί, όσο η δική μου οπτική γωνία που έχει αλλάξει, σκέφτηκα. Η τελευταία αυτή σκέψη ήρθε λίγο σαν διαπίστωση να μου εξαφανίσει ένα είδος δυσφορίας, που εδώ και κάμποση ώρα ένιωθα.
Καυτή ακόμα και νωπή η ανάσα του καλοκαιριού τσουρούφλιζε τα μάγουλά μου, ζωντανή ακόμα, ολοζώντανη και η συνάντηση της Ολυμπίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου