ΕΚΛΟΓΕΣ
Τη θυμάμαι καλά εκείνη τη βραδιά. Παραμονή των εκλογών που θα έδιναν καινούριο προεδρείο και επιτροπή διαχείρισης των εσωτερικών υποθέσεων του οικοτροφείου, εκδήλωση που αποτελούσε κάθε χρονιά ένα ξεχωριστό και πολυαναμενόμενο γεγονός. Ήταν η μεγαλύτερη σύναξη που μπορούσε ποτέ να γίνει εντός τειχών, μαζί μ’ αυτή που σηματοδοτούσε το τέλος του δευτέρου εξαμήνου.
Αφηρημένα και χωρίς ιδιαίτερο ενδιαφέρον, άκουγα τις συζητήσεις που περιστρέφονταν γύρω από το συγκεκριμένο γεγονός, θέμα που γοήτευε ιδιαίτερα τα αγόρια της παρέας.
Επρόκειτο για μια κανονική αναμέτρηση υποψηφίων με κάλπη και μυστική ψηφοφορία. Και, βέβαια, οι συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν, και η καμπάνια η προεκλογική είχε φτάσει στο αποκορύφωμά της.
«Ε Κοκό, εσύ για ποιόν στοιχηματίζεις;» ρώτησε χωρίς περιστροφές ο Ντενί.
«Και γιατί πρέπει να στοιχηματίσει, στον ιππόδρομο βρισκόμαστε;» αναρωτήθηκε με ύφος σκόπιμα προβοκατόρικο ο Ζακ Νερού, που όποτε του δινόταν η ευκαιρία έριχνε λίγο λάδι στη φωτιά.
Ο υπαινιγμός ήταν παραπάνω από σαφής. Μένοντας πιστοί στη παράδοση που ήθελε μετά τις εκλογές να γίνεται της μουρλής με απρόοπτα και συμβάντα πολλές φορές κακόγουστα και σκωπτικά, ένας διαγωνισμός αντικαλλιστείων είχε επικρατήσει σαν ιδέα φέτος σαν το καλύτερο προσφερόμενο θέαμα.
Τα ονοματεπώνυμα των «καλλονών» που είχαν προεπιλεγεί με απόλυτη μυστικότητα, αποτελούσαν την αφρόκρεμα των υπέρβαρων δεσποινίδων με πρώτη και καλύτερη την πληθωρική Κλοτίλντ, και με μοναδική εξαίρεση στην απαραίτητη αυτή προϋπόθεση την Κοκό, λεπτή και άγαρμπη σαν στέκα μπιλιάρδου, αλλά που επελέγη λόγω άλλων ειδικών και μοναδικών προσόντων τα οποία διέθετε... Όλες οι… υποψήφιες είχαν ήδη μπει σε λίστα που κυκλοφορούσε διακριτικά και μεταξύ λίγων. Δέκα «καλλονές» υπήρχαν ήδη στη λίστα, η Κοκό όμως δεν είχε την παραμικρότερη ιδέα για το τι μαγειρευόταν στα παρασκήνια της εκδήλωσης. Το μυστικό είχε πάρα πολύ καλά διαφυλαχτεί. Και βέβαια, όπως είχε σωστά παρατηρήσει κάποιος, δεν επρόκειτο πια για αντικαλλιστεία, αλλά για αγώνα σε ιππόδρομο. Γιατί η όλη εκδήλωση, από αντικαλλιστεία με έπαθλα χοιρομέρια και λουκάνικα για τις τρεις πρώτες, στη πορεία άλλαξε. Και η ιδέα της κούρσας σε ιππόδρομο με διαγωνιστικό χαρακτήρα επικράτησε. Κάθε «καλλονή» και καθαρόαιμο. Όσο για τους ιππείς, διάφοροι από τους πολλούς υποψήφιους για τις θέσεις του προεδρείου και της επιτροπής διαχείρισης.
Κι όπως οι εκλογές αποτελούσαν ένα κορυφαίο γεγονός για τη μικρή μας κοινότητα, κανείς και καμιά ποτέ κατά τεκμήριο δεν απουσίαζε. Για την συγκεκριμένη όμως περίσταση, και λόγω της ιδιαιτερότητας του εγχειρήματος και του πανικού που θα επικρατούσε, υπήρχε η πρόβλεψη να κλειδωθούν κι οι πόρτες της αίθουσας θεάτρου, έτσι ώστε κανένα «καθαρόαιμο» να μην μπορεί να το σκάσει μόλις θα διέρρεαν οι πρώτες ανακοινώσεις απ’ τα μεγάφωνα.
«Μάλλον έχετε ανάγκη από λίγη ξεκούραση, για να μην πω τίποτα χειρότερο» ήταν η κοφτή απάντηση που η Κοκό έδωσε και στους διό μαζί ταυτόχρονα.
«Έλα τώρα Κοκό, τι σ’ έπιασε;»
Η Μαριλίζ, έχοντας κι αυτή πλήρη άγνοια των όσων μαγειρεύονταν, επιχειρούσε να ρίξει τους τόνους που έβλεπε ν’ ανεβαίνουν.
«Τι μ’ έπιασε; Καλά θα κάνει ο καθένας ν’ ασχολείται περισσότερο με τα προσωπικά του και λιγότερο με τους άλλους» πέταξε με υπονοούμενα η Κοκό, που δεν έχανε την ευκαιρία να μπαίνει στο μάτι κάθε φορά που της δινόταν η ευκαιρία αυτής της ψηλομύτας, όπως χαρακτήριζε τη Μαριλίζ χωρίς λόγο.
«Δεν καταλαβαίνω τι έχει και με κοιτάζει μ’ αυτό το βλέμμα το ηλίθιο» μου ψιθύρισε χαμηλόφωνα η Κοκό, που διαισθανόταν πως κάτι δεν πήγαινε καλά στη στάση του Ζακ Νερού.
«Ω μη ταράζεσαι, έτσι κοιτάζει όλο τον κόσμο» βάλθηκα να την καθησυχάσω αναλογιζόμενος τις συνέπειες και το τι θα επακολουθούσε μετά τις εκλογές...
Τότε βέβαια, όλοι υπολογίζαμε χωρίς τον ξενοδόχο. Και στην περίπτωση την συγκεκριμένη, ο ξενοδόχος δεν έπαιρνε από τέτοιου είδους αστεία. Κάποιος το «κάρφωσε» στον τρομερό πατέρα Σνεντέρ. Το δράμα έτσι αποσοβήθηκε την τελευταία στιγμή. Άκουσα πως έγιναν ανακρίσεις και επιβλήθηκαν τιμωρίες... Το θέμα αποσιωπήθηκε στη συνέχεια εντελώς. Όμως ένα δείγμα γραφής κρατώ ακόμα μέχρι και σήμερα σαν ενθύμιο.
ΑΟΡΑΤΕΣ ΔΙΑΔΡΟΜΕΣ
Το μεγάλο αμφιθέατρο της σχολής σιγά σιγά άρχισε να αδειάζει. Ένας ένας παρέδιδε την κόλλα του στον επιτηρητή κι αποχωρούσε. Με αρκετούς δισταγμούς την παρέδωσα κι εγώ και κατευθύνθηκα προς το κυλικείο.
«Πώς τα πήγες;» με πρόλαβε η Ανιές πριν της υποβάλω ακριβώς την ίδια ερώτηση κι εγώ.
«Θα ’λεγα χάλια... Εσύ;»
«Τα ίδια και χειρότερα. Πού να περιμένεις τέτοια θέματα. Μα πού στο καλό πήγε και τα βρήκε;»
«Το ίδιο αναρωτιέμαι κι εγώ» μπήκε στη μέση η Βερόνικα που συνοδευόταν από τον Γκαμπριέλ.
«Εμ σας τα ’λεγα εγώ» πρόσθεσε ο τελευταίος, «πως ο τύπος είναι βλαμμένος. Δε με πιστεύατε. Προς στιγμή έκανα να δώσω λευκή κόλλα κι ύστερα σκέφτηκα... και γιατί να του κάνω τη χάρη; Έγραψα λοιπόν ό,τι μου κατέβαινε. Θα με μηδενίσει έτσι κι αλλιώς, ε λοιπόν ας τον ταλαιπωρήσω λίγο κι εγώ».
«Καφέδες για όλους;» πρότεινε η Βερόνικα συμμαζεύοντας λίγο τα πλούσια μαλλιά που σχεδόν της έκρυβαν το πρόσωπο. Κι όπως κανείς δεν απάντησε..., σε λίγο επέστρεφε με τέσσερα φλιτζάνια αχνιστό μαύρο καφέ, έχοντας εκλάβει τη σιωπή σαν κατάφαση. Και σωστά είχε μαντέψει. Κανείς δεν αρνήθηκε.
Κόσμος πολύς εκείνη την ώρα. Συζητήσεις έδιναν και έπαιρναν, θέματα της επικαιρότητας, κυρίως πολιτικής για τους κοινωνιολόγους της σχολής, σχόλια για ταινίες που μόλις είχαν σκάσει μύτη στις σκοτεινές αίθουσες και που δεν έπρεπε να χάσουμε... Το Θυμάμαι του Φελίνι έκλεβε την παράσταση... Πού το προβάλλανε; Μα πού αλλού, στο «Καμεό» βέβαια.
Ξαφνικά ο γεμάτος καπνό χώρος του κυλικείου έδειξε ν’ αναστατώνεται. Ενστικτωδώς κοίταξα προς την είσοδο. Η Κολέτ, συνοδευόμενη όπως πάντα από την Ζοσελύν, έκανε την εμφάνιση της. Σκηνή πραγματικά φελινική όπως τώρα την ξαναφέρνω μπροστά μου τόσα χρόνια μετά, σκηνή μοναδική που δε θα ξεχάσω ποτέ.
Προκλητική και ειλικρινά αναιδής, γεμάτη νευρωτικά αλλά ελεγχόμενα τικ που την πριμοδοτούσαν με γραφικότητα εξασφαλίζοντάς της ταυτόχρονα την ατιμωρησία, σταμάτησε για λίγα δευτερόλεπτα φρακάροντας κυριολεκτικά το άνοιγμα της πόρτας. Τα μάτια δε σταματούσαν ν’ ανοιγοκλείνουν με το κεφάλι να περιστρέφεται πότε δεξιά και πότε αριστερά χωρίς προφανή σκοπό και στόχο. Το τοπίο είχε ελεγχθεί με τον πρώτο γύρω, όμως ο έλεγχος συνεχιζόταν, κι όλο αυτό το διάστημα δε σταματούσε να χειρονομεί και να μιλάει, ένας ποταμός λέξεων που δεν κατέληγε πουθενά.
Κατά διαστήματα, και ενώ παρέμενε ακίνητη εκεί στο άνοιγμα της πόρτας προκαλώντας τη δυσφορία των περισσοτέρων, πετούσε κι ένα «Γεια Πωλ» ή «Κοίτα, να η Μαρί- Ελέν, γεια, γεια...»
Ήταν αδύνατον να της είχα διαφύγει, όμως με… τιμωρούσε αγνοώντας με.
Πρώτη η Ανιές αντέδρασε που σηκώθηκε νευρικά, και δίδοντάς μου στα πεταχτά δυο φιλιά την άκουσα να μου λέει με συμπόνια. «Ετοιμάσου να καλοπεράσεις, δες ποιος έρχεται, εγώ προσωπικά δεν την αντέχω. Θα τα πούμε αύριο», και εξαφανίστηκε πριν πλησιάσει επικίνδυνα η Κολέτ που το εισέπραξε σα νίκη.
«Αυτή η ανόητη επιτέλους μας απάλλαξε από την παρουσία της...», έμοιαζε να απευθύνεται σε ’μένα, αλλά τα μάτια της εξέταζαν διερευνητικά πότε το ακροατήριο και πότε το χώρο... Γελούσε χωρίς να γελάει, επιτέλους καταδέχτηκε ν’ απευθυνθεί στην πιστή της συνοδό...
«Ζος, θα πάρουμε ένα καφέ;»
Η Ζος, αφού με χαιρέτησε με τη σειρά της, εξαφανίστηκε για να εκτελέσει την παραγγελία, και η Κολέτ επιτέλους εδέησε να μου ρίξει μια φευγαλέα και νευρωτική ματιά... Η ματιά εκείνη έδειχνε να πετά σπίθες. Θεέ μου, είναι σε έξαψη σκέφτηκα. Πρέπει να ’μαι προσεχτικός. Σ’ αυτή τη φάση τα ξεσπάσματα είναι βίαια και μη ελεγχόμενα.
Στο μεταξύ η Ζος είχε επιστρέψει με τους καφέδες.
«Για δες, ο Φρανσουά…» συνέχισε ακάθεκτη η Κολέτ που σήκωσε το χέρι με το άφιλτρο Gauloises σε ένδειξη σύντομου χαιρετισμού, λες κι ο μοναδικός της πια σκοπός ήταν η καταμέτρηση οπαδών, θαυμαστών και θαμώνων γενικώς και αορίστως.
«Δεν την ενδιαφέρει κανείς ιδιαίτερα, κι όμως δεν μπορεί να υπάρξει στιγμή χωρίς τους άλλους», σκέφτηκα.
Πέρασε έτσι κάμποση ώρα και το σκηνικό παρέμενε πεισματικά το ίδιο, και αυτό συνέβαινε όσες φορές η Κολέτ, συνοδευόμενη πάντα από την εξαφανισμένη αλλά και περισσότερο «διανοούμενη» Ζοσελύν, πρωταγωνιστούσε. Κι εδώ που τα λέμε, τώρα πια έχω την πεποίθηση πως αυτή η τελευταία το διασκέδαζε με τον τρόπο της, περισσότερο κι απ’ όσο τη μελετούσε ή την ανεχόταν.
Διάφοροι, οι περισσότεροι θα ’λεγα, προσέρχονταν για να... υποκλιθούν στην αδιαμφισβήτητα ηγεμονική και κυρίαρχη παρουσία της. Κατέθεταν τον θαυμασμό και τα «διαπιστευτήριά» τους, εισπράττοντας τις περισσότερες φορές παρατηρήσεις ενοχλητικές και σχόλια καυστικά από την πλευρά της τιμώμενης, που με τον τρόπο αυτό περιέργως διασφάλιζε και την ηγεμονία της. Κι αυτό φαινόταν να διασκεδάζει το πλήθος των θαυμαστών που συνωστιζόταν γύρω της, κάτι άλλωστε που και η ίδια επιδίωκε, φροντίζοντας συνήθως να αποχωρεί στο αποκορύφωμα της παράστασης που κάθε φορά έδινε, κι αφήνοντας κυριολεκτικά πάνω στην πείνα τους όσους περίμεναν το τέλος της παράστασης.
Πολλές φορές αναρωτήθηκα αν αυτή η αποχώρηση ήταν κίνηση προμελετημένη ή έβγαινε αυθόρμητα. Τίποτα, μα τίποτα δεν ενίσχυε τη μια ή την άλλη εκδοχή.
Οι συζητήσεις, τις οποίες και κατηύθυνε, σπάνια εξαντλούσαν ένα και μοναδικό θέμα... Η Κολέτ είχε ένα μοναδικό τρόπο να εξαντλεί τα θέματα προσπερνώντας τα ταυτόχρονα.
Στην πορεία κατάλαβα, κι αυτό γιατί κι εγώ είχα πέσει θύμα της παράξενης γοητείας που εξασκούσε στους άλλους, πως το πρόβλημα που την απασχολούσε ήταν βαθιά στοιχειωμένο μέσα της, αλλά ήταν και το μοναδικό που δεν τολμούσε όχι μόνο να θίξει, αλλά ούτε και να υποψιαστεί ότι υπάρχει. Ένα αέναο κυνηγητό με το ίδιο το παρελθόν της που την καταδίωκε συνεχιζόταν ανελέητα χωρίς ποτέ να τολμήσει να το αντιμετωπίσει.., γι αυτό και έτρεχε, έτρεχε να του ξεφύγει.
Και το κατάφερνε γλιστρώντας ανάμεσα από τους άλλους σα χέλι χωρίς να σταματά ποτέ. Όλο αυτό το πλήθος που την περιστοίχιζε δεν της χρησίμευε παρά σαν άλλοθι για να μπορεί να ξοδεύει τον χρόνο της αποφεύγοντας να σκέφτεται. Κι έτσι εξακολουθούσε να δίνει την παράστασή της καθημερινά μιλώντας και παραμιλώντας ακατάπαυστα, προκαλώντας, αμφισβητώντας, βάζοντας στη θέση τους πάντες, από φόβο μήπως την αγαπήσουν… γιατί η ίδια ήταν αδύνατον να αγαπήσει τον εαυτό της. Αυτή η συμπεριφορά ήταν και το διαβατήριο για να συνεχίζει να υπάρχει θριαμβευτικά υπερβαίνοντας την... μετριότητα που αποτελούσε γι’ αυτήν μαύρο πανί, και να κυνηγά τον σαρκικό και μόνο έρωτα χωρίς ποτέ να παραμένει πιστή σε ένα και μόνο σύντροφο.
Αντιλήφθηκε πως ετοιμαζόμουν να το... σκάσω την ίδια στιγμή που διαπληκτιζόταν με διό συνδικαλιστές του φοιτητικού κινήματος. Τους τα είχε μαζεμένα από καιρό και περίμενε πώς και πώς την ευκαιρία να τους «τα χώσει», πράγμα όμως που δεν την εμπόδισε να αφήσει ασχολίαστη την κίνησή μου.
«Μπα, μας βαρέθηκες κιόλας αγαπητέ μου;»
Η διαφαινόμενη σύσπαση των χειλιών έμοιαζε με χαμόγελο που υπονόμευε τον ίδιο του τον εαυτό...
«Θα βρεθούμε τουλάχιστον το βράδυ στο ‘‘Καμεό;’’» συνέχισε, «είναι μια ταινία που δεν πρέπει με τίποτα να χάσεις».
Συμφωνήσαμε να μου κρατήσει θέση, φιληθήκαμε συμβατικά, και νοιώθοντας ανακούφιση που την είχα γλυτώσει τόσο φτηνά βγήκα στον καθαρό αέρα.
Στη πόλη άρχιζε να πέφτει ομίχλη. Ανάσες του Θεού που αργοσάλευαν τυλίγοντάς την προστατευτικά, ιεροτελεστία του φθινόπωρου που προετοίμαζε τον ερχομό την κλειστής και σιωπηλής ζωής του χειμώνα.
Είναι η ώρα που μας μεταμορφώνει, σκέφτηκα, δεν πρέπει όμως να την εμπιστεύομαι... Μας γεμίζει εικόνες φευγαλέες και εξωπραγματικές, αναφορές καθαρτήριες και εξαϋλωμένα δείγματα γραφής που δεν έχουν πραγματικό αντίκρισμα. Νοθεύει την καθαρότητα των περιγραμμάτων, την συμμετρικότητα των γραμμών. Μας βυθίζει σ’ ένα κόσμο παράλογα ονειρικό και απόκοσμα φωτισμένο, όμως, όμως αυτό δεν είναι παρά μια απάτη.
Μας αναστατώνει τις αισθήσεις που καταλήγουν σε παραίσθηση, μας αποκοιμίζει τα ένστικτα και την βιαιότητα του πρωτογονισμού που εμπεριέχουν. Και αρχίζει πάλι η αναζήτηση του άπιαστου, η εξιδανίκευση του άχρηστου...
Θα πρέπει να προσέχω, να καιροφυλακτώ, απόψε τίποτα δεν είναι όπως φαίνεται. Θα πρέπει ν’ αρχίσω επιτέλους ν’ αναζητώ την ουσία πέρα από το περίβλημα, την κρυμμένη αλήθεια κάθε παραμυθιού.
Μπαίνοντας στο οικοτροφείο, η ομίχλη ήταν πια τόσο πυκνή, που λίγο έλλειψε να συγκρουστώ με κάποιον που ερχόταν από το αντίθετο ρεύμα.
Η γεμάτη υγρασία σκόνη που μας πασπάλιζε δε μας εμπόδισε ν’ αναγνωρίσει ο ένας τον άλλον, κι αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να κοιταχτούμε για λίγο αμήχανοι και σαστισμένοι. Αμέσως αναγνώρισα το πρόσωπο με τη χαρακτηριστική άμεμπτη χωρίστρα στα καλοχτενισμένα του μαλλιά, όπου ακόμα κι η τελευταία τρίχα ήταν τιθασευμένη στην γενική κατάταξη και ροπή.
Ένα διστακτικό χαμόγελο άνθισε σε δύο εξόχως λεπτά χείλη που δεν είχαν πραγματικά τίποτα το προκλητικό, και που χαρακτήριζαν ένα κεφάλι συμμετρικά λεπτό και εξαφανισμένο, σε αντίθεση με τα μάτια που ήταν μεγάλα, έντονα, και διαπεραστικά.
«Συγγνώμη, πραγματικά είμαι αδικαιολόγητος» άκουσα να ψελλίζει ένα στόμα που μόλις που μάντευες ότι υπήρχε... «Και σκεφτείτε πως είναι η δεύτερη φορά που κυριολεκτικά πέφτω επάνω σας...»
«Ναι, ναι, θυμάμαι, είναι περίεργο πραγματικά» χαμογέλασα με τη σειρά μου, «ήταν στον προθάλαμο εκείνο το βράδυ, τότε όμως ήταν δικό μου το φταίξιμο...»
«Δε χρειάζεται να είστε τόσο ευγενής, και τότε πάλι εγώ ήμουν ο φταίχτης, είχα παραπατήσει...»
«Απόψε όμως φταίει η ομίχλη» συνέχισα, διαπιστώνοντας πως δεν διέκρινες πραγματικά τίποτα πέρα απ’ το ένα μέτρο. «Και να σκεφτεί κανείς πως έπεσε τόσο ξαφνικά...»
«Ναι, πριν λίγο ακόμα τίποτα δεν το προμήνυε... Στ’ αλήθεια λυπάμαι...»
Μείναμε να κοιταζόμαστε σαστισμένοι και αμήχανοι. Αποφάσισα πρώτος να ξεφύγω από την άβολη κατάσταση.
«Τ’ όνομά μου είναι Γιώργος...»
«Και το δικό μου Κλοβίς...»
Η δυνατή και θερμή χειραψία που ανταλλάξαμε, ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με μια παρουσία που θα τολμούσα να την χαρακτηρίσω άχρωμη και συναισθηματικά υποτονική.
«Θα τα ξαναπούμε…»
«Ναι, ναι, θα τα ξαναπούμε».
Χωρίσαμε πάνω σ’ αυτή την υπόσχεση που αν και τυπική, μου φάνηκε πως έκρυβε μιαν ειλικρινή διάθεση.
***
Υπόκωφοι θόρυβοι, αόρατες παρουσίες, ατέλειωτοι και μισοφωτισμένοι διάδρομοι που διασταυρώνονται με άλλους διαδρόμους, πόρτες κλειστές, πίνακες αναρτημένοι κατά διαστήματα, κτηριακές εγκαταστάσεις διαφορετικών ρυθμών που ενώνονται δημιουργώντας ένα ενιαίο σύνολο, κήποι που αναπτύσσονται ανάμεσά τους...
Ήδη αποχωρώ από την κεντρική πτέρυγα, βαριά και επιβλητική, με προσωπικότητα που δε σήκωνε αμφισβήτηση και άσκοπη περιφορά, ανεβαίνω δυο σκαλοπάτια, ξαφνικό κυκλικό άνοιγμα, κομβικό σημείο συνάντησης τριών διαφορετικών κτηριακών συγκροτημάτων. Αριστερά μου το πιο αμφισβητούμενο και επαναστατικό, ατέλειωτος ο διάδρομος της σύγχρονης πτέρυγας που όσο κι αν πάσχιζε δεν μπορούσε να ενσωματωθεί πραγματικά στο συνολικό οικοδόμημα... Γεωμετρία επιθετική, ευθείες άκαμπτες με δεδομένες προοπτικές... Καμιά σκιά, παντελής έλλειψη πλαστικότητας, τοίχοι επικαλυμμένοι με άγριο σοβά, ταβάνι συμβατικό σε μιαν απόχρωση λευκού. Μοναδική καινοτομία και ξέσπασμα ζωής το πάτωμα, καλυμμένο με πλακίδια μικρά και τετράγωνα σε χρώμα σκούρο κεραμιδί.
Προς το τέλος του μακρόστενου διαδρόμου με τα κεραμιδί πλακίδια βρίσκεται το δωμάτιό μου, με το αμέσως επόμενο και τελευταίο της σειράς να κατοικείται από τον μυστηριώδη και περίεργα γοητευτικό σύμφωνα με τον Βολφ, Ντενί ντε Λαφόρζ.
Μητροπόλεις... Καθεδρικός του Σαίντ-Εβρ στο καθαρότερο γοτθικό στυλ, ο Άγιος Μηνάς των παιδικών μου χρόνων με τα ψηλά βυζαντινά καμπαναριά, οι σιωπές εκείνων των χρόνων και τα βίαια ξεσπάσματα της εφηβείας που δε λένε να κοπάσουν, κυνηγητό χωρίς τέλος ανάμεσα στους ίδιους πάντα ατέλειωτους διαδρόμους και στις περίτεχνες αίθουσες, ανάμεσα στις ομίχλες της Λορραίνης και στις βίαιες παρεκκλίσεις των καυτών καλοκαιριών του τόπου μου... Γυρεύουν να τρυπώσουν... Γυρεύουν να βρουν καταφύγιο πριν αγριέψει ο καιρός και η νοσταλγία, ξεγελώντας τις πόρτες..., τις πόρτες που τώρα πια μου φαίνεται πως είναι μισάνοιχτες, όταν πριν λίγο ακόμα τις έβρισκα ερμητικά κλειστές... Πρόσωπα, που σχηματίζονται θα ’λεγες από χρωστήρες ζωγράφων, στάμπες που αντί να ερμηνεύουν το χώρο επιμηκύνουν το μυστήριο...
Δεν ξεφεύγω. Δεν μπορώ να ξεφύγω. Περιπλανιέμαι, σκιά αδέσποτη και μισοφωτισμένη προσπαθώντας να βρω τα χαρακτηριστικά εκείνα που μου χάρισαν, μα πιο πολύ εκείνα που μου στέρησαν...
Διασχίζω τον διάδρομο μα δεν ξεκλειδώνω την πόρτα του δωματίου μου. Με τρομάζει ετούτη η σιωπή και με κυνηγά, κι η πόρτα για μια στιγμή μού φαίνεται ξένη, δε μένω εδώ, δεν έμεινα ποτέ εδώ, όπως ποτέ δεν έμεινα πουθενά αλλού... Γυρεύω την πατρίδα που δεν είχα, τον θεό που δεν κατόρθωσα να βρω στις απειροελάχιστα μικρές και ακατανόητές μου επικλήσεις...
Προχωρώ μέχρι το βάθος της πτέρυγας, δυο σκαλοπάτια που κατεβαίνουν με οδηγούν σ’ έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο, συνεχόμενο όμως του προηγούμενου.
Σύνολο ενιαίο διαδοχικών κτηριακών συγκροτημάτων διαφορετικών μορφών και τάσεων, ανάπτυξη αρχιτεκτονικών ρυθμών δεκάτου ογδόου, δεκάτου ενάτου, εικοστού αιώνα, ακροπύργια και ελικοειδείς κλίμακες, ημικυκλικές προεξοχές των τοιχωμάτων με υποδοχές για το άγαλμα της Παναγίας, εσοχές με θολωτές οροφές μιας απόλυτης και παγερής στιλπνότητας που φιλοξενούν το φάντασμα κάποιου αγίου...
Μια ξαφνική ανοιχτωσιά με μωσαϊκό στο πάτωμα και τεράστια πολύχρωμα βιτρό προς την πλευρά της οδού Μπαρόν-Λουί. Η μεγαλύτερη προς τ’ αριστερά πόρτα, φτιαγμένη από καρυδιά με ανάγλυφες ακατανόητες αναπαραστάσεις ανοίγει στο παρεκκλήσι. Ο χαρακτηρισμός όμως ξεγελά. Έχει διαστάσεις κανονικής εκκλησίας, σεμνότητα στην κατασκευή, γραμμές εσωτερικές πιο λιτές και λιγότερο φαντασμαγορικές, με μυστικιστική τάση. Μια εκπληκτική τάξη και σιωπή, το εκκλησιαστικό όργανο στη θέση του, τα στασίδια και οι πάγκοι γεμίζουν πάντα στον κυριακάτικο σύντομο πρωινό εκκλησιασμό...
Κατεβαίνω την ελικοειδή σκάλα, βρίσκομαι στον πρώτο όροφο. Στεγάζει την αίθουσα συνελεύσεων και άλλων εκδηλώσεων κάτω ακριβώς από το παρεκκλήσι. Τα καθίσματα ξεπερνούν τα τριακόσια, ναι, ναι, σίγουρα τα ξεπερνούν, μπορεί να φτάνουν και τα τετρακόσια, εδώ γίνεται κάθε χρονιά η γενική συνέλευση για εκλογές προεδρείου και διοικητικού συμβουλίου. Η μεγάλη αυτή αίθουσα που έχει διαστάσεις θεάτρου, φωτίζεται από τέσσερις μεγάλους και βαρείς πολυέλαιους...
Συνεχίζω να κατεβαίνω. Το τελευταίο σκαλοπάτι είναι πλατύτερο, και σίγουρα λόγω κάποιας ατέλειας που ποτέ δεν διορθώθηκε, ψηλότερο απ’ όλα τα υπόλοιπα. Στο σημείο αυτό ένας παγωμένος πάντα αέρας μας προετοιμάζει για την έξοδο που οδηγεί στον εσωτερικό κήπο.
Εισχωρώ στην ομίχλη εισπνέοντας άπληστα έναν αέρα που στάζει υγρασία. Μακρινές συγχορδίες κοντσέρτου φτάνουν από μακριά... Γιατί ο ήχος της καμπάνας του μεγάλου ρολογιού που αρχίζει ξαφνικά να ηχεί σφηνώνει στην καρδιά μου τέτοια νοσταλγία;
Περιφέρομαι στους κήπους της λευκής ερημιάς ώρα πολλή, δεν θέτω όρια, δεν ψάχνω για σκοπό. Ανεβοκατεβαίνω την κεντρική αλέα, τα βήματά μου οργανώνουν μια παράλογη διαδρομή, σε λίγο θ’ αρχίσω να κουράζομαι και θα εγκαταλείψω, σκέφτομαι, μα κάτι τέτοιο δε συμβαίνει.
Έχει αρχίσει να βραδιάζει για τα καλά και σε λίγο οι πρώτοι θαμώνες θ’ αρχίσουν να κατακλύζουν όπως πάντα το μεγάλο σαλόνι, που θ’ αστράφτει κάτω από τα φώτα και τις αντανακλάσεις των μεγάλων καθρεπτών. Κι ο ίδιος πάντα ο πολύχρωμος αρωματισμένος κόσμος θα προσπαθεί να με αγαπήσει συνθλίβοντάς με. Γιατί πρέπει πάντα να πληγώνουμε αυτούς που αγαπάμε; Αυτός ίσως είναι και ο λόγος που ο συγκεκριμένος κόσμος με τον οποίο συνήθισα να ζω δεν αγαπιέται και δεν αγαπά. Τουλάχιστον αυτό κατάλαβα τόσο καιρό που τον συναναστρέφομαι. Οι ισορροπίες διατηρούνται, και τα προσχήματα σώζονται με συμπεριφορές αβρές αλλά συγκρατημένες. Τα πάθη περιφρουρούνται, οι υπερβολές ανακόπτονται, και οι ίδιες οι καιρικές συνθήκες βοηθούν σ’ αυτό. Η οικειότητα εξαντλείται στην ευαίσθητη γραμμή που οριοθετεί τον ζωτικό για τον καθένα χώρο.
Η αναζήτηση αναπτύσσεται σε χώρους εσωτερικούς, τα χρώματα της μνήμης γλυκαίνουν καθώς διαπερνούν την κρούστα των αιώνων και φτάνουν ως σήμερα. Η εξέλιξη μοιάζει φυσιολογική και ήπια. Εδώ σπάνια υπάρχει ο καταλύτης της φωτιάς και του ήλιου, το απόλυτο προνόμιο του λευκού φωτός και της αστροφώτιστης νύχτας... Η γη προστατεύεται από τις πάχνες, τα σχήματα από τις ομίχλες, οι ίδιοι οι άνθρωποι από την ιστορία... Οι διαδρομές δεν είναι τόσο έκθετες, γι’ αυτό κι ίσως όχι τόσο ευάλωτες.
Κι όλα αυτά τα μισόκλειστα μάτια των αγαλμάτων των αγίων τους που μοιάζουν να γέρνουν προς τη λησμονιά και την άγνοια... εμένα γιατί μου φαίνεται πως στερούνται συνέπειας; Πώς δεν γνώρισαν ποτέ την ειλικρίνεια; Για να φτάσεις στην αγιότητα πρέπει να γευτείς την παραζάλη της κόλασης. Δεν είναι περίεργο που η θρησκεία τους δεν έχει πολλές εικόνες. Γιατί πως ν’ αποκρύψεις τη σπίθα της «νικημένης» λαγνείας ακόμα και στα πιο άγια μάτια, τα ίχνη κάποιου πειρασμού που ξέμειναν πάνω στο σκαμμένο από τη νηστεία πρόσωπο;
Δεν ξεφεύγω, δεν μπορώ να ξεφύγω... ατέλειωτοι διάδρομοι με στιλπνά πατώματα που αναδίδουν εκείνο το εξαίσιο, το μοναδικό άρωμα της νοσταλγίας, διάδρομοι που διασταυρώνονται μ’ άλλους διαδρόμους, κτιριακές εγκαταστάσεις που φιλοξενούν τους ενοίκους...
Μητροπόλεις, πρόσωπα χλωμά, φαινομενικά ανυπεράσπιστα, συνηθισμένα να ψάλλουν με αγγελικές φωνές στις κυριακάτικες λειτουργίες... Πρώτες κοινωνίες, πάλλευκη αγνότητα, αλήθεια βασανιστική, αχαλίνωτο όργιο επιθυμιών, τύψεων, και ενοχών, απαραβίαστα σύνορα συνείδησης και χάους... Μη τα ξεπεράσεις, μη... Πιο ’κει καραδοκεί η τρέλα και η άγνοια, η καταδίκη του ίδιου του Θεού που, ακόμα κι αν δεν υπήρχε, θα πρέπει στην πορεία να δημιουργήθηκε...
Ένα παράξενο συναίσθημα πληρότητας με γέμισε ξαφνικά πέρα και έξω από κάθε κατανόηση. Άρχισαν να διαφαίνονται κάποιοι μηχανισμοί... Ένας εμβρυικός σχεδιασμός αρχικά, κάτι σαν απόπειρα ζωγραφικής παιδιού ακατανόητης. Αφελής και απλή μαζί. Ναι, ναι, σαν απόπειρα ζωγραφικής δοσμένη από χέρι παιδιού. Μεγαλειώδης απλότητα, πρωτόγονης φαντασίας στην αρχική σύλληψη. Μαύρο – άσπρο, σκοτάδι – φως, πατέρας – μητέρα...
Το τέρας έχει ανάγκη για να υπάρξει τον άγγελο, το σύμπαν το χάος. Η ζωή η ίδια το θάνατο. Καταστάσεις αυτόνομες αλλά αλληλεξαρτώμενες, νοητοί νευρώνες διασχίζουν το σώμα του κόσμου ενώνοντάς το με το χάος. Ένα σύμπαν αυτοτροφοδοτούμενο... αυτοπαρατηρούμενο... Ένα παιδί που γεννιέται και που σιγά σιγά στέκεται στα πόδια του. Εκείνο το πρώτο και το βίαιο φως της ζωής που ξυπνά την όραση, αρχικά το τυφλώνει...
Η προσαρμογή... Ναι, αυτή είναι η μαγική λέξη. Η απαίτηση όχι δικαίωσης αλλά τελείωσης...
Και το παιδί με τον καιρό οργανώνει το κόσμο του, συνεχείς εναποθέσεις οργανικών στοιχείων, δυνάμεις άκαμπτες που επιτηρούν και παρεμβαίνουν, σχηματισμός οργάνων με αυτονομία και περιορισμό... Η μνήμη έρχεται σα νεφέλωμα να στεφανώσει το οικοδόμημα, όμως δεν αποτελεί παρά την κορυφή του παγόβουνου… Άλλες πριν απ’ αυτήν αποτυπώθηκαν σε μιαν άπιαστη μεμβράνη, σ’ ένα φωτογραφικό φιλμ που δεν εμφανίστηκε ποτέ.
Το σώμα διαπλάθεται... Το σύμπαν ενηλικιώνεται... Χορός τρισεκατομμυρίων αστερισμών, ηλεκτρικές εκκενώσεις και ραδιενεργά νέφη..., θάνατος αστέρων και γεννήσεις πλανητών...
Μόλις πρόσφατα οι επιστήμονες κατάφεραν να «συλλάβουν» το απολίθωμα του πρώτου, του αρχέγονου φωτός που περιπλανιέται διασχίζοντας μονοπάτια που δεν έχουν τέλος... Να φτάσει πού; Να καταλήξει πού; Κι ύστερα...;
Παραμονεύει η πόρτα που δεν άνοιξε ποτέ, το μοναχικό, έτσι νομίζουμε, ταξίδι της επιστροφής... Καταλήγουμε έτσι και πάλι στον αρχικό σχεδιασμό... που όμως γιγαντώθηκε, αναπτύχθηκε, όμως, όχι, δεν ξέφυγε. Αίμα που κατρακυλά μέσα σε πυρρόξανθες αρτηρίες... Δισεκατομμύρια ξεχωριστών, αυτόνομων και συνεργαζόμενων κυττάρων που συγκροτούν τα μόρια, τις συστάδες μορίων, τα κύτταρα, τα όργανα... Μαγευτική αστρολογία του σώματος μέσα στη γενικότερη κοσμογονία των απανωτών εκρήξεων, των ανακατανομών, της εξελικτικής διαδικασίας που ανακυκλώνει ό,τι η τρομακτική της λογική κρίνει χρήσιμο. Έτσι ψυχρά και χωρίς συναίσθημα.
Τρισεκατομμύρια κυττάρων, ατόμων, μορίων, που κοροϊδεύουν τις διαδρομές και τις κλίμακες, που συμβάλλουν στον καθημερινό περίπατο του παράλογου. Υπακούουν αναφέροντας, κινητοποιώντας, επιτίθενται, αμύνονται... Δεν έχουν έλεος, δεν αισθάνονται τη νοσταλγία της ψυχής... Ή μήπως συμβαίνει το αντίθετο κι εμείς το αγνοούμε;
Ο θεός που περιμένουμε πρέπει να ’χει έρθει από καιρό. Ένας γενικός κελευστής που δίνει τους ρυθμούς... όμως, η μελωδία δημιουργείται στη πορεία... Η μεγάλη τελική σύνθεση που όταν ολοκληρωθεί θα θεωρείται ήδη καταδικασμένη, που δε θα ’χει φτάσει στο απόγειό της παρά για ν’ αυτοκαταστραφεί... Γιατί..., γιατί απλά έτσι πρέπει να γίνει. Είναι η ίδια ευθεία που μετρά αντίστροφα. Κι έτσι, η ίδια η αθανασία μοιάζει καταδικασμένη να υπάρχει...
Οι μακρινές, οι απόκοσμες ανταύγειες των μακρινών γαλαξιών ντύνονται στο γαλάζιο. Δεν είμαι μόνος πια, δεν είμαστε μόνοι, ας μη μας τρομάζουν οι παγερές θερμοκρασίες του κενού. Χρειάζονται, για να μετριάζουν την τρομακτική θερμότητα που εκπέμπουν αμέτρητοι ήλιοι, συνεχής ροή αίματος στις αρτηρίες και τα απώτατα τριχοειδή αγγεία του κοσμικού σώματος.
Μέσα σ’ αυτή τη δίνη, η άκαμπτη λογική της Τάσης ανακυκλώνει μόνο ό,τι θεωρεί χρήσιμο.
Ένας δυνατός άνεμος άρχισε ξαφνικά να σηκώνεται. Παρασύρει όγκους κατάλευκης σκόνης μετακινώντας τους. Όμως δεν καταφέρνει να τους διαλύσει. Για κάποιον ανεξήγητο μετεωρολογικά λόγο, άλλες μάζες ομίχλης εμφανίζονται από το πουθενά, γεμίζοντας το χώρο που μόλις είχε καθαρίσει. Ο κόσμος απόψε δε ζητά την διαφάνεια, σκέφτηκα. Οι γωνίες στρογγυλεύουν, οι αδιασάλευτες ευθείες κυρτώνουν, οι πληγές που άνοιξαν οι αιώνες κλείνουν.
Όμως τα πόδια μου δε με κρατούν άλλο. Η περιπλάνησή μου αυτή στους υγρούς και σιωπηλούς κήπους του οικοτροφείου έπρεπε να πάρει τέλος.
Αποφάσισα ν’ αποφύγω τις περιττές διαδρομές στις οποίες με παρέπεμπαν το δαιδαλώδες αρχιτεκτονικό σχέδιο κι η βαθύτερη γοητεία που ασκούσε αυτή η ίδια η περιπλοκή πάνω μου, και σε μια ύστατη προσπάθεια αναδίπλωσης επιτάχυνα τον βηματισμό μου, προχωρώντας προς την κεντρική έξοδο.
Σε μια φευγαλέα ματιά, το μεγάλο σαλόνι πρόβαλε μεθυσμένο και προστατευμένο μέσα από τις θαμπές τζαμαρίες. Κοίταξα το ρολόι. Μου έμενε μισή ακριβώς ώρα μέχρι ν’ αρχίσει η προβολή στο «Καμεό» του τελευταίου έργου του Φελίνι. Η Κολέτ, η Ζοσελύν, ο Κλοβίς, κι ένας συγκεκριμένος και σχεδόν απαράλλαχτα ίδιος κόσμος που αποτελούσε και το κοινό του θα είχε στηθεί εκεί από ώρα, συζητώντας πολιτικά, παραπολιτικά, και παρακάμπτοντας τον έρωτα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου