Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 2020

Γιώργος Σταυριανός - "Η αλήθεια της νύχτας" (6)




ΚΛΟΒΙΣ

Με το τέλος της παράδοσης της γλωσσολογίας, έφυγα στα γρήγορα. Η Ανιές απουσίαζε, πράμα σπάνιο για τις συνήθειές της, και αυτό με προβλημάτιζε.

Κατεβαίνω την οδό Ζακινό. Έχει κιόλας βραδιάσει κι ας μην έχει πάει ακόμα έξι. Επιταχύνω το βήμα μου την στιγμή που ένα ξέφωτο γεμάτο μουσική φωτίζει τη σκιά του κόσμου. Η σκέψη αστράφτει σαν το παρθένο και καθαρό φως που ανθίζει στο χάραμα. Μια ανατριχίλα διαπερνά όλο μου το κορμί, πρέπει να φτάσω όσο πιο γρήγορα γίνεται στο δωμάτιό μου, και να την ασφαλίσω στην μυστική μου κρύπτη, εκεί που δεκάδες άλλες έχουν στοιβαχτεί περιμένοντας...

Στη γωνία με την οδό Ντεζίλ επιβραδύνω το ρυθμό μου μέχρι που σταματώ εντελώς.

Ο δρόμος ξανοίγεται στα δεξιά με μια ευλυγισία φιδιού, σκιερός, ευκολοπερπάτητος, με μια δόση μυστηρίου έτσι καθώς η προοπτική ανακόπτεται από την καμπύλη στο βάθος.

Εκεί, σε μια από τις τελευταίες μονοκατοικίες πριν τη στροφή βρίσκεται το νέο σου σπίτι. Ένα παράθυρό που δίνει στο δρόμο φωτίζει το δωμάτιό σου που θα πρέπει να στέγαζε παλιότερα τον κηπουρό του παλιού αρχοντικού. Οι τωρινοί όμως ιδιοκτήτες αποφάσισαν να το νοικιάσουν, με βάση τα νέα οικονομικο-κοινωνικά δεδομένα της εποχής.

Άραγε πού να βρίσκεσαι; Την ξαφνική παρόρμηση να πλησιάσω και να διαπιστώσω αν οι γρίλιες του παραθύρου σου ήταν φωτισμένες, την εξουδετέρωσε ακαριαία η σκέψη πως θα ένιωθα άβολα αν τύχαινε και αντιλαμβανόσουν την παρουσία μου. Σαν αστραπή πέρασε απ’ το μυαλό μου η τελευταία μας συνάντηση, το πολύβουο εκείνο βράδυ στο μεγάλο σαλόνι.

Περίεργες εκρήξεις του μυαλού, ακατανόητες, γυμνές από κάθε άλλοθι, φωτογράφιζαν με ακρίβεια το μέγεθος της αμηχανίας μου. Αποφασίζω να μην ενδώσω στην επιθυμία της στιγμής και συνεχίζω να προχωρώ προς την οδό Μπαρόν-Λουί.

Η πόλη αρχίζει σιγά σιγά να καθρεφτίζεται στη λεπτή και διάφανη επιφάνεια των δρόμων που γυαλίζουν παραδομένοι στη νυχτερινή λεηλασία, κάτω από την αδιαπραγμάτευτη προστασία των ουρανών.

Κάποια στιγμή μου μπαίνει η υποψία ότι μια σκιά με ακολουθεί. Βήματα δεν ακούγονται, τόσο ανάλαφρο είναι το περπάτημα, διστάζω να γυρίσω και να κοιτάξω πίσω. Ενστικτωδώς επιβραδύνω τον βηματισμό μου. Η ανάλαφρη σκιά μοιάζει να με πλησιάζει όλο και περισσότερο…, δεν απέχει πια παρά μιαν ανάσα από μένα... Σε λίγο φτάνει ακριβώς δίπλα μου... στρέφω τα μάτια...

«Κλοβίς...»

Ήταν η τρίτη φορά που συναντούσα τυχαία το αινιγματικό αυτό πρόσωπο, που άκουγε στο περίεργο και ιστορικό αυτό όνομα. Τον αναγνώρισα αμέσως. Στ’ αφτιά μου ηχεί ακόμα ο ήχος της φωνής του που θύμιζε βουή ανέμου βγαλμένη από θαλασσινό κοχύλι.

«Ποτέ διό χωρίς τρεις’» είπα γελώντας.

«Μόλις βγαίνω από μια προβολή στη λέσχη. Παρακολούθησα την Βιριδιάνα του Μπουνιουέλ, δεν ξέρω αν το έχετε δει...»

Ναι, το είχα δει. Περισσότερο κι από ’ μένα είχε εντυπωσιασθεί θυμάμαι ο Ζαν-Λουί, το είχαμε δει μαζί, ήταν από τις καλές στιγμές του σκηνοθέτη.

Και συνεχίσαμε παρέα τον δρόμο συζητώντας ώσπου φτάσαμε στην είσοδο του οικοτροφείου. Κατά ένα περίεργο τρόπο άρχιζε και πάλι να πέφτει μια διάφανη όμως αυτή τη φορά ομίχλη. Η περιέργειά μου να τον γνωρίσω καλύτερα τιθασεύτηκε από μιαν ανεξήγητη γνώση. Είχα την βεβαιότητα ότι θα μου πρότεινε κάτι ανάλογο ο ίδιος ο συνοδοιπόρος μου, κάτι που δεν άργησε να επιβεβαιωθεί.

«Θέλετε να περπατήσουμε ακόμα λίγο..., ή και να πάρουμε ένα καφέ κάπου εδώ κοντά; Είναι ακόμα νωρίς...»

Κατηφορίσαμε την οδό Γκραν Μπουρζουά. Αναπόφευκτα θυμήθηκα τον Βολφ καθώς περνούσαμε μπροστά από το αγαπημένο ζαχαροπλαστείο. Όμως ο Κλοβίς δεν έδειξε την ίδια βουλιμία για τάρτες πασπαλισμένες με άχνη ζάχαρη. Πρότεινα το καφέ του Ινστιτούτου. Δεν έφερε αντίρρηση.

Η Μαρσελίν μάς υποδέχτηκε πληθωρικά κι ήταν όπως πάντα ένας χείμαρρος λέξεων για να καταλήξει λέγοντας.

«Τι καιρός κι αυτός… Χρόνια έχουμε να δούμε τέτοιο χάλι!»

Χαμογέλασα και σκέφτηκα πως σε κάθε ανάλογη περίσταση θα πρεπε ν’ ακούγονται τα ίδια πράγματα. Κι αμέσως μετά «Διό εσπρέσο;»

Γνέψαμε καταφατικά και καθίσαμε σ’ ένα τραπεζάκι στο βάθος. Περιμένοντας τους καφέδες, βρήκα την ευκαιρία να παρατηρήσω καλύτερα τον καινούριο μου φίλο. Ναι, δεν υπήρχε αμφιβολία, πως φυσιογνωμικά ήταν μια εντελώς ιδιαίτερη προσωπικότητα. Τα χαρακτηριστικά του προσώπου ήταν τόσο λεπτά που δεν έμοιαζαν γήινα, οι γραμμές τόσο κανονικές, που δεν ξέφευγαν ούτε κατά ένα χιλιοστό από το περίγραμμα που λες και είχε σμιλέψει κάποιος τελειομανής τεχνίτης. Η φωνή, ναι, η φωνή είχε κάτι το εντελώς ξεχωριστό, κι αυτό ήταν κάτι που μόνο απόψε συνειδητοποιούσα. Και τώρα που ανατρέχω στις μνήμες εκείνες, είμαι σίγουρος πως θα την αναγνώριζα ανάμεσα σε χίλιες άλλες. Ήχος μελωδικός που τέλειωνε σε απόηχο με δεδομένες χρωματικές αναφορές... Κι ύστερα ήταν το βάθος… Ένα βάθος που θύμιζε τον ήχο που κάνει ο άνεμος όταν βγαίνει από θαλασσινό κοχύλι σε ταξίδευε σε ωκεανούς... Ναι, αυτή η φωνή είχε κάτι το μοναδικό. Θα λεγες πως ο Κλοβίς δεν υπήρχε παρά μόνο σαν πρόσχημα για να υπάρχει αυτή η φωνή, που λες και δεν ήταν του κόσμου ετούτου.

 Υπήρχε κάτι που να αναγνώρισα σ’ αυτόν; Πολλές φορές τ’ αναρωτήθηκα. Η αίσθηση πως, μαζί του μεταφερόμουν σε ένα περίεργα οικείο χώρο, που εξελισσόταν πατώντας σε μιαν άγνωστη γεωμετρία, με γοήτευε. Αδύνατον όσο κι αν προσπαθώ να ξαναφέρω στο νου την συνομιλία που είχαμε. Θυμάμαι μόνο πως, όταν πια φύγαμε κι εγώ επέστρεψα μόνος στο οικοτροφείο –ο ίδιος είχε προφασιστεί μια συνάντηση με κάποιους γνωστούς– μου ’χε μείνει η εντύπωση ότι είχαμε πει τόσα, όσα δεν θα λέγαμε συζητώντας μέρες και νύχτες ολόκληρες.

Το πιο περίεργο όμως απ’ όλα ήταν η γνώση…, μια γνώση χωρίς ίχνος φιλαρέσκειας και ματαιοδοξίας που είχα την αίσθηση ότι αποκόμισα, προσαρμοσμένη σε άλλο, διαφορετικό αυτή τη φορά, αλλά ομόκεντρο με τον προηγούμενο της ζωής μου κύκλο.

Μια θύμηση που με παρέπεμπε σε μιαν ανάλογη αναγωγή ανασύρθηκε αργότερα λύνοντας το μυστήριο του ακαθόριστα οικείου χώρου που μου δημιουργούσε το ηχόχρωμα της φωνής του Κλοβίς. Τότε, εκείνη την αυγουστιάτικη βραδιά, και μες στον απόηχο του κρητικού πανηγυριού... η αναπάντεχη συνάντησή μου με τον μυστηριώδη επισκέπτη… Ναι, η φωνή του ήταν ανάλογης χρωματικής συχνότητας.

Ο Κλοβίς όπως απρόσμενα είχε εμφανιστεί έτσι και χάθηκε. Όσο κι αν φανεί περίεργο, στάθηκε αδύνατον να τον εντοπίσω ξανά, και, στους ελάχιστους που προσπάθησα ν’ αναφέρω με τρόπο τ’ όνομά του στη συζήτηση, δεν εισέπραττα από μέρους τους παρά άγνοια.

Σήμερα πια που γράφω τις γραμμές ετούτες ξέρω, πως οι τρεις και μοναδικές εκείνες φορές που συναντηθήκαμε ήταν αρκετές... Το γιατί..., αρχίζει μόλις να διαφαίνεται, τώρα που αρχίζω ν’ ανασυνθέτω το τοπίο του παρελθόντος, και προσπαθώ μέσα από τις ακριβείς του συντεταγμένες να κατανοήσω το παρόν και να ψηλαφίσω το μέλλον. Και θαρρώ πως μια τέταρτη συνάντηση επίκειται, σε χρόνο και τόπο που θα έχουμε προεπιλέξει και αυτός και εγώ, και πως αυτή η συνάντηση θα είναι και η καθοριστική.


ΠΡΟΗΓΟΥΜΕΝΗ ΕΝΟΤΗΤΑ


Δεν υπάρχουν σχόλια: