Το ελληνικό τραγούδι ως εργαλείο παραγωγής έθνους
του Ηρακλή Οικονόμου
Μικρή σημασία έχει αν το «Ας κρατήσουν οι χοροί» είναι καλό ή κακό τραγούδι, ή εάν υπάρχουν άλλα τραγούδια που εκφράζουν βαθύτερα την ελληνική ιστορία (που υπάρχουν), ή εάν το θέαμα ήταν κιτς (που ήταν), ή εάν έλειπαν η διαφορετικότητα και η πολυμορφία (που έλειπαν), ή αν μας ταΐζουν για άλλη μια φορά εθνικοπατριωτικά φρου φρου κι αρώματα (που μας ταΐζουν).
Για μένα, το λοιπόν, το πιο εκπληκτικό, πιο επιβλητικό, πιο μυστηριακό και πιο μεγάλο... είναι ότι το έθνος βρίσκει την αισθητική και ιδεολογική άρθρωσή του σε ένα τραγούδι, και μάλιστα τραγούδι που δεν είναι ο εθνικός ύμνος ή κάποιο στρατιωτικό εμβατήριο ή κάποια μεσαιωνική ιστορία ή κάποια παραδοσιακή μελωδία που χάνεται στα βάθη των αιώνων. Μιλάμε για τραγούδι μαζικής κατανάλωσης που γράφτηκε από έναν τραγουδοποιό μόλις σαράντα χρόνια πριν.
Ο αυτοπροσδιορισμός του έθνους μέσα από το νεότερο τραγούδι είναι ένα φαινόμενο παγκοσμίως μοναδικό και αποκλειστικά ελληνικό. Συζητάμε εάν την ελληνική εμπειρία εκφράζει καλύτερα το «Ας κρατήσουν οι χοροί» ή το «Ερωτικό» (ή τα «Μαλαματένια λόγια» ή το «Της αγάπης αίματα» ή το «Τραγούδι του παλιού καιρού» ή το «Στης πίκρας τα ξερόνησα» ή το «Δίκοπη ζωή» ή το «Μια φυσαρμόνικα που κλαίει» ή η «Ρόζα»). Φαντάζεστε μια παρόμοια κουβέντα στη Γαλλία εάν εκφράζει καλύτερα την εθνική εμπειρία ο Ζορζ Μπρασένς ή ο Σερζ Γκενσμπούρ, ή στην Αγγλία εάν θα γιορτάσουν το παρελθόν τους με Μπητλς ή Λεντ Ζέπελιν ή Ρόλινγκ Στόουνς; Όχι και πάλι όχι! Αυτή η εγγραφή του νεότερου ελληνικού τραγουδιού με εθνικούς όρους στο συλλογικό υποσυνείδητο είναι κάτι το πραγματικά ανεπανάληπτο. Μόνο το τρομερό κίνημα του nueva cancion στη Λατινική Αμερική μπορεί να συγκριθεί με αυτή τη διαδικασία (αν και εκεί μιλάμε για περισσότερες χώρες, με επίκεντρο τη Χιλή και την Αργεντινή, και με έμφαση σε μια λατινοαμερικάνικη και όχι μόνο εθνική ταυτότητα).
Δεν συνέβη τυχαία όλο αυτό. Για την ακρίβεια, αυτός ήταν ο στόχος κι ο καημός όλων των μεγάλων συνθετών μεταπολεμικά, από τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι και δώθε: να γεφυρώσουν το τεράστιο χάσμα του Εμφυλίου, να γεννήσουν ένα έθνος που είχε πάψει να υπάρχει, να ενοποιήσουν τα θραύσματα μιας εθνικής ταυτότητας και ενός εθνικού αφηγήματος που είχαν γίνει κομμάτια από ταγματασφαλίτες, εξορίες και εκτελεστικά αποσπάσματα. Και τα κατάφεραν! Και είναι πάνω σε αυτά τα χνάρια που πατάει και ο Σαββόπουλος για να υμνήσει την εθνική μικροαστική εκπλήρωση των 1980s, τον θρίαμβο του μικροαστέξ με την πολαρόιντ, τις παρέες και τα στέκια γαρνιρισμένα με βυζάντιο και ορθοδοξία. Είναι η ίδια πάντα λογική προσαρμοσμένη στις νέες συνθήκες: η αποτύπωση της εθνικής εμπειρίας και, μέσω αυτής, η επικύρωση και η αναπαραγωγή της ίδιας της έννοιας του έθνους.
Φυσικά, για να εκπληρωθεί αυτός ο ρόλος – για να γεφυρωθεί το εθνικό χάσμα, για να επουλωθεί η εθνική πληγή – έπρεπε η παραγωγή του έθνους να γίνει με όρους των ηττημένων. Δεν θα μπορούσε δηλαδή το έθνος να φτιαχτεί με εθνικοπατριωτικές καγκουριές τύπου Πατρίς-Θρησκεία-Οικογένεια, γιατί ένα τέτοιο τραγούδι δεν ήταν ποτέ πραγματικά των «από κάτω», δεν θα ήταν ποτέ λαϊκό, δεν θα εξασφάλιζε ποτέ πραγματική νομιμοποίηση και δημοφιλία, παρά θα υπενθύμιζε το πρόβλημα: τα τανκς του ’44. Χρειαζόταν το εθνικό να ζυμωθεί με τις λέξεις και τα μοτίβα και τις αξίες των χαμένων της ιστορίας, για να ταυτιστούν κι αυτοί με δαύτο. Κι έτσι ο ήλιος που δεν πρέπει να λησμονήσει τη χώρα μου γίνεται της δικαιοσύνης, και έτσι τα παιδιά κάτω στον κάμπο που πιάνουν τον σταυρό είναι τα ίδια παιδιά που κυνηγάνε τους αστούς. Και έτσι, αν το θέλετε, η ορθοδοξία του Σαββόπουλου δεν είναι παρθενία και λιβάνια, αλλά μία μόνο από τις πρώτες ύλες για αναμμένες φωτιές και το ροκ του μέλλοντός μας. Δεν υπονοεί όλο αυτό κάποια …συνομωσία εκ μέρους του νέου ελληνικού τραγουδιού και των συντελεστών του. Δεν έκατσαν δηλαδή αυτοί να σκεφτούν ποιος τρόπος θα μεγιστοποιούσε την αποτελεσματικότητα του καλλιτεχνικού αποτελέσματος ως μέσου εθνογένεσης: τον είχαν μέσα τους αυτόν τον τρόπο, ως φορείς συγκεκριμένων ιδεών και μιας συγκεκριμένης ιστορικής συγκυρίας. Βγήκαν δυο γενιές τρομερά ταλαντούχων μουσικών (και ποιητών και στιχουργών)· μία μείζονα προτεραιότητά τους ήταν αυτό που καταλάβαιναν ως μοίρα και τραύμα του έθνους· και δημιούργησαν τέχνη σε μια ιστορική περίοδο με τεράστια επιρροή των αριστερών ιδεών. Και αυτός ο συνδυασμός εξασφάλισε την επιτυχία της εθνογένεσης.
Η ισορροπία, προφανώς, μεταξύ εθνοκεντρικών προτεραιοτήτων και κοινωνικών ευαισθησιών είναι εξαιρετικά ευαίσθητη και η συνύπαρξη βαθιά αντιφατική. Αλλά αυτή ακριβώς η αντίφαση είναι εγγεγραμμένη στο DNA του νέου ελληνικού τραγουδιού, και γι’ αυτό δεν έχει και πολύ νόημα να αναζητούμε την οποιαδήποτε συνέπεια στον Α’ ή Β’ συνθέτη, όχι μόνο ιδεολογική αλλά ούτε και πολιτική. Ο Σαββόπουλος ανήκει εξίσου στο Μητσοτάκ και στο Κιλελέρ. Όπως ο Ξαρχάκος ανήκει εξίσου στην πρώην ευρωβουλευτική του ιδιότητα με τη Νέα Δημοκρατία και στην Κοκκινιά, νυν και αεί. Όπως ο Χατζιδάκις ανήκει εξίσου στο αφιερωμένο στον Κωνσταντίνο Καραμανλή Εγκώμιο Επιφανούς Ανδρός και στον ξανθό αντάρτη του που φέρνει το μαντάτο. Όπως ο Μίκης Θεοδωράκης ανήκει εξίσου σε όσα εξέφρασε, όσο αντιθετικά κι αν υπήρξαν αυτά. Κάθε κρίση γι’ αυτούς - και πολλούς άλλους - δημιουργούς πρέπει να είναι πολύ επιεικής και να λαμβάνει υπόψη τη γενεσιουργό αντίφαση του τραγουδιού τους: τη χρήση της κοινωνικής χειραφέτησης ως πρώτης ύλης για την παραγωγή έθνους. Δεν έχουμε τη δυνατότητα της επιλογής α λα καρτ.
Σε κάθε περίπτωση, είτε συγκινείστε από την έννοια του έθνους είτε όχι, είτε βρίσκετε κάποια ιστορική συνέχεια μεταξύ αρχαιότητας και τουρκοκρατίας είτε όχι, είτε γουστάρετε το «Ας κρατήσουν οι χοροί» είτε όχι, το γεγονός ότι συζητάμε για όλα αυτά …τραγουδώντας νέο ελληνικό τραγούδι είναι κάτι πραγματικά πρωτοφανές στην ιστορία της τέχνης και των λαών. Δεν έχουμε να κάνουμε με τραγούδια που μιλάνε για το έθνος· αυτό θα ήταν απλό και κοινότοπο. Έχουμε να κάνουμε με ένα έθνος που διαμορφώνεται φαντασιακά και αναπαράγεται εννοιολογικά μέσα από τα τραγούδια του – τραγούδια που ανακάλυψαν εκ νέου μια κοινότητα ανεπανόρθωτα τραυματισμένη από τις ναπάλμ και «τα νησιά που πας και δε γυρίζεις».
Δεν το λες και μικρό πράγμα αυτό.
Πρώτη δημοσίευση: Το Περιοδικό, 25 Οκτωβρίου 2020.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου